Ο Έλληνας επιθετικός ή και
μεσοεπιθετικός σε οργανωτικό ρόλο Γιώργος Δεληκάρης, γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου
του 1951 στον Πειραιά. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ποδοσφαιρικής του
καριέρας του στον Ολυμπιακό. Είναι ευρέως αποδεκτός μεταξύ των φιλάθλων, ως
ένας από τους Μεγαλύτερους Έλληνες Ποδοσφαιριστές Όλων Των Εποχών,
τερματίζοντας στην 4η θέση στην ελληνική ψηφοφορία για τα βραβεία
του Χρυσού Ιωβιλαίου της UEFA (την πεντηκονταετηρίδα της Ευρωπαϊκής
Ποδοσφαιρικής Συνομοσπονδίας), πρώτος μεταξύ των πρώην παικτών του Ολυμπιακού.
Με το παρατσούκλι «Τζιάνι Ριβέρα της Ελλάδας», είναι επίσης συχνά σε σύγκριση
με τον μύθο Τζορτζ Μπεστ (George Best), κυρίως λόγω της φυσιογνωμικής
ομοιότητάς του και του αγωνιστικού του στυλ. Αν και ακόμα σεβαστός ως ένας
θρύλος για τον Ολυμπιακό και τους οπαδούς του, η απόφασή του να αγωνιστεί στον
αιώνιο αντίπαλο, τον Παναθηναϊκό, έχει σημαδέψει τη ποδοσφαιρική του καριέρα, η
οποία έληξε πρόωρα, μετά από μια σχετικά προβληματική τριετία στους
«πράσινους», όταν αποφάσισε να αποσυρθεί στην ηλικία των 30 ετών.
Έχοντας ξεκινήσει από τον Αργοναύτη ως
αριστερό εξτρέμ, μεγαλούργησε ως κλασικό «δεκάρι» με τη φανέλα του Ολυμπιακού
και της εθνικής ομάδας, όπου διετέλεσε αρχηγός επί σειρά ετών κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του 1970. Αγωνίστηκε μια φορά στη Μικτή Κόσμου. Βιρτουόζος της
μπάλας, με εκπληκτική ντρίμπλα, έδινε την εντύπωση ότι προσπερνούσε ακίνητους
τους αντιπάλους του. Ήταν αριστεροπόδαρος με πολύ καλή πάσα, που δεν παρέλειπε
να σκοράρει. Ασυμβίβαστος χαρακτήρας, υπήρξε το «είδωλο» μιας ολόκληρης γενιάς
και ο απόλυτος «σταρ» της εποχής του.
Γέννημα-θρέμμα του Πειραιά, ο Γιώργος
Δεληκάρης ξεκίνησε την καριέρα του στον τοπικό Αργοναύτη που τότε αγωνιζόταν
στο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής. Η ευκαιρία του να λάμψει, ήρθε τον Ιούλιο του
1968, όταν επιλέχθηκε για την Μικτή Πειραιά σ’ έναν αγώνα εναντίον της Μικτής
Αθηνών. Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 1969, Εθνικός και Ολυμπιακός
μπαίνουν στη μάχη για την απόκτηση του 18χρονου τότε Δεληκάρη, με τους
ερυθρόλευκους να αποσπούν την υπογραφή του, πληρώνοντας 1.050.000 δραχμές τον
Αργοναύτη, 150.000 δραχμές τον παίκτη και δίνοντας στην ομάδα του
Χατζηκυριάκειου και έμψυχα ανταλλάγματα (Μιχάλης Τούντας, Μανώλης Λεβαντής,
Αριστείδης Σταμάτης, Μιχάλης Καραγιάννης, Βαγγέλης Συρίγος).
Η πρώτη του εμφάνιση με την φανέλα του
Ολυμπιακού έγινε σε ένα φιλικό με την πρώην ομάδα του, ενώ η πρώτη του επίσημη
εμφάνιση ήρθε τον Σεπτέμβριο του 1969 εναντίον του ΠΑΟΚ στην Τούμπα. Στη
συνέχεια τραυματίζεται και επανέρχεται 2 μήνες αργότερα, αρχικά με την β’
ομάδα. Το πρώτο του γκολ, το σκόραρε σε μια νίκη 5-1 επί της Χαλκίδας, στις 5
Νοεμβρίου. Το τριήμερο 23-26 Νοεμβρίου του 1969, πετυχαίνει 3 γκολ, 2 εναντίον
του Εθνικού και ένα εναντίον της Καβάλας, κάνοντας το λιμάνι να παραμιλάει,
αφού στο πρόσωπο του οι οπαδοί του Ολυμπιακού βλέπουν ένα νέο αστέρι να
γεννάται. Ένα ακόμη εκπληκτικό παιχνίδι εναντίον του ΠΑΟΚ, αλλά και επιλογή του
να αγωνιστεί για ένα ημίχρονο τραυματίας εναντίον του Ολυμπιακού Λευκωσίας, τον
κάνουν έναν από τους πιο δημοφιλείς παίκτες στις κερκίδες του Καραϊσκάκης.
Ξεκινάει
εξίσου εντυπωσιακά και την σεζόν 1970/71, όμως τα νυχτοπερπατήματα του με τον
Γρηγόρη Αγανιάν παραμονή του αγώνα με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό, του επιφέρουν
πρόστιμο 5.000 δραχμών και τον θέτουν εκτός ομάδας για 2 μήνες, ενώ υποπίπτει
σε συνεχή πειθαρχικά παραπτώματα, εκνευρίζοντας την διοίκηση των «ερυθρόλευκων»,
μέρος της οποίας (όπως για όλους τους συλλόγους) διορίζονταν από την
στρατιωτική Χούντα, που τον τιμωρεί με τσουχτερά πρόστιμα. Τον Ιανουάριο του
1971, ο Ολυμπιακός περνάει στα χέρια του Νίκου Γουλανδρή και τεχνικός της
ομάδας αναλαμβάνει ο Λάκης Πετρόπουλος. Η ψυχολογία του Έλληνα «Τζορτζ Μπεστ»
αλλάζει προς το καλύτερο, πραγματοποιεί εξαιρετικές εμφανίσεις, καλείται στην
Εθνική Ανδρών και στον τελικό Κυπέλλου εναντίον του ΠΑΟΚ είναι από τους
διακριθέντες κατακτώντας παράλληλα και το πρώτο του τρόπαιο.
Η σεζόν 1971/72 είναι καταστροφική για
τον ψιλόλιγνο μέσο, αφού στρατιωτική θητεία και τραυματισμοί του στερούν τη
δυνατότητα να προπονηθεί σωστά, ενώ υποπίπτει εκ νέου σε πειθαρχικό παράπτωμα.
Η ΕΠΟ εξαντλεί την αυστηρότητα της, αποκλείοντας τον δια βίου από την Εθνική
ομάδα και παράλληλα του επιβάλλει πρόστιμο 30.000 δραχμών. Μόνο θετικό νέο,
στην κατά τ’ άλλα αποτυχημένη χρονιά, η εμφάνιση που πραγματοποιεί με την
Εθνική Ενόπλων εναντίον του Βελγίου. Η καλοκαιρινή διακοπή τον βοηθάει να
ανασυνταχθεί και κάνει ακόμη ένα διαβολεμένο ξεκίνημα τη σεζόν 1972/73,
κερδίζοντας το περιβραχιόνιο του αρχηγού, ενώ αναγκάζει την ΕΠΟ να άρει τον
ισόβιο αποκλεισμό του από την Εθνική ομάδα. Μέχρι τα μέσα του Μαρτίου κάνει
μεστή και εντυπωσιακή χρονιά, όμως και πάλι με την συμπεριφορά του καταστρέφει
την εικόνα του. Χρησιμοποιεί τον στρατό σαν δικαιολογία να μην πηγαίνει στις
προπονήσεις, ενώ προφασίζεται και διάφορους μικροτραυματισμούς με αποτέλεσμα να
χάσει το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Ωστόσο, ζητάει συγνώμη από την διοίκηση, η
οποία την κάνει δεκτή, επιστρέφει στις καλές εμφανίσεις και βοηθάει σημαντικά
τον Ολυμπιακό να κατακτήσει το double.
Απαλλαγμένος από την στρατιωτική του
θητεία πραγματοποιεί ακόμη μία εκπληκτική χρονιά το 1973/74 και ο Ολυμπιακός
κατακτά ξανά το Πρωτάθλημα, σε μια σεζόν ιστορική για τον σύλλογο, που περιλάμβανε
την περίφημη ευρεία νίκη εναντίον του Φωστήρα με 11-0 και τα ρεκόρ συγκομιδής
βαθμών και επίτευξης τερμάτων στο πρωτάθλημα. Η γεμάτη χρονιά, χωρίς προβλήματα
πείθουν τον Λάκη Πετρόπουλο να του δώσει και πάλι το περιβραχιόνιο του αρχηγού,
στο ξεκίνημα της σεζόν 1974/75. Η μαγική του εμφάνιση στο παιχνίδι εναντίον της
Σέλτικ, στη Σκωτία, για το Κύπελλο Πρωταθλητριών, αναγκάζουν τους Times του
Λονδίνου να κάνουν ειδική μνεία στο όνομά του, ενώ αρχηγική ήταν η παρουσία του
και στον επαναληπτικό αγώνα με τους «Κέλτες» που χάρισε την πρόκριση στον
Ολυμπιακό. Η τεράστια διαφορά ανάμεσα στις απολαβές των ξένων παικτών με αυτές
των Ελλήνων αποτελούσε μεγάλο αγκάθι εκείνη την εποχή στις τάξεις των
«ερυθρόλευκων» και ο Δεληκάρης αποφασίζει, στα τέλη του Οκτωβρίου, να απέχει
από τις προπονήσεις της ομάδας, ενώ ο Γουλανδρής παραιτήθηκε από την προεδρία
του συλλόγου για άγνωστους λόγους.
Η άρνηση του Ολυμπιακού και της Εθνικής να
του δώσουν άδεια να παντρευτεί, ρίχνει κι άλλο λάδι στη φωτιά, ενώ σε έναν
αγώνα εναντίον του Ατρομήτου δέχεται έντονες αποδοκιμασίες από ορισμένους
οπαδούς της ίδιας της ομάδας του. Τα πράγματα ηρεμούν για ένα διάστημα, όμως
στα μέσα Φεβρουαρίου και πάλι επαναστατεί εναντίον της νέας διοίκησης του
Ολυμπιακού για χρεωστούμενα χρήματα στους παίκτες της ομάδας. Απειλεί να μην
κατέβει η ομάδα στον επόμενο αγώνα πρωταθλήματος, ενώ όταν βρίσκεται η λύση για
τα χρωστούμενα, ζητάει εκ νέου να αυξηθούν οι απολαβές του στα επίπεδα των
ξένων. Η διοίκηση του αφαιρεί το περιβραχιόνιο του αρχηγού και ο Δεληκάρης, στα
μέσα του Απριλίου, εξαφανίζεται. Στις 26 Μαρτίου του 1975, εμφανίστηκε με την
Μικτή Κόσμου, μαζί με άλλους θρύλους όπως ο Γιόχαν Κρόιφ (Johan Cruyff), ο Πελέ
(Edson Arantes do Nascimento, ‘’Pelé’’), ο Ζαϊρζίνιο (Jair Ventura Filho, ‘’Jairzinho’’)
και ο συμπαίκτης του στον Ολυμπιακό Μίλτον Βιέρα (Milton Viera) εναντίον της Άντερλεχτ,
προς τιμήν του Βέλγου μύθου Πολ Βαν Χιμστ (Paul Van Himst). Ταυτόχρονα οι φήμες
για μεταγραφή σε ομάδα του εξωτερικού (Σέλτικ) οργιάζουν, όμως η εμφάνισή του,
τρεις μήνες μετά, στην προετοιμασία των Πειραιωτών φέρνει και πάλι χαμόγελα και
αισιοδοξία στις τάξεις των φιλάθλων.
Το ξεκίνημα του για την σεζόν 1975/76
είναι και πάλι το ιδανικό. Κορυφαίος στα δύο ματς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με
αντίπαλο τη Δυναμό Κιέβου, Κορυφαίος στο παιχνίδι της Εθνικής με την αντίστοιχη
της Γερμανίας, όμως ένας τραυματισμός του, φέρνει και πάλι σύννεφα στη σχέση
του με τον σύλλογο. Ο γιατρός επιμένει ότι ο Δεληκάρης δεν έχει απολύτως τίποτα
και η διοίκηση αποφασίζει να τον αποκλείσει από την ομάδα. Οι κακές εμφανίσεις
του Ολυμπιακού καθιστούν αναγκαία την παρουσία του στην ενδεκάδα και η τιμωρία
του από αποκλεισμός μετατρέπεται σε 6μηνη διακοπή συμβολαίου. Το τρίμηνο
Φεβρουαρίου-Απριλίου δίνει πνοή στην μεσοεπιθετική γραμμή του Ολυμπιακού, αλλά
ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του κάνει και πάλι την εμφάνισή του. Σε ένα παιχνίδι
με τον ΠΑΟΚ και ενώ οι «ερυθρόλευκοι» βρίσκονται πίσω στο σκορ με 1-2, έχοντας
νωρίτερα προηγηθεί με 1-0, βγάζει την φανέλα του και αποχωρεί από το γήπεδο,
θεωρώντας ότι οι συμπαίκτες του επίτηδες είχαν μειωμένη απόδοση. Μετά την
απόφαση του αυτή βρίσκει μόνο εχθρούς στα αποδυτήρια και η διοίκηση φοβούμενη
αναταραχές στο εσωτερικό τον θέτει εκτός ομάδας.
Παρά τα όσα προηγήθηκαν, ο σύλλογος συνεχίζει
να του δείχνει εμπιστοσύνη και δεν το μετανιώνει. Ο Δεληκάρης εμφανίζεται στο
γήπεδο, τη σεζόν 1976/77, πιο ώριμος από ποτέ και αναλαμβάνει και πάλι το ρόλο
του αρχηγού. Πολυτιμότερος στα περισσότερα παιχνίδια του Ολυμπιακού, σκοράρει
και δημιουργεί ακατάπαυστα, ενώ σε ένα παιχνίδι με αντίπαλο τον Ηρακλή
αγωνίζεται τραυματίας και τον οδηγεί σε νίκη με 3-1. Παρόμοιο το σκηνικό και το
πρώτο τρίμηνο της επόμενης χρονιάς, όμως η γενική μετριότητα του Ολυμπιακού
φέρνει γκρίνια στα αποδυτήρια της ομάδας. Ο Δεληκάρης τα βάζει με τον προπονητή
Τόζα Βεσελίνοβιτς (Todor "Toza" Veselinović) αλλά και τον Κώστα
Αϊδινίου. Χάνει για ακόμη μία φορά το περιβραχιόνιο του αρχηγού, ενώ το παιχνίδι εναντίον της Καβάλας, στις 8 Ιανουαρίου του 1978 θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του με την φανέλα των«ερυθρολεύκων», ύστερα από 226 εμφανίσεις και 25 τέρματα στο ελληνικό πρωτάθλημα, αφού τιμωρείται με 2 χρόνια αποκλεισμό.
Αποτέλεσμα της κόντρας του με την
διοίκηση του Ολυμπιακού ήταν να μεταγραφεί στον αιώνιο αντίπαλο Παναθηναϊκό,
μια κίνηση που συγκλόνισε τα θεμέλια του ελληνικού ποδοσφαίρου εκείνη την εποχή.
Η μεταγραφή του χαρακτηρίστηκε ως «Μεταγραφή Του Αιώνα» από τους
δημοσιογράφους, ωστόσο η «μεταφορά» (!) της τιμωρίας του, στο ήμισυ, από την
ΕΠΟ, παρότι ΔΕΝ αγωνιζόταν για τον Ολυμπιακό, που του στέρησε σχεδόν όλο το
πρωτάθλημα της σεζόν 1978/79 (αγωνίστηκε μόνο σε 6 αγώνες από τους 34) και η
εμφανής έλλειψη ενθουσιασμού του ίδιου του παίκτη για το ποδόσφαιρο, δεν τον
βοήθησαν να δικαιολογήσει τους παχυλούς τίτλους των εφημερίδων. Παράλληλα,
γίνεται κόκκινο πανί για τους οπαδούς του Ολυμπιακού που νιώθουν προδομένοι από
το αγαπημένο τους παιδί. Ο απολογισμός με τη φανέλα των «πράσινων» πενιχρός.
Μόλις 35 συμμετοχές και 5 γκολ στο ελληνικό πρωτάθλημα στα δυόμισι χρόνια
παραμονής του στο «τριφύλλι». Σημαντική στιγμή του με τον Παναθηναϊκό ο
νικηφόρος με 4-2 αγώνας εναντίον της Γιουβέντους στο Γήπεδο της Λεωφόρου
Αλεξάνδρας για το Κύπελλο UEFA, στον οποίο είχε καταπληκτική απόδοση
και σκόραρε. Με τον Παναθηναϊκό αναδείχθηκε Κυπελλούχος Ελλάδας το 1981/82. Για
ανεξήγητους μέχρι και σήμερα λόγους, ο Γιώργος Δεληκάρης αποφασίζει στις 19
Οκτωβρίου του 1981, σε ηλικία μόλις 30 ετών, να αποσυρθεί από τους αγωνιστικούς
χώρους, ξαφνιάζοντας την ελληνική
ποδοσφαιρική κοινότητα. Με τη στρογγυλή θεά δεν ασχολήθηκε ξανά, ενώ οι
δημόσιες εμφανίσεις του και οι συνεντεύξεις του είναι μετρημένες στα δάχτυλα
του ενός χεριού, αφού αποφάσισε να κρατήσει μακριά τα φώτα της δημοσιότητας.
Με την εθνική ομάδα της Ελλάδας,
αγωνίστηκε για μία δεκαετία, το διάστημα 1971-1981. Πραγματοποίησε το ντεμπούτο
του, την 21η Απριλίου του 1971, στο Στάδιο Γουέμπλεϊ, στην ήττα 0-3 για
τα προκριματικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1972 (τότε Κύπελλο Εθνών
Ευρώπης) από την Αγγλία, όταν αντικατέστησε τον Γιώργο Δέδε στο 88ο
λεπτό. Υπήρξε μέλος της ομάδας που διεκδίκησε μέχρι τέλους από την τότε Παγκόσμια
Πρωταθλήτρια, Δυτική Γερμανία, την πρόκριση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1976
με την Εθνική να χάνει την πρόκριση στα εκτός έδρας γκολ (2-2 στο Καραϊσκάκης,
1-1 στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου) και τον Δεληκάρη να κάνει άνω κάτω την
δυτικογερμανική άμυνα σκοράροντας και στις δύο αναμετρήσεις. Χαρακτηριστική
είναι η δήλωση του Φρανς Μπεκενμπάουερ
ότι «Δεν πίστευα ποτέ ότι υπάρχει τέτοιος παίκτης στη Ελλάδα. Μου άρεσε
πολύ ο Δεληκάρης». Έχει μείνει στην ιστορία το εκπληκτικό τέρμα που πέτυχε στις
20 Νοεμβρίου του 1974, στο Στάδιο Καραϊσκάκη, όταν έπειτα από κόρνερ του Μίμη
Δομάζου, πετάχτηκε στη μικρή περιοχή με εναέρια προβολή και έστειλε την μπάλα
στο "Γ" του εμβρόντητου Ζεπ Μάγερ (Josef Dieter “Sepp” Maier). Ήταν το πρώτο από τα 7 τέρματα που
σημείωσε με την Ελλάδα. Σκόραρε και στον επαναληπτικό στο Ολυμπιακό Στάδιο του
Μονάχου, ισοφαρίζοντας σε 1-1 στο 79ο λεπτό.
Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1977, σε
φιλικό αγώνα εναντίον της Ρουμανίας στο Βουκουρέστι αγωνίστηκε για πρώτη φορά
ως αρχηγός της ελληνικής ομάδας, στον πρώτο αγώνα της Ελλάδας με προπονητή τον
Αλκέτα Παναγούλια. Ο παραγκωνισμός του από τον Ολυμπιακό, αλλά και η
μεταγραφική του περιπέτεια στον Παναθηναϊκό, είχε ως αποτέλεσμα να χάσει τη
θέση του από τον Ιανουάριο ως το Σεπτέμβριο του 1978. Επανήλθε στον αγώνα για
τα προκριματικά του Κυπέλλου Εθνών του 1980, στον αγώνα εναντίον της Ε.Σ.Σ.Δ.
στις 20 Σεπτεμβρίου του 1978, στον οποίο ήταν αρχηγός. Υπήρξε βασικό μέλος της
ομάδας που προκρίθηκε στην τελική φάση της διοργάνωσης, ενώ πέτυχε 2 τέρματα
στο επιβλητικό 8-1 επί της Φινλανδίας, στις 11 Οκτωβρίου του 1978, όμως, λόγω
τραυματισμού δεν ήταν στην αποστολή που αγωνίστηκε στα γήπεδα της Ιταλίας, τον
Ιούνιο του 1980.
Ως αρχηγός αγωνίστηκε ξανά στις 15
Νοεμβρίου του 1978 σε αγώνα για το Βαλκανικό Κύπελλο στα Σκόπια, εναντίον της
τότε Γιουγκοσλαβίας. Στις 14 Φεβρουαρίου του 1979, σημείωσε το 5ο του
τέρμα με την Ελλάδα, σε φιλικό αγώνα εναντίον του Ισραήλ. Επανήλθε ως αρχηγός
στις 15 Οκτωβρίου του 1980, στην ιστορική νίκη με 1-0 επί της Δανίας στην
Κοπεγχάγη για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1982. Πέτυχε το 6ο
του διεθνές τέρμα με πέναλτι επί της Αυστραλίας, στον αποχαιρετιστήριο αγώνα
του Μίμη Δομάζου και αγωνίστηκε ως αρχηγός για τελευταία φορά εναντίον της
Ιταλίας στις 6 Δεκεμβρίου του 1980, πάλι για τα προκριματικά του Παγκοσμίου
Κυπέλλου του 1982. Η τελευταία του συμμετοχή με την Ελλάδα ήταν στις 14
Οκτωβρίου του 1981, με αντίπαλο τη Δανία στη Θεσσαλονίκη, αγώνα στον οποίο
αντικαταστάθηκε στο 23ο λεπτό λόγω τραυματισμού.
Όταν σταμάτησε να αγωνίζεται,
απομακρύνθηκε από το χώρο του ποδοσφαίρου. Έκανε διάφορες επιχειρηματικές
προσπάθειες, όχι πάντα πετυχημένες, σε διάφορους τομείς (παπούτσια, εμπόριο
χρυσού, ψαροταβέρνα, μάντρα αυτοκινήτων κ.α), ενώ μία εξ’ αυτών (εμπόριο
εμφιαλωμένων νερών στην Αλβανία) κόστισε σε αυτόν και άλλους δύο πολύ καλούς
του φίλους, πρώην συμπαίκτες του, τους αείμνηστους Λάκη Γκλέζο και Δημήτρη
(Μήτσο) Δημητρίου, σχεδόν όλα τα χρήματα που κέρδισαν από το ποδόσφαιρο. Επανεμφανίστηκε
στο προσκήνιο μετά από αρκετά χρόνια, δίνοντας μια συνέντευξη στην εφημερίδα «Τα
Νέα», στις 25 Αυγούστου του 1997. Μεταξύ άλλων παραδέχθηκε ότι ήταν λάθος να
ενταχθεί στον Παναθηναϊκό και ότι οδηγήθηκε σε αυτό από ορισμένους πολέμιούς
του στο εσωτερικό του Ολυμπιακού, να εγκαταλείψει την αγαπημένη του ομάδα, αλλά
αρνήθηκε να μπει σε λεπτομέρειες. Το 2004, έγραψε μερικά άρθρα για την αθλητική
εφημερίδα «Πρωταθλητής» και παρακολούθησε ένα παιχνίδι του Ολυμπιακού μετά από πολλά
χρόνια. Αργότερα, στις 13 Νοεμβρίου του 2005, εμφανίστηκε στην μπουτίκ του
Ολυμπιακού σε μια εκδήλωση προς τιμή του, υπέγραψε αυτόγραφα, ζήτησε συγγνώμη
δημοσίως και δήλωσε μετανιωμένος που έφυγε το 1978 από τους Πειραιώτες.
Στις 26 Ιουνίου του 2009, οι Έλληνες φίλαθλοι σοκαρίστηκαν
από την είδηση ότι ο Δεληκάρης νοσηλευόταν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας στον
«Ευαγγελισμό», με σοβαρά τραύματα που υπέστη ύστερα από ένα αυτοκινητιστικό
ατύχημα. Η κατάστασή του χαρακτηρίστηκε σοβαρή, ενώ πολύς κόσμος συνέρρεε στο
νοσοκομείο για να υποστηρίξει το είδωλό του. Κατάφερε να ανακάμψει και άφησε τη
ΜΕΘ σε καλή κατάσταση, επιστρέφοντας σπίτι του με τη σύζυγό του και τις δύο του
κόρες.
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Επαγγελματική καριέρα
- · 1967-1969: Δωδεκανησιακός Αθλητικός Όμιλος Αργοναύτης Πειραιά
- · 1969-1978: Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς, 226 (25)
- · 1978-1982: Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος, 35 (5)
Σύνολο καριέρας: 261 (30)
Διεθνής
- · 1971-1981: Ελλάδα, 32 (7)
Τίτλοι
Συλλογικοί
- · Πρωτάθλημα Ελλάδος: 3 (1972/73, 1973/74, 1974/75).
- · Κύπελλο Ελλάδος: 3 (1970/71, 1972/73, 1974/75)
Με τον Παναθηναϊκό
- · Κύπελλο Ελλάδος: 1981/82
Διεθνείς
- Με την Εθνική Ενόπλων της Ελλάδας
- · Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Ενόπλων: 3η θέση το 1972