Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Ρόι Κιν: Ο Σκληρός Αρχηγός

Ο Ιρλανδός μέσος, κυρίως σε ανασταλτικούς ρόλους, Ρόι Κιν (Roy Maurice Keane) γεννήθηκε στις στις 10 Αυγούστου του 1971 στο Κορκ, τη δεύτερη μεγαλύτερη και τρίτη πολυπληθέστερη πόλη της ιρλανδικής νήσου. Είναι ο πιο Επιτυχημένος Ιρλανδός Ποδοσφαιριστής Όλων των Εποχών, έχοντας κατακτήσει 19 μεγάλα τρόπαια, 17 εκ των οποίων με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, το σύλλογο που χαρακτήρισε την καριέρα του. Σε μια 18ετή ποδοσφαιρική σταδιοδρομία, έπαιξε για την Κομπν Ράμπλερς, την Νότιγχαμ Φόρεστ και την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, πριν τερματίσει την καριέρα του με την Σέλτικ. Υπήρξε ένας κυρίαρχος αμυντικός μέσος, γνωστός για το επιθετικό και άκρως ανταγωνιστικό στυλ παιχνιδιού του, μια στάση που τον βοήθησε να χριστεί ως αρχηγός της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από το 1997 μέχρι την αποχώρησή του, το 2005. Η μεταγραφή του στον σύλλογο το 1993, βοήθησε την Γιουνάιτεντ να έχει μια παρατεταμένη περίοδο επιτυχιών κατά τη διάρκεια των 12 ετών της θητείας του στους «κόκκινους διαβόλους». Στη συνέχεια υπέγραψε στη Σέλτικ, αλλά αποσύρθηκε ως παίκτης λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα.


Έπαιξε σε διεθνές επίπεδο για τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας για μιας περίοδο 14 ετών, τα περισσότερα από τα οποία ήταν ο αρχηγός της ομάδας. Έπαιξε σε όλα τα παιχνίδια της Ιρλανδίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, ενώ είχε αποκλειστεί από την διοργάνωση του 2002 μετά από έντονες διαφωνίες με τον εθνικό προπονητή Μικ ΜαΚάρθι (Mick McCarthy) για λόγους που αφορούσαν τα προπονητικά κέντρα που προετοιμαζόταν η ομάδα. Θεωρείται ένας από τους Καλύτερους Αμυντικούς Μέσους της γενιάς του, ενώ το 2004 ονομάστηκε από τον Πελέ (1234) στον κατάλογο «FIFA 100» των Μεγαλύτερων 125 Εν Ζωή Ποδοσφαιριστών του Κόσμου, στο πλαίσιο των εορτασμών της εκατονταετηρίδας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας. Το 2007, οι «The Times» τον κατέταξαν στο Νο 11 στη λίστα τους των «50 Σκληρότερων Ποδοσφαιριστών στην Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία». Ανέλαβε προπονητής της Σάντερλαντ λίγο μετά την αποχώρησή του ως παίκτης και πήρε την ομάδα από την 23η θέση στο Πρωτάθλημα, στα τέλη Αυγούστου, για να κατακτήσει τον τίτλο και την άνοδο στην Premier League! Τον Απρίλιο του 2009, ανέλαβε την Ίπσουιτς, αλλά απολύθηκε μετά από 20 μήνες. Τον Νοέμβριο του 2013, διορίστηκε βοηθός του Μάρτιν Ο’Νιλ  (Martin O'Neill) στην εθνική ομάδα της Ιρλανδίας.


Γεννήθηκε σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης, με τον πατέρα να εργάζεται όπου έβρισκε, κυρίως σε ζυθοποιεία αλλά και σε εργοστάσιο πλεκτών. Από την ηλικία των 9 ετών ασχολήθηκε με τη πυγμαχία, κερδίζοντας διάφορα τουρνουά αρχαρίων. Ποδοσφαιρικά, ξεκίνησε από την Ροκμάουντ, κερδίζοντας μάλιστα το βραβείο του καλύτερου παίκτη της χρονιάς τη πρώτη περίοδο εκεί. Υπήρξε οπαδός της Σέλτικ και της Τότεναμ, με αγαπημένους ποδοσφαιριστές τον Λίαμ Μπρέιντι (Liam Brady) και τον Γκλεν Χοντλ (Glenn Hoddle), ενώ αργότερα υπήρξε θαυμαστής του Μπράιαν Ρόμπσον (Bryan Robson)! Υπέβαλε αιτήσεις δοκιμής σε αγγλικούς συλλόγους, αλλά απορρίφθηκαν όλες, με τον ίδιο να υπογράφει τελικά το 1989 στην ημιεπαγγελματική Κομπν Ράμπλερς. Σε έναν αγώνα για το Κύπελλο Νέων της Ιρλανδίας, η απόδοση του προσέλκυσε τη προσοχή του Νόελ ΜακΚέιμπ (Noel McCabe), σκάουτερ της Νότιγχαμ Φόρεστ, ο οποίος του ζήτησε να ταξιδέψει στην Αγγλία για μια δοκιμή. Εντυπωσίασε τον εμβληματικό Μπράιαν Κλαφ (Brian Clough) και τελικά πέτυχε μεταγραφή αξίας 47.000 στερλινών το καλοκαίρι του 1990.


Πέρασε σχετικά δύσκολες πρώτες μέρες στο Νότιγχαμ, μακριά από την οικογένειά του, έχοντας όμως την αμέριστη συμπαράσταση του Κλαφ, ο οποίος του έδινε αρκετές άδειες για να την επισκέπτεται! Παίζοντας κυρίως με την δεύτερη ομάδα, έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο εναντίον της Λίβερπουλ κατά την έναρξη της σεζόν 1990/91 και η απόδοση του ενθάρρυνε τον Κλαφ να τον χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο, καθώς η σεζόν προχωρούσε. Σκόραρε το πρώτο του επαγγελματικό γκολ κόντρα στην Σέφιλντ Γιουνάιτεντ και από το 1991 ήταν βασικός, εκτοπίζοντας μάλιστα τον Άγγλο διεθνή Στιβ Χοτζ (Steve Hodge). Στον τρίτο γύρο του Κυπέλλου Αγγλίας, ύστερα από ένα λάθος του, που στοίχισε γκολ για την Κρίσταλ Πάλας, ο Κλαφ τον γρονθοκόπησε στο πρόσωπο από θυμό, χτυπώντας τον στο πάτωμα! Παρά το περιστατικό αυτό, ο Ρόι Κιν δεν κράτησε ποτέ καμία πικρία εναντίον του μάνατζέρ του, καταλαβαίνοντας ότι όλα αυτά προέρχονταν από πιέσεις της διοίκησης και ότι ήταν πάρα πολύ ευγνώμων για να βρει τη τύχη του στο αγγλικό ποδόσφαιρο! Ένα χρόνο αργότερα, έπαιξε στον τελικό του Λιγκ Καπ, αλλά ηττήθηκε 0-1 από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.


Είχε αρχίσει να προσελκύσει την προσοχή κορυφαίων συλλόγων της Premier League και το 1992, ο προπονητής της Μπλάκμπερν Κένι Νταλγκλίς (Kenny Dalglish) μίλησε μαζί του για το ενδεχόμενο μεταγραφής του στο τέλος της σεζόν. Με τη Φόρεστ να αγωνίζεται να αποφύγει τον υποβιβασμό, διαπραγματεύθηκε νέο συμβόλαιο με ρήτρα αποχώρησης σε τέτοια περίπτωση. Ο Κλαφ τον περιέγραψε σαν ένα «άπληστο παιδί» λόγω των υψηλών μισθών που απαιτούσε, λέγοντας μάλιστα ότι ο Κιν δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει τον σύλλογο! Παρά το γεγονός ότι ψηφίστηκε καλύτερος παίκτης της σεζόν από τους οπαδούς και παρά τις προσπάθειές του, δεν κατάφερε να αποτρέψει τον υποβιβασμό, με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί η ρήτρα στο συμβόλαιό του. Η Μπλάκμπερν συμφώνησε σε μια αμοιβή ύψους 4.000.000 στερλινών με τη Φόρεστ, αλλά και με τον ίδιο τον παίκτη.

Ωστόσο, ένα λάθος εμπόδισε την μεταγραφή αμέσως, όταν οι της Μπλάκμπερν συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν όλα τα απαραίτητα έγγραφα που απαιτούνταν για την ολοκλήρωσή της. Ήταν Παρασκευή απόγευμα  και το αρμόδιο γραφείο είχε κλείσει για το Σαββατοκύριακο. Με μια προφορική συμφωνία, συμφώνησαν να συναντηθούν το πρωί της Δευτέρας για να ολοκληρωθεί η μεταφορά και επίσημα. Ο προπονητής της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ Άλεξ  Φέργκιουσον (Alex Ferguson), έμαθε σχετικά με την κίνηση, τηλεφώνησε στον Ρόι Κιν και ρώτησε αν θα ήθελε να μεταγραφεί στη Γιουνάιτεντ, αντί της Μπλάκμπερν, συμπληρώνοντας ότι είχαν όλα τα απαραίτητα χαρτιά έτοιμα! Συναντήθηκαν το Σάββατο και υπέγραψε για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αντί 3.750.000 στερλινών, ένα βρετανικό ρεκόρ μεταγραφής εκείνη τη περίοδο!


Με τον Μπράιαν Ρόμπσον στα τελειώματά του, 36 ετών πλέον, κέρδισε σχεδόν αμέσως θέση βασικού, σκοράροντας 2 γκολ στο ντεμπούτο του, στις 18 Αυγούστου του 1993, σε μια νίκη 3-0 εναντίον της Σέφιλντ Γιουνάιτεντ και σκοράροντας το 3ο και νικητήριο γκολ εναντίον της Μάντσεστερ Σίτι στο Μέιν Ρόουντ, λίγο αργότερα, επιστρέφοντας από 0-2! Κατέκτησε το double τη πρώτη του χρονιά με την επόμενη σεζόν λιγότερο επιτυχημένη μιας και έχασε τον τίτλο από τη Μπλάκμπερν ενώ ηττήθηκε και στον τελικό του Κυπέλλου με 0-1 από την Έβερτον. Πήρε τη πρώτη του κόκκινη κάρτα σαν παίκτης της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σε μια νίκη 2-0 στον ημιτελικό του Κυπέλλου εναντίον της Κρίσταλ Πάλας και τιμωρήθηκε για 3 αγώνες, ενώ παράλληλα του επιβλήθηκε πρόστιμο  5.000 στερλινών. Ήταν η πρώτη από τα έντεκα κόκκινες κάρτες που θα μαζέψει κατά τη διάρκεια της καριέρας του στη Γιουνάιτεντ και ένα από τα πρώτα σημάδια της απειθαρχίας του στο πεδίο.


Το καλοκαίρι του 1995, με την περίφημη κλάση του 1992 (Ράιαν Γκιγκς, Ντέιβιντ Μπέκαμ, Πολ Σκόουλς, Νίκι Μπατ, Γκάρι Νέβιλ, Φιλ Νέβιλ) να παίρνει τη θέση της στην ομάδα και τη φυγή των παλαιότερων, έγινε ο πιο έμπειρος στη μεσαία γραμμή της Γιουνάιτεντ. Παρά τη διαφορά των 12 βαθμών τα Χριστούγεννα πίσω από τη Νιούκαστλ, κατάφερε να αναδειχθεί πρωταθλητής με αντεπίθεση διαρκείας, ενώ κατέκτησε και το δεύτερο double, κερδίζοντας τη Λίβερπουλ στον τελικό του Κυπέλλου με 1-0, κάνοντας ρεκόρ 9 κατακτήσεων για τον σύλλογο! Παρότι αρκετοί τραυματισμοί τον ταλαιπώρησαν την επόμενη σεζόν, ξαναπήρε το πρωτάθλημα, ενώ έφτασε και στους ημιτελικούς στο Τσάμπιονς Λιγκ. Μετά την απόσυρση του Ερικ Καντονά (Eric Cantona), ανέλαβε ως αρχηγός της ομάδας, αν και έχασε το μεγαλύτερο μέρος της σεζόν 1997/98, λόγω μιας ρήξης χιαστού συνδέσμου, ζημία που προκλήθηκε από μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τον παίκτη της Λιντς Αλφ-Ίνγκε Χάλαντ (Alf-Inge Håland), την 9η αγωνιστική της Premier League. Όπως ήταν πεσμένος μπρούμυτα στο έδαφος, ο Χάλαντ στάθηκε από πάνω του, κατηγορώντας τον ότι προσποιείται τον τραυματισμένο αφού προσπάθησε να τον βλάψει ώστε να αποφύγει την τιμωρία! Ο ισχυρισμός αυτός θα οδηγούσε σε ένα κακόφημο περιστατικό μεταξύ των δύο παικτών, 4 χρόνια αργότερα! Το πρωτάθλημα χάθηκε, ύστερα από προβάδισμα 11 βαθμών από την Άρσεναλ!


Επέστρεψε ως αρχηγός την επόμενη σεζόν και τους οδήγησε σε ένα απίστευτο τρεμπλ, κατακτώντας την Premier League , το Κύπελλο Αγγλίας αλλά και το Champions League! Σε μια εμπνευσμένη εμφάνιση εναντίον της Γιουβέντους στο δεύτερο παιχνίδι του ημιτελικού, βοήθησε στην ανατροπή από 2 γκολ πίσω για να κερδίσει 3-2, σκοράροντας το πρώτο γκολ. Η απόδοσή του σε αυτό το παιχνίδι έχει χαρακτηριστεί ως η καλύτερη στιγμή του ως ποδοσφαιριστής! Ωστόσο, επειδή πήρε κίτρινη κάρτα μετά από ένα μαρκάρισμα στον Ζινεντίν Ζιντάν (Zinedine Zidane), αποκλείστηκε από τον τελικό. Η Γιουνάιτεντ νίκησε τη Μπάγερν Μονάχου 2-1 στον τελικό, στην ανατροπή του Αιώνα, αλλά ο ίδιος είχε ανάμεικτα συναισθήματα για τη νίκη λόγω της τιμωρίας του! Αργότερα εκείνη τη χρονιά, σκόραρε το μοναδικό γκολ στον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου, όταν η Γιουνάιτεντ νίκησε τη Παλμέιρας στο Τόκιο! Την επόμενη περίοδο, ψηφίστηκε ως  Παίκτης της χρονιάς, τόσο από τους επαγγελματίες συναδέλφους του, όσο από τους επαγγελματίες δημοσιογράφους στο τέλος της σεζόν, έχοντας οδηγήσει τη Γιουνάιτεντ στον 6ο τους τίτλο στη Premier League σε 8 χρόνια!


Προκάλεσε μια μεγάλη διαμάχη τον Δεκέμβριο του 2000, όταν επέκρινε ορισμένους από τους οπαδούς της Γιουνάιτεντ, μετά από μια νίκη στο Champions League επί της Ντιναμό Κιέβου στο Old Trafford. Διαμαρτυρήθηκε για την έλλειψη υποστήριξης, όταν η Ντιναμό κυριαρχούσε στο παιχνίδι, δηλώνοντας:
«Εκτός έδρας οι οπαδοί μας είναι φανταστικοί. Θα τους αποκαλούσα σκληροπυρηνικούς. Αλλά στην έδρα μας πίνουν μερικά ποτά και πιθανόν τρώνε σάντουιτς με γαρίδες και δεν καταλαβαίνουν τι γίνεται μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Νομίζω ότι κάποιοι από τους οπαδούς που έρχονται στο Ολντ Τράφορντ δεν μπορούν να συλλαβίσουν τη λέξη ποδόσφαιρο, πόσω μάλλον να την καταλάβουν»! 
Η κουβέντα του ξεκίνησε μια συζήτηση στην Αγγλία για την αλλαγή της ατμόσφαιρας στα γήπεδα ποδοσφαίρου και ο όρος «ταξιαρχίες του σάντουιτς με γαρίδα» είναι πλέον μέρος του λεξιλογίου του αγγλικού ποδοσφαίρου, αναφερόμενο στους ανθρώπους που παρακολουθούν ποδοσφαιρικούς αγώνες ή ισχυρίζονται ότι είναι οπαδοί του ποδοσφαίρου, επειδή είναι της μόδας και όχι από γνήσιο ενδιαφέρον για το παιχνίδι!


Έγινε πρωτοσέλιδο και πάλι στο ντέρμπι του Μάντσεστερ το 2001, όταν 5’ λεπτά από την έναρξη, είχε αποβληθεί για ένα κραυγαλέο φάουλ στον Αλφ-Ίνγκε Χάλαντ, που από πολλούς θεωρήθηκε ως πράξη εκδίκησης για τον προ τετραετίας τραυματισμό του. Αρχικά τιμωρήθηκε για 3 αγώνες και 5.000 στερλίνες πρόστιμο. Μετά την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του, όμως τον Αύγουστο του 2002, δεν άφησε κανένα περιθώριο στην Ομοσπονδία από το να του χρεώνουν ότι φέρνει το παιχνίδι σε ανυποληψία. Ανέφερε ότι είχε την πρόθεση «να βλάψει» τον Χάλαντ, περιγράφοντας το περιστατικό ως εξής:
«Περίμενα πολύ καιρό. Τον χτύπησα πολύ δυνατά. Η μπάλα ήταν εκεί και σκέφτηκα "πάρε αυτή ρε μουνί”»
Τιμωρήθηκε για ακόμη 5 αγώνες και πρόστιμο 150.000 στερλινών!. Παρά την ευρεία καταδίκη, αργότερα σε συνέντευξή του είπε ότι δεν είχε καμία λύπη για το περιστατικό:
«Ακόμα και στα αποδυτήρια μετά το ματς δεν το μετάνιωσα. Η στάση μου ήταν να τον γαμήσω. Τα πάντα κάνουν τον κύκλο τους. Πήρε αυτό που του άξιζε. Με γάμησε και είχε έρθει η σειρά του» 
και  ότι θα έκανε πιθανώς το ίδιο πράγμα ξανά! Ο Χάλαντ ισχυρίστηκε ότι το χτύπημα του τελείωσε την καριέρα, καθώς ποτέ δεν έπαιξε ένα πλήρες παιχνίδι μετά. Ωστόσο, κατάφερε να ολοκληρώσει το συγκεκριμένο παιχνίδι και έπαιξε και 68 λεπτά στο επόμενο ματς, έχοντας μάλιστα αγωνιστεί σ’ ένα φιλικό για τη Νορβηγία ενδιάμεσα στα 2 παιχνίδια. Στη πραγματικότητα, ήταν ένα μακροχρόνιος τραυματισμός στο αριστερό του γόνατό, που έκλεισε την καριέρα του και όχι το συγκεκριμένο χτύπημα!


Η σεζόν 2001/02 ήταν η πρώτη χωρίς οποιοδήποτε τίτλο για τη Γιουνάιτεντ ύστερα από 4 χρόνια. Αποκλείστηκαν στο Κύπελλο από τη Μίντλεσμπρο, τερμάτισαν 3οι στη βαθμολογία για πρώτη φορά από το 1991, ενώ στην Ευρώπη αποκλείστηκαν από την Μπάγερ Λεβερκούζεν. Μετά τον αγώνα κατηγόρησε τους συμπαίκτες του ότι συμβιβάστηκαν με την καλοπέραση, τη καλή ζωή και τα ακριβά πράγματα, χάνοντας τη πείνα τους για τίτλους! Νωρίτερα, μέσα στη σεζόν, είχε ζητήσει τη διάλυση της ομάδας του τρεμπλ, επειδή δεν είχαν πλέον το κίνητρο να εργαστούν σκληρά! Τον Αύγουστο του 2002 του επιβλήθηκε πρόστιμο 150.000 στερλινών από τον Φέργκιουσον και τιμωρία για 3 αγώνες λόγω αντιαθλητικής συμπεριφοράς στον Τζέισον ΜακΑτίρ (Jason McAteer) της Σάντερλαντ. Χρησιμοποίησε τη τιμωρία για να κάνει μια εγχείρηση στο ισχίο που τον ταλαιπωρούσε για αρκετό διάστημα. Όταν επέστρεψε, φαινόταν πιο συγκρατημένος στο γήπεδο, αποφεύγοντας τις διαφωνίες και αντιπαραθέσεις με άλλους παίκτες. Ορισμένοι παρατηρητές θεώρησαν ότι η "νέα εμφάνιση" του ήταν αποτέλεσμα αυτοκριτικής, έχοντας αποφασίσει να αφήσει πίσω του αυτές τις συμπεριφορές που είχαν σχεδόν τελματώσει τη καριέρα του! Έδειχνε να έχει μειωμένη κινητικότητα στη μεσαία γραμμή, ως συνέπεια της αλλαγής στο στυλ παιχνιδιού του, που ενδεχομένως να γινόταν φανερή μετά την επέμβαση στο ισχίο του. Ωστόσο, μετά την επιστροφή του, εμφανίζοντας και πάλι την επιμονή των παλαιών, οδήγησε την ομάδα σε άλλο ένα πρωτάθλημα τον Μάιο 2003.


Καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετία του 2000, διατήρησε μια σφοδρή αντιπαλότητα με τον αρχηγό της Άρσεναλ Πατρίκ Βιεϊρά (Patrick Vieira), με αποκορύφωμα ένα περιστατικό στο ΧάΪμπουρι το 2005, όταν στη φυσούνα και σε ζωντανή μετάδοση από το BBC, ο Βιεϊρά έκανε παρατηρήσεις στον Γκάρι Νέβιλ (Gary Neville) για ένα φάουλ του στον Χοσέ Αντόνιο Ρέγιες (José Antonio Reyes) σε προηγούμενο αγώνα των 2 ομάδων! Το αποτέλεσμα ήταν ο Ρόι Κιν να επιτεθεί φραστικά στον Γάλλο, μπροστά στον διαιτητή Γρέιαμ Πολ (Graham Poll), στον οποίο απευθυνόμενος είπε
«Πες του να κλείσει το γαμημένο το στόμα του!»
Μετά το παιχνίδι, το οποίο η Γιουνάιτεντ κέρδισε 4-2, επέκρινε την αμφιλεγόμενη απόφαση του Βιεϊρά να παίξει διεθνώς για τη Γαλλία, αντί της γενέτειράς του της Σενεγάλης! Συνολικά, οδήγησε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σε 9 μεγάλους τίτλους, καθιστώντας τον το πιο επιτυχημένο αρχηγό στην ιστορία του συλλόγου! Σκόραρε το 50ο του γκολ για την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, στις 5 Φεβρουαρίου του 2005, σε ένα παιχνίδι πρωταθλήματος εναντίον της Μπέρμιγχαμ. Η εμφάνισή του στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας το 2005, στον οποίο οι «μπέμπηδες» ηττήθηκαν από την Άρσεναλ με ένα πέναλτι, ήταν η έβδομη, ένα ρεκόρ όλων των εποχών στο αγγλικό ποδόσφαιρο εκείνη την περίοδο! Κατέχει το ρεκόρ για τις περισσότερες κόκκινες κάρτες στο αγγλικό ποδόσφαιρο, έχοντας αποβληθεί συνολικά 13 φορές στην καριέρα του! Εγκαταστάθηκε στο αγγλικό ποδοσφαιρικό Hall of Fame το 2004, σε αναγνώριση της προσφοράς του στο αγγλικό ποδόσφαιρο και ήταν ο μόνος Ιρλανδός παίκτης που επέλεξε ο Πελέ στον κατάλογο FIFA 100!


Η θητεία 12 ετών του Ρόι Κιν στο «Ολντ Τράφορντ» έλαβε τέλος απροσδόκητα και μάλιστα με αμοιβαία συναίνεση, στις 18 Νοεμβρίου του 2005 και πολλοί είναι αυτοί που θα συμφωνήσουν στο ότι εκείνη η συνέντευξη στο επίσημο κανάλι της Γιουνάιτεντ ήταν η σταγόνα που ξεχείλησε το ποτήρι, αφού ο Ιρλανδός τα έχωσε σε συγκεκριμένους παίκτες για την απόδοσή τους στη βαριά ήττα από την Μίντλεσμπρο (1-4) τον Οκτώβριο του 2005 και μερικές εβδομάδες μετά είδε την πόρτα της εξόδου του συλλόγου. Ο παλιός αρχηγός του κλαμπ, έγραψε στο βιβλίο του ότι «έπρεπε» να κάνει εκείνη τη συνέντευξη και υποστήριξε ότι κανένας από τους παίκτες δεν είχε πρόβλημα με την κριτική του.
«Η κατάσταση στα αποδυτήρια άρχιζε να γίνεται ηλίθια και τους είπα ότι αυτά είναι γαμημένεςες ανοησίες. Ολοι έλεγαν 'ναι, ναι'. Κανείς τους δεν είχε πρόβλημα. Ούτε ένας»
Δυστυχώς για τον Κιν, αυτός που είχε το πρόβλημα ήταν ο προπονητής του, ο οποίος του είπε ότι η παρουσία του στο κλαμπ είχε ολοκληρωθεί.


Με τους «κόκκινου διαβόλους» έπαιξε συνολικά σε 480 παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις,  στα οποία σκόραρε 51 γκολ. Έπαιξε 326 παιχνίδια στο πρωτάθλημα, σκοράροντας 33 γκολ, ενώ για τις ευρωπαϊκές διασυλλογικές διοργανώσεις, συμμετείχε σε 79 παιχνίδια, σκοράροντας 13 τέρματα. Ένας αγώνας προς τιμή του, για την 12ετή προσφορά του στον σύλλογο, έγινε στο Old Trafford στις 9 Μαΐου του 2006 μεταξύ της Γιουνάιτεντ και της Σέλτικ, επόμενης ομάδας του. Η γηπεδούχος κέρδισε το παιχνίδι με 1-0, με τον Κιν να παίζει  για την Σέλτικ το πρώτο ημίχρονο και για τη  Γιουνάιτεντ το δεύτερο, φορώντας το περιβραχιόνιο του αρχηγού της! Το πλήθος των 69.591 θεατών, παραμένει το μεγαλύτερο ποτέ για αποχαιρετιστήριο αγώνα στην Αγγλία! Όλα τα έσοδα από τον αγώνα δόθηκαν στην αγαπημένη φιλανθρωπία του, τους ιρλανδέζικους Σκύλους Οδηγούς Τυφλών! Υπέγραψε στη Σέλτικ τον Ιανουάριο του 2006, κατακτώντας το σκωτσέζικο πρωτάθλημα κατο Λιγκ Καπ, που ήταν και οι τελευταίοι τίτλοι της καριέρας του! Στις 12 Ιουνίου του 2006, μετά από μόλις 6 μήνες στη Σέλτικ, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο ύστερα από ιατρική συμβουλή!
  

Έκανε ντεμπούτο για την ιρλανδική εθνική ήταν το 1991, σ’ ένα διεθνές φιλικό μεταξύ Ιρλανδίας – Χιλής στο Δουβλίνο και τελείωσε 1-1. Σημείωσε το πρώτο του διεθνές γκολ στις 16 Νοεμβρίου του 1994, σε μια νίκη 4-0, εκτός έδρας επί της Βόρειας Ιρλανδίας. Συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, όπου ανακηρύχθηκε ως ο κορυφαίος Ιρλανδός. Το 2002 δεν συμμετέχει στο Παγκόσμιο Κύπελλο λόγω μια απίστευτης κόντρας με τον προπονητή Μικ ΜακΚάρθι (MickMcCarthy), για τον τρόπο οργάνωσης και διαμονής στο στάδιο της προετοιμασίας για την διοργάνωση στο Νησί Σαϊπάν των Μαριάνων Νήσων στη μέση του Ειρηνικού ωκεανού. Προκάλεσε τη μήνι του προπονητή του, κριτικάροντας τις επιλογές του, με αποτέλεσμα την εκδίωξή του. Η Ιρλανδία πήγε με 22 ποδοσφαιριστές στα τελικά αφού είχαν παρέλθει οι ημερομηνίες για αντικατάσταση! Επέστρεψε στην εθνική ακριβώς δύο χρόνια αργότερα, στη φιλική με 1-0 επί της Ρουμανίας, τον Μάιο του 2004. Σε 67 διεθνή παιχνίδια, σημείωσε 9 γκολ, όλα σε παιχνίδια προκριματικής φάσης μεγάλης διεθνούς διοργάνωσης και κανένα σε φιλικό! Στις 14 Οκτωβρίου του 2005 ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την εθνική ομάδα.


Στις 28 Αυγούστου του 2006, ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα αναλαμβάνοντας τη θέση του προπονητή της Σάντερλαντ, στη Β’ Κατηγορία. Αναδείχθηκε πρωταθλητής στην πρώτη του σεζόν, παίρνοντας το εισιτήριο για την Πρέμιερ Λιγκ. Στις 4 Δεκεμβρίου του 2008, μετά από δύο χρόνια στο τιμόνι της ομάδας, παραιτήθηκε μετά από πέντε ήττες σε έξι αγώνες κατά τη διάρκεια του μηνός Νοεμβρίου. Στις 23 Απριλίου του 2009, ανέλαβε την Ίπσουιτς, από την οποία απολύθηκε στις 7 Ιανουαρίου του 2011, λόγω των κακών αποτελεσμάτων. Στις 5 Νοεμβρίου του 2013, διορίστηκε βοηθός προπονητή του Μάρτιν Ο’Νιλ (Martin O'Neill) στην εθνική ομάδα της Ιρλανδίας.

Είναι παντρεμένος με την Τερέζα Ντόιλ και έχουν πέντε παιδιά: Shannon, Caragh, Aidan, Leah και Alanna. Το ζευγάρι συναντήθηκε όταν η Τερέζα ήταν βοηθός οδοντιάτρου και αυτός έπαιζε για την Νότιγχαμ Φόρεστ το 1992. Παντρεύτηκαν στο Κορκ το 1997.


PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα
  • 1989–1990: Cobh Ramblers Football Club, 23 (1)
  • 1990–1993: Nottingham Forest Football Club, 114 (22)
  • 1993–2005: Manchester United Football Club, 326 (33)
  • 2005–2006: The Celtic Football Club, 10 (1)

Σύνολο καριέρας: 473 (57)
Διεθνής
  • 1991–2005: Ιρλανδία, 67 (9)

Προπονητική καριέρα
  • 2006–2008: Sunderland Association Football Club
  • 2009–2011: Ipswich Town Football Club
  • 2013–          : Ιρλανδία (βοηθός)
  • 2014: Aston Villa Football Club (βοηθός)

Τίτλοι
Ως ποδοσφαιριστής
Συλλογικοί
Με τη Nottingham Forest
  • Full Members Cup: 1991–92

Με τη Manchester United
  • Πρωτάθλημα Αγγλίας: 7 (1993/94, 1995/96, 1996/97, 1998/99, 1999-2000, 2000/01, 2002/03)
  • FA Community Shield: 4 (1993, 1996, 1997, 2003)
  • Κύπελλο Αγγλίας: 4 (1993/94, 1995/96, 1998/99, 2003/04)
  • UEFA Champions League: 1998/99
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1999

Με τη Celtic
  • Πρωτάθλημα Σκωτίας: 2005/06
  • Λιγκ Καπ Σκωτίας: 2005/06

Προσωπικές Διακρίσεις
  • Μέλος Ιδανικής 11άδας της Χρονιάς από την Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών Αγγλίας: 5 (1992/93, 1996/97, 1999-2000, 2000/01, 2001/02)
  • Μέλος Ιδανικής 11άδας της 100ετηρίδας (1907–2007) από την Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών Αγγλίας
  • Παίκτης του Μήνα για την Premier League Player: 2 (Οκτώβριος 1998, Δεκέμβριος 1999)
  • Παίκτης της Χρονιάς από την Ένωση Επαγγελματιών Δημοσιογράφων Αγγλίας: 2000
  • Παίκτης της Χρονιάς από την Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών Αγγλίας: 2000
  • Μέλος Ιδανικής 11άδας της Χρονιάς από την Ευρωπαϊκή Ένωση Αθλητικού Τύπου: 1999–2000
  • Βραβείο 10ετίας της Premier League (1992/93 έως 2001/02)
  • Μέλος του Hall of Fame του Αγγλικού Ποδοσφαίρου: 2004
  • Μέλος της λίστας με τους 125 Εν Ζωή Καλύτερους Ποδοσφαιριστές του Κόσμου που συνέταξε το 2004 ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA
  • Βραβείο 20ετίας της Premier League (1992/93 έως 2011/12)

Ως προπονητής
Συλλογικοί
Με τη Sunderland
  • Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Αγγλίας: 2006/07

Προσωπικές Διακρίσεις
  • Προπονητής του Μήνα για τη Β’ Κατηγορία Αγγλίας: 2 (Φεβρουάριος 2007, Μάρτιος 2007)
  • Τιμές
  • Πρόσωπο της Χρονιάς για τη πόλη του Κορκ: 2004


Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Χοσέ Μανουέλ Μορένο: Ο Καβαλάρης

Ο Αργεντίνος επιθετικός ή και μεσοεπιθετικός Χοσέ Μανουέλ Μορένο (Jose Manuel Moreno Fernandez), γεννήθηκε στις 3 Αυγούστου του 1916 στη πρωτεύουσα της Αργεντινής, το Μπουένος Άιρες. Με το παρατσούκλι «El Charro», έπαιξε για αρκετούς συλλόγους στην Αργεντινή, το Μέξικο, τη Χιλή και την Κολομβία. Για πολλούς που τον είδαν να παίζει, αυτός είναι ο Καλύτερος Παίκτης Όλων Των Εποχών, ακόμη καλύτερος από ότι ο Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, “Pelé”) και ο Αλφρέντο Ντι Στέφανο (Alfredo Stéfano Di Stéfano Laulhé) και ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του παιχνιδιού που κατέκτησε τίτλους πρωταθλητή σε 4 χώρες, κάτι που πολύ αργότερα θα πετύχουν ο Τσέχος Γίρι Γιάροσικ (Jiri Jarosik) και ο Ριβάλντο (Rivaldo Vítor Borba Ferreira). Υπήρξε το πολυτιμότερο εξάρτημα της περίφημης «La Maquina» (Η Μηχανή) της Ρίβερ Πλέιτ, της ομάδας που οι ιστορικοί του ποδοσφαίρου θεωρούν την Καλύτερη που πάτησε ποδοσφαιρικό γρασίδι πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη, ανώτερη του Άγιαξ και της Ολλανδίας του Ρίνους Μίχελς και θεαματικότερη της Βραζιλίας του 1982, η οποία κυριάρχησε ποδόσφαιρο της Αργεντινής τη δεκαετία του 1940. Ήταν επίσης μέλος της εθνικής ομάδας της Αργεντινής που κατέκτησε 3 πρωταθλήματα της Νότιας Αμερικής (ο πρόγονος του Κόπα Αμέρικα) κατά τη διάρκεια της ίδιας δεκαετίας.


Θεωρείται από πολλούς ως ένας πλήρης ποδοσφαιριστής. Το 1999, κατετάγη μεταξύ των 25 Καλύτερων Παικτών στον Κόσμο για τον 20ο Αιώνα και στους 5 Καλύτερους στη Νότια Αμερική, μέσα από μια δημοσκόπηση από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS). Ήταν γνωστός ως παίκτης για την εξαιρετική τεχνική του κατάρτιση, την τακτική ευφυία του και τον οπορτουνισμό του στην περιοχή του πέναλτι. Παρά τη φήμη του ως μεγάλου πότη, φανατικού καπνιστή και αθλητή που απέφευγε την προπόνηση, ήταν επίσης γνωστός για την τρομερή αλτικότητά του και τις φυσικές ικανότητες.


Κατάφερε επί περίπου 20 χρόνια να πρωταγωνιστήσει σε ανταγωνιστικότατο επίπεδο. Μεγάλωσε στη γειτονιά του θρυλικού γηπέδου της Μπόκα Τζούνιορς, το «Λα Μπομπονέρα»  και όπως ήταν λογικό, ήταν οπαδός της! Όταν ήταν 15 ετών δοκιμάστηκε στην αγαπημένη του ομάδα, αλλά τελικά απορρίφθηκε! «Μια μέρα θα το μετανιώσετε», ήταν τα μοναδικά του λόγια πριν αποχωρήσει για να δοκιμαστεί στην «μισητή» αντίπαλο, τη Ρίβερ Πλέιτ. Εκεί, διέκριναν αμέσως το ταλέντο του και στην ηλικία των 18 ετών, μαζί με άλλους παίκτες από τα τμήματα υποδομής του συλλόγου, επιλέχθηκε  από τον υπεύθυνο προπονητή Εμέρικο Χίρστσλ (Emerico Hirschl) να μετάσχει σε  μια περιοδεία στην Βραζιλία, παίζοντας το πρώτο ανταγωνιστικό διεθνές παιχνίδι του σκοράροντας εναντίον της Μποταφόγκο και μετά από 3 ημέρες ξανασκοράροντας στο 5-1 επί της Βάσκο ντα Γκάμα. Έκανε το ντεμπούτο του στην Αργεντίνικη Primera División, στις 17 Μαρτίου του 1935, σε μια νίκη 2-1 εναντίον της Πλατένσε, σκοράροντας ένα γκολ.

Η «La Maquina»

Ο Μορένο έγινε βασικό γρανάζι μιας σπουδαίας ομάδας η οποία έγινε γνωστή τότε ως η «La Maquina» (Η Μηχανή), μιας ομάδας που απέδωσε εξαιρετικό ποδόσφαιρο, κέρδισε τίτλους και θεωρείται η πρώτη ομάδα που καθιέρωσε το «Ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» πολύ πριν τους Ολλανδούς του Ρίνους Μίχελς (Marinus "Rinus" Jacobus Hendricus Michels) και του Γιόχαν Κρόϊφ (Hendrik Johannes "Johan" Cruijff)! Εκείνη η ομάδα με προπονητή τον Χοσέ Μαρία Μινέλα (José María Minella) και αργότερα τον Κάρλος Πεουτσέλε (Carlos Desiderio Peucelle) και  παίκτες αστέρες όπως τον Άνχελ Λαμπρούνα (Angel Amadeo Labruna), τον Χουάν Κάρλος Μουνιόθ (Juan Carlos Muñoz), τον Αντόλφο Πεντερνέρα (Adolfo Alfredo Pedernera Assalini), τον Φέλιξ Λουστάου (Félix Loustau) και τον Χοσέ Μανουέλ Μορένο, έφτασε στην κατάκτηση τεσσάρων πρωταθλημάτων (1941, 1942, 1945 και 1947), έχασε ένα πρωτάθλημα στο τέλος τερματίζοντας 2η  αλλά κυρίως απέδωσε πανέμορφο ποδόσφαιρο, στο στυλ των Ολλανδών των 70’s, πολλά χρόνια μπροστά απ’ την εποχή του. Ο χαρακτηρισμός «Η μηχανή» μόνο ως κολακευτικός μπορεί να ερμηνευτεί για μια ομάδα που θεωρείται από τους αναλυτές ποδοσφαίρου και όσους την πρόλαβαν να αγωνίζεται, ως μία απ’ τις σπουδαιότερες ομάδες που έχουν πατήσει ποδοσφαιρικό γρασίδι!


Στην άμυνα υπήρχε το σύστημα «διαμάντι» καθώς μπροστά απ’ τον τερματοφύλακα υπήρχαν δύο στόπερ, ο Ρικάρντο Βάγκχι (Ricardo Alfredo Vaghi) και ο Μπερναμπέ Φερέιρα (Bernabé Ferreyra), μπροστά απ’ αυτούς δύο αμυντικοί μέσοι, ο Νορμπέρτο Γιάκονο (Norberto Antonio Yácono) και ο Ράμος και σε ελεύθερο ρόλο ο Μπρούνο Ροντόλφι (Renato Bruno Rodolfi) ή ο Νέστορ Ρόσσι (Néstor Raúl Rossi). Αυτό ήταν και το σύνηθες σύστημα της εποχής. Με μια διαφοροποίηση. Ο Χοσέ Μαρία Μινέλα είχε βρει στο πρόσωπο του στόπερ Βάγκχι τον άνθρωπο που οργάνωνε τέλεια ολόκληρη την αμυντική λειτουργία δίνοντας στους υπόλοιπους τρεις αμυντικούς το ελεύθερο να αλλάζουν θέσεις μπερδεύοντας τον αντίπαλο. Και εκεί αρχίζει το αγωνιστικό rotation της ομάδας με μοναδικό παίκτη που να μην αλλάζει θέση τον Βάγκχι. Οι πέντε επιθετικοί όχι μόνο άλλαζαν θέσεις αλλά έφταναν στην άμυνα να πάρουν μπάλες τη στιγμή που οι αμυντικού μέσοι γέμιζαν την επίθεση μαζί με το «δεκάρι» της ομάδας το Ροντόλφι. Για να καταλάβει κάποιος τι συνέβαινε πάνω-κάτω αρκεί να δει τα πρώτα λεπτά του τελικού του Μουντιάλ του 1974.


Εκείνη η ομάδα – στη μέρα της – δεν μπορούσε να ηττηθεί για κανένα λόγο. Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει κάποιος ήταν να καθίσει και να την απολαύσει, κάτι που συνέβαινε αρκετές φορές και με τους αντιπάλους φιλάθλους και προπονητές. Λογικά και οι αντίπαλοι παίκτες το ίδιο έκαναν, αλλά αυτό δεν μπορούσε να το παραδεχθεί κανείς. Από εκείνη τη σπουδαία ομάδα πέρασε και ο νεαρός Αλφρέντο Ντι Στέφανο (Alfredo Stéfano Di Stéfano Laulhé) αν και την πρόλαβε όταν έκλεινε ο κύκλος αυτής και του φοβερού Αργεντίνικου ποδοσφαίρου των 40’s. Τη δεκαετία του 1950 πολλοί Αργεντίνοι αστέρες άφησαν τη χώρα για την Ευρώπη (όπως και ο Ντι Στέφανο) με άλλους να μεγαλουργούν και άλλους να μένουν στην αφάνεια. Όπως και να ‘χει εκείνη η Ρίβερ θα θεωρείται πάντα ως μια ανάμεσα στις κορυφαίες ομάδες και σε αυτές που άλλαξαν – και πήγαν πολλά βήματα παραπέρα – το άθλημα.


Η καριέρα

Αγωνιζόμενος κυρίως στη θέση του δεξιού επιθετικού και έχοντας δίπλα του παίκτες όπως τον Λαμπρούνα και τον Μουνιόθ, ο Μορένο χρόνο με τον χρόνο κέρδιζε τον θαυμασμό όλων των Αργεντίνων φιλάθλων. Οι αέρινες κινήσεις, οι εντυπωσιακές ντρίμπλες και τα δυνατά του σουτ ήταν τα χαρακτηριστικά που τον διέκριναν εντός του γηπέδου. Εκτός των τεσσάρων γραμμών, ο Μορένο απολάμβανε πάντα τη συντροφιά όμορφων γυναικών, ήταν μόνιμα με ένα ποτήρι αλκοόλ στο χέρι και σχεδόν ποτέ δεν γύρναγε σπίτι του πριν από τις 5 τα ξημερώματα! Σύμφωνα με τους συμπατριώτες του ο Μορένο που πιεζόταν συνέχεια να αλλάξει τρόπο ζωής υπέβαλε τον εαυτό του, για ένα μικρό διάστημα, σε ένα πείραμα. Όχι σεξ, όχι αλκοόλ, όχι ξενύχτι. Σταμάτησε μέχρι και να πίνει το... καθιερωμένο μπουκάλι με κόκκινο κρασί σε κάθε γεύμα του πριν από τους αγώνες! Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό, αφού παρουσίασε ένα απογοητευτικό πρόσωπο στους αγώνες, πραγματοποιώντας τα χειρότερά του παιχνίδια. Δεν άργησε να επανέλθει στις παλιές του συνήθειες.


Έπειτα από 9 χρόνια στη Ρίβερ και 4 πρωταθλήματα, ο Μορένο αποδέχθηκε το 1944 την πλουσιοπάροχη προσφορά της Εσπάνια από το Μεξικό, όπου κέρδισε ένα ακόμη πρωτάθλημα και έφυγε με το προσωνύμιο που τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή. Επέστρεψε στη Ρίβερ ως «El Charro» (=Τσάρο) που στα μεξικάνικα έχει την έννοια του καουμπόι και σε πιστή μετάφραση σημαίνει Ο Ιππέας, Ο Καβαλάρης. Στη δεύτερη θητεία του στη Ρίβερ από το 1946 έως το 1948, κέρδισε ακόμη ένα πρωτάθλημα και συνυπήρξε, έστω και για λίγο, με έναν άλλον μεγάλο μύθο του αργεντίνικου αλλά και του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, τον Αλφρέδο ντι Στέφανο. Οι δυο τους ανέπτυξαν μία σχέση δασκάλου - μαθητή, με τον Ντι Στέφανο να κρατάει -ευτυχώς- μόνο την ποδοσφαιρική γοητεία του Μορένο.

«Αν δεν σηκωθείς, είσαι νεκρός»

Όταν ο Μορένο επέστρεψε στην ομάδα του, το 1946, βρήκε ένα παιδί, τον εικοσάχρονο Αλφρέδο ντι Στέφανο, ο οποίος είχε αρχίσει σιγά σιγά να διακρίνεται για το ταλέντο του. Ο Ντι Στέφανο όπως είχε παραδεχθεί αργότερα έμαθε πολλά πράγματα από τον «Καουμπόι» του ποδοσφαίρου.

Σε ένα παιχνίδι με αντίπαλο την Τίγκρε, ο Μορένο δέχθηκε ένα αντικείμενο στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος αιμόφυρτος. Ο νεαρός Ντι Στέφανο έτρεξε δίπλα του και τον ρώτησε αν χρειάζεται να διακοπεί το ματς για να του προσφερθούν οι πρώτες βοήθειες. Η απάντηση ήταν αποστομωτική: «Μικρέ, άκουσέ με. Αν ένας παίκτης πέσει στο γήπεδο και δεν μπορέσει να σηκωθεί μόνος του, τότε καλύτερα να είναι νεκρός»! Ο Μορένο σηκώθηκε και συνέχιζε να παίζει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Το γεγονός αυτό εντυπωσίασε τον μικρό Ντι Στέφανο, ο οποίος στη συνέχεια της μεγάλης καριέρας του, όσο κι αν πόναγε, δεν λύγιζε από τα σκληρά χτυπήματα των αντιπάλων. Ο Ντι Στέφανο συχνά έλεγε πως ο Μορένο είναι τυχερός που δεν βλέπει τώρα τους παίκτες της σύγχρονης εποχής να διακόπτουν έναν αγώνα, προφασιζόμενοι τραυματισμό, μετά την παραμικρή επαφή.


Μία απεργία των παικτών στην Αργεντινή, το 1949, έφερε τον «Τσάρο» στην Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα της Χιλής, έναντι 1,5 εκατομμυρίου αργεντίνικων πέσος, ποσό εξωπραγματικό για την εποχή. Πήρε άλλον έναν τίτλο και εκεί. Έγινε  έτσι ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην ιστορία, που κατέκτησε πρωτάθλημα σε τέσσερις διαφορετικές χώρες (Αργεντινή, Μεξικό, Κολομβία και Χιλή). Ωστόσο, ο πιο σημαντικός τίτλος μάλλον ήρθε το 1950. Η πρώτη του αγάπη, η Μπόκα Τζούνιορς, ήταν σε τραγική κατάσταση και την προηγούμενη χρονιά είχε κινδυνέψει με υποβιβασμό. Στα 34 του, δέχθηκε να τη βοηθήσει, και με 6 γκολ σε 22 αγώνες την έφερε μέχρι τη 2η θέση της βαθμολογίας. Ένα παιδικό όνειρο μόλις είχε πραγματοποιηθεί. Είχε φορέσει, πια, την μπλε και κίτρινη φανέλα1


Το ποτό σταμάτησε την καρδιά του στα 62 χρόνια

Ο Μορένο ήταν ο απόλυτος σταρ του αργεντίνικου ποδοσφαίρου. Μελαχρινός, ευθυτενής, με περιποιημένα μαλλιά, μουστάκι και μποέμ χαρακτήρα, ο «Τσάρο» σαγήνευε τους πάντες. Παρά τον άστατο τρόπο ζωής του, το ποδόσφαιρο δεν βγήκε από την καθημερινότητά του ούτε σε προχωρημένη ηλικία. Στα 35 του, το 1951, γύρισε ξανά στην Κατόλικα της Χιλής, μετά πήρε μία γεύση από την Ουρουγουάη αγωνιζόμενος στην Ντεφενσόρ, επέστρεψε στην Αργεντινή για τη Φέρο Καρίλ του Οέστε και έκλεισε την καριέρα του στην Ιντεπεντιέντε του Μεντεγίν της Κολομβίας, ως παίκτης-προπονητής σε ηλικία σε ηλικία 44 ετών και 9 μηνών! Προς τιμή του διοργανώθηκε ένας φιλικός αγώνας ανάμεσα στην Ιντεπεντιέντε Μεντεγίν εναντίον της Μπόκα Τζούνιορς στις 14 Μαΐου του 1961, στον οποίο συμμετείχε τόσο ως προπονητής, όσο και ως παίκτης. Η Ιντεπεντιέντε κέρδισε τον αγώνα 5-2  και ο Μορένο σκόραρε ένα γκολ. Σε περισσότερα από 20 χρόνια καριέρας, σκόραρε 243 γκολ σε 523 παιχνίδια πρωταθλήματος.


Από το 1936 έως το 1950, ήταν μέλος και της εθνικής ομάδας  της Αργεντινής, κάνοντας  το ντεμπούτο του, στις 9 Αυγούστου του 1936, σε μια νίκη 1-0 εναντίον της Ουρουγουάης. Κέρδισε 34 διεθνείς συμμετοχές και σκόραρε 19 γκολ, χωρίς όμως να μπορέσει να αγωνιστεί σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, το οποίο πιθανότατα θα μετέφερε την τεράστια φήμη του και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Στις δύο διοργανώσεις που έλαβαν χώρα τότε, στη Γαλλία το 1938 και στη Βραζιλία το 1950, η Αργεντινή δεν πήρε μέρος. Το 1938 διαμαρτυρόμενη επειδή το Μουντιάλ δόθηκε χαριστικά στην πατρίδα του Ζιλ Ριμέ (Jules Rimet) και το 1950, λόγω των διαφορών της με τη βραζιλιάνικη ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Κέρδισε 2 πρωταθλήματα Νότιας Αμερικής, το τωρινό Κόπα Αμέρικα, το 1941 και το 1947.

Σημείωσε το γκολ № 500 του τουρνουά, σε έναν αγώνα εναντίον του  Εκουαδόρ, στη διοργάνωση του 1942, στον οποίο είχε σκοράρει 5 γκολ σε αυτό το παιχνίδι, ένα ρεκόρ για το Κόπα Αμέρικα που μοιράζεται με τον Ουρουγουανό  Έκτορ Σκαρόνε (Héctor Pedro Scarone Beretta), τον συμπατριώτη του Χουάν Μαρβέτσι (Juan Andrés Marvezzi) και τον Βραζιλιάνο Εβαρίστο (Evaristo de Macedo Filho). Εκείνη την ημέρα, η Αργεντινή νίκησε τον Ισημερινό 12-0, η οποία είναι και η μεγαλύτερη διαφορά τερμάτων σε έναν αγώνα Κόπα Αμέρικα. Ήταν ο πρώτος σκόρερ στη διοργάνωση του 1942 με 7 γκολ, μαζί με Ερμίνιο Μασαντόνιο (Herminio Masantonio) και αναδείχθηκε καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης του 1947. Μοιράζεται τη 3η θέση του κορυφαίου σκόρερ όλων των εποχών του Κόπα Αμέρικα, με 13 γκολ συνολικά. Ο τελευταίος αγώνας του για την εθνική ομάδα, πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1950, στο Κύπελλο Chevaler Boutel με την Παραγουάη, όπου οι Αργεντίνοι κέρδισαν 4-0.


Δοκίμασε την τύχη του και ως προπονητής, χωρίς μεγάλη επιτυχία, αναλαμβάνοντας για λίγο διάστημα την Μπόκα Τζούνιορς, το 1959 και τη Ρίβερ Πλέιτ, το 1962, αλλά και την Εθνική Αργεντινής. Η τελευταία ομάδα που προπόνησε ήταν η Ντεπορτίβο Μέρλο, ένας μικρός σύλλογος στα προάστια του Μπουένος Αϊρες.

Το 1999, κατετάγη μεταξύ των 25 Καλύτερων Ποδοσφαιριστών στον Κόσμο για τον 20ο Αιώνα, ως ο 5ος  Καλύτερος στη Νότια Αμερική και ως ο 3ος Αργεντίνος, πίσω από τον Ντιέγκο Μαραντόνα και τον Αλφρέδο ντι Στέφανο, από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου. Είναι στη 13η θέση στο συνολικό αριθμό των γκολ στο πρωτάθλημα της Αργεντινής και καταλαμβάνει την 4η θέση στον αριθμό των γκολ για τη Ρίβερ Πλέιτ, με 179 τέρματα.  Ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Pola Alonso.

Delantera de River Plate de 1948.
Juan Carlos Muñoz, José Manuel Moreno, Alfredo Di Stéfano, Ángel Amadeo Labruna y Félix Loustau. 

Ο Χοσέ Μανουέλ Μορένο άφησε την τελευταία του πνοή, μετά από αρκετά προβλήματα με το συκώτι του, λόγω του αλκοόλ, στις 26 Αυγούστου του 1978, σε ηλικία 62 ετών και 23 ημερών, όσο ακόμα ήταν προπονητής στη Ντεπορτίβο Μέρλο. Η τοπική ομάδα έκτοτε πήρε το παρατσούκλι «Los Charros» (Οι Καβαλάρηδες) και έδωσε στο γήπεδό της το όνομα του, θέλοντας να τιμήσει τον μεγαλύτερο -για κάποιους- παίκτη που έχει βγάλει το αργεντίνικο ποδόσφαιρο!

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα


  • 1935–1944: Club Atlético River Plate, 256 (156)
  • 1944–1946: Real Club España, 41 (11)
  • 1946–1948: Club Atlético River Plate, 64 (24)
  • 1949: Club Deportivo Universidad Católica, 22 (8)
  • 1950: Club Atlético Boca Juniors, 22 (6)
  • 1951: Club Deportivo Universidad Católica, 12 (2)
  • 1952: Defensor Sporting Club, 14 (3)
  • 1953: Club Ferro Carril Oeste, 15 (1)
  • 1954–1956: Deportivo Independiente Medellín, 40 (12)
  • 1960/61: Deportivo Independiente Medellín, 3 (1)

Σύνολο καριέρας: 489 (224)

Διεθνής

  • 1936–1950: Αργεντινή, 34 (19)

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με τη River Plate
  • Πρωτάθλημα Αργεντινής : 6 (1936 Copa Campeonato, 1936 Copa de Oro, 1937, 1941, 1942, 1947)
  • Copa Aldao: 4 (1936, 1937, 1941, 1947)
  • Copa Ibarguren: 3 (1937, 1941, 1942)
  • Copa Adrián C. Escobar: 1941

Με τη RC España
  • Πρωτάθλημα Μέξικο: 1944/45

Με την Universidad Católica
  • Πρωτάθλημα Χιλής: 1949

Με την Independiente Medellín
  • Πρωτάθλημα Κολομβίας: 2 (1955, 1957)

Διεθνέις

Με την Αργεντινή
  • Copa América: 2 (1941, 1947)

Προσωπικές Διακρίσεις
  • 3ος Καλύτερος Ποδοσφαιριστής για την Αργεντινή για τον 20ο Αιώνα και …
  • 5ος Καλύτερος Ποδοσφαιριστής για τη  Νότια Αμερική για τον 20ο Αιώνα και …
  • Στους 25 Καλύτερους Ποδοσφαιριστές του Κόσμου για τον 20ο Αιώνα από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Στέφαν Έφενμπεργκ: Ο Τίγρης

Ο Γερμανός κεντρικός μέσος Στέφαν Έφενμπεργκ (Stefan Effenberg), γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου του 1968,  στο Νίεντορφ του Αμβούργου. Ένας μέσος που διακρίθηκε για τις ηγετικές του ικανότητες, την πολύ καλή μακρινή μεταβίβαση, τις εξαιρετικές εκτελέσεις στημένων, τη σωματική δύναμη και τα εκπληκτικής δύναμης σουτ, αλλά και για τον φοβερό και αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του. Ένα μόνιμο βλέμμα οργής, ακόμα και σε στιγμές χαράς και η ανάγκη του για φασαρίες, εντός και εκτός γηπέδου, ακατάπαυστη. Έτοιμος να αρπαχτεί με την πρώτη ευκαιρία, δεν δίσταζε να τα βάλει με όλους και με όλα! Διοίκηση, συμπαίκτες, προπονητές, αντιπάλους… ακόμα και τους φιλάθλους της ίδιας του της ομάδας. Στην Μπουντεσλίγκα και μόνο -όπου εκπροσώπησε την Μπάγερν Μονάχου κυρίως, σε 6 σεζόν και σε δύο διαφορετικές περιόδους- μάζεψε, ούτε λίγο ούτε πολύ, 109 κίτρινες κάρτες, το Χειρότερο Ρεκόρ στην Ιστορία του Γερμανικού Πρωταθλήματος, κατά τη στιγμή της αποχώρησής του!


Έπαιξε για τη Γερμανία σε 35 διεθνείς αγώνες -σε μια καριέρα που διεκόπη μετά από επεισόδιο με τον εκλέκτορα Μπέρτι Φογκτς (Berti Vogts)- και την εκπροσώπησε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 και ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Είχε φανατικούς θαυμαστές και ανθρώπους που λάτρευαν να τον μισούν, όπως συμβαίνει με κάθε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Τον συνόδεψαν πολλά παρατσούκλια όλα τα χρόνια της σπουδαίας ποδοσφαιρικής του διαδρομής. Τον έχουν χαρακτηρίσει «Αχώνευτο», «Αριστοκράτη της Αλαζονείας», «Κοινό Κακοποιό» κ.α.! Αυτό όμως που του έμεινε ήταν «Ο Τίγρης»!


Τα πρώτα βήματα, η Γκλάντμπαχ και το άλμα στην Μπάγερν

Η αρχή έγινε στην τοπική ομάδα της περιοχής του στην Βόρεια Γερμανία, την Μπράμφελντερ, για να πάει μόλις στα 6 του στην γειτονική Βικτόρια του Αμβούργου και να μείνει εκεί από το 1974 ως το 1986. Τα προσόντα του φάνηκαν από νωρίς, όπως και το γεγονός πως το κορμί του ήταν πολύ ανεπτυγμένο, με την Γκλάντμπαχ να είναι αυτή που τον ενέταξε στο δυναμικό της. Δέσποζε στο γήπεδο ως κεντρικός χαφ, αυτή ήταν η θέση του και για ένα χρόνο έπαιξε στους νέους της Μπορούσια, προτού μετακομίσει στην πρώτη ομάδα, κάνοντας τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα. Ο 19χρονος, τότε, άσος ξεκινούσε το "ταξίδι" του, το οποίο έμελλε να είναι μεγάλο και αντάξιο των προσόντων του.


Την πρώτη χρονιά έπαιξε σε 15 αγώνες και πέτυχε ένα γκολ, με τον προπονητή του, Βολφ Βέρνερ (Wolf Werner), να του δίνει ακόμα περισσότερο χρόνο συμμετοχής την επόμενη σεζόν, ξεδιπλώνοντας το ταλέντο του στο χορτάρι. Συνολικά έπαιξε σε 29 παιχνίδια της Μπουντεσλίγκα, βρίσκοντας 3 φορές δίχτυα και βοηθώντας την Μπορούσια να τερματίσει στην 6η θέση του πρωταθλήματος. Την τρίτη του σεζόν εκεί, μπορεί η Γκλάντμπαχ να μην τα πήγε καλά και να έμεινε οριακά στην κατηγορία, για τον ίδιο όμως ήταν μια εξαιρετική σεζόν, κάνοντας την Μπάγερν Μονάχου να... απλώσει 2 εκατομμύρια ευρώ για να τον κάνει δικό της. Κατηφορίζει στο Μόναχο το καλοκαίρι του 1990, έχοντας αγωνιστεί σε 73 αγώνες με τη φανέλα της Μπορούσια, σκοράροντας 10 τέρματα την τριετία 1987-1990.


Στους Βαυαρούς δεν χρειάστηκε καθόλου χρόνο προσαρμογής, αφού από την αρχή πήρε φανέλα βασικού και οργίασε στο χορτάρι. Τη σεζόν 1990/91, έπαιξε 32 φορές, σκόραρε 9 τέρματα, όμως η Μπάγερν έχασε το πρωτάθλημα από την Καϊζερσλάουτερν, ενώ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών η πορεία ανακόπηκε στους ημιτελικούς από τον Ερυθρό Αστέρα που κατέκτησε και το τρόπαιο. Η αμέσως επόμενη σεζόν, είναι καταστροφική για την Μπάγερν. Τερματίζει στη 10η θέση του βαθμολογικού πίνακα, ενώ βρίσκεται εκτός κυπέλλου UEFA από τον πρώτο γύρο, γνωρίζοντας αποκλεισμό-σοκ από την Κορκ Σίτι. Αν και ο Στέφαν έκανε μια γεμάτη χρονιά με 33 αγώνες και 10 γκολ, το καλοκαίρι είδε την πόρτα της εξόδου, πληρώνοντας την αλαζονική του συμπεριφορά, αφού πριν το παιχνίδι με την Κορκ Σίτι δήλωσε σίγουρος για την νίκη, ενώ καταφέρθηκε εναντίον του μέσου της ομάδας Ντέιβ Μπάρι (Dave Barry) λέγοντας ότι μοιάζει με τον παππού του! Η Φιορεντίνα δαπάνησε 3,75 εκατομμύρια ευρώ και τον απέκτησε το καλοκαίρι του 1992.

Η πορεία στο Καμπιονάτο και η επιστροφή στην Γερμανία

Η μετεγγραφή του στην Ιταλία και στους «Βιόλα» δεν κύλησε όπως θα περίμενε και ο ίδιος, αφού η πρώτη του σεζόν εκεί στιγματίστηκε από τον υποβιβασμό της ομάδας στην Β' Κατηγορία, παρά το γεγονός ότι είχε συμπαίκτες όπως τον Γκαμπριέλ Μπατιστούτα (Gabriel Batistuta) και τον Μπράιαν Λάουντρουπ (Brian Laudrup). Η 16η θέση έστειλε την ομάδα της Φλωρεντίας στην Serie B', με τον ίδιο πάντως να έχει 30 αγώνες και 5 γκολ. Ο Βιτόριο Τσέκι-Γκόρι (Vittorio Cecchi Gori) ανέλαβε αντί του πατέρα του, Μάριο, ο οποίος πέθανε και έφερε στον πάγκο τον Κλάουντιο Ρανιέρι (Claudio Ranieri) προκειμένου να επαναφέρει άμεσα την ομάδα στα μεγάλα σαλόνια. Πράγματι αυτό συνέβη, αφού ο τίτλος ήρθε εύκολα μαζί φυσικά με την άνοδο και ο Έφενμπεργκ πέτυχε 7 γκολ σε 26 συμμετοχές του, ενώ...τάιζε με τις ασίστ του τον "Μπάτι-γκολ", ο οποίος βγήκε πρώτος σκόρερ. Ο ερχομός του Ρούι Κόστα (Rui Manuel César Costa) στο Αρτέμιο Φράνκι σήμαινε αυτομάτως και λιγότερο χρόνο συμμετοχής για τον Έφενμπεργκ. Ο Γερμανός αρνείται να παραμείνει στην ομάδα χωρίς να έχει πρωτεύοντα ρόλο κι έτσι οι «Βιόλα» αναγκάζονται να τον παραχωρήσουν δανεικό παρότι είχε συμβόλαιο μέχρι το καλοκαίρι του 1997.


Για τον ίδιο, η επιστροφή στην Γερμανία αποτελούσε μονόδρομο και θα μπορούσε να επαναφέρει την καριέρα του εκεί που επιθυμούσε. Παίρνει την απόφαση λοιπόν, να επιστρέψει εκεί όπου αναδείχθηκε και ανδρώθηκε, την Μπορούσια του Μενχενγκλάντμπαχ. Το 1994 φοράει για δεύτερη φορά τη φανέλα της, επιστρέφοντας ως δανεικός, αλλά παρέμεινε εκεί μέχρι το 1998, αφού τα 7 γκολ σε 30 αγώνες τη σεζόν 1994/95 πείθουν την ομάδα πως ήταν ο ηγέτης που έψαχνε και τον απέκτησε με κανονική μεταγραφή το καλοκαίρι του 1995. Το ποσό που δαπανήθηκε άγγιξε τα 3,8 εκατομμύρια ευρώ, όμως τα «πουλάρια» δεν το μετάνιωσαν, αφού την τετραετία που έμεινε στην Μπορούσια έκανε πράγματα και θαύματα και οι εμφανίσεις του ήταν ασύλληπτες. Μπορεί η Γκλάντμπαχ να κατέκτησε έναν μόνο τίτλο, το Κύπελλο Γερμανίας του 1995, όμως τα 23 γκολ σε 118 αγώνες και η ηγετική του παρουσία στο κέντρο έφεραν και πάλι την Μπάγερν στην πόρτα της Μπορούσια.

Η δεύτερη θητεία στην Μπάγερν και η «αρπαχτή»

Η Μενχενγκλάντμπαχ κάνει απόσβεση βάζοντας στα ταμία της 4.25 εκατομμύρια ευρώ και η Μπάγερν βρίσκει τον επόμενο αρχηγό της και τον άνθρωπο που θα δεσπόζει στην μεσαία γραμμή για την επόμενη τετραετία. Ο ίδιος, βρίσκει την Γη της Επαγγελίας του! Στους Βαυαρούς, η καριέρα του πήρε για τα καλά τα πάνω της και σήκωσε τους τίτλους που τόσο πολύ του έλειπαν. Ο 30χρονος, τότε, Έφενμπεργκ, θα διανύσει τα καλύτερα του ποδοσφαιρικά χρόνια  και θα παίξει την καλύτερη και ποιοτικότερη μπάλα της καριέρας που συνδυάστηκε με τρόπαια. Πέρα από τις δικές του εκπληκτικές εμφανίσεις και των 16 γκολ σε 95 παιχνίδια, σήκωσε το Champions League του 2001, ισοφαρίζοντας από τα 11 μέτρα την Βαλένθια στον τελικό, στέλνοντας το παιχνίδι στα πέναλτι, όπου και επικράτησαν οι Βαυαροί, κατακτώντας και τον τίτλο του MVP της διοργάνωσης, 3 συνεχόμενα πρωταθλήματα (1998/99, 1999-2000, 2000/01), ένα Κύπελλο (1999-2000), 3 Λιγκ Καπ (1998, 1999, 2000) και ένα Σούπερ Καπ Γερμανίας. Συν τις άλλοις, σε ψηφοφορία των οπαδών της Μπάγερν, ψηφίστηκε μέσα στους 11 καλύτερους ποδοσφαιριστές που έχουν αγωνιστεί ποτέ στο σύλλογο. Το 2002 αποφασίζει να φύγει από το Μόναχο, σε ηλικία 34 ετών και έκτοτε ουδέποτε κατάφερε να παίξει στο ίδιο επίπεδο.


Αν και έχει πατήσει τα 34 του χρόνια, το πάθος του όταν αγωνίζεται παραμένει άσβεστο και η ποδοσφαιρική του αξία αναλλοίωτη. Αρκετές ομάδες ερίζουν για την απόκτησή του, μεταξύ των οποίων η Γαλατασαράι, η Μάντσεστερ Σίτι, η Ατλέτικο Μαδρίτης και η Βόλφσμπουργκ να είναι μερικές από αυτές, με τους «Λύκους» της Βόλφσμπουργκ να είναι αυτοί που τελικά καταφέρνουν να αποσπάσουν την υπογραφή του. Με τους «Λύκους» είχε 19 εμφανίσεις και 3 γκολ, όμως δεν είναι αρκετές για τον Στέφαν που αναζητά νέα πρόκληση στην καριέρα του, περισσότερο χρόνο συμμετοχής και περισσότερα χρήματα, βλέποντας το τέλος της καριέρας του να πλησιάζει. Δεν έπαιξε για δεύτερη χρονιά και όπως πολλοί ποδοσφαιριστές, αφήνει την χώρα του και το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, εξαγοράζοντας το όνομά του με ένα μονοετές συμβόλαιο στην Αλ Αράμπι, ομάδα που αγωνίζεται στο πρωτάθλημα του Κατάρ. Ύστερα από 15 συμμετοχές και 4 γκολ, το καλοκαίρι του 2004 αποφασίζει να βάλει "τίτλους τέλους" στα 36 του χρόνια και να κρεμάσει τα παπούτσια του.

Το... μεσαίο δάχτυλο και η θητεία στην εθνική ομάδα

Με την εθνική Γερμανία αγωνίστηκε 35 φορές και σημείωσε 5 γκολ. Αν μη τι άλλο, όχι κάτι το ιδιαίτερο αναλογικά με τα προσόντα του, αφού ο οξύθυμος χαρακτήρας του τον έβαλε σε μπελάδες και αποτέλεσε τροχοπέδη στο να κάνει πολλά παραπάνω πράγματα με τα «πάντσερ», με ένα περιστατικό στο Μουντιάλ των ΗΠΑ να αποτελεί την "ταφόπλακα" για τον ίδιο. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, στο τελευταίο παιχνίδι των ομίλων, η Γερμανία αντιμετώπιζε την Νότια Κορέα και ο προπονητής του Μπέρτι Φογκτς (Hans-Hubert "Berti" Vogts) τον έκανε αλλαγή στο 75’. Οι οπαδοί των Γερμανών, απογοητευμένοι από την εμφάνιση του, τον αποδοκιμάζουν. Ο Έφενμπεργκ αντιδρά και υψώνει το μεσαίο του δάχτυλο, προκαλώντας πανδαιμόνιο στις τάξεις της «Νασιοναλμανσάφτ» και ο προπονητής του τον έστειλε πίσω στην χώρα. Από τότε και μέχρι και το 1998 έπαιξε σε ορισμένα φιλικά, αλλά πέραν τούτου ουδέν. Σαφώς και μπορούσε να αποτελέσει τον ηγέτη της "νατσιονάλμανσαφτ", όμως εκείνο το γεγονός επηρέασε την μετέπειτα πορεία του στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.


Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας ασχολήθηκε με την προπονητική και συγκεκριμένα με τις ακαδημίες της Μπάγερν. Από τον Οκτώβριο του 2015 μέχρι τον Μάρτιο του 2016, ήταν προπονητής στη Πάντερμπορν.


Έχει κάνει δύο γάμους και έχει τρία παιδιά από τον πρώτο του γάμο. Η πρώτη του σύζυγος, Μαρτίνα ήταν και μάνατζέρ του. Με την δεύτερη γυναίκα του, Κλαούντια σύναψε σχέση όταν ήταν ακόμη παντρεμένος, ενώ η ίδια ήταν παντρεμένη με τον Τόμας Στρούντζ (Thomas Strunz), πρώην συμπαίκτη του στη Μπάγερν. Η αυτοβιογραφία του, που εκδόθηκε το 2003, προκάλεσε πανικό, αφού μέσα στο βιβλίο επιτίθεται σε πολλούς παλιούς συμπαίκτες του, ιδιαίτερα στον Λόταρ Ματέους (Lothar Matthäus). Το 2001 κρίθηκε ένοχος για επίθεση σε μία γυναίκα σε ένα νυχτερινό κλαμπ. Το 2002 σε μία συνέντευξη στο Playboy δήλωσε ότι οι άνεργοι της Γερμανίας είναι απλά τεμπέληδες που δεν ψάχνουν για δουλειά.



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • –1974: Bramfelder Sportverein von 1945
  • 1974–1986: Sport- Club Victoria Hamburg von 1895
  • 1986/87: Borussia Verein für Leibesübungen 1900 Mönchengladbach

Επαγγελματική καριέρα

  • 1987–1990: Borussia Verein für Leibesübungen 1900 Mönchengladbach, 73 (10)
  • 1990–1992: Fußball-Club Bayern, München, 65 (19)
  • 1992–1994: Associazione Calcio Firenze Fiorentina, 56 (12)
  • 1994–1998: Borussia Verein für Leibesübungen 1900 Mönchengladbach, 118 (23)
  • 1998–2002: Fußball-Club Bayern, München, 95 (16)
  • 2002/03: Verein für Leibesübungen Wolfsburg, 19 (3)
  • 200304: Al-Arabi Sports Club, 15 (4)

Σύνολο καριέρας: 431 (87)

Διεθνής

  • 1988–1990: Εθνική Νέων Δυτικής Γερμανίας, 5 (1)
  • 1991–1998: Γερμανία, 35 (5)

Προπονητική καριέρα

  • 2015/16: Sport- Club Paderborn

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με τη Bayern Munich
  • Σούπερ Καπ Γερμανίας: 1990
  • Λιγκ Καπ Γερμανίας: 3 (1998, 1999, 2000)
  • Πρωτάθλημα Γερμανίας: 3 (1998/99, 1999–2000, 2000/01) και επιλαχών 1990/91
  • Κύπελλο Γερμανίας: 1999–2000 και φιναλίστ 1998/99
  • UEFA Champions League: 2000/01 και φιναλίστ 1998/99
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 2001

Με τη Fiorentina
  • Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Ιταλίας: 1993/94

Με τη Borussia Mönchengladbach
  • Κύπελλο Γερμανίας: 1994/95

Διεθνείς

Με τη Γερμανία
  • U.S. Cup: 1993
  • Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: φιναλίστ το 1992

Προσωπικές Διακρίσεις

  • Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 1992
  • Μέλος Επιλέκτων FIFA: 1997
  • Μέλος Ιδανικής 11άδας της Χρονιάς από την Ευρωπαϊκή Ένωση Αθλητικού Τύπου: 1999
  • Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς από την UEFA: 2001

ΠΗΓΕΣ: sport24.gr - cobrasports.gr