Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Ρέι Κλέμενς

Ο Άγγλος τερματοφύλακας Ρέι Κλέμενς (Raymond Neal "Ray" Clemence), γεννήθηκε  στις 5 Αυγούστου του 1948, στο Σκέγκνες, μια παραθαλάσσια πόλη στο κέντρο της ανατολικής Αγγλίας. Έχοντας ξεκινήσει από την Σκάνθορπ, ήταν μέλος της μεγάλης Λίβερπουλ της δεκαετίας του 1970. Ένας γκολκίπερ με ποικιλία αρετών, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους τερματοφύλακες στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου! Ήταν έξυπνος, ψύχραιμος, γρήγορος στις επεμβάσεις του  και  το κυριότερο, εξαιρετικά σταθερός σε απόδοση! Κατά τη διάρκεια της 23ετούς (!) ποδοσφαιρικής του καριέρας, κατέκτησε κάθε σημαντικό τρόπαιο τόσο στην Αγγλία όσο και την Ευρώπη με εξαίρεση το Κύπελλο Κυπελλούχων, ούτε λίγο, ούτε πολύ εικοσιενός τροπαίων! Είναι ένας από τους μόλις 18 παίκτες να έχουν κάνει πάνω από 1.000 εμφανίσεις στη σταδιοδρομία τους. Υπήρξε επικεφαλής του τομέα ανάπτυξης της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, με αρμοδιότητα για τις ομάδες από 16 έως 21 ετών, έχοντας προηγουμένως μεγάλες θητείες στο προπονητικό τιμ της εθνικής ομάδας της Αγγλίας.


Πραγματοποίησε το επαγγελματικό ντεμπούτο του το 1966 με τα χρώματα της Σκάνθορπ στην τότε Division 3. Δεν έμελλε όμως να μείνει για πολύ στον σύλλογο της βόρειας Αγγλίας, αφού στις 24 Ιουνίου του 1967, ο θρυλικός τεχνικός της Λίβερπουλ, Μπίλι Σάνκλι (William "Bill" Shankly), ξόδεψε 18.000 στερλίνες και απέσπασε την υπογραφή του. Έκανε το ντεμπούτο του σε έναν αγώνα για τον 3ο γύρο του  Λιγκ Καπ Αγγλίας, στο Άνφιλντ, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1968, σε μια νίκη με 2-0 επί της Σουόνσι. Συνήθως αναπληρωματικός για τα επόμενα 2 χρόνια, έκανε περιστασιακές εμφανίσεις με τη πρώτη ομάδα, μέχρι το 1970, όταν πλέον ξεκίνησε να είναι η πρώτη επιλογή. Το 1971 έφθασε στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας, όπου ηττήθηκε 1-2 από την Άρσεναλ  στη παράταση. Ωστόσο, 2 χρόνια αργότερα κατέκτησε τόσο το αγγλικό πρωτάθλημα, όσο και το Κύπελλο UEFA, αποκρούοντας μάλιστα πέναλτι του Γιουπ Χάινκες (Jupp Heynckes) στον πρώτο τελικό εναντίον της Γκλάντμπαχ. Η απόκρουση αυτή, διατήρησε το σαφές προβάδισμα του 3-0 που πέτυχε η Λίβερπουλ, με δεδομένο ότι ηττήθηκε με 0-2 στη Γερμανία! Τη σεζόν  1973/74 κατέκτησε το Κύπελλο Αγγλίας με μια νίκη  3-0 επί της Νιούκαστλ. Με τη Λίβερπουλ κέρδισε άλλο ένα πρωτάθλημα και το Κύπελλο UEFA το 1976 και στη συνέχεια απέτυχε να σημειώσει ένα μοναδικό τρεμπλ, έχοντας κατακτήσει το πρωτάθλημα και το Κύπελλο Πρωταθλητριών, αφού ηττήθηκε από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας.


Διατήρησε τα ευρωπαϊκά σκήπτρα, το 1978 με μια νίκη με 1-0 επί της Κλαμπ Μπριζ στο Γουέμπλεϊ, αλλά έχασε τον τίτλο του πρωταθλητή από τη  Νότιγχαμ Φόρεστ, από την οποία ηττήθηκε και στον τελικό του Λιγκ Καπ. Τις σεζόν 1978/79 και 1979/80 ξανακατέκτησε το αγγλικό πρωτάθλημα και τη πρώτη σεζόν μάλιστα αήττητος, δεχόμενος μόλις 16 γκολ σε 42 αγώνες πρωταθλήματος, εκ των οποίων μόλις 4 στο Άνφιλντ. Αυτό το ρεκόρ διατηρήθηκε (για περίοδο 42 αγώνων) μέχρι πρόσφατα, όταν ισοφαρίστηκε μεν από την Τσέλσι, η οποία δέχθηκε 15 γκολ σε 38 όμως αγώνες πρωταθλήματος! Το 1981 κατέκτησε το Λιγκ Καπ και το Κύπελλο Πρωταθλητριών για τρίτη φορά, στη νίκη με 1-0 επί της Ρεάλ Μαδρίτης στο Παρίσι, στις 27 Μαΐου, που τελικά αποδείχτηκε και το τελευταίο του για τον σύλλογο. Η εμφάνιση στο προσκήνιο του Μπρους Γκρόμπελαρ (Bruce David Grobbelaar), είχε σαν αποτέλεσμα η θέση του στο βασικό σχήμα να γίνει επισφαλής, για πρώτη φορά μετά από 11 χρόνια βασικός (14 συνολικά), περίοδο  κατά την οποία έπαιξε σε πάνω από 650 παιχνίδια και έχασε μόλις 6!  Αποφάσισε να φύγει από τη Λίβερπουλ, υπογράφοντας στη Τότεναμ έναντι αμοιβής ύψους 300.000 στερλινών. Θεωρείται ως «… ο καλύτερος τερματοφύλακας που έχει παίξει ποτέ για τη Λίβερπουλ» από την επίσημη ιστοσελίδα του συλλόγου!


Έκανε ντεμπούτο στις 28 Αυγούστου του 1981, σε μια ήττα 1-3 από τη Μίντλεσμπρο εκτός έδρας. Έφτασε στο τελικό του Λιγκ Καπ  το 1982, όπου ηττήθηκε με 1-3 από τη Λίβερπουλ, κέρδισε όμως το Κύπελλο Αγγλίας, μετά από τη νίκη 1-0 σε επαναληπτικό με την QPR.  Με τη Τότεναμ κατέκτησε το Κύπελλο UEFA του 1984, αλλά έχασε τον τελικό λόγω τραυματισμού. Έφτασε και σε έναν 5ο  τελικό Κυπέλλου Αγγλίας το 1987, όταν η ομάδα του έχασε από την Κόβεντρι. Ανήκει  στο «κλειστό κλαμπ» των ποδοσφαιριστών που έπαιξαν σε 5 ή και περισσότερους τελικούς Κυπέλλου Αγγλίας! Θα μπορούσε να είχε προσφέρει περισσότερα στην ομάδα του βόρειου Λονδίνου, εάν δεν υφίστατο δύο σοβαρούς τραυματισμούς στο αριστερό του γόνατο και μάλιστα, ο δεύτερος εξ αυτών να είναι και η αιτία που τον ανάγκασε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση, το 1988!


Έκανε το ντεμπούτο του για την εθνική Αγγλίας, στη νίκη με  1-0 επί της Ουαλίας στο Νίνιαν Παρκ του Κάρντιφ, στις 15 Νοεμβρίου του 1972, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974. Χρίσθηκε 61 φορές διεθνής με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του, με τον αριθμό αυτό, πιθανόν να ήταν μεγαλύτερος, εάν η εκάστοτε τεχνική ηγεσία των «Τριών Λιονταριών» δεν προτίμησε να εμπιστευθεί σε αρκετές περιπτώσεις, τον εμβληματικό Πίτερ Σίλτον (Peter Leslie Shilton), που μεσουράνησε την ίδια ακριβώς περίοδο με εκείνον! Είχε τη διάκριση να είναι ο αρχηγός της μια φορά, ο πρώτος που το κέρδισε μετά από τον μύθο Φρανκ Σουίφτ (Frank Swift). Το παιχνίδι ήταν ένα φιλικό με τη Βραζιλία, όπου η Αγγλία ηττήθηκε με 0-1. Αγωνίστηκε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980, ενώ συμπεριελήφθη στην αποστολή των «Τριών Λιονταριών» για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982, όμως έμεινε στον πάγκο.


Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, υπηρέτησε το ποδόσφαιρο για πολλά χρόνια και ως προπονητής! Υπήρξε μέλος του τεχνικού επιτελείου της Τότεναμ και πρώτος προπονητής της Μπαρνέτ. Διετέλεσε γυμναστής των γκολκίπερ στην εθνικής Αγγλίας, από το 1996 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2007, ενώ επανήλθε αργότερα! Στις 11 Ιουνίου του 2012, υπέστη ρήξη του αχίλλειου τένοντα του κατά τη διάρκεια της προθέρμανσης για το παιχνίδι εναντίον της Γαλλίας κατά τη διάρκεια του Euro του 2012! Αργότερα τοποθετήθηκε επικεφαλής της Ομάδας Ανάπτυξης της αγγλικής Ομοσπονδίας, με κύριο καθήκον του την επίβλεψη των διεθνών ΌΛΩΝ των «μικρών» αγγλικών αντιπροσωπευτικών συγκροτημάτων! Ποτέ δεν αρνήθηκε να καταθέσει την άποψή του, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που κλήθηκε να σχολιάσει οτιδήποτε αφορούσε το ποδόσφαιρο σε διάφορα ραδιοτηλεοπτικά μέσα.


Του έχει απονεμηθεί η τιμή του Μέλους του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας,  για τις υπηρεσίες του στο ποδόσφαιρο. Ο γιος του, ο Stephen , υπήρξε κι αυτός επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, μέσος, με καριέρα στη Τότεναμ και τη Μπέρμιγχαμ και αποσύρθηκε τραυματίας από την Λέστερ το 2010. Η κόρη του, Sarah, είναι η σύζυγος του παλαιού Σκωτσέζου επιθετικού και πρώην προπονητή της Νότιγχαμ Φόρεστ Dougie Freedman. Κατέχει περίοπτη θέση, τόσο από τους οπαδούς της Λίβερπουλ, όσο και από αυτούς της Τότεναμ. Ψηφίστηκε στη θέση № 11 στην επίσημη ιστοσελίδα της Λίβερπουλ, στη δημοσκόπηση για τους «100 παίκτες που συγκλόνισαν την KOP», την διάσημη εξέδρα των φανατικών της και ο υψηλότερος τερματοφύλακας!  

 
Στις 2 Φεβρουαρίου του 2005 ανακοίνωσε ότι είχε διαγνωστεί με καρκίνο του προστάτη και ότι υποβαλλόταν σε θεραπεία. Έδωσε 15 χρόνια μάχη με την επάρατη νόσο, από την οποία νικήθηκε στις 15 Νοεμβρίου του 2020, στα 72 του χρόνια.


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • ·         Notts County Football Club

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1965–1967: Scunthorpe United Football Club, 48 (0)
  • ·         1967–1981: Liverpool Football Club, 470 (0)
  • ·         1981–1988: Tottenham Hotspur Football Club, 240 (0)

Σύνολο καριέρας: 758 (0)

Διεθνής

  • ·         1972–1984: Αγγλία, 61 (0)

Προπονητική καριέρα

  • ·         1992/93: Tottenham Hotspur Football Club (μέλος τεχνικού επιτελείου)
  • ·         1994-1996: Barnet Football Club

Τίτλοι

Με τη Liverpool
  • ·         Πρωτάθλημα Αγγλίας: 5 (1972/73, 1975/76, 1976/77, 1978/79, 1979/80)
  • ·         Κύπελλο Αγγλίας: 1973/74
  • ·         Λιγκ Καπ Αγγλίας: 1980/81
  • ·         FA Charity Shield: 5 (1974, 1976, 1977, 1979, 1980)
  • ·         Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης: 3 (1976/77, 1977/78, 1980/81)
  • ·         Κύπελλο UEFA: 2 (1972/73, 1975/76)
  • ·         Ευρωπαϊκό  Super Cup: 1977

Με τη Tottenham Hotspur

  • ·         Κύπελλο Αγγλίας: 1981/82
  • ·         FA Charity Shield: 1981
  • ·         Κύπελλο UEFA: 1983/84



Στοιχεία από το balleto.gr

Μπίλι Μπίνγκαμ

Ο Βορειοϊρλανδός δεξιός μεσοεπιθετικός ή ακραίος επιθετικός και αργότερα προπονητής Μπίλι Μπίνγκαμ (William Laurence "Billy" Bingham), γεννήθηκε στις 5 Αυγούστου του 1931, στο Μπέλφαστ. Ως παίκτης, η πρώτη επαγγελματική του ομάδα του ήταν η Γκλεντόραν, για την οποία έπαιξε μεταξύ 1948 και 1950. Πήγε στη συνέχεια στην Αγγλία, παίζοντας 8 χρόνια με τη Σάντερλαντ και ακολούθησε, το 1958 η Λούτον, για μια περίοδο τριών ετών. Συνέχισε για 2 χρονιές με την Έβερτον και τελείωσε την καριέρα του, αφού έσπασε το πόδι του σε έναν αγώνα για την Πορτ Βέιλ, το 1964, στην ηλικία των 33 ετών. Έχει σκοράρει 133 γκολ σε 525 εμφανίσεις σε όλες τις εθνικές διοργανώσεις. Μεταξύ 1951 και 1963, έκανε 56 διεθνείς εμφανίσεις για τη Βόρεια Ιρλανδία, σκοράροντας 10 γκολ και έπαιξε στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1958. Θεωρείται ένας από τους Σημαντικότερους Ποδοσφαιριστές που έβγαλε το βόρειο άκρο της ιρλανδικής νήσου και ο Σημαντικότερος Προπονητής της.


Η προπονητική του σταδιοδρομία είναι το ίδιο αξιόλογη όσο και η ποδοσφαιρική. Ξεκίνησε με τη  Σάουθπορτ το 1965, ανέλαβε τη Βόρεια Ιρλανδία δύο χρόνια αργότερα, ενώ παράλληλα οδήγησε τη Πλίμουθ και αργότερα τη Λίνφιλντ. Το 1971, διορίστηκε ως ο προπονητής της εθνικής Ελλάδος και 2 χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Αγγλία για λογαριασμό της Έβερτον. Επέστρεψε ξανά στη χώρα μας για ένα μικρό χρονικό διάστημα το 1977, αναλαμβάνοντας τα ηνία του ΠΑΟΚ. Μετά από μία ολόκληρη σεζόν στη Μάνσφιλντ, το 1980, ανέλαβε εκ νέου την Βόρεια Ιρλανδία, μια θέση που κράτησε για τα επόμενα δεκατρία χρόνια! Οδήγησε τη χώρα του στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1982 και του 1986.


Γεννημένος στη περιοχή Μπλούμφιλντ του Μπέλφαστ, μεγάλωσε μαζί με τον Τζάκι Μπλαντσφλάουερ (Jackie Blanchflower) και ξεκίνησε την καριέρα του στη Γκλεντόραν, με ένα μισθό 6 στερλινών την εβδομάδα. Έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο στις 12 Μαρτίου του 1949, σε μια ισοπαλία 1-1 με την Μπαλιμένα Γιουνάιτεντ, με τους «Γκλενς» να τερματίζουν 2οι στη ιρλανδική Λίγκα τη σεζόν 1949/50. Αγωνίστηκε εκεί από το 1948 έως το 1950, όταν και αποφάσισε να συνεχίσει την καριέρα του στην Αγγλία. Εντάχθηκε στη Σάντερλαντ τον Οκτώβριο του 1950 για 8.000 στερλίνες.  Αγωνίστηκε για 8 χρόνια στις «μαύρες γάτες», κάνοντας 227 εμφανίσεις, σημειώνοντας και 47 γκολ, παράλληλα με τη μαθητεία του στη ναυπηγική βιομηχανία και την εργασία του στα ναυπηγεία της πόλης! 


Ακολούθησε το 1958, για 8.000 στερλίνες, η μεταγραφή του στη Λούτον, κάνοντας σχεδόν 100 εμφανίσεις στο πρωτάθλημα σε μια θητεία τριών ετών. Έπαιξε στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας του 1959, όπου ηττήθηκε 1-2 από τη Νότιγχαμ Φόρεστ. Εντάχθηκε στην Έβερτον, έναντι αμοιβής ύψους 15.000 στερλινών, τον Οκτώβριο του 1960 στην οποία και παρέμεινε για δύο χρόνια, έχοντας 98 συμμετοχές με 26 γκολ στο πρωτάθλημα, κατακτώντας μάλιστα τον αγγλικό τίτλο της περιόδου 1962/63. Τον Αύγουστο του 1963, συμφώνησε με την Πορτ Βέιλ, με την αμοιβή, ρεκόρ συλλόγου, των 15.000 στερλινών. Υπέστη έναν σοβαρό τραυματισμό, ένα κάταγμα στο πόδι του, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1964, σε μια ήττα 0-4 στο Μπρέντφορντ, που ήταν και η αιτία για να αποσυρθεί από την ενεργό δράση, σε ηλικία 34 ετών. Είχε σκοράρει 133 γκολ σε 525 εμφανίσεις σε όλες τις εθνικές διοργανώσεις.

Luton Town's Billy Bingham tries to cross the ball past Wolves Gerry Harris

 Κέρδισε τη πρώτη του διεθνή συμμετοχή, στα 19 του χρόνια, σ’ ένα παιχνίδι εναντίον της Γαλλίας. Από το 1951 έως το 1963, συμμετείχε σε 56 αγώνες με τη εθνική ομάδα της Βόρειας Ιρλανδίας, ρεκόρ για την εποχή του, πετυχαίνοντας 10 τέρματα, τα μισά εναντίον της Σκωτίας για το εσωτερικό πρωτάθλημα των Βρετανικών Νήσων. Υπήρξε μέλος της ομάδας που αγωνίστηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958.


Σημαντική ήταν η καριέρα του και από τη θέση του προπονητή. Ανέλαβε τη Σάουθπορτ τον Απρίλιο του 1965 και έφυγε τον Οκτώβριο του 1967 για να αναλάβει την ευθύνη της εθνικής ομάδας της Βόρειας Ιρλανδίας. Παράλληλα, ανέλαβε τη Πλίμουθ, τον Φεβρουάριο του 1968, από την οποία έφυγε τον Μάρτιο του 1970. Όσο ήταν ακόμα αφεντικό της Βόρειας Ιρλανδίας, ανέλαβε την καθοδήγηση του μεγαλύτερου συλλόγου της χώρας, της Λίνφιλντ, τον Αύγουστο του 1970. Η μία σεζόν του στο Γουίντσορ Παρκ ήταν άκρως επιτυχημένη, καθώς οδήγησε τους «Μπλε» στον ιρλανδικό τίτλο της περιόδου 1970/71, 3 βαθμούς μπροστά από τη Γκλεντόραν. Κατέκτησε επίσης τα τρόπαια του Ulster Cup, το Gold Cup και το Blaxnit Cup. Έφυγε από την Λίνφιλντ τον Μάιο του 1971 και τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς αποχώρησε και από τον πάγκο της Βόρειας Ιρλανδίας. Ως προπονητής της εθνικής ομάδας, έπαιξε 20 παιχνίδια, κερδίζοντας 8, φέρνοντας ισοπαλία σε 3, ενώ ηττήθηκε σε 9 αγώνες. Έχασε τη πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, ύστερα από μια ήττα από την Σοβιετική Ένωση στη Μόσχα. Στο βρετανικό εσωτερικό πρωτάθλημα, τερμάτισε 3ος το 1969, στην 4η  θέση το 1970 και στη 2η το 1971.


Ανέλαβε την εθνική ομάδα της Ελλάδας, τον Σεπτέμβριο του 1971, αντικαθιστώντας τον Λάκη Πετρόπουλο. Ηττήθηκε με 0-2 από την Αγγλία στο Στάδιο Καραϊσκάκη, την 1η Δεκεμβρίου, με γκολ από τους Τζεφ Χαρστ (Geoff Hurst) και Μάρτιν Τσίβερς (Martin Chivers), που έδωσαν και τη πρόκριση στην αγγλική ομάδα για το Euro του 1972. Έφυγε από τη θέση του τον Φεβρουάριο του 1973, μετά από δύο ήττες από την Ισπανία που στοίχησαν και τη πρόκριση στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974. Επέστρεψε στην Αγγλία, αναλαμβάνοντας την Έβερτον, τον Μάιο του 1973, από την οποία απολύθηκε τον Ιανουάριο του 1977. Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1977, αναλαμβάνοντας  τον ΠΑΟΚ σε αντικατάσταση του Μπράνκο Στάνκοβιτς (Branko Stanković). Έμεινε μόλις για 6 μήνες και αντικαταστάθηκε από τον Λάκη Πετρόπουλο, ο οποίος οδήγησε το σύλλογο σε μια 2η θέση στο πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής Κατηγορίας της περιόδου 1977/78. Στη συνέχεια ανέλαβε την Μάνσφιλντ, τον Φεβρουάριο του 1978, χωρίς να καταφέρει να αποτρέψει τον υποβιβασμό από την Β' Κατηγορία στα τέλη της σεζόν 1977/78. Οδήγησε για μια ακόμη χρονιά τη Μάνσφιλντ και διορίστηκε προπονητής της Βόρειας Ιρλανδίας για δεύτερη φορά το Μάρτιο του 1980, θέση που κράτησε για 13 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1993, πετυχαίνοντας και τις μεγαλύτερες διακρίσεις της πρόσφατης ιστορίας της.


Οδήγησε τους βορειοϊρλανδούς στη κατάκτηση του βρετανικού εσωτερικού πρωταθλήματος το 1980, τη δεύτερη μόλις κατάκτηση του τροπαίου σε 96 χρόνια! Ηγήθηκε της Βόρειας Ιρλανδίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο  του 1982, μαζί με την Σκωτία, με απίθανες νίκες επί της Σουηδίας, της Πορτογαλίας  και του Ισραήλ. Στη διοργάνωση, έχοντας μόνο λίγους παίκτες πραγματικά παγκόσμιας κλάσης, τον  τερματοφύλακα Πατ Τζένινγκς (Pat Jennings), τον αρχηγό του Μάρτιν Ο’Νιλ (Martin O'Neill) και τον 17χρονο Νόρμαν Γουαιτσάιντ (Norman Whiteside), η ομάδα του εξέπληξε τους πάντες, κερδίζοντας μάλιστα τη διοργανώτρια Ισπανία με 1-0 στο Μεστάγια της Βαλένθια! Τερμάτισε πρώτη στους ομίλους και αποκλείστηκε στη  δεύτερη φάση με μια ισοπαλία 2-2 με την Αυστρία και την ήττα με 1-4 από τη Γαλλία. Ηγήθηκε της Βόρειας Ιρλανδίας στη 3η θέση στο βρετανικό εσωτερικό πρωτάθλημα το 1983, πριν κατακτήσει τη τελευταία διοργάνωση του τουρνουά, αυτή του 1984 μιας και δεν ξαναπραγματοποιήθηκε, με μια νίκη 2-0 επί των Σκωτσέζων. Απέτυχε να προκριθεί, στη διαφορά τερμάτων, στο Euro του 1984, παρά τις 2 νίκες με 1-0 επί της Δυτικής Γερμανίας, τόσο στο Μπέλφαστ, όσο και στο Αμβούργο!


Απέδειξε ότι το 1982 δεν ήταν πυροτέχνημα, αφού οδήγησε τη Βόρεια Ιρλανδία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986. Αποκλείστηκε στους ομίλους με αντιπάλους τη Βραζιλία, την Ισπανία, με μόνο έναν βαθμό από την Αλγερία. Οι αποχωρήσεις των Ο’Νιλ, Τζένινγκς και Γουαιτσάιντ  (ο τελευταίος  λόγω τραυματισμού) του στέρησαν τους καλύτερους παίκτες του. Η Βόρεια Ιρλανδία απέτυχε να προκριθεί στη τελική φάση των διοργανώσεων του 1990 και του 1994 και παραιτήθηκε το Νοέμβριο του 1993. Το τελευταίο παιχνίδι του ήταν για τα προκριματικά του Μουντιάλ του 1994 εναντίον της Ιρλανδίας και αμαυρώθηκε με σεχταρισμό και επεισόδια. Στη συνέντευξη τύπου μετά τον αγώνα, αντάλλαξε βαριές κουβέντες με τον εκλέκτορα των Ιρλανδών, τον Άγγλο Τζάκι Τσάρλτον (Jack Charlton)! Αργότερα υπήρξε τεχνικός διευθυντής της Μπλάκπουλ, ενώ από τον Μάιο του 2008  εργάζεται ως σκάουτερ στην Ιρλανδία για λογαριασμό της αγγλικής Μπέρνλι.


Μεταξύ των πολυάριθμων βραβείων και τιμητικών διακρίσεων που έχει πάρει, ήταν  αυτή που έγινε Μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, για τις υπηρεσίες του στο ποδόσφαιρο το 1981 και του Βραβείου Τιμής της Ένωσης Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών, το 1994 για την «…εξαιρετική συμβολή του στο παιχνίδι!». Είναι ένας από τους μόλις 34 ανθρώπους, που έχουν τιμηθεί με αυτή τη διάκριση, αφού η απονομή εγκαινιάστηκε το 1974, τοποθετώντας τον στο ίδιο επίπεδο με πολυνίκες προσωπικότητες, όπως ο Μπίλι Σάνκλι (Bill Shankly), ο Μπομπ Πέισλι (Bob Paisley), ο Μπράιν Κλαφ (Brian Clough), ο Σερ Άλεξ Φέργιουσον (Sir Alex Ferguson) και ο Σερ Μπόμπι Ρόμπσον (Sir Bobby Robson), καθώς και μεγάλους παίκτες όπως ο Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, “Pelé”), ο Σερ Στάνλεϊ Μάθιους (Sir Stanley Matthews), ο Σερ Τόμι ΦίνεΪ (Sir Tom Finney), ο Σερ Μπόμπι Τσάρλτον (Sir Bobby Charlton) και ο βορειοϊρλανδός Τζορτζ Μπεστ (George Best)! Τιμήθηκε επίσης με το «Βραβείο του Τάγματος της Τιμής της Εκατονταετηρίδας» της FIFA το 2004, με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Παγκόσμιας Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας!

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές  (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • ·         St Donard's Youth Club

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1948–1950: Glentoran Football Club, 60 (21)
  • ·         1950–1958: Sunderland Association Football Club, 206 (45)
  • ·         1958–1961: Luton Town Football Club, 87 (27)
  • ·         1961–1963: Everton Football Club, 86 (23)
  • ·         1963–1965: Port Vale Football Club, 40 (6)

Σύνολο καριέρας: 479 (122)

Διεθνής

  • ·         1951–1963: Βόρεια Ιρλανδία, 56 (10)

Προπονητική καριέρα

  • ·         1965–1968: Southport Football Club
  • ·         1967–1971: Βόρεια Ιρλανδία
  • ·         1968–1970: Plymouth Argyle Football Club
  • ·         1970/71: Linfield Football Club
  • ·         1971–1973: Ελλάδα
  • ·         1973–1977: Everton Football Club
  • ·         1977: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ)
  • ·         1978/79: Mansfield Town Football Club
  • ·         1980–1993: Βόρεια Ιρλανδία


Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Με τη Glentoran
  • ·         Πρωτάθλημα Ιρλανδίας:  επιλαχών το 1949/50

Με την Everton
  • ·         Πρωτάθλημα Αγγλίας: 1962/63

 Ως προπονητής

Με τη Southport
  • ·         Πρωτάθλημα Δ’ Κατηγορίας Αγγλίας: επιλαχών το 1966/67


Με τη Linfield
  • ·         Πρωτάθλημα Ιρλανδίας: 1970/71
  • ·         Ulster Cup: 1971
  • ·         Gold Cup: 1971
  • ·         Blaxnit Cup: 1971

Με τη Βόρεια Ιρλανδία

  • ·         Εσωτερικό Πρωτάθλημα Βρετανικών Νήσων: 2 (1980 & 1984)

Ερμίνιο Μασαντόνιο

Ο Αργεντίνος κεντρικός επιθετικός Ερμίνιο Μασαντόνιο (Herminio Masantonio), γεννήθηκε στις 5 Αυγούστου του 1910, στην Ενσενάδα, ένα λιμάνι στη είσοδο του Μαρ ντε Πλάτα, περίπου 60 χλμ. νοτιοανατολικά  του Μπουένος Άιρες. Έπαιξε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του για να εξελιχθεί σε μία από τις δόξες της Ουρακάν και ένας από τους Κορυφαίους Σκόρερ στην ιστορία του αργεντίνικου ποδοσφαίρου, όντας ο 3ος Κορυφαίος Σκόρερ στο πρωτάθλημα και ο Πρώτος στην ιστορία της «Γκλόμπο»! Έκανε 19 διεθνείς εμφανίσεις και σημείωσε 21 γκολ. Παρόλο που δεν έχει κερδίσει τίτλο πρωταθλητή στην Αργεντινή, ή κάποιον διεθνή τίτλο με την «αλμπιτσελέστε», θεωρείται ένας από τους Μεγαλύτερους Αργεντίνους Ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών!


Γεννημένος σε μια οικογένεια Ιταλών μεταναστών στην Αργεντινή, μεγάλωσε ποδοσφαιρικά στη Villa Albino Sportivo, με την οποία έκανε το ντεμπούτο του στη Δ’ Κατηγορία της Αργεντινής, στο πρωτάθλημα Πλατένσε, το 1926. Το 1929, συνέχισε στα εφηβικά τμήματα της Ουρακάν, στη γενέτειρά του, με την έκρηξη να έρχεται πλέον ως επαγγελματίας, στην αυγή της επαγγελματικής εποχής του ποδοσφαίρου στην Αργεντινή, το 1931 με την Ουρακάν, εξελισσόμενος σε έναν από τους Κορυφαίους Σκόρερ στην ιστορία της αργεντίνικης Primera Division. Αντικατέστησε τον Πρώτο Σκόρερ του συλλόγου, τον μύθο Γκιγιέρμο Στάμπιλε (Guillermo António Stábile), ο οποίος είχε πάρει μεταγραφή στην Ιταλία. Έκανε το ντεμπούτο του, στις 31 Μαΐου του 1931, σκοράροντας 2 γκολ στη νίκη με 4-0 επί της Κίλμες. Το πρώτο γκολ αυτού του αγώνα, που σημείωσε ο Μασαντόνιο, ήταν το πρώτο και για την Ουρακάν για το επαγγελματικό πρωτάθλημα.



Σκόραρε 254 γκολ σε 358 παιχνίδια στην Α’ Κατηγορία (259 γκολ σε 369 παιχνίδια συνολικά με όλες τις ομάδες και σε όλες τις διοργανώσεις για την Ουρακάν), κάτι που τον καθιστά Κορυφαίο Σκόρερ στην ιστορία της μέχρι και σήμερα! Οι καλύτερες σεζόν του ήταν το 1937 και το 1939, όταν σκόραρε από 28 γκολ! Βρίσκεται  στη 3η θέση των Κορυφαίων Σκόρερ στο πρωτάθλημα της Αργεντινής με 256 γκολ, πίσω μόνο από τον Αρσένιο Ερίκο (Arsenio Pastor Erico Martínez) και τον Άνχελ Λαμπρούνα (Ángel Amadeo Labruna), ενώ παράλληλα καταλαμβάνει την 92η θέση παγκοσμίως! Θα μπορούσε να κάνει μεταγραφή στο εξωτερικό, το 1932, για την Γιουβέντους και το 1934 για την Ρασίνγκ Παρί, αλλά αρνήθηκε και ο ίδιος, αλλά και η Ουρακάν! Την υπηρέτησε για μια 12ετία, μέχρι το 1943, όταν και εντάχθηκε στη Ντεφενσόρ της Ουρουγουάης. Σύντομα, μόλις για μια χρονιά και ύστερα από 3 γκολ σε 11 εμφανίσεις και αφού συνέβαλε τα μέγιστα στη σωτηρία της, επέστρεψε στην Αργεντινή για λογαριασμό της  Μπάνφιλντ το 1944, πριν αποσυρθεί από την ενεργό δράση,  μετά από μια τελευταία σεζόν με την Ουρακάν.



Εκπροσώπησε την Αργεντινή σε μόλις 19 παιχνίδια, σκοράροντας συνολικά 21 γκολ, από το 1935 έως το 1942. Είναι ο παίκτης με τον καλύτερο μέσο όρο γκολ (1,10), για την εθνική ομάδας της Αργεντινής! Συμμετείχε στα Πρωταθλήματα Νοτίου Αμερικής, τον πρόγονο του Κόπα Αμέρικα, του 1935 και του 1942, καταλαμβάνοντας και στα 2 τη 2η θέση και αναδεικνυόμενος σε πρώτο σκόρερ και των 2 διοργανώσεων, με 4 και 7 γκολ αντίστοιχα. Με αυτά τα 11 γκολ συνολικά, βρίσκεται στη 12η θέση στον κατάλογο των Κορυφαίων Σκόρερ του Κόπα Αμέρικα. Στη διοργάνωση του 1935, σκόραρε χατ-τρικ εναντίον του Περού, ενώ το 1942, σκόραρε 4 γκολ εναντίον του Εκουαδόρ. Στις 11 Νοεμβρίου του 1937, σημείωσε το ταχύτερο γκολ στην ιστορία της εθνικής ομάδας της Αργεντινής, μετά από μόλις 23’’ δευτερόλεπτα από την έναρξη του παιχνιδιού, σε μια νίκη με 5-1 επί της Ουρουγουάης για το Copa Lipton! Τα 21 γκολ που έχει σκοράρει για την «αλμπιτσελέστε», τον κατατάσσουν ως 7ο Κορυφαίο Σκόρερ στην ιστορία της εθνικής Αργεντινής!



Το έτος 2000, στη γειτονιά (barrio) του Παρκέ Πατρίσιος, στα νότια του Μπουένος Άιρες, ένας δρόμος που καταλήγει στην οδό Αμάνθιο Αλκόρτα, λίγο πριν το γήπεδο “Estadio Tomás Adolfo Ducó” της Ουρακάν, πήρε τ’ όνομά του στη μνήμη του. Είναι η πρώτη οδός της πόλης του Μπουένος Άιρες που πήρε το όνομα ενός ποδοσφαιριστή! Έξω από την έδρα των γραφείων της Ουρακάν, στην Avenida Caseros, απέναντι από το Πάρκο Parque Patricios, στις 17 Μαρτίου του 1996, εγκαινιάστηκε το πρώτο μνημείο στη Λατινική Αμερική για έναν ποδοσφαιριστή! Στην Ενσενάδα πάλι, στη γενέτειρά του, στη γειτονιά που γεννήθηκε, τη Villa Albino, μια οδός της δίπλα στο Διυλιστήριο, πήρε τ’ όνομά του. 




Ο Ερμίνιο Μασαντόνιο, πέθανε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1956, μόλις στα 46 του χρόνια, συνέπεια του καρκίνου. 


PALMARES 

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ) 

Εφηβική καριέρα 

  • • Sportivo Villa Albino 

Επαγγελματική καριέρα 

  • • 1931-1943: Club Atlético Huracán, (Δείτε παρακάτω) 
  • • 1943: Defensor Sporting Club, 11 (3) 
  • • 1944: Club Atlético Banfield, 9 (2) 
  • • 1945: Club Atlético Huracán, 349 (254) (Συνολικά για τον σύλλογο και τις 2 περιόδους) 

Διεθνής 

  • • 1935-1942: Αργεντινή, 19 (21) 

Τίτλοι 

Συλλογικοί 

Με την Huracán 
  • • Copa Beccar Varela: 1933 

Διεθνείς 

Με την Αργεντινή 
  • • Copa Lipton: 1937

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Νίκος Λυμπερόπουλος

Ο Έλληνας μεσοεπιθετικός Νίκος Λυμπερόπουλος, γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1975, στα Φιλιατρά της Μεσσηνίας. Διάσημος για την αίσθηση του γκολ, το σουτ του, την έμφυτη ικανότητά του στο παιχνίδι και τις τεχνικές του δεξιότητες, υπήρξε ένας μοναδικός παίκτης στην ελληνική ποδοσφαιρική σκηνή, καθώς λατρεύτηκε από τους οπαδούς και των δύο μεγάλων συλλόγων που αγωνίστηκε, του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ. Είναι ο πιο προικισμένος Έλληνας ποδοσφαιριστής και ίσως ο πιο αδικημένος από πλευράς τίτλων,  στη σύγχρονη εποχή (1995 και εντεύθεν) του ελληνικού ποδοσφαίρου! Είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που κατατάσσεται στην πρώτη δεκάδα των Σκόρερ Όλων Των Εποχών ΚΑΙ για τις δύο αυτές ομάδες. Μετά από 7 σεζόν στον Παναθηναϊκό, σκόραρε 103 γκολ, ενώ τον Μάιο του 2012, έφτασε το ορόσημο των 100 τερμάτων για την ΑΕΚ, καθιστώντας τον τον Μοναδικό Παίκτη στην ιστορία που έχει σημειώσει από 100 γκολ για τις δύο μεγάλες αθηναϊκές ομάδες.


Έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στην Εράνη Φιλιατρών με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα της Ε.Π.Σ. Μεσσηνίας. Αγωνίστηκε στη Δ΄ Εθνική, κατακτώντας το πρωτάθλημα του ομίλου, προβιβαζόμενος  στη Γ΄ Εθνική. Στη συνέχεια μεταγράφηκε στην Καλαμάτα, με την οποία ανέβηκε στην Α΄ Εθνική. Στη «Μαύρη Θύελλα» ήρθε τον Ιανουάριο του 1994 και την αμέσως επόμενη χρονιά κατάφερε να κερδίσει θέση βασικού, συμβάλλοντας αποφασιστικά ώστε να έρθει η άνοδος στην Κορυφαία ελληνική κατηγορία. Στα μεγάλα σαλόνια θα αναδειχθεί στον φυσικό ηγέτη της Καλαμάτας την πρώτη δύσκολη χρονιά και με 7 γκολ θα κερδίσει τον τίτλο του πρώτου σκόρερ. Μάλιστα σαν ποδοσφαιριστής της ασπρόμαυρης ομάδας θα κάνει ντεμπούτο και στην Εθνική ομάδα την ίδια χρονιά, σε φιλικό παιχνίδι με το Ισραήλ.


Παράλληλα, αγωνιζόταν στις εθνικές ομάδες Νέων και Ελπίδων. Το καλοκαίρι του 1996 και μετά από μεγάλη μάχη με την ΑΕΚ του Τροχανά, ο Παναθηναϊκός θα βγει νικητής στη μάχη για την απόκτησή του. Το ακριβές ποσό που δαπανήθηκε δεν έγινε δημόσια γνωστό, ωστόσο οι τότε πληροφορίες έκαναν λόγο για 100 εκατομμύρια δραχμές. Στην Παιανία στην αρχή θα δυσκολευτεί αρκετά, αλλά με το πέρασμα των χρόνων θα εξελιχθεί σε ποδοσφαιριστή… βαρόμετρο για τη συνολική απόδοση των «πράσινων», που έμειναν όμως 8 ολόκληρα χρόνια χωρίς πρωτάθλημα λόγω της παντοδυναμίας του Ολυμπιακού του Σωκράτη Κόκκαλη. Τη περίοδο 2002/03, θα αναδειχθεί πρώτος σκόρερ στην Α’ Εθνική αλλά δεν θα καταφέρει γι’ άλλη μία φορά να αναδειχθεί πρωταθλητής, με τους «πράσινους» να χάνουν τον τίτλο εξαιτίας της ήττας με 0-3 στο περίφημο ντέρμπι της Ριζούπολης.


Η ανανέωση του συμβολαίου του το καλοκαίρι του 2003 εξελίσσεται σε ένα κανονικό… σήριαλ. Τελικά το «τριφύλι» δεν του κάνει καν πρόταση κι έτσι, μετά από 186 συμμετοχές σε αγώνες πρωταθλήματος και 72 τέρματα, μετακομίζει στην ΑΕΚ, όπου γίνεται πλέον το σημείο αναφοράς, διαθέτοντας και ωριμότητα στο παιχνίδι του. Στην Ένωση το 2007 θα γράψει ιστορία, πετυχαίνοντας κόντρα στη Λιλ τι νικητήριο γκολ της πρώτης επιτυχίας της στη φάση των ομίλων. Στις 13 Ιουλίου του 2008, μετά από πέντε χρόνια στην Ένωση, με απολογισμό 141 συμμετοχές και 67 τέρματα στο πρωτάθλημα, στα 33 του χρόνια και εμφανώς αποκαρδιωμένος από την «υπόθεση Βάλνερ» που του στέρησε την ευκαιρία να αναδειχθεί πρωταθλητής, θα πάρει την απόφαση να παίξει ποδόσφαιρο στο εξωτερικό και η ΑΕΚ δεν θα αρνηθεί την πρόταση της Αϊντραχτ Φρανκφούρτης, όπου επίσης θα διαπρέψει, κατακτώντας το απαιτητικό κοινό του γερμανικού συλλόγου, υπογράφοντας διετές συμβόλαιο.  Έκανε το ντεμπούτο του στη γερμανική Μπουντεσλίγκα εναντίον της Χέρτα Βερολίνου στις 17 Αυγούστου του 2008 και σκόραρε το πρώτο του γκολ εναντίον της Μάιντς. Στην πρώτη του περίοδο εκεί αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της ομάδας με 9 τέρματα στο πρωτάθλημα και 1 στο κύπελλο Γερμανίας, αφήνοντας και εκεί το στίγμα του. Αγωνίστηκε σε 55 αγώνες σκοράροντας 13 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις.


Επέστρεψε στη πατρίδα, στις 2 Ιουνίου του 2010, υπογράφοντας μονοετές συμβόλαιο στην ΑΕΚ, στην οποία παρέμεινε ακόμη μία περίοδο, μέχρι το 2012, όταν και αποφάσισε να εγκαταλείψει την ενεργό δράση. Το 2011, θα αποκατασταθεί μία μεγάλη ποδοσφαιρική αδικία, καθώς θα καταφέρει επιτέλους να κερδίσει έναν συλλογικό τίτλο, το Κύπελλο Ελλάδος. Σε 410 συμμετοχές στην Α’ Εθνική και στη Σούπερ Λιγκ πέτυχε 167 γκολ, σκοράροντας ταυτόχρονα σε όλες τις διεθνείς διοργανώσεις. Βρήκε 10 φορές δίχτυα στη Γερμανία, 3 στο Τσάμπιονς Λιγκ, 2 στο Γιουρόπα Λιγκ, 3 στο Κύπελλο UEFA (που πλέον δεν υφίσταται σαν διοργάνωση) και 34 στο Κύπελλο Ελλάδας, τον μοναδικό συλλογικό τίτλο που κατέκτησε. Το 2003, με τον Παναθηναϊκό και το 2007, με την ΑΕΚ, αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος. Τον Δεκέμβριο του 2007 ψηφίστηκε από τον Π.Σ.Α.Π. ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της περιόδου 2006/07.


Υπήρξε βασικό στέλεχος και της Εθνικής Ελπίδων που έλαβε μέρος στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ελπίδων (Κ-21) το 1998, εναντίον της Ισπανίας. Το 1997, στην Τεχεράνη, κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Ενόπλων αυτής της χρονιάς, πετυχαίνοντας το νικητήριο τέρμα του τελικού, ενώ αναδείχθηκε και Πρώτος Σκόρερ της ελληνικής ομάδας.


Στις 24 Ιανουαρίου του 1996 πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με την Εθνική Ανδρών, στην εντός έδρας φιλική αναμέτρηση εναντίον του Ισραήλ (2-1), ενώ σημείωσε το πρώτο του τέρμα στις 15 Οκτωβρίου του 1998 απέναντι στη Γεωργία (3-0). Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν στις επιλογές του Ότο Ρεχάγκελ (Otto Rehhagel) για το Euro του 2004, o ρόλος του ήταν καθοριστικός στην πορεία της Ελλάδας προς το Euro του 2008, καθώς στην προκριματική φάση σημείωσε καθοριστικά τέρματα στους αγώνες εναντίον της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης (3-2), της Μολδαβίας εντός (2-1) και εκτός έδρας (0-1), με αποτέλεσμα ο Γερμανός προπονητής να τον συμπεριλάβει στην αποστολή για την τελική φάση της διοργάνωσης, όπου αγωνίστηκε σε έναν αγώνα, αυτόν εναντίον της Ρωσίας.


Υπήρξε βασικό στέλεχος της εθνικής Ελλάδος έως το 2009, όταν αποφάσισε να αποχωρήσει. Τον Οκτώβριο του 2010, όμως επέστρεψε όταν κλήθηκε ξανά από τον νέο ομοσπονδιακό προπονητή Φερνάντο Σάντος (Fernando Manuel Fernandes da Costa Santos). Η τελευταία του συμμετοχή ήταν στον αγώνα των προημιτελικών για το Euro του 2012 εναντίον της Γερμανίας, ενώ το τελευταίο του τέρμα σημειώθηκε σε φιλικό αγώνα απέναντι στην Ουγγαρία. Με την εθνική Ελλάδος πέτυχε 13 τέρματα σε 76 συνολικά εμφανίσεις, καταλαμβάνοντας έτσι τη 10η θέση στον σχετικό πίνακα με τους σκόρερ όλων των εποχών.


Το καλοκαίρι του 2013 ανακοινώθηκε η πρόσληψή του ως τεχνικός διευθυντής στην ΑΕΚ, θέση από την οποία αποχώρησε τον Ιούνιο του 2014. Τον Δεκέμβριο του 2016 ανακοινώθηκε η συνεργασία του με τον Παναθηναϊκό, αναλαμβάνοντας τη θέση του τεχνικού διευθυντή, επιστρέφοντας στους "πράσινους" έπειτα από 13,5 χρόνια. Στις 23 Ιουνίου του 2017, υπέβαλε την παραίτησή του.






PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • •1991-1994: Αθλητικός και Ποδοσφαιρικός Σύλλογος "Η Εράνη" Φιλιατρών, 53 (33)
  • •1994-1996: Ποδοσφαιρικός Σύλλογος "Η Καλαμάτα", 78 (20)
  • •1996-2003: Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος, 186 (72)
  • •2003-2008: Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως (ΑΕΚ), 141 (67)
  • •2008-2010: Eintracht Frankfurt, 50 (10)
  • •2010-2012: Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως (ΑΕΚ), 53 (17)
Σύνολο καριέρας:  561 (219)

Διεθνής 

  • •1996-2012: Ελλάδα, 76 (13)

Τίτλοι 

Συλλογικοί

Με την Εράνη Φιλιατρών 
  • •Πρωτάθλημα Α΄ κατηγορίας Ε.Π.Σ. Μεσσηνίας: 1991 
  • •Πρωτάθλημα Δ΄ Εθνικής Ελλάδος: 1993

Με τη Καλαμάτα
  • •Πρωτάθλημα Β΄ Εθνικής Ελλάδος: 1995

Με την ΑΕΚ
  • •Κύπελλο  Ελλάδας: 2010/11

Διεθνείς 

Με την Εθνική Ενόπλων της Ελλάδας
  • •Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Ενόπλων 1997

Προσωπικές Διακρίσεις

  • •Πρώτος σκόρερ Α΄ Εθνικής: 2 (2002-03, 2006-07)
  • •Καλύτερος Ποδοσφαιριστής στην Ελλάδα από τους Συντάκτες Αθλητικού Τύπου: 2007

Ορισμένα στοιχεία από το notosport.eleftheriaonline.gr και η  παραπομπή του κειμένου στο  contra.gr

Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς

Ο Σέρβος αριστερός μεσοεπιθετικός Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς (Predrag Đorđević), γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1972, στο Κραγκούγιεβατς  στο κέντρο της Σερβίας. Αφού αγωνίστηκε με τη φανέλα της Ραντνίσκι του Κραγκούγιεβατς, του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου και της Σπάρτακ της Σουμπότιτσα, έφυγε από την πατρίδα του, λόγω του πολέμου και ήλθε στην Ελλάδα, για λογαριασμό του Πανηλειακού, μέσα στα ψέματα για την πραγματική κατάσταση της ομάδας. Από το 1996 και για 13 ολόκληρα χρόνια, παίζοντας για τον Ολυμπιακό, εξελίχθηκε στον Κορυφαίο Ξένο Σκόρερ στη ιστορία του, σκοράροντας κατά μέσο όρο ένα γκολ κάθε 3 αγώνες πρωταθλήματος, αναδεικνυόμενος στο σύμβολο της “Χρυσής Εποχής” του Πειραιώτικου συλλόγου, όντας πλέον και ο πολυνίκης πρωταθλητής στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου με 12 τρόπαια πρωταθλήματος σε 13 χρόνια. Ο «Τζόλε» ήταν ο αρχηγός του Ολυμπιακού και οι οπαδοί των «ερυθρολεύκων» τρέφουν μεγάλη εκτίμηση για αυτόν, θεωρώντας τον ως τον Καλύτερο μη - Έλληνα παίχτη που έχει παίξει στον σύλλογο. Το ότι δεν αγωνίστηκε σε μεγάλη ομάδα της Ευρώπης αποδίδεται στη μεγάλη αγάπη που τρέφει για τον Ολυμπιακό. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους Μεγαλύτερους Ξένους παίκτες που έχουν παίξει στην Ελλάδα. Έπαιξε επίσης για την εθνική ομάδα της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, συγκεντρώνοντας 37 διεθνείς συμμετοχές με ένα γκολ και συμμετείχε με τα χρώματά της  στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006.


Ξεκίνησε τη καριέρα του από το σύλλογο της γενέτειράς του, τη Ραντνίσκι του Κραγκούγιεβατς, το 1990 και μετά από μόλις μια περίοδο, αποκτήθηκε από τον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου. Παραχωρήθηκε δανεικός στη Σπάρτακ της Σουμπότιτσα για τη σεζόν 1991/92 και το 1993, λόγω του πολέμου, έφυγε από τη χώρα, ερχόμενος στη χώρα μας, για λογαριασμό του Πανηλειακού, με το ψέμα ότι η ομάδα παίζει στη Β’ και όχι στη Γ' Εθνική κατηγορία.  Στοn Πύργο έμεινε μέχρι το καλοκαίρι του 1996, έχοντας  119 συμμετοχές και 33 γκολ και ήταν από τους μεγάλους συντελεστές στις διαδοχικές ανόδους της ομάδας. Έκανε το ντεμπούτο του στη κορυφαία κατηγορία του ελληνικού πρωταθλήματος στις 27 Αυγούστου του 1995. Το 1996, ήρθε στο δρόμο του η μεγαλύτερη στάση της ποδοσφαιρικής του καριέρας, ο Ολυμπιακός Πειραιώς. Μια στάση που διήρκησε 13 ολόκληρα χρόνια και έως το 2009, με τον ίδιο να εξελίσσεται  σε μια από τις εμβληματικότερες μορφές για τον σύλλογο του μεγάλου λιμανιού! Ήρθε στον Ολυμπιακό μαζί με τον Στέλιο Γιαννακόπουλο. Αμφότεροι ήταν από τους παίκτες που συνετέλεσαν περισσότερο στην κατάκτηση των 7 συνεχόμενων πρωταθλημάτων! Ξεχώρισε γρήγορα χάρη στον εκπληκτικό συνδυασμό δύναμης, ταχύτητας, αντοχής καθώς και της καλής ντρίμπλας και σέντρας που διέθετε, αγωνιζόμενος ως αριστερός μέσος.


Σύντομα έγινε εκτελεστής όλων των στημένων φάσεων, των πέναλτι και ταυτόχρονα ηγέτης του Ολυμπιακού. Σκόραρε 50 φορές τα 5 πρώτα χρόνια, κερδίζοντας παράλληλα και τα 5 πρωταθλήματα. Την έκτη χρονιά (2002/03) σκόραρε 14 γκολ στο πρωτάθλημα και έδωσε 15 ασίστ. Ακόμα, σκόραρε 4 γκολ σε 6 παιχνίδια στο Champions League, κάνοντας μάλιστα χατ - τρικ στον αγώνα με τη Μπάγερ του Λεβερκούζεν. Το 2003/04, πέτυχε 10 γκολ στο πρωτάθλημα και έδωσε 22 ασίστ. Τη χρονιά αυτή, ψηφίστηκε ο καλύτερος παίκτης στην Α’ Εθνική, αν και ο Ολυμπιακός δεν κέρδισε το πρωτάθλημα εκείνης της σεζόν.


Στο Champions League της περιόδου 2004/05, έχασε τα τρία πρώτα παιχνίδια εξ αιτίας τραυματισμού, αλλά επέστρεψε και σκόραρε το νικητήριο γκολ εναντίον της Ντεπορτίβο Λα Κορούνια. Συμμετείχε και στα 4 παιχνίδια του Κυπέλλου UEFA, σκοράροντας εναντίον της Νιουκάστλ. Στο ελληνικό πρωτάθλημα, οδήγησε τον Ολυμπιακό στο double βάζοντας 5 γκολ και δίνοντας 6 ασίστ. Προς γενική έκπληξη, το 2005/06 ήταν η πιο παραγωγική χρονιά του 34χρονου πλέον Τζόρτζεβιτς, χάνοντας μόλις ένα παιχνίδι στο πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής και όντας ανάμεσα στους πρώτους σκόρερ του πρωταθλήματος με 15 γκολ. Η ομάδα του κέρδισε και πάλι το double!


Λίγες μέρες μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος του 2006, κινδύνευσε η ζωή του,  βλέποντας το αυτοκίνητό του να καταστρέφεται ολοσχερώς ύστερα από τροχαίο ατύχημα. Το 2006/07 κατέκτησε τον τίτλο του πρωταθλητή για 10η φορά στα 11 χρόνια παρουσίας του στον Ολυμπιακό! Ωστόσο μία εβδομάδα μετά τη φιέστα, στις 20 Μαΐου του 2007 σκοτώθηκε, σε τροχαίο δυστύχημα στο Βελιγράδι, ο μικρός του αδερφός, σε ηλικία μόλις 20 ετών. Στις 30 Μαρτίου του 2009 ανακοίνωσε τον τερματισμό της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής. Στις 26 Απριλίου του 2009, έπαιξε το τελευταίο του παιχνίδι στο ελληνικό πρωτάθλημα εναντίον του Θρασύβουλου. Τελευταίο επίσημο παιχνίδι της καριέρας του ήταν ο τελικός του Κυπέλλου εναντίον της ΑΕΚ, στις 2 Μαΐου του 2009, που συνοδεύτηκε και με τον τελευταίο του τίτλο. Το 2009 τιμήθηκε με ειδικό βραβείο,  το έπαθλο Αθλητικής Προσφοράς και Ήθους, από το Σύνδεσμο Αθλητικών Συντακτών Ελλάδας.


Με τους «ερυθρόλευκους»  είχε 344 συμμετοχές και 126 γκολ στο πρωτάθλημα. Έφτασε κατά μέσο όρο το ένα γκολ ανά 3 αγώνες. Ο«Τζόλε» ήταν αρχηγός του Ολυμπιακού και οι οπαδοί του τρέφουν μεγάλη εκτίμηση για αυτόν, θεωρώντας τον ως τον καλύτερο μη - Έλληνα παίχτη που έχει παίξει στον Ολυμπιακό! Το ότι δεν αγωνίστηκε σε μεγάλο ευρωπαϊκό σύλλογο, αποδίδεται στη μεγάλη αγάπη που τρέφει για τον Ολυμπιακό. Είναι ο παίκτης με τα περισσότερα πρωταθλήματα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, έχοντας κατακτήσει 12 συνολικά! Ακολουθούν με 10 κατακτήσεις ο Αντώνης Νικοπολίδης, ο Αλέκος Αλεξανδρής, ο Γιώργος Ανατολάκης και ο Μίμης Δομάζος. Τέλος, στις 18 Φεβρουαρίου του 2009, έγινε ο πρώτος σκόρερ του Ολυμπιακού στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Με το γκολ του επί της Σεντ Ετιέν,έφτασε τα 15 και ξεπέρασε το Νίκο Αναστόπουλο. Τον ίδιο αριθμό τερμάτων πέτυχε έκτοτε και ο Κώστας Μήτρογλου.


Διεθνώς, αγωνίστηκε στην εθνική ομάδα της Σερβίας, με την οποία έχει 37 συμμετοχές και 1 γκολ. Έκανε ντεμπούτο του στις 2 Σεπτεμβρίου του 1998, σ’ ένα φιλικό εναντίον της Ελβετίας. Συμμετείχε στην πρόκριση της εθνικής του ομάδας για το Euro 2000, αλλά δεν επιλέχθηκε για να συμμετάσχει στα τελικά. Το  μοναδικό διεθνές τέρμα του, το σημείωσε στις 5 Σεπτεμβρίου του 2001, σε έναν προκριματικό αγώνα για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002 εναντίον της Σλοβενίας, την ισοφάριση στο τελικό 1-1. Συμμετείχε επίσης, στα προκριματικά για το Euro του 2004, αλλά η εθνική Σερβίας-Μαυροβουνίου δεν προκρίθηκε για τα τελικά της Πορτογαλίας. Συμμετείχε στο Μουντιάλ του 2006, βασικός και στους 3 αγώνες στη Φάση των Ομίλων.

Είναι νυμφευμένος με Ελληνίδα και έχει πάρει την ελληνική υπηκοότητα.






PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • 1990/91: Fudbalski klub Radnički 1923 Kragujevac, 11 (2)
  • 1991-1993: Fudbalski klub Crvena Zvezda, 11 (1)
  • 1991/92: (δανεικός) → Fudbalski klub Spartak Subotica, 25 (3)
  • 1993-1996: Πανηλειακός Αθλητικός Όμιλος Πύργου, 111 (15)
  • 1996-2009: Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς, 344 (126)

Σύνολο καριέρας: 502 (147)

Διεθνής

  • 1998-2006: Σερβία, 37 (1)


Τίτλοι

Με τον Ολυμπιακό
  • Πρωτάθλημα Ελλάδας: 12 (1996/97, 1997/98, 1998/99, 1999-2000, 2000/01, 2001/02, 2002/03, 2004/05, 2005/06, 2006/07, 2007/08, 2008/09)
  • Κύπελλο Ελλάδας: 5 (1998/99, 2004/05, 2005/06, 2007/08, 2008/09)
  • Σούπερ Καπ Ελλάδας: 2007


Ατομικά ρεκόρ



Οι παραπομπές του κειμένου στο sport24.gr, στο contra.gr και στο gazzetta.gr