Ο (Δυτικο)-Γερμανός κεντρικός αμυντικός Καρλ Χάιντς
Φέρστερ (Karlheinz Helmut Förster), γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1958, στο
Μόσμπαχ της Βάδης-Βιτερβέργης, περίπου 60 χλμ. ανατολικά της ΧαΪδελβέργης. Ο κατά
2 χρόνια νεότερος αδελφός του Μπερντ Φέρστερ (Bernhard "Bernd" Georg
Josef Förster), έτερου αμυντικού ογκόλιθου, με τον οποίο είχαν σχεδόν παράλληλη
πορεία τόσο σε συλλογικό όσο και διεθνές επίπεδο. Είχε θεωρηθεί ως ένας από
τους Καλύτερους Κεντρικούς Αμυντικούς που ανέδειξε το γερμανικό ποδόσφαιρο,
συγκαταλεγόμενος ανάμεσα στους Κορυφαίους Ευρωπαίους κεντρικούς αμυντικούς στο
αποκορύφωμά του, στη δεκαετία του 1980. Ένας αρκετά γρήγορος ποδοσφαιριστής,
ιδιαίτερα μαχητικός, πολύ δυνατός και αποτελεσματικός στο ατομικό μαρκάρισμα -που
ήταν και η σπεσιαλιτέ του- εξαιρετικά σταθερός σε απόδοση, διακρίθηκε για τη
ψυχραιμία του, αφού ήταν σχεδόν αλάνθαστος και η παρουσία του και μόνο στο
κέντρο της άμυνας, γέμιζε με αυτοπεποίθηση τους συμπαίκτες του! Έπαιξε το
μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στην Στουτγάρδη παράλληλα με τον αδελφό του. Και
οι δύο στέφθηκαν πρωταθλητές Ευρώπης το 1980 με την εθνική δυτικογερμανική
ομάδα για την οποία έκανε 81 διεθνείς συμμετοχές, συμμετέχοντας ακόμα στα
Παγκόσμια Κύπελλα του 1982 και του 1986 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1984.
Ξεκίνησε από τα παιδικά και εφηβικά τμήματα στις Μπαντένια
του Ουντερσβάρτζαχ και της Βάλντχοφ του Μανχάιμ, προτού ενταχθεί στα τμήματα
υποδομής της Στουτγάρδης. Ντεμπουτάρισε πλάι στους επαγγελματίες του συλλόγου
της Σουηβίας, στις 20 Μαρτίου του 1976, στη Β’ Κατηγορία, σε μια ισοπαλία 1-1
με την Μπαϊρόιτ. Πανηγύρισε την άνοδο στην Α’ κατηγορία, παίζοντας καθοριστικό
ρόλο, καθώς σκόραρε 5 γκολ σε 34 αγώνες.
Στη Μπουντεσλίγκα, αγωνίστηκε για πρώτη φορά, στις 6 Αυγούστου του 1977,
σε μια ισοπαλία 3-3 με τη Μπάγερν Μονάχου. Στις 7 Ιανουαρίου του 1978, σε μια
ισοπαλία 1-1 με τη Σααρμπρίκεν, σκόραρε
το πρώτο του γκολ στη γερμανική κορυφαία Κατηγορία. Έμεινε στους «κόκκινους» ως το 1986 και σε αυτό το
διάστημα χρησιμοποιήθηκε σε 311 παιχνίδια τους, σκόραρε 22 γκολ και τους βοήθησε, συνεπικουρούμενος στα
μετόπισθεν από τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του, Μπερντ, να κατακτήσουν
το πρωτάθλημα της περιόδου 1983/84.
Επόμενος «σταθμός» του ήταν η Μαρσέιγ, η οποία κατέβαλε
το ποσό των 3,5 εκατομμυρίων γερμανικών
μάρκων για να τον κάνει δικό της! Την εποχή εκείνη, το 1986, η Μαρσέιγ
ξεκινούσε το χτίσιμο της ομάδας που θα πρωταγωνιστούσε τα επόμενα χρόνια και ο
Γερμανός αμυντικός ήταν από τα βασικά γρανάζια της μηχανής της. Καθιερώθηκε
άμεσα στο βασικό σχήμα της «ΟΜ» και στα 4 χρόνια που έμεινε στο «Βελοντρόμ»
ήταν εξαιρετικός στα ανασταλτικά του καθήκοντα και ο βασικός λόγος που η άμυνα
της Μαρσέιγ λειτουργούσε απρόσκοπτα. Συμπαίκτης με τον Κλάους Άλοφς (Klaus
Allofs) Βοήθησε την ομάδα του να φτάσει 2 φορές στην κατάκτηση του
πρωταθλήματος, το 1989 και το 1990 και του Κυπέλλου το 1989, ενώ το 1987 έπαιξε
στον τελικό. Το 1990, στα 32 του χρόνια, έχοντας καταγράψει 130 παρουσίες και
10 τέρματα (στο Σαμπιονά είχε 103 συμμετοχές και 6 γκολ), με τη φανέλα της,
αποσύρθηκε ως παίκτης της από την ενεργό δράση. Αναδείχθηκε Καλύτερος Γερμανός
ποδοσφαιριστής της χρονιάς το 1982, ενώ ψηφίστηκε κι άλλες 4 φορές Κορυφαίος Αμυντικός
στην πατρίδα του.
Κλήθηκε και αγωνίστηκε για πρώτη φορά στην δυτικογερμανική
εθνική ομάδα, σε ένα φιλικό με τη Βραζιλία, στις 5 Απριλίου του 1978, μη
έχοντας κλείσει ακόμη τα 20 του χρόνια! Χρίστηκε
81 φορές διεθνής, σε 4 περιπτώσεις αρχηγός της και σκόραρε 2 γκολ. Ήταν ο
βασικός στόπερ της «νασιονάλμαντσαφτ», τόσο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980, όσο
και στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1982 και του 1986, συμμετέχοντας σε όλα τα
παιχνίδια τους, χωρίς αντικατάσταση, πλην 2 αγώνων στη διοργάνωση του 1986,
εναντίον της Δανίας στους ομίλους, όταν αντικαταστάθηκε στο 71ο
λεπτό και στους 8 εναντίον του Μέξικο, όταν αντικαταστάθηκε στο 56’! Έφτασε στους
τελικούς και των τριών αυτών διοργανώσεων, βγαίνοντας, ωστόσο νικητής μόνο στο Euro του 1980, έχοντας «σβήσει» τον Βέλγο
αστέρα Γιαν Κέλεμανς (Jan Anna Gumaar Ceulemans), αφού στις άλλες δύο
περιπτώσεις, η Ιταλία και η Αργεντινή κατέκτησαν το τρόπαιο. Ειδικά στη
διοργάνωση του 1986, είναι ο άνθρωπος που «έσβησε» τον Χούγκο Σάντσεζ (Hugo
Sánchez) στον προημιτελικό και τον Μισέλ Πλατινί (Michel Platini) στον
ημιτελικό. Πήρε μέρος και στο Euro του 1984.
Ήταν στην καλύτερη 11άδα των διοργανώσεων και των 2 Ευρωπαϊκών Πρωταθλημάτων
που πήρε μέρος.
Σήμερα, απασχολείται ως ατζέντης ποδοσφαιριστών, στο
πρακτορείο «T21plus Sportsmanagement» μαζί με τον πρώην Γερμανό διεθνή Γιενς
Γέρεμις (Jens Jeremies). Οι πιο διάσημοι παίκτες-πελάτες τους είναι ο Ζεράρντ
Πικέ (Gerard Piqué), ο Άντερ Ερέρα (Ander Herrera), κ.α. Στο παρελθόν εργάστηκε
ως μάνατζερ στη Βάλντχοφ του Μανχάιμ και στη Στουτγκάρδη, ενώ διετέλεσε και
αθλητικός σύμβουλος της Χόφενχαϊμ.
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- · TSV Badenia Unterschwarzach
- · Sportverein Waldhof Mannheim 07
- · –1977 Verein für Bewegungsspiele Stuttgart 1893
Επαγγελματική καριέρα
- · 1977–1986: Verein für Bewegungsspiele Stuttgart 1893, 311 (22)
- · 1986–1990: Olympique Marseille, 103 (6)
Σύνολο καριέρας: 414 (28)
Διεθνής
- · 1978–1986: Δυτική Γερμανία, 81 (2)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με την Stuttgart
- · Πρωτάθλημα Γερμανίας: 1983/84
- · Κύπελλο Γερμανίας: φιναλίστ 1985/86
Με την Marseille
- · Πρωτάθλημα Γαλλίας: 2 (1988/89, 1989/90)
- · Κύπελλο Γαλλίας: 1988–89 και φιναλίστ 1986/87
Διεθνείς
Με τη Δυτική Γερμανία
- · Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 1980
- · Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ: 2 (1982, 1986)
Προσωπικές Διακρίσεις
- · Παίκτης Της Χρονιάς για τη Δυτική Γερμανία: 1982
ΠΗΓΗ: balleto.gr