Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Λάζλο Κουμπάλα: Ο πρώτος galactico

Ο Ούγγρος από γέννηση, πολιτογραφημένος Τσεχοσλοβάκος που αργότερα πήρε και την ισπανική υπηκοότητα επιθετικός, Λάζλο Κουμπάλα (László Kubala Stecz), γεννήθηκε στις 10 Ιουνίου του 1927 στη Βουδαπέστη. Αναφέρεται επίσης ως Λάντισλαβ Κουμπάλα (Ladislav Kubala) στα σλοβάκικα ή Λαντισλάο Κουμπάλα (Ladislao Kubala) στα ισπανικά. Έπαιξε για τη Φερεντσβάρος, τη Σλόβαν Μπρατισλάβας, τη Μπαρτσελόνα και την Εσπανιόλ. Ούγγρος υπήκοος από τη γέννησή του, αποκτώντας την τσεχοσλοβάκικη και την ισπανική ιθαγένεια, έπαιξε για τις εθνικές ομάδες και των τριών χωρών. Ένας ποδοσφαιρικός μύθος με επαναστατικό και φιλελεύθερο πνεύμα, που στη Καταλονία βρήκε την «Γη της Επαγγελίας του». Είχε μποέμικη φυσιογνωμία και μεγάλη έφεση στο γλέντι και στις γυναίκες.


Μέσα στο γήπεδο «κεντούσε». Έτρεχε ξέφρενα, ήταν μάγος της ντρίπλας, γνωστός για τις γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις του, ενώ οι επελάσεις του προκαλούσαν τρόμο! Σούταρε από μακρινές αποστάσεις και διακρίθηκε για τα ακριβή, σύνθετα και δυνατά τελειώματα του στα ελεύθερα λακτίσματά. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, ήταν η ηγετική προσωπικότητα της επιτυχημένης ομάδας της Μπαρτσελόνα, σημειώνοντας 194 γκολ σε 256 εμφανίσεις. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών για την εκατονταετηρίδα του συλλόγου, σε δημοσκόπηση μεταξύ των οπαδών της, ο Λάζλο Κουμπάλα αναδείχθηκε ως ο Κορυφαίος Ποδοσφαιριστής που έπαιξε ποτέ για τον τεράστιο ισπανικό σύλλογο, εκτοπίζοντας ποδοσφαιριστές όπως ο Λουίς Σουάρεθ (Luis Suárez Miramontes), ο Γιόχαν Κρόιφ (Johan Cruyff) και ο Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Maradona). Μετά τη απόσυρσή του ως παίκτης, είχε δύο θητείες ως προπονητής της Μπαρτσελόνα, ενώ επίσης προπόνησε την εθνική ομάδα της Ισπανίας, καθώς και την Ολυμπιακή της  ομάδα.


Τα πρώτα χρόνια

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η έννοια της πολυπολιτισμικότητας είναι λίγη για να τον περιγράψει. Γεννήθηκε στην Ουγγαρία από μητέρα εργάτρια σε εργοστάσιο, την Άννα Στετζ (Anna Stecz), με ουγγρικές, πολωνικές και σλοβάκικες ρίζες και πατέρα, τον Παλ Κουμπάλα (Pál Kubala Kurjas), οικοδόμο, που ανήκε στη σλοβάκικη μειονότητα της Ουγγαρίας. Ξεκίνησε την καριέρα του στη Γκαντζ ΤΕ, μία εργοστασιακή ομάδα που αγωνιζόταν στην ουγγρική 3η Κατηγορία. Στην ηλικία των 11 ετών αγωνιζόταν σε ομάδες με παιδιά από 3 έως 5 χρόνια μεγαλύτερά του. Στα 18 του χρόνια, πήγε στη Φερεντσβάρος, όπου υπήρξε συμπαίκτης με τον μεγάλο άσο του Ουγγρικού ποδοσφαίρου Σάντορ Κότσιτς (Sándor Kocsis).


Εκεί, γρήγορα φάνηκε το πλούσιο ποδοσφαιρικό του ταλέντο αναγκάζοντας τους ιθύνοντες της εθνικής ελπίδων της Ουγγαρίας να τον καλέσουν να αγωνιστεί. Γρήγορα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ο λόγος ήταν ο γνωστός κινητήριος μοχλός των πάντων, αυτές τις ταραγμένες δεκαετίες στις ανατολικές χώρες, το πολιτικό σκηνικό. Σε ηλικία 19 ετών, το 1946, ο Κουμπάλα άφησε την στρωμένη πορεία στη Φερεντσβάρος, ώστε να αποφύγει την κατάταξη στον στρατό! Ήρθε και ο θάνατος του πατέρα του για να αλλάξει τελείως η ζωή του Λάζλο. Η μητέρα του, αποφασίζει να επιστρέψουν στην πατρίδα της και συγκεκριμένα στην Μπρατισλάβα, τη πρωτεύουσα της σημερινής Σλοβακίας.


Το όνομα του Λάζλο αλλάζει και γίνεται Λαντισλάβ (Ladislav Kubala). Έπαιξε για 2 χρόνια ποδόσφαιρο στην Τσεχοσλοβακία για λογαριασμό της Σλόβαν Μπρατισλάβας, με μεγάλη επιτυχία. Μάλιστα, λόγω της μητρικής του καταγωγής, θα του επιτραπεί η συμμετοχή στην εθνική ομάδα της Τσεχοσλοβακίας, όπου θα παίξει σε 6 παιχνίδια, την διετία 1947 - 1948. Γνωρίζει και ερωτεύεται τη μικρή αδερφή του προπονητή του στην εθνική ομάδα, Φέρντιναντ Ντάουτσικ (Ferdinand Daučík), την Άννα Βιόλα Ντάουτσικ (Anna Viola Daučík), την οποία και παντρεύεται στις 17 Απριλίου του 1947. Κι ενώ η καριέρα του Λαντισλάβ προμηνύεται σπουδαία, έρχεται η μετατροπή, μέσα σε μια νύχτα του 1948, της Τσεχοσλοβάκικης δημοκρατίας σε Λαϊκή δημοκρατία, υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης του Ιωσήφ Στάλιν. Ο Λαντισλάβ, ποτέ δεν υπήρξε πολιτικά συνειδητοποιημένος. Αισθανόταν ελεύθερος και η ατίθαση και μποέμ φύση του τον οδηγεί στη φυγή. Έχοντας παίξει για λογαριασμό της εθνικής Τσεχοσλοβακίας, αναγκάζεται να ξεφύγει ακόμα μία φορά για να γλιτώσει την κατάταξη στον τσεχοσλοβάκικο στρατό και επιστρέφει ξανά στην Ουγγαρία, το 1948, με τη σύζυγό του να μένει πίσω στη Σλοβακία.


Πρόσφυγας

Ονομάζεται και πάλι Λάζλο. Αγωνίζεται για ένα χρόνο με μεγάλη επιτυχία στη Βάσας Βουδαπέστης. Είναι ο καλύτερος ακραίος κυνηγός της χώρας. Σύντομα θα αγωνιστεί και στην Εθνική Ουγγαρίας, όπου σε σύνολο 11 εμφανίσεων «έβγαλε μάτια» με την απόδοσή του. Τον Ιανουάριο του 1949 ξεκινάνε οι περιπέτειες.  Η Ουγγαρία γίνεται κι αυτή ένα κομουνιστικό κράτος, στη σφαίρα επιρροής του Στάλιν. Το ανεξάρτητο πνεύμα του Λάζλο Κουμπάλα ασφυκτιά για ακόμη μια φορά. Θέλει να φύγει και αυτομολεί στο πίσω μέρος ενός φορτηγού. Διαφεύγει αρχικά στην Αυστρία και στη συνέχεια πηγαίνει στην Ιταλία. Η Ουγγαρία τού επιβάλει ισόβιο αποκλεισμό, ενώ η FIFA τον τιμωρεί με αποκλεισμό ενός έτους από το ποδόσφαιρο. Στην Ιταλία, όντας τιμωρημένος από την FIFA, δεν είχε δικαίωμα να αγωνιστεί. Προπονούταν και κράτησε την φόρμα του με την ομάδα της Προ Πάτρια, τον μοναδικό σύλλογο που του εξασφάλισε κάποιες οικονομικές απολαβές. Έπαιξε και σε ορισμένα φιλικά μαζί της, επιδεικνύοντας τις ικανότητές του σε κάθε ενδιαφερόμενο. Ο σύλλογος του προσφέρει συμβόλαιο, ωστόσο η Βάσας δεν του δίνει την άδεια!


Το ταλέντο του αδιαμφισβήτητο και γρήγορα έρχονται οι επόμενες προτάσεις. Ο πρόεδρος της κραταιάς εκείνη την εποχή Τορίνο, έβαλε στοίχημα το ρολόι που φορούσε, πως δεν θα κατάφερνε να διασχίσει το γήπεδο της «γκρανάτα» με την μπάλα στον αέρα. Ο Κουμπάλα φυσικά και το πέτυχε και κέρδισε εκτός από το ρολόι και ένα συμβόλαιο. Δεν υπέγραψε αμέσως, αλλά συμφώνησε να μετέχει σε κάποια φιλικά. Τον Μάιο του 1949, η Τορίνο έκλεισε ένα σπουδαίο φιλικό ματς στη Λισσαβόνα με την Μπενφίκα. Όμως την παραμονή του ταξιδιού, ο γιος του κρυολόγησε βαριά και αποφάσισε να μην ακολουθήσει την αποστολή. Η ομάδα της Τορίνο πέταξε για την Λισσαβόνα όπου έμελλε να δώσει την τελευταία της παράσταση! Στην επιστροφή με το αεροπλάνο, στις 4 Μαΐου του 1949, ο πιλότος δεν θα διακρίνει μέσα από τα πυκνά σύννεφα τον λόφο της Σουπέργκα που υψώνεται έξω από την πόλη του Τορίνο. Η μεγάλη αυτή ομάδα που είχε για ηγέτη τον αξεπέραστο Βαλεντίνο Ματσόλα (Valentino Mazzola) δεν υπήρχε πια! Η μοίρα είχε αποφασίσει να ζήσει ο Λάζλο Κουμπάλα και να διαπρέψει σε άλλη χώρα.


Επιστρέφει στην Τσεχοσλοβακία, όπου γεννιέται και ο δεύτερος γιος του. Ο Φέρντιναντ Ντάουτσικ αυτομολεί κι αυτός απ’ την πλευρά του και τον Ιανουάριο του 1950, ο Κουμπάλα δημιουργεί μία ομάδα που αποτελούνταν από παίκτες-πρόσφυγες που εγκατέλειπαν την ανατολική Ευρώπη. Επειδή η πλειοψηφία των παικτών είναι Ούγγροι, την ονομάζει «Hungaria» (Χουγκάρια) και ο κουνιάδος του, ο Ντάουτσικ, αναλαμβάνει προπονητής της. Η ομάδα κάνει περιοδεία σε διάφορες χώρες, ώστε να βγάλει χρήματα και οι παίκτες της να κερδίσουν συμβόλαια στο εξωτερικό, αφού δεν ήταν δυνατό να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Τον Ιούνιο του 1950, η Χουγκάρια πήγε στη την Ισπανία και δίνει 3 φιλικά κόντρα σε μία Μικτή ομάδα της Μαδρίτης, μία τύποις εθνική Ισπανίας και την Εσπανιόλ. Ο Κουμπάλα, μαγεύει και στα τρία παιχνίδια και προσελκύει τα βλέμματα της Ρεάλ Μαδρίτης και της Μπαρτσελόνα, της τελευταίας μέσω του αρχισκάουτερ της, Γιόζεπ Σαμιτιέρ (Josep Samitier).


Η κινηματογραφική... κλοπή

Οι πρώτες διαπραγματεύσεις γίνονται με τους «μερένχες». Ο Κουμπάλα ζητά να έρθει μαζί του ο κουνιάδος του, ώστε να γίνει προπονητής της Ρεάλ. Στον πάγκο της ομάδας βρισκόταν εκείνη την περίοδο ο Άγγλος Μάικλ Κίπινγκ (Alexander Edwin Michael Keeping), χωρίς κάποια ιδιαίτερη επιτυχία, ωστόσο οι Μαδριλένοι εμφανίζονται διστακτικοί αρχικά. Παράλληλα, στο παιχνίδι υπήρχαν και οι Καταλανοί. Ο Σαμιτιέρ, ηγετική μορφή της ομάδας τη δεκαετία του 1920 και του 1930, υπήρξε ένας από τους λίγους ποδοσφαιριστές που θαύμαζε ο Στρατηγός Φρανσίσκο Φράνκο (Francisco Paulino Hermenegildo Teódulo Franco Bahamonde). Όταν, μάλιστα, ο Σαμιτιέρ είχε συλληφθεί από τους Φρανκιστές, το όνομά του και η εκτίμηση που είχε ο δικτάτορας προς το πρόσωπό του τον κράτησαν ζωντανό. Μάλιστα, όταν αποπειράθηκε να αποδράσει και να διαφύγει στη Γαλλία, παρότι οι στρατιώτες του Φράνκο τον αντιλήφθηκαν, ουδείς επιχείρησε να τον σταματήσει!


Έκτοτε ο Σαμιτιέρ είχε επιστρέψει από το εξωτερικό, είχε αποκαταστήσει τις ταραγμένες σχέσεις του με την Μπαρτσελόνα από την οποία είχε φύγει το 1932 για να αγωνιστεί στη Ρεάλ Μαδρίτης, είχε διατελέσει τεχνικός των «μπλαουγκράνα» κατακτώντας το πρωτάθλημα του 1945 και είχε αναλάβει τη θέση του επικεφαλής στο σκάουτινγκ του συλλόγου. Όταν αντίκρισε το αστείρευτο ταλέντο του Κουμπάλα στα τρία φιλικά που έδωσε επί ισπανικού εδάφους, έκρινε ότι είχε εντοπίσει τον άνθρωπο εκείνο που θα διατηρούσε το φρόνημα της ομάδας ψηλά και την δεκαετία του 1950. Έχοντας βγει από το οικονομικό τέλμα στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας και έχοντας κατακτήσει τα πρωταθλήματα του 1948 και του 1949, η δυναμική της Μπαρτσελόνα άρχισε να αυξάνεται. Ωστόσο για να κλείσει μία τέτοια μεταγραφή, στην οποία εμπλεκόταν και η Ρεάλ Μαδρίτης, χρειαζόταν κάτι παραπάνω από μία καλή προσφορά. Ο Σαμιτιέρ φέρεται να χρησιμοποίησε τις διασυνδέσεις που διατηρούσε με τον Φράνκο, ώστε να μεταπείσει τον Κουμπάλα και να τον υπογράψει στην Μπαρτσελόνα.


Στο τρένο για την Βαρκελώνη, μάλιστα, ο Άγγλος δημοσιογράφος Φιλ Μπολ στο βιβλίο του "Morbo" αναφέρεται σε ένα περιστατικό που επίσης φέρεται να έπαιξε ρόλο στο να ντυθεί με την «μπλαουγκράνα» φανέλα ο 23χρονος μεσοεπιθετικός. Ο Σαμιτιέρ είχε βρει τον Κουμπάλα και τον είχε πάρει μαζί του με προορισμό την Βαρκελώνη ώστε να υπογράψει συμβόλαιο. Δεν του είχε αποκαλύψει την ταυτότητά του, όμως, και ο Κουμπάλα, που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τη Ρεάλ σε εκείνο το σημείο, θεώρησε ότι πήγαιναν στη Μαδρίτη για να υπογράψουν με τους «μερένχες». Ο Ούγγρος, παρά το νεαρό της ηλικίας του, είχε εθισμό στο αλκοόλ και μεθούσε αρκετά συχνά. Κάτι τέτοιο έπραξε και εκείνη την ημέρα και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού φέρεται να ορκίστηκε στον Σαμιτιέρ ότι είχε δει μία πινακίδα να γράφει «Βαρκελώνη», ενώ αυτός έπρεπε να πάει στη Μαδρίτη! Ο Σαμιτιέρ του είπε να πέσει να κοιμηθεί και λίγες ώρες αργότερα ο Κουμπάλα ανήκε στους Καταλανούς, στους οποίους προσελήφθη ως τεχνικός ο Ντάουτσικ, αντικαθιστώντας τον υπηρεσιακό Ραμόν Λιορένς (Ramón Llorens).


Στο πάνθεο της Ισπανίας με την συμβολή του Φράνκο

Η τιμωρία της FIFA, μετά την καταγγελία της ουγγρικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας για την προσπάθεια να σπάσει το συμβόλαιό του όταν βρισκόταν στην Ιταλία, για την έξοδο από τη χώρα χωρίς άδεια και την λιποταξία, δεν του επέτρεψε να αγωνιστεί αμέσως με τη νέα ομάδα του. Χρειάστηκε να περιμένει μέχρι τον Οκτώβριο του 1951, ώστε να κάνει το επίσημο ντεμπούτο με τον σύλλογο (είχε παίξει σε δύο φιλικά και είδε δείξει την αξία του) στο Copa del Generalisimo, το κύπελλο Ισπανίας. Το ντεμπούτο του είναι εκκωφαντικό. Σκοράρει 26 γκολ σε 19 ματς. Μάλιστα σ’ ένα παιχνίδι Μπαρτσελόνα – Σπόρτιγκ Χιχόν 7-1 πέτυχε και τα επτά γκολ, ρεκόρ που παραμένει έως σήμερα ακατάρριπτο. Η συνέχεια λίγο πολύ γνωστή. Με τον Κουμπάλα στη σύνθεσή της η Μπαρτσελόνα γνώρισε μεγάλες δόξες στην ισπανική λίγκα. Από το 1951 μέχρι και το 1962, ο  Κουμπάλα ηγήθηκε της πιο "χρυσής" εποχής του συλλόγου μέχρι τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οδηγώντας την από την πρώτη του σεζόν στην κατάκτηση 5 τροπαίων στην ίδια χρονιά. Η «Barca de les Cinc Copes» (Η Μπάρτσα των 5 Κυπέλλων) κατέκτησε το πρωτάθλημα, το κύπελλο, το Κόπα Λάτινα, το Κόπα Εβα Ντουάρτε και το Κόπα Μαρτίνι Ρόσι μέσα στη σεζόν 1951/52, επίτευγμα που ξεπεράστηκε μόνο από την Μπαρτσελόνα των 6 τροπαίων στη σεζόν 2008/09.


Κερδίζει 4 πρωταθλήματα (1951/52, 1952/53 1958/59, 1959/60) και 5 κύπελλα Ισπανίας (1950/51, 1951/52, 1952/53, 1956/57, 1958/59), καθώς και 2 Κυπέλλων Διεθνών Εκθέσεων (ο πρόγονος του Κυπέλλου UEFA και του σημερινού Europa League) των περιόδων 1955-1958 και 1958-1960. Φόρεσε την φανέλα της Μπάρτσα σε 349 συνολικά παιχνίδια, πετυχαίνοντας 270 γκόλ! Ο Ούγγρος αποτελεί τον τρίτο σκόρερ στην ιστορία της Μπαρτσελόνα! Το 1963, σε ηλικία 36 ετών, αποφάσισε να μετακομίσει στην Εσπανιόλ, με την οποία αγωνίστηκε για δύο χρόνια.


Η ισπανική ομοσπονδία βλέπει στο πρόσωπό του τον σωτήρα της εθνικής ομάδας που δεν μπορεί να διακριθεί εδώ και χρόνια. Την ίδια χρονιά, μετά από κινήσεις του δικτάτορα Φράνκο, πήρε και την ισπανική υπηκοότητα, που του επέτρεπε να αγωνιστεί στην εθνική Ισπανίας. Η συμβολή του Ισπανού Στρατηγού στην ένταξη του Ούγγρου πρόσφυγα στην ισπανική κοινωνία αποτέλεσε κομβικής σημασίας για την πολιτική που ακολουθούσε όσον αφορά το καθεστώς του και το ποδόσφαιρο. Οι ενέργειες του Φράνκο ώστε ο ποδοσφαιριστής να γίνει μέλος της Ισπανίας υπογράμμισαν την απόδραση του Κουμπάλα από την Ουγγαρία, ώστε να "γλιτώσει" από τα δεινά του κομουνισμού, με την δυτική Ισπανία να τον περιθάλπει στους "κόλπους" της. Η συγκεκριμένη προπαγάνδα έπαιξε σημαντικό ρόλο σε μία περίοδο που κυριαρχούσε ο Ψυχρός Πόλεμος και η Ισπανία όφειλε να δείξει σε ποιο "στρατόπεδο" προσχωρεί.


Τον πείθουν λοιπόν να αγωνιστεί στην Εθνική Ισπανίας. Είναι η τρίτη εθνική ομάδα της ζωής του, φαινόμενο μοναδικό στην παγκόσμια ποδοσφαιρική ιστορία! Έπαιξε με τη σειρά για τη Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία και το 1953 για την Ισπανία. Δυστυχώς δεν ευτύχησε να παίξει σε κανένα μεγάλο διεθνές τουρνουά. Η μεγάλη ευκαιρία χάθηκε το 1962 όπου λόγω τραυματισμού δεν πέταξε στη Χιλή! Με την Ισπανία θα αγωνιστεί σε 19 παιχνίδια. Το νέο του όνομα είναι Λαντισλάο Κουμπάλα (Ladislao Kubala). Για άλλη μια φορά είχε αλλάξει όνομα και για άλλη μια φορά βρέθηκε σε μια χώρα με ολοκληρωτικό καθεστώς. Αυτό του δικτάτορα Φρανσίσκο Φράνκο. Αυτή τη φορά όμως δεν ασφυκτιά γιατί αισθάνεται πια βέρος Καταλανός. Ναι, σ’ αυτή η γωνιά της Ισπανίας με το επαναστατικό και φιλελεύθερό της πνεύμα του ταιριάζει, αυτός ο "τσιγγάνος" του ποδοσφαίρου είχε βρει την «γη της επαγγελίας του». Είχε μποέμικη φυσιογνωμία και μεγάλη έφεση στο γλέντι και στις γυναίκες. Μέσα στο γήπεδο όμως «κεντούσε». Έτρεχε ξέφρενα, σούταρε από μακρινές αποστάσεις, ήταν μάγος της ντρίπλας και οι επελάσεις του προκαλούσαν τρόμο.


Το 1955, έκανε την εμφάνισή της στους κινηματογράφους η ταινία «Kubala, Los Ases Buscan La Paz» (Κουμπάλα, Άσοι Αναζητώντας την Ειρήνη), η οποία πραγματευόταν την ιστορία του Ούγγρου άσου της Μπαρτσελόνα, στην οποία υποδύθηκε ο ίδιος τον εαυτό του, ο Σαμιτιέρ τον εαυτό του και έπαιξαν και οι δύο γιοι του (ο τρίτος, ο Κάρλος, γεννήθηκε το 1958 στη Βαρκελώνη). Στη δύση της καριέρας του πήγε σε διάφορες ομάδες ως παίκτης - προπονητής. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τον Καναδά, ξαναγύρισε στην αγαπημένη του Ισπανία και κατάφερε ως προπονητής ότι δεν είχε καταφέρει ως παίκτης. Εμφανίστηκε σε τελικά Μουντιάλ, το 1978 και Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, το 1980, ως προπονητής χωρίς όμως επιτυχία. Ανάμεσα στις ομάδες που κοουτσάρισε συγκαταλέγεται και η Μπαρτσελόνα.


Ο Λάζλο Κουμπάλα, πέθανε στις 17 Μαΐου του 2002, σε ηλικία 74 ετών. Στην κηδεία του, ο Αλφρέδο Ντι Στέφανο (Alfredo Stéfano Di Stéfano Laulhé), συνοδευόμενος από τον πρόεδρο της Ρεάλ Μαδρίτης Φλορεντίνο Πέρεθ (Florentino Pérez Rodríguez), έκλαιγε με αναφιλητά!  Γιατί, παρόλο που ήταν τα δύο μεγάλα αστέρια των μισητών αντιπάλων της Ισπανίας, συνδέονταν μεταξύ τους με παντοτινή φιλία και αλληλοεκτίμηση! Ένα άγαλμά του υπάρχει έξω από το Καμπ Νου, ενώ το 1999, στη γιορτή για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του συλλόγου, οι φίλοι της τον ανέδειξαν ως τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή στην ιστορία του! Εκτόπισε ποδοσφαιριστές όπως ο Λουίς Σουάρεθ (Luis Suárez Miramontes), ο Γιόχαν Κρόιφ (Hendrik Johannes "Johan" Cruijff), ο Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Armando Maradona) και τόσους άλλους!


Ο Λάσλο Κουμπάλα, υπήρξε ένας από τους πλέον αδικημένους Ούγγρους ποδοσφαιριστές, αφού η ιστορία του αρνήθηκε το χώρο που κανονικά του έπρεπε στην «Aranycsapat»  (Άραντσαπατ  =Η Χρυσή Ομάδα) των Μαγυάρων της δεκαετίας του 1950. Γεννημένος την ίδια χρονιά με τον Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás Purczeld Bíró), το 1927, δεν απόλαυσε ποτέ τη δόξα από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, έστω κι αν τα προσωπικά κατορθώματά του είχαν προλάβει την επιτυχία των Ούγγρων στη διοργάνωση της Ελβετίας και ήταν ήδη πιο ξακουστός στην Ευρώπη από τους μετέπειτα διάσημους συμπατριώτες του.

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1939–1943: Ganz TE

Επαγγελματική καριέρα

  • 1944: Ganz TE, 9 (2)
  • 1945/46: Ferencvárosi Torna Club, 49 (27)
  • 1946–1948: Športový klub Slovan Bratislava futbal, 33 (14)
  • 1948/49: Vasas Sport Club, 20 (10)
  • 1949/50: Aurora Pro Patria 1919, 16 (9)
  • 1950: Hungária, 6 (5)
  • 1951–1961: Futbol Club Barcelona, 186 (131)
  • 1963–1965: Reial Club Deportiu Espanyol de Barcelona, 29 (7)
  • 1966–1967: Fussballclub Zürich, 12 (7)
  • 1967: Toronto Falcons, 19 (5)

Σύνολο καριέρας: 379 (217)

Διεθνής

  • 1946/47: Τσεχοσλοβακία, 6 (4)
  • 1948: Ουγγαρία, 3 (0)
  • 1953–1961: Ισπανία, 19 (11)

Προπονητική καριέρα

  • 1961–1963: Futbol Club Barcelona
  • 1963–1966: Espanyol
  • 1966/67: Fussballclub Zürich
  • 1968: Toronto Falcons
  • 1968/69: Córdoba Club de Fútbol
  • 1969–1980: Ισπανία
  • 1980: Futbol Club Barcelona
  • 1982–1986: Al-Hilal Saudi Football Club
  • 1986: Real Murcia Club de Fútbol
  • 1987/88: Club Deportivo Málaga
  • 1988/89: Elche Club de Fútbol
  • 1992: Ολυμπιακή Ομάδα Ισπανίας
  • 1995: Παραγουάη

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Με τη  Barcelona
  • Πρωτάθλημα Ισπανίας: 4 (1951/52, 1952/53, 1958/59, 1959/60)
  • Κύπελλο Ισπανίας (Copa del Generalísimo): 5 (1951, 1952, 1953, 1957, 1959)
  • Κύπελλο Διεθνών Εκθέσεων UEFA: 2 (1955/58, 1958/60)
  • Λατινικό Κύπελλο: 1952
  • Copa Eva Duarte: 2 (1952, 1953)

Ως προπονητής

Με την Málaga
  • Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Ισπανίας: 1987/88



Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Μίροσλαβ Κλόζε: Το Παραμύθι του Μίρο

Ο Γερμανός κεντρικός επιθετικός Μίροσλαβ Κλόζε (Miroslav Josef Klose), γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου του 1978, στο Όπολε της Σιλεσίας, στα παλιά γερμανικά εδάφη στη νοτιοδυτική Πολωνία. Είναι περισσότερο γνωστός για τις επιδόσεις του με την γερμανική εθνική ομάδα, αφού ήταν μέλος της ομάδας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014, αφού προηγουμένως ήταν φιναλίστ στη διοργάνωση του 2002 και δυο φορές 3η, στις διοργανώσεις του 2006 και του 2010  ενώ ήταν επίσης φιναλίστ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2008. Είναι ο Κορυφαίος Σκόρερ στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αφού σκόραρε 5 γκολ στο ντεμπούτο του στην διοργάνωση, το 2002 κατακτώντας το Χρυσό Παπούτσι και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006 στη Γερμανία και πάλι σκοράροντας 5 φορές. Σημείωσε επίσης 4 γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010 και άλλα δύο στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014, τα οποία τον έβαλαν μπροστά από τον Ρονάλντο (Ronaldo Luís Nazário de Lima, ‘’Ronaldo’’) στη Κορυφή της Λίστας των Όλων των Εποχών με 16 γκολ. Είναι επίσης ο Πρώτος Σκόρερ Όλων των Εποχών για τη εθνική ομάδα της Γερμανίας, η οποία ποτέ δεν έχασε παιχνίδι στο οποίο ο Κλόζε σκόραρε. Αποσύρθηκε από το διεθνές ποδόσφαιρο, λίγο μετά τη νίκη της Γερμανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014.


 Σε συλλογικό επίπεδο, ήταν λιγότερο παραγωγικός, αλλά υπήρξε πάντα ένας αξιόπιστος σκόρερ. Ξεκινώντας την καριέρα του από την Χόμπουργκ, έπαιξε στην Μπουντεσλίγκα για τη Καϊζερσλάουτερν, τη Βέρντερ Βρέμης και τη Μπάγερν Μονάχου και στην ιταλική Serie A για την Λάτσιο. Κέρδισε 2 πρωταθλήματα με την Μπάγερν, μαζί με κατακτήσεις Κυπέλλου για τη Μπάγερν, τη Βέρντερ Βρέμης και τη Λάτσιο. Σήμερα είναι μέλος του τεχνικού τιμ της γερμανικής εθνικής ομάδας.


Πρόλογος!

Γεννημένος σε παλιά γερμανικά εδάφη, ο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής πατέρας του, Τζόζεφ και η παίκτρια χάντμπολ (με 82 διεθνείς συμμετοχές) μητέρα του, Μπάρμπαρα Γιεζ (Barbara Jeż), του έδωσαν το όνομα Μίροσλαβ. Ο «Μίρο», όπως θα είναι χρόνια αργότερα το παρατσούκλι του, βρίσκεται στα 2 του χρόνια ζωής στη Γαλλία, ακολουθώντας τον επαγγελματία ποδοσφαιριστή μπαμπά του στην Οσέρ και στα 8 του χρόνια μετακομίζει στο Πφλατζ στην Γερμανία. Η οικογένεια έκανε χρήση του «Δικαιώματος της Επιστροφής» που παρείχε το γερμανικό κράτος, σε πληθυσμούς γερμανικής καταγωγής που έμειναν σε εδάφη χωρών του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη περίπτωση της οικογένειας Κλόζε, ήταν πληθυσμός γερμανικής ιθαγένειας που έμεινε στη Σιλεσία, οι λεγόμενοι Όζιντλερ (Aussiedler).
Τα πρώτα του χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Του έλειπε το σπίτι του και στο σχολείο είχε μεγάλα προβλήματα. «Μετά την μετακόμισή μας στη Γερμανία ήξερα 4 λέξεις. Ναι, όχι, ευχαριστώ, παρακαλώ», θα πει πολλά χρόνια αργότερα ο Κλόζε, που θα ζήσει σε ηλικία 10 ετών μια από τις πιο ταπεινωτικές στιγμές της ζωής του. Σε ένα διαγώνισμα ορθογραφίας, παραδίδει λευκή κόλλα και οι δάσκαλοι αποφασίζουν να τον υποβιβάσουν από την 4η τάξη στην 2α! Ο λόγος ήταν η έλλειψη γερμανικών γνώσεων...



Ανάπτυξη!

Το μήλο άρχισε να ξεκολλάει από το κλαδί και ετοιμαζόταν να πέσει κάτω από τη μηλιά. Μόνο που ο καρπός δεν έμοιαζε με του πατέρα του. Ήταν άγουρος και θαμμένος κάτω από χιλιάδες φύλλα. Πριν γίνει η ιστορία ενός γερμανικού ποδοσφαιρικού θαύματος. Ο μικρός Μίροσλαβ ήταν ένα από τα εκατομμύρια παιδάκια που παίζουν ποδόσφαιρο στον κόσμο κι έχουν όνειρο ότι κάποια στιγμή θα γίνουν ποδοσφαιριστές. Πριν, φυσικά, ακολουθήσουν την πεζή –συνήθως– πραγματικότητα και γίνουν θεατές! Αυτά, μέχρι το καλοκαίρι του 1998. Τη στιγμή που ο Λούκας Ποντόλσκι (Lukas Podolski -κι αυτός Aussiedler), ήταν στα 20 του χρόνια  είδωλο για την Γερμανία, ο Μίροσλαβ Κλόζε ήταν ένα επαρχιόπαιδο, χωρίς κανένα ξεχωριστό ταλέντο. Έπαιζε στην SG Μπλάουμπαχ-Ντιντελκόπφ, μια ομάδα 7ης Κατηγορίας. Πέρασε 2 χρόνια στην αντρική ομάδα, ενώ σε μια επιλογή νεαρών της εθνικής τον απορρίπτουν! Μετά τις προπονήσεις, συναντιόταν συχνά με τον φίλο του Μάρκους Μπερντ κι έπαιζαν στην αυλή του σχολείου. Ο πατέρας του Μάρκους, διακρίνει κάτι στον πιτσιρικά και ο Μίροσλαβ αποφασίζει να δοκιμάσει λίγο πιο ψηλά την τύχη του.

«Μια μέρα με ρώτησε ο Μάρκους αν μπορεί να φέρει ένα φίλο του στην προπόνηση», θα πει ο τότε προπονητής του στη Χόμπουργκ, Πέτερ Ρούμπεκ (Peter Rubeck). «Στην Καϊζερσλάουτερν δεν τον ήθελαν ακόμα, αλλά ο Μάρκους μου είπε ότι είναι πραγματικά καλός». Από την 7η Κατηγορία, ο Κλόζε θα κάνει την προσπάθεια να ανέβει στην 5η. Ο Πέτερ δέχτηκε και ο Μάρκους πήγε στην προπόνηση με έναν πολύ ντροπαλό τυπάκο. «Δεν είπε ούτε μια λέξη στην προπόνηση!», όπως θυμάται ο μετέπειτα προπονητής του. Ο Ρούμπεκ είδε τις ικανότητες του φιλότιμου νεαρού και πείστηκε. «Μετά από 2 προπονήσεις, είπα στον πρόεδρο: "Αυτόν πρέπει οπωσδήποτε να τον πάρουμε". Ο Κλόζε είχε φοβερές δυνατότητες στις κεφαλιές. Αλλά για να είμαι ειλικρινής ούτε που είχα φανταστεί ότι θα έπαιζε στην Μπουντεσλίγκα ή στην εθνική ομάδα». Η άνοδος 2 κατηγοριών φαινόταν αρχικά ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον Κλόζε. «Από πλευράς τρεξίματος ήταν μια καταστροφή! Στις μεγάλες αποστάσεις ήταν τουλάχιστον ένα γύρο πίσω μας!», προσθέτει ο τότε προπονητής του.


Ο 20χρονος, πλέον, Κλόζε αποφασίζει να τα δώσει όλα για την καριέρα που ονειρευόταν. «Ερχόταν μετά την προπόνηση και με ρωτούσε αν μπορώ να του κάνω σέντρες. Έπιανε τους τερματοφύλακες και έκανε έξτρα προπόνηση στο σουτ του. Ήταν κάτι που σε τέτοιο επίπεδο, δεν είχα ξαναδεί!», θυμάται ο Ρούμπεκ, ενώ ο συμπαίκτης του Άλεξ Κλάινεφελντ (Alex Kleinenfeld) θα μοιραστεί τις δικές του αναμνήσεις. «Όταν λέω σήμερα σε φίλους μου ότι ο Μίροσλαβ Κλόζε ήταν αναπληρωματικός μου για 3 μήνες, δεν με πιστεύει κανείς. Ο Μίρο ήταν σαν σφουγγάρι που όλα τα μάζευε και τα χρησιμοποιούσε αμέσως. Ήταν απίστευτα φιλικός και καλός τυπάκος. Την πρώτη φορά που παίξαμε μαζί μου είπε: «Δεν χρειάζεται να βάλω εγώ γκολ. Προτιμώ να σου δώσω την τελευταία πάσα».  


Ο Μίρο έπαιξε 33 φορές στην Γ’ εθνική και πέτυχε 11 γκολ. Το επόμενο καλοκαίρι εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών, έπρεπε η Χόμπουργκ να αφήσει παίκτες και προπονητή να φύγουν. Η Καϊζερσλάουτερν, ωστόσο, είχε παρακολουθήσει την πρόοδο του Κλόζε και η ομάδα της καρδιάς του καταθέτει προσφορά να τον αποκτήσει. «Ήρθα εδώ για να πετύχω και ξέρω ότι θα τα καταφέρω», είπε τότε ο 21χρονος Κλόζε με πολύ θράσος. Ο Κλόζε παίζει στη 2η ομάδα και παρακολουθεί τους αγώνες της Μπουντεσλίγκα με εμφάνιση του Όλαφ Μάρσαλ (Olaf Marschall), με τους φανατικούς οπαδούς της «Κάιζερ». Η επιθυμία του να παίξει σε αυτό το γήπεδο με αυτούς τους θεατές γίνεται κάθε μέρα μεγαλύτερη, μέχρι που μαζεύει δυνάμεις και θράσος για να πάει στον προπονητή της Καϊζερσλάουτερν… Στέκεται μπροστά στον Ότο Ρεχάγκελ (Otto Rehhagel) και τον ρωτάει αν μπορεί για μια φορά να προπονηθεί με την πρώτη ομάδα. Ο Ότο χαμογελάει και δίνει στον Μίρο μια ευκαιρία!


Κορύφωση!

Τον Γενάρη του 2000, η Καϊζερσλάουτερν προτείνει στον Κλόζε επαγγελματικό συμβόλαιο, όμως εκείνος το αρνείται αμέσως. «Δεν ήθελα να είμαι ένας μέσος ποδοσφαιριστής. Αυτό δεν ήταν επαγγελματικό συμβόλαιο, ήταν 4ης κατηγορίας». Επιμένει και δικαιώνεται! Κάνει ντεμπούτο με την Άιντραχτ Φρανκφούρτης την άνοιξη. Τον Οκτώβριο βάζει το πρώτο του γκολ στην Μπουντεσλίγκα, εναντίον της Βέρντερ Βρέμης και μετά από λίγο το πρώτο του ευρωπαϊκό γκολ εναντίον του Ηρακλή. Ο τότε πρόεδρος της Καϊζερσλάουτερν θα πει πως «… δεν μπορώ να θυμηθώ κανέναν άλλο παίκτη με τέτοια εξέλιξη». Τον Ιανουάριο του 2001, ο Γέρζι Ένγκελ (Władysław Jerzy Engel) τον προσεγγίσει για να του ζητήσει να παίξει με την εθνική Πολωνίας. Ο Κλόζε αρνείται, αφού έχει ήδη μιλήσει με τον Ρούντι Φέλερ (Rudolf "Rudi" Völler). Η απόφασή του να παίξει με τα χρώματα των «πάντσερ» σχολιάστηκε αρνητικά από τους Πολωνούς, εξαιτίας και της έχθρας των δύο χωρών, ωστόσο, ο ίδιος ποτέ δεν ασχολήθηκε ούτε επηρεάστηκε. Στις 24 Φεβρουαρίου του 2001 κάνει ντεμπούτο στην εθνική ομάδα της Γερμανίας. Και πάλι κάποια μοίρα έχει επιλέξει την καλύτερη τύχη για τον Πολωνό μετανάστη! Το σκορ κόντρα στην Αλβανία για τα προκριματικά του Μουντιάλ είναι 1-1, όταν στο 72ο λεπτό μπαίνει ο Κλόζε αντί του Όλιβερ Νόιβιλ (Oliver Patric Neuville). Δύο λεπτά πριν το τέλος του αγώνα, βάζει το νικητήριο γκολ!


Με 16 γκολ στην πλάτη του με την Καϊζερσλάουτερν, ο Μίροσλαβ Κλόζε πάει στο Μουντιάλ και βάζει στο πρώτο ματς τα 3 από τα 8 γκολ της Γερμανίας κόντρα στην Σαουδική Αραβία. Η Ασία θα γίνει η πρώτη κορυφή της καριέρας του. Η Γερμανία τερματίζει 2η και ο Κλόζε με 5 γκολ παίρνει το ασημένιο παπούτσι πίσω από Ρονάλντο (Ronaldo Luís Nazário de Lima, “Ronaldo”) και μπαίνει στην ιδανική 11άδα της διοργάνωσης. Μπαίνει στην ιστορία για τα 5 γκολ με κεφαλιές, που αποτελούν ρεκόρ για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Στο τέλος του 2002, καλείται στην Mικτή Kόσμου και αναδεικνύεται 2ος κορυφαίος επιθετικός της χρονιάς.

Με τη φανέλα της Καϊζερσλάουτερν

Ανατροπή!

Τα φώτα τον ζαλίζουν... Δεν ήταν συνηθισμένος στη δημοσιότητα και όταν έξω από το ξενοδοχείο της Γερμανίας τον περιμένουν 50 κάμερες, ο Κλόζε σαστίζει. «Μόλις τον είδα κατάλαβα ότι δεν ένιωθε άνετα!», θα σχολιάσει ο συμπαίκτης του τα πρώτα χρόνια Άλεξ Κλάινεφελντ και έτσι ήταν. Ο Γερμανός επιθετικός παθαίνει κρίση λόγω της πίεσης των μίντια και της δημοσιότητας. «Χωρίς πάτο η πτήση προς τα κάτω», θα είναι το πρωτοσέλιδο του «Kicker» τον Μάρτιο του 2003. Παράλληλα, η Καϊζερσλάουτερν είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο αγωνιστικά και οικονομικά, το ένα κακό διαδέχεται το άλλο. Τα δικαιώματα του Κλόζε πωλούνται στην επιχείρηση «Lotto», για να σωθεί η ομάδα του από τη χρεοκοπία. «Ό,τι είναι καλό για την Καϊζερσλάουτερν, είναι καλό και για μένα», θα πει τότε. Προτάσεις υπάρχουν αρκετές. Η Μπάγερν τον διεκδικεί και ο Ότμαρ Χίτζφελντ (Ottmar Hitzfeld) τον ονομάζει διάδοχο του Τζιοβάνε Έλμπερ (Élber de Souza, “Giovane Élber”). Η Ντόρτμουντ δείχνει ενδιαφέρον, όπως επίσης οι Ρόμα, Γιουβέντους, Τότεναμ και ιδιαίτερα η Μάντσεστερ Σίτι. Ο Κλόζε σφίγγει τα δόντια και αποφασίσει να μείνει για έναν ακόμα χρόνο στην Καϊζερσλάουτερν. Κάτι που αργότερα θα παραδεχτεί ως λάθος του!


Το καλοκαίρι του 2004, ύστερα από 170 εμφανίσεις και 70 γκολ με τη «Κάιζερ», αποφασίσει την μετακόμιση στην Βρέμη και στην πόλη που μεγάλωσε πιστεύουν ότι θα πέσει, όσο γρήγορα ανέβηκε! Όλοι περιμένουν με αγωνία να δουν πως θα ζήσει τόσο μακριά από το σπίτι του και στοιχηματίζουν ότι δεν θα τα καταφέρει! Η πίεση αυξάνεται όταν ο Κλάους Άλοφς (Klaus Allofs) δηλώνει: «Όταν ένας παίκτης σαν τον Αΐλτον (Aílton José Almeida, “Aílton”) φεύγει από την ομάδα, δεν υπάρχουν πολλές δυνατότητες να το ισορροπήσουμε. Στον Κλόζε βρήκαμε την καλύτερη δυνατή λύση». Στην αρχή αντιμετωπίζει δυσκολίες, όπως παντού. Ξέρει, όμως, τον δρόμο. Ατομικές προπονήσεις, σουτ, κεφαλιές και τύχη! Τον Σεπτέμβριο του 2004 μπαίνει αλλαγή σε ματς της Βέρντερ, πετυχαίνει χατ-τρικ και κερδίζει τον κόσμο στην Βρέμη!

Στη Βέρντερ Βρέμης

Happy end!

Ο Μίροσλαβ Κλόζε περνάει πλέον σε άλλο επίπεδο. Συμβουλεύεται image maker και είναι σταρ για την Γερμανία. Υπογράφει συμβόλαια με διαφημιστικές εταιρίες και μαζί με άλλα πρόσωπα της δημόσιας ζωής (π.χ. Σάρα Κόνορ) ξεκινάει την καμπάνια «Μη Κοιτάς Μακριά» εναντίον της βίας στα σχολεία. Σε μια από τις πιο ανατρεπτικές του δηλώσεις θα πει πως « … οι νεαροί παίκτες πρέπει πού και πού να καθαρίζουν το λεωφορείο και να κουβαλάνε τις μπάλες», όμως κανείς δεν τον παρεξηγεί γιατί ο ίδιος πέρασε από αυτό το στάδιο. Μέσα στο 2005 θα κερδίσει το βραβείο Fair Play γιατί σε ένα ματς εναντίον της Αρμίνια του Μπίλεφελντ, παραδέχεται ότι στραβοπάτησε. Με το σκορ στο 0-0, ο διαιτητής Χέρμπερντ Φάμπελ (Herbert Fabel) υποδεικνύει την εσχάτη των ποινών, όμως ο Κλόζε παρεμβαίνει και ο ρέφερι παίρνει πίσω την απόφασή του. Μέσα σε ένα χρόνο θα περάσει 3 σοβαρούς τραυματισμούς. Έναν στο γόνατο, έναν στη μύτη και έναν στον αχίλλειο τένοντα. Έχασε το 1/3 της σεζόν, όμως και πάλι σε μια ειδική στατιστική των Γερμανών (γκολ+ασίστ) είναι ο κορυφαίος επιθετικός της Μπουντεσλίγκα! Στις 9 Ιουνίου γιόρταζε τα γενέθλιά του. Και μαζί του θα τα γιόρταζε ξανά όλη η Γερμανία.


Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, ο Κλόσε θα πετύχει 2 γκολ στην πρεμιέρα της διοργανώτριας Γερμανίας στη νίκη με 4-2 απέναντι στην Κόστα Ρίκα. Θα πετύχει ακόμα 2 κόντρα στο Εκουαδόρ και το σωτήριο απέναντι στην Αργεντινή, που έστειλε το ματς στα πέναλτι και εντέλει τα «πάντσερ» στον ημιτελικό! Ο Κλόζε θα συνεχίσει να ζει το παραμύθι του. Θα παρέμενε στη Βρέμη για ακόμα ένα χρόνο, σκοράροντας συνολικά 53 γκολ σε 89 παιχνίδια, πριν πάρει τον αυτοκινητόδρομο που συνηθίζουν όλοι οι σπουδαίοι Γερμανοί παίκτες. Εκείνον που οδηγεί στο Μόναχο. Με τη Μπάγερν θα έχει 2 σπουδαίες σεζόν, σκοράροντας 21 και 20 γκολ, θα κατακτήσει τίτλους, θα παίξει στον τελικό του Champions League και φυσικά θα παραμείνει διεθνής. Το 2010, είναι το επόμενο ραντεβού του. Μετά τη 2η θέση του 2002 και την 3η του 2006, ο Κλόζε θα μοιάζει σαν ο τελευταίος των Μοϊκανών στην παράδοση της Εθνικής στη νέα γενιά. Η κλήση του θα προκαλέσει αντιδράσεις στον Τύπο, όμως ο Γιόακιμ Λεβ (Joachim Löw) ήξερε τι έκανε. Στο πρώτο ματς του Μουντιάλ, ο Μίροσλαβ Κλόσε θα σκοράρει και πάλι. Δεν θα ήταν το μοναδικό γκολ. Στα 32 του χρόνια, ο χαρισματικός επιθετικός θα πετύχει το πρώτο γκολ της Γερμανίας στη φάση των «16» κόντρα στην Αγγλία, ενώ θα σκοράρει 2 φορές στον προημιτελικό απέναντι στην Αργεντινή. Το κοντέρ θα φτάσει τα 14…


Στην επιστροφή του στο Μόναχο, θα έχει τη χειρότερη σεζόν της καριέρας του, στέλνοντας μόλις 5 φορές τη μπάλα στα δίχτυα, από τις συνολικά 24 σε 98 παιχνίδια πρωταθλήματος και το 2011 θα αναγκαστεί να βρει νέο σταθμό για την καριέρα του. Ο μικρός εξερευνητής δεν είχε δει ακόμα την Ιταλία και το δοκίμασε. Εξάλλου, δεν είχε να φοβηθεί και τίποτα. Στη Λάτσιο θα υπέγραφε τριετές συμβόλαιο και θα επεδείκνυε για ακόμα μια φορά την εκτελεστική του δεινότητα. Η ομάδα της Ρώμης φρόντισε λίγο πριν το Μουντιάλ του 2014 να επεκτείνει το συμβόλαιό του για ακόμα ένα χρόνο και το καλοκαίρι, ο Γιόακιμ Λεβ είχε πάλι το όνομα του Μίροσλαβ Κλόζε στις επιλογές του για την Βραζιλία.

Με τη φανέλα της Μπάγερν

Το βράδυ της 7ης Ιουλίου του 2014, ο Μίροσλαβ Κλόζε ήταν ο νέος Αρχισκόρερ των  Παγκοσμίων Κυπέλλων! Στο στάδιο «Μινεϊράο» του Μπέλο Οριζόντε, μια πόλη που αποδείχθηκε καλός ορίζοντας για την ομάδα των «αετών» της Γερμανίας του Γιόακιμ Λεβ και πολύ κακός, εφιάλτης πραγματικός, για την …αόρατη ως ομάδα Βραζιλία του Λουίς Φελίπε Σκολάρι (Luiz Felipe Scolari), του προπονητή που στον τελικό του 2002, στην Γιοκοχάμα της Ιαπωνίας, είχε κερδίσει με 2-0 την Γερμανία, με 2 γκολ του Ρονάλντο! Το «Φαινόμενο», ήταν παρόν ως σχολιαστής στο Μπέλο Οριζόντε κι αφού είδε την ομάδα της πατρίδας του να «κονιορτοποιείται» από τα «πάντσερ», ζήλεψε…σίγουρα την επιτυχία του Μίροσλαβ Κλόζε, καθώς του παρέδωσε τα σκήπτρα του Βασιλιά των Μουντιάλ! Και τι σκήπτρα; αυτά του Κορυφαίου Σκόρερ σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου, που είχε καταγράψει ο ίδιος με 15 γκολ, από το 1994 μέχρι το 2006! Παρέδωσε τα ηνία στον νέο Βασιλιά, που είναι ο Μίρο Κλόζε με τα 16 γκολ, με το ένα να το πετυχαίνει κατά της Βραζιλίας …στο απίθανο μεν, αλλά αληθινό 7-1 τελικό!


Ο 36χρονος Μίροσλαβ Κλόζε, έγινε ο Βασιλιάς των Μουντιάλ, έχοντας παράλληλα καταρρίψει, στην πορεία της Γερμανίας προς το Μουντιάλ ΚΑΙ το ρεκόρ του Γκερντ Μίλερ (Gerd Müller), φθάνοντας τα 71 γκολ σε 136 συμμετοχές, έναντι 68 αλλά σε 62 μόλις αγώνες του μεγάλου Γερμανού «μπόμπερ»! Μάλιστα ξαναπήρε τα ηνία του…Βασιλιά, αφού το «Φαινόμενο», ο Ρονάλντο, που ήταν νικητής το 2002, αλλά μετείχε και το 2006, είχε πάρει με 15 γκολ τα σκήπτρα, από τον «μπόμπερ» Γκερντ Μύλλερ με 15 γκολ. Ο Μίροσλαβ Κλόζε με 16 γκολ και ο  Ρόνάλντο με 15 γκολ, πήραν τα σκήπτρα παίζοντας σε 4 Μουντιάλ, ο Γκέρντ Μύλλερ με 14 γκολ, έπαιξε μόλις σε 2 Μουντιάλ, το 1970 με 10 γκολ και το 1974 με 4 γκολ, ενώ ακολουθεί ο Γάλλος κανονιέρης Ζύστ Φοντέν (Just Fontaine) με 13 γκολ σε μόλις ένα Μουντιάλ, αυτό του 1958 στην Σουηδία, ένα ρεκόρ που μάλλον, θα μείνει για πάντα ακατάρριπτο! Μετά είναι ο «βασιλιάς» Πελέ  (Edson Arantes do Nascimento, «Pelé») με 12 γκολ, επίσης σε 4 Μουντιάλ (1958 μέχρι 1970).



Στα κατορθώματα του νέου Βασιλιά των Μουντιάλ, καταγράφεται και το γεγονός ότι υπήρξε πρώτος σκόρερ και πήρε το χρυσό παπούτσι» στο Μουντιάλ του 2006 με 5 γκολ, έχοντας πετύχει επίσης 5 γκολ το 2002, στο Μουντιάλ της Ιαπωνίας και της Κορέας, αλλά τον είχε ξεπεράσει κατά ένα ο Ρονάλντο, που κέρδισε και το τρόπαιο. Ο Μίρο Κλόζε κατάφερε ακόμη να είναι κοντά στους πρώτους και το 2010 στη Νότια Αφρική, με τα 4 γκολ, όπου πρώτος μεταξύ άλλων ήταν ο συμπαίκτης του Τόμας Μίλερ (Thomas Müller) με 5 γκολ. Ο οποίος Μίλερ λόγω ηλικίας (ήταν 24 ετών το 2010), μετά τα 5 τέρματα το 2014, έφθασε ήδη στα 10! Ίσως να απειλήσει μελλοντικά, τον «Βασιλιά» Μίροσλαβ των 16 τερμάτων! Ακόμη, ο χαρισματικός αυτός γκολτζής Μίροσλαβ Κλόζε, έκανε και την ισοφάριση του ρεκόρ επιτυχίας τερμάτων σε 4 διαφορετικά Μουντιάλ, που είχαν μόνον δύο άλλοι μεγάλοι σταρ, ο συμπατριώτης του Ούβε Ζέελερ (Uwe Zeeler), ο άρχοντας του Αμβούργου, που έπαιξε από το 1958 μέχρι και το 1970, με τον «βασιλιά» Πελέ, που επίσης έπαιξε στις ίδιες διοργανώσεις με τον Ζέελερ. Έκανε βέβαια και το ρεκόρ επίτευξης 5 τερμάτων σε 2 διαφορετικά Μουντιάλ, πράγμα που τον ισοφάρισε σε αυτή την επιτυχία ήδη ο Τόμας Μίλερ, ενώ το ίδιο είχε κάνει ο Περουβιανός Τεόφιλο Κουμπίλιας (Teófilo Cubillas).


Επιπλέον, έγινε ο παίκτης που αγωνίζεται σε 2 τελικούς με την μεγαλύτερη, ημερολογιακή διαφορά μεταξύ τους. Το προηγούμενο ρεκόρ το είχε ο Πελέ, με συμμετοχή στους τελικούς του 1958 και του 1970 (4.375 μέρες η μεταξύ τους διαφορά), ενώ του Κλόζε η διαφορά είναι 4.396 μέρες. Όμως ο Μίρο Κλόζε, δεν σταμάτησε να σκοράρει και ήξερε να ενθουσιάζει το κοινό και με τις τούμπες που έκανε στα γκολ που πετύχαινε, αλλά και τα fair play που έδινε! Σημειωτέον ότι πριν τον αγώνα με την Βραζιλία στο Μπέλο Οριζόντε, ο Βραζιλιάνος γκολκίπερ Ζούλιο Σέζαρ (Júlio César Soares de Espíndola), είχε πει πως θα ..σταματήσει τον Κλόζε και δεν θα του επιτρέψει να κάνει το ρεκόρ, αλλά…δεν έπιασε τίποτα. Και πόσο δε μάλλον τον ίδιο τον Κλόζε, που μόνο στα 45 λεπτά του πρώτου ημιχρόνου, μετρήθηκε να έχει καλύψει 5,18 χιλιόμετρα… Ο Κλόζε των 36 χρόνων ήταν αεικίνητος και δίκαια στέφθηκε «Βασιλιάς», δίπλα στα …όρθια χιλιόμετρα που συνέθεταν εκεί, στο κέντρο της βραζιλιάνικης άμυνας, οι Νταβίντ Λουϊς (David Luiz Moreira Marinho), Ντάντε (Dante Bonfim Costa Santos, «Dante») και Λουϊζ Γκουστάβο (Luiz Gustavo Dias)!


Η εθνική ομάδα της Γερμανίας κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο, ο Μάριο Γκέτσε (Mario Göetze) έβαλε το χρυσό γκολ, αρκετοί ποδοσφαιριστές από διάφορες εθνικές διακρίθηκαν και έστρεψαν τα βλέμματα πάνω τους, ωστόσο, ο Μίροσλαβ Κλόζε ήταν το κεντρικό πρόσωπο του Μουντιάλ. Αυτή τη φορά δεν υπήρξε κριτική. Γιατί το παραμύθι του «Μίρο» τελειώνει με το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»…

Με τη φανέλα της Λάτσιο

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1987–1998: SG Blaubach-Diedelkopf

Επαγγελματική καριέρα

  • 1998/99: Fußball-Club 08 Homburg/Saar, 33 (11)
  • 1999–2004: 1. Fußball-Club Kaiserslautern, 170 (70)
  • 2004–2007: Sportverein Werder Bremen von 1899, 89 (53)
  • 2007–2011: Fußball-Club Bayern München, 98
    (24)
  • 2011–2016: Società Sportiva Lazio, 139 (55)

Διεθνής

  • 2001–2014: Γερμανία, 137 (71)

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με τη Werder Bremen
  • Λιγκ Καπ Γερμανίας: 2006

Με τη Bayern Munich
  • UEFA Champions League: φιναλίστ 2009/10
  • Πρωτάθλημα Γερμανίας: 2 (2007/08, 2009/10)
  • Κύπελλο Γερμανίας: 2 (2007/08, 2009/10)
  • Λιγκ Καπ Γερμανίας: 2007
  • Σούπερ Καπ Γερμανίας: 2010

Με τη Lazio
  • Κύπελλο Ιταλίας: 2012/13

Διεθνείς
Με τη Γερμανία
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: 2014, φιναλίστ:  2002, 3η θέση: 2 (2006, 2010)
  • Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 2008
Τα 16 γκολ του Κλόζε στα Παγκόσμια Κύπελλα

Προσωπικές Διακρίσεις
  • Παίκτης της Χρονιάς για τη Γερμανία: 2006
  • Πρώτος Σκόρερ Γερμανικού Πρωταθλήματος: 2005/06 με 25 γκολ
  • 2ος Σκόρερ Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 2002
  • 1ος Σκόρερ Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 2006
  • Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 2 (2002, 2006)
  • Άνθρωπος του Αγώνα σε Διοργάνωση Παγκοσμίου Κυπέλλου: 4 [2002: 2 (Γερμανία-Σαουδική Αραβία,  Γερμανία-Καμερούν), 2006: 2 (Γερμανία-Κόστα Ρίκα, Γερμανία-Σουηδία)

Προσωπικά Ρεκόρ
  • Κορυφαίος Σκόρερ στην Ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων με 16
    γκολ
  • Ο Μόνος Ποδοσφαιριστής στην Ιστορία που Έχει Κατακτήσει 4 Συνεχόμενα Μετάλλια Παγκοσμίων Κυπέλλων
  •  Ο Μόνος Ποδοσφαιριστής στην Ιστορία που Έχει Αγωνιστεί 4 Συνεχόμενους Ημιτελικούς Παγκοσμίων Κυπέλλων
  • Έχει Σκοράρει Τουλάχιστον 5 Γκολ σε Διοργανώσεις Παγκοσμίου Κυπέλλου, ρεκόρ που μοιράζεται με τον Teófilo Cubillas και τον Thomas Müller
  • Έχει Σκοράρει τα Περισσότερα Γκολ με Κεφαλιά (5) σε Μια  Διοργάνωση (2002) στην Ιστορία των Παγκοσμίων  Κυπέλλων
  • Είναι ο Ένας από τους Συνολικά 8 Παίκτες που Έχουν Σκοράρει 5 Γκολ σε Ένα Παιχνίδι στην Ιστορία της Ιταλικής Serie A

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Σαντιάγο Μπερναμπέου: Ο Πιστός Υπηρέτης της Βασίλισσας

Ο Ισπανός κεντρικός επιθετικός και αργότερα προπονητής και εν τέλει ποδοσφαιρικός παράγοντας, Σαντιάγο Μπερναμπέου (Santiago Bernabéu de Yeste), γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου του 1895 στην Αλμάνσα, μια πόλη στη νοτιοανατολική Ισπανία, κοντά στο Αλμπαθέτε. Ως ποδοσφαιριστής έπαιξε ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ για την Ρεάλ Μαδρίτης, ενώ αργότερα υπηρέτησε τον τεράστιο σύλλογο της Μαδρίτης από κάθε θέση στη οργάνωσή του, όντας το πιο Σημαντικό Πρόσωπο στην ιστορία του. Γενικά, θεωρείται εκείνος στον οποίο πιστώνεται ένα μεγάλο μέρος της μετατροπής της Ρεάλ Μαδρίτης σε μια από τις πιο Επιτυχημένες Ποδοσφαιρικές Ομάδες στην Ισπανία και στην Ευρώπη. Διετέλεσε Πρόεδρος του συλλόγου για 35 χρόνια, από τον Σεπτέμβριο του 1943 έως τον Ιούνιο του 1977. Το γήπεδο του συλλόγου, φέρει τ’ όνομά του προς τιμήν του. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μία από τις Σημαντικότερες Προσωπικότητες στην ιστορία του αθλητισμού και την ηγετική μορφή της Ρεάλ, στον οποίο ο σύλλογος χρωστά κατά ένα μεγάλο ποσοστό το παρατσούκλι «Βασίλισσα», αλλά πέραν αυτού, του χρωστάει ίσως τα πάντα!


Τα πρώτα βήματα

Υπήρξε ο άνθρωπος που αγάπησε και υπηρέτησε τη Ρεάλ Μαδρίτης για 70 χρόνια και το όνομά του θα είναι για πάντα συνδεδεμένο με την ισπανική ομάδα, αφού έμελλε να καθορίσει την ιστορική πορεία της, εις το διηνεκές  του χρόνου. Μετακόμισε σε ηλικία 5 ετών με τους γονείς του στη Μαδρίτη και λίγα χρόνια αργότερα, ως έφηβος σε ηλικία 17 ετών, εντάσσεται ως ποδοσφαιριστής στο σύλλογο, και από τότε η σχέση του με την ομάδα είναι άρρηκτη. Αγωνίστηκε για 15 χρόνια, από το 1912 έως το 1926, ως κεντρικός επιθετικός και μάλιστα, εκείνη την περίοδο ήταν ότι καλύτερο είχε να επιδείξει ο σύλλογος, καθώς κατόρθωσε να φορτώσει με πολλά γκολ τα αντίπαλα δίχτυα. Φορά το περιβραχιόνιο του αρχηγού της ομάδας για χρόνια μέχρι να αποσυρθεί από παίκτης και στη συνέχεια θα τον κερδίσει η δικηγορία, την οποία είχε σπουδάσει παράλληλα. Οι συνθήκες της εποχής, άλλωστε, επέβαλαν την ενασχόληση με κάποιο επάγγελμα προς βιοπορισμό. Συνέχισε όμως να έχει στενή επαφή με την ομάδα μπαίνοντας στη διοίκησή της και έχοντας ενίοτε προπονητικούς ρόλους.

Χειραψία του Μπερναμπέου με το δικτάτορα Φράνκο

Η ανάμειξη με το καθεστώς του Φράνκο

Η έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, το 1936 πάγωσε τα πάντα στο ποδόσφαιρο της χώρας για τρία χρόνια, μέχρι τη λήξη του, τον Απρίλιο του 1939. Ο γνωστός για τα «δεξιά» του φρονήματα, Μπερναμπέου, εντάχθηκε στις δυνάμεις του Φράνκο και συμμετείχε, υπό τις οδηγίες του Στρατηγού Αγκουστίν Μουνιόθ Γκράντες (Agustín Muñoz Grandes), στην εισβολή του Στρατού στην Καταλονία, καταλαμβάνοντας πραξικοπηματικά τη Βαρκελώνη, με την οποία επικυρώθηκε και η κατάκτηση της χώρας από τον στρατό. Αυτές του οι δραστηριότητες, είχαν προκαλέσει αντιδράσεις και έντονες κόντρες με άλλα μέλη της ομάδας και οδήγησαν στον εξορισμό του από τον σύλλογο!



Φυσικά, το τέλος του Εμφυλίου που διέλυσε τη χώρα, βρήκε διαλυμένη και τη Ρεάλ όπως και πολλούς άλλους συλλόγους στην ισπανική επικράτεια. Ήταν τότε που ο Μπερναμπέου επέστρεψε στον οργανισμό της Ρεάλ και αποφάσισε να στήσει ξανά το σύλλογο, του οποίου η διοίκηση είχε διαλυθεί, άλλοι σκοτώθηκαν και άλλα μέλη εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ πολλά τρόπαια είχαν κλαπεί! Βρήκε κατεστραμμένο από τον πόλεμο το γήπεδό της, το Τσαμαρτίν, το οποίο είχε υποστεί ζημιές και που η επισκευή του απαιτούσε 300.000 πεσέτες, αλλά και μια ομάδα η οποία είχε μόλις 5 παίκτες έτοιμους να αγωνιστούν...


Η θητεία του Μπερναμπέου στον προεδρικό «θώκο» της Ρεάλ, διήρκησε από το 1943 μέχρι το 1978, μια περίοδος 35 ετών, η οποία συνέπεσε χρονολογικά με τη δικτατορία του καθεστώτος του Στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο (Francisco Paulino Hermenegildo Teódulo Franco Bahamonde).  Το γεγονός αυτό, ενίσχυσε την πεποίθηση ότι ο τελευταίος βοήθησε στην οργάνωση της ομάδας εκ νέου αν και η Ρεάλ, αρχικά, δεν έλαβε κάποια κυβερνητική βοήθεια στην ανοικοδόμησή της. Ο Μπερναμπέου αποφασίζει να χτίσει την ομάδα από το μηδέν, ήρθε σε επαφή με πρώην παίκτες, διευθυντές και τα μέλη του συλλόγου και τελικά πέτυχε την αναδιάρθρωση και την άνοδό της. Όσο βέβαια γινόταν αυτό, τόσο φούντωναν τα σχόλια ότι επρόκειτο για έργο του Φράνκο, καθώς είναι επίσης γνωστό ότι οι κυβερνώντες και ειδικά οι δικτάτορες χρησιμοποιούν ενίοτε τον αθλητισμό ως μέσο αποπροσανατολισμού του λαού και αντικείμενο εκμετάλλευσης για πολιτικό τους όφελος.


Μάλιστα, ο μύθος θέλει το καθεστώς να λαμβάνει τις αποφάσεις του κατά τη διάρκεια των αγώνων και της μετάδοσής τους από την τηλεόραση, ώστε να μειώνεται η ένταση των αντιδράσεων! Ωστόσο, πολλά από όσα ακούστηκαν, για τη στήριξη του Φράνκο στη Ρεάλ –εκ των οποίων κάποια πιθανόν να κρύβουν αλήθειες - να ενέχουν μια δόση υπερβολής. Μάλιστα λέγεται ότι πολλές φορές ο Μπερναμπέου είχε έρθει σε αντιπαράθεση με μέλη του καθεστώτος, σε προσπάθειες που έγιναν να επέμβουν στην ομάδα, με τον ίδιο τον πρόεδρο της Ρεάλ να δηλώνει το 1968, πως « … το ποδόσφαιρο προσέφερε τις υπηρεσίες του στην πατρίδα»! Παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ του μεγαλύτερου άνδρα στο πολιτικό σκηνικό και εκείνου στο αθλητικό, δεν μπορούσαν παρά να είναι άριστες, υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο η Ρεάλ ευνοήθηκε από το καθεστώς! Αφενός διότι υπήρξε η περίοδος της «ξηρασίας» στο διάστημα 1939-1953 (υπό καθεστώς Φράνκο δηλαδή), με τη «Βασίλισσα» να κατακτά μόνο 2 Κύπελλα Ισπανίας, το 1946 και το 1947 και ούτε ένα πρωτάθλημα. Αφετέρου γιατί ποτέ δεν απονεμήθηκαν τιμές στο δικτάτορα, όπως είχε πράξει η Μπαρτσελόνα...



Η προεδρία, το γήπεδο και ο Ντι Στέφανο

Η ιστορική καμπή στην ιστορία του συλλόγου πραγματοποιήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου του 1943, όταν ο Αντόνιο Σάντος Περάλμπα (Antonio Santos Peralba) παραδίδει την προεδρία του συλλόγου στα χέρια του παλιού ποδοσφαιριστή της, Σαντιάγο Μπερναμπέου. Ο νέος ηγέτης, δεν κατάφερε απλώς να βγάλει τη Ρεάλ από τη σκιά των πιο επιτυχημένων αντιπάλων της, της Ατλέτικο Μαδρίτης, της Μπαρτσελόνα και της Αθλέτικ του Μπιλμπάο, αλλά έφερε την επανάσταση στον τρόπο της οργάνωσης των ποδοσφαιρικών συλλόγων. Ένα από τα πρώτα πράγματα που φρόντισε ο Μπερναμπέου, ήταν η ανακατασκευή του Νουέβο Εστάδιο Τσαμαρτίν, ποδοσφαιρικής έδρας της Ρεάλ, το οποίο είχε ανεγερθεί το 1923. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1944 και ολοκληρώθηκαν τρία χρόνια αργότερα, το 1947 αυξάνοντας θεαματικά τη χωρητικότητά του σε πάνω από 75.000 θέσεις, ενώ λέγεται ότι ήταν τόσο εντυπωσιακό ώστε έλεγαν ότι «είναι ένα πολύ μεγάλο γήπεδο για μια μικρή ομάδα» που τότε πάσχιζε να ανακτήσει τις δυνάμεις της!  Το γήπεδο φιλοξένησε 75.145 θεατές στον πρώτο αγώνα, στο πλαίσιο των εγκαινίων του, αυτόν της Ρεάλ με την πορτογαλική Μπελενένσες (3-1) και αναμενόταν να φιλοξενήσει αργότερα όλες τις επιτυχίες αυτής της ομάδας! Το νέο σπίτι της Ρεάλ μετονομάστηκε τελικά το 1955, προς τιμήν του προέδρου της, σε «Εστάδιο Σαντιάγο Μπερναμπέου»! Στο γήπεδο Σαντιάγο Μπερναμπέου, έχει διεξαχθεί ο τελικός του Μουντιάλ του 1982 και πολλοί τελικοί ευρωπαϊκών κυπέλλων. Σήμερα η χωρητικότητα του ανέρχεται στις 81.044 θέσεις.


Σταδιακά η ομάδα ισχυροποιείται και το επόμενο βήμα του προέδρου είναι οι δυνατές μεταγραφές. Ακόμα μία ημερομηνία-σταθμός αποτέλεσε η 6η Μαρτίου του 1952, όταν η Ρεάλ προκειμένου να γιορτάσει τα 50 της χρόνια, κάλεσε την Μιλιονάριος από την Κολομβία, στην οποία αγωνιζόταν ο τότε άσημος στην Ευρώπη, Αλφρέντο Ντι Σέφανο (Alfredo Stéfano Di Stéfano Laulhé). Η εξωπραγματική του εμφάνιση, με την οποία οδήγησε την ομάδα του στη νίκη, θάμπωσε τον Μπερναμπέου, ο οποίος θέλησε απεγνωσμένα να τον αποκτήσει.

Πανηγυρισμοί με την ομάδα μετά την κατάκτηση ενός ακόμη κυπέλλου

Ωστόσο, στην πορεία βγήκε στο φως το γεγονός πως η ομάδα του τον κατείχε παράνομα και κάπου εκεί ξεκίνησε μια απίστευτη ιστορία, η κατάληξη της οποίας άλλαξε τον ρου της ιστορίας τόσο της Ρεάλ, όσο και της... Μπαρτσελόνα. Και αυτό διότι, όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, η νόμιμη ομάδα του Ντι Στέφανο, η αργεντίνικη Ρίβερ Πλέιτ, είχε έρθει σε συμφωνία με την Μπαρτσελόνα για τη μετακίνηση του παίκτη. Παράλληλα, η Ρεάλ που δε γνώριζε ότι ο ποδοσφαιριστής κάθε άλλο παρά νόμιμος ποδοσφαιριστής της Μιλιονάριος ήταν, ήρθε σε συμφωνία με τους Κολομβιανούς, την ίδια ώρα που η Μπαρτσελόνα υποστήριζε πως ο παίκτης ήταν δικός της! Τελικά, μίλησαν οι... διασυνδέσεις του Μπερναμπέου στην Ισπανική ομοσπονδία, η οποία προχώρησε σε μια απόφαση-κωμωδία: ο ποδοσφαιριστής θα αγωνιζόταν εναλλάξ ανά σεζόν σε Ρεάλ και Μπαρτσελόνα (!!!), με τους «μπλαουγκράνα» να προσβάλλονται σφόδρα από την απόφαση και να αποσύρονται από την υπόθεση.


Η μετέπειτα πορεία και το τέλος ...

Αυτή η κίνηση υπήρξε και η τομή στην ιστορία, καθώς η μεν Μπαρτσελόνα έκανε ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της ιστορίας της και η δε Ρεάλ εισήχθη στη «χρυσή» 15ετία της (1954-1969) στην οποία κατέκτησε 19 τίτλους σε Ισπανία και Ευρώπη! Ο Αλφρέδο Ντι Στέφανο, αργότερα ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης! Ο Μπερναμπέου ποτέ δεν αρκέστηκε στα όσα κατακτούσε και έτσι στελέχωνε τη μηχανή της Ρεάλ με ολοένα και πιο ποιοτικά γρανάζια. Το όραμά του ήταν η μεταγραφή μεγάλων ονομάτων του χώρου, παικτών παγκόσμιας κλάσης και το πέτυχε κάνοντας τη Ρεάλ κυρίαρχη ομάδα. Ο Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Purczeld Bíró Puskás) ήταν ένας εξ αυτών ο οποίος αποκτήθηκε από τη «Βασίλισσα» σε ηλικία 31 ετών και έγραψε ιστορία. Ο Χοσέ Σανταμαρία (José Emilio Santamaría Iglesias), ο Ραϊμόντ Κόπα (Raymond Kopaszewski «Kopa»), ο Γκίντερ Νέτσερ (Günter Theodor Netzer), ήταν μόνο μερικά από τα αστέρια που φόρεσαν τη λευκή φανέλα, με τους Πούσκας και Κοπά να συνθέτουν μαζί με τον Ντι Στέφανο μία από τις καλύτερες επιθετικές τριπλέτες που έχουν φανεί ποτέ στα γήπεδα. Από το 1960 και μετά η Ρεάλ κατακτά τα πρωταθλήματα το ένα μετά το άλλο, ενώ πλέον αποτελεί μια από τις τρεις ομάδες, μαζί με τη Μπαρτσελόνα και την Ατλέτικ Μπιλμπάο, που δεν έχουν υποβιβαστεί ποτέ από την πρώτη κατηγορία του Ισπανικού ποδοσφαίρου. Παράλληλα, προπονητής των τίτλων σε όλη αυτή την επιτυχημένη πορεία, ήταν ο Μιγκέλ Μουνιόθ (Miguel Muñoz Mozún), ο οποίος αποχώρησε από τον σύλλογο το 1974.


Το 1955, ύστερα από μια ιδέα του διευθυντή της γαλλικής εφημερίδας «L'Equipe» (Λ’ Εκίπ =Η Ομάδα) Γκαμπριέλ Ανό (Gabriel Hanot) που πρότεινε  την εξέλιξη του μέχρι τότε  Copa Latina (Λατινικό Κύπελλο), ένα τουρνουά που συμμετείχαν ομάδες από τη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία, σε μια πανευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση που θα συμμετέχουν οι πρωταθλήτριες κάθε χώρας, ο Μπερναμπέου συναντήθηκε στο ξενοδοχείο «Ambassador Hotel» στο Παρίσι με τον Μπεντρινιάν (Bedrignan) και τον Γκούσταβ Σέμπες (Gustav Sebes), δημιουργώντας αυτό που με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε αυτό που είναι σήμερα το Τσάμπιονς Λιγκ, το κορυφαίο διασυλλογικό τουρνουά του κόσμου!


Η δυσάρεστη είδηση ήρθε στις 2 Ιουνίου του 1978 όταν ο Σαντιάγκο Μπερναμπέου, ο πιστός υπηρέτης της «Βασίλισσας», αυτός που έβαλε τις βάσεις για τη δυναστεία των «μερένχες» και σημάδεψε την ιστορία της περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, που κατασκεύασε ένα γήπεδο-στολίδι, που κατέκτησε 6 Κύπελλα Πρωταθλητριών, 1 Διηπειρωτικό  Κύπελλο, 16 πρωταθλήματα και 6 Κύπελλα Ισπανίας, άφησε την τελευταία του πνοή! Πέθανε ενώ το Παγκόσμιο Κύπελλο παιζόταν στην Αργεντινή. Προς τιμήν του, η FIFA θέσπισε τριήμερο πένθος κατά τη διάρκεια του τουρνουά! Το 2002, του απονεμήθηκε μετά θάνατον το Μετάλλιο του Τάγματος της Αξίας της FIFA.
 

Ο εμβληματικός πρόεδρος, του οποίου το όνομα έχει μείνει ανεξίτηλο, αποτελεί αναμφισβήτητα μία σπουδαία προσωπικότητα και ηγετική μορφή της Ρεάλ στον οποίο η ομάδα χρωστάει πολλά, ίσως τα πάντα! Ένας άνθρωπος που, όποιες και αν είναι οι απόψεις σχετικά με τις πρακτικές του και την ανάμειξή του ή μη με το δικτατορικό καθεστώς, αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία του αθλητισμού, και αυτός στον οποίο η Ρεάλ χρωστά κατά ένα μεγάλο ποσοστό το παρατσούκλι «Βασίλισσα»...


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • 1911–1927: Real Madrid Club de Fútbol, 51 (46 [1])

Προπονητική καριέρα - Άλλα

  • 1927–1933: Real Madrid Club de Fútbol (διευθυντής)
  • 1933–1936: Real Madrid Club de Fútbol (βοηθός προπονητή)
  • 1936–1941: Real Madrid Club de Fútbol
  • 1943–1978: Real Madrid Club de Fútbol (Πρόεδρος)

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

  • Εθνικό Πρωτάθλημα Ισπανίας (τουρνουά περιφερειακών πρωταθλητών): 1916-17
  • Περιφερειακό Πρωτάθλημα Καστίλης -  Μαδρίτης (Campeonato Regional Centro): 9 (1915/16, 1916/17, 1917/18, 1919/20, 1921/22, 1922/23, 1923/24, 1925/26, 1926/27)

Ως πρόεδρος (Αναφέρονται ΜΟΝΟ οι ποδοσφαιρικοί)


  • Πρωτάθλημα Ισπανίας: 16 (1953/54, 1954/55, 1956/57, 1957/58, 1960/61, 1961/62, 1962/63, 1963/64, 1964/65, 1966/67, 1967/68, 1968/69, 1971/72, 1974/75, 1975/76, 1977/78)
  • Κύπελλο Ισπανίας: 6 (1946/47, 1947/48, 1961/62, 1969/70, 1973/74, 1974/75)
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών Ομάδων Ευρώπης: 6 (1955/56, 1956/57, 1957/58, 1958/59, 1959/60, 1965/66)
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1960
  • Λατινικό Κύπελλο (Copa Latina): 2 (1955, 1957)
  • Trofeo Ramón de Carranza (καλοκαιρινό τουρνουά στο Κάδιξ): 5 (1958, 1959, 1960, 1966, 1970)
  • Trofeo Teresa Herrera (καλοκαιρινό τουρνουά που διεξάγεται από το 1946 στη Λα Κορούνια, από τα σημαντικότερα στην Ισπανία):  4  (1949, 1953, 1966, 1976)
  • Trofeo Colombino (τουρνουά της Ρεκρεατίβο Ουέλβα): 1970