Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

Μπρούνο Πεζάολα: Ο Μικρούλης

Ο Αργεντίνος αριστερός μέσος και αργότερα προπονητής Μπρούνο Πεζάολα (Bruno Pesaola), γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου του 1925, στο Μπουένος Άιρες.  Έκανε καριέρα στην Ιταλία, έχοντας συνδέσει τ’ όνομά του με την ιστορία της Νάπολι, την οποία υπηρέτησε ως παίκτης και στη συνέχεια ως προπονητής. Σαν ποδοσφαιριστής έπαιξε, εκτός της Νάπολι, στις Ρίβερ Πλέιτ, Ντοκ Σαντ, Ρόμα, Νοβάρα, Τζένοα και Σκαφατέσε. Στο Καμπιονάτο είχε συνολικά 412 συμμετοχές και 67 γκολ. Σε διεθνές επίπεδο αγωνίσθηκε μία φορά με την εθνική Ιταλίας εναντίον της εθνικής Αργεντινής. Σαν τεχνικός δούλεψε ακόμη, στις Φιορεντίνα, Μπολόνια, Συρακούσα και Πουτεολάνα. Ως προπονητής εργάσθηκε και στην Ελλάδα, αναλαμβάνοντας τον Παναθηναϊκό την περίοδο 1979/80, χωρίς όμως επιτυχία. Είχε  το παρατσούκλι «Petisso» (Ο Μικρούλης)
 
Mε τη φανέλα της Ρόμα

Ο πατέρας του ήταν ένας Ιταλός τσαγκάρης από το Μοντελουπόνε της Ματσεράτα, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στην Αργεντινή μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Ο Γκαετάνο Πεζάολα παντρεύτηκε στη χώρα της Νοτίου Αμερικής την Ινοσένσια Λίμα, πορτογαλική καταγωγής. Είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό κατά 7 χρόνια, ο οποίος μάλιστα εθεωρείτο σπουδαίο ποδοσφαιρικό ταλέντο. Δυστυχώς, ο Τζιορντάνο Πεζάολα εγκατέλειψε τα όνειρά του σε ηλικία μόλις 20 ετών, καθώς κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στην Κόρδοβα, τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι από αναπήδηση κανονιού. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1939 στην ομάδα Νέων της Ρίβερ Πλέιτ. Το 1945, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, μεταγράφηκε στη Ντοκ Σουντ της Αβεγιανέδα, το επίνειο του Μπουένος Άιρες, καθώς οι «εκατομμυριούχοι» προωθούσαν περισσότερο τον Φέλιξ Λουστάου (Félix Loustau) στην ανδρική ομάδα.


Το όνομα του ορφανού πλέον Μπρούνο, όμως, είχε ήδη αρχίσει να ξεπερνά τα όρια της Αργεντινής και αυτό αποδείχθηκε από την πρόταση που του κατέθεσε η Ρόμα το 1947. Εκεί έκανε τις πρώτες εμφανίσεις του στην ιταλική  Serie A, παίρνοντας θέση στο αριστερό άκρο της Ρόμα και σε δύο σεζόν κατέγραψε 73 συμμετοχές, οι οποίες συνδυάστηκαν με 19 γκολ. Σε ένα ματς με την Παλέρμο, τον Φεβρουάριο του 1950, ο Αρέντιο Τζιμόνα υποπίπτει σε ένα δολοφονικό τάκλιν, μετατρέποντας σε θρύψαλα την κνήμη και την περόνη του Πεζάολα, με την Ρόμα να αποφεύγει οριακά τον υποβιβασμό. Πήγε στη Νοβάρα, το 1950, όπου συνέχισε τις καλές του εμφανίσεις, σκοράροντας κόντρα στη Γιουβέντους και συμβάλλοντας στην πρώτη νίκη της Νοβάρα επί της φημισμένης αντιπάλου έπειτα από 11 ολόκληρα χρόνια. Τη δεύτερη χρονιά του με τη φανέλα των «μπιανκοατζούρι» (1951/52), σημειώνει 8 γκολ και η ομάδα του καταλαμβάνει την 8η θέση, την υψηλότερη της Ιστορίας της.


Το  1952, μεταγράφηκε στη Νάπολι, με την οποία βίωσε την πιο επιτυχημένη περίοδο της καριέρας του. Στα 8 χρόνια που έμεινε στους «παρτενοπέι», αγωνίστηκε σε 240 παιχνίδια στην κορυφαία ιταλική κατηγορία, εκ των οποίων τα 231 στο «Βόμερο» και τα 9 στο νεότευκτο «Σαν Πάολο». Στα 7 από τα 8  χρόνια ήταν ο αρχηγός των «παρτενοπέι», ενώ οι προαναφερθείσες εμφανίσεις συνδυάστηκαν με 27 γκολ, με καλύτερη θέση που κατέλαβε στη βαθμολογία να είναι η 4η, τις περιόδους 1952/53 και 1957/58. Highlight της 8ετούς θητείας του στον σύλλογο του ιταλικού νότου αποτελεί το 3-5 του 1956 στο «Σαν Σίρο» επί της μετέπειτα πρωταθλήτριας Μίλαν, με τον ίδιο να σημειώνει 2 γκολ επί του Λορέντσο Μπουφόν (Lorenzo Buffon) και το ημίχρονο να λήγει 0-5. Επαγγελματικά, τελείωσε τη καριέρα του στη Τζένοα, τη περίοδο 1960/61 και αποσύρθηκε οριστικά από την ενεργό δράση, την επόμενη χρονιά, το 1962, με τα χρώματα της ερασιτεχνικής Σκαφατέζε στη περιοχή της Νάπολι, ως παίκτης-προπονητής. Συνολικά, έπαιξε 414 παιχνίδια στην ιταλική Serie A’, σκοράροντας 67 γκολ. Πέτυχε τη καλύτερη επίδοσή του τη σεζόν 1947/48, όταν και σκόραρε 11 γκολ σε πρωτάθλημα.


Είχε πάρει την ιταλική υπηκοότητα και η μόνη του διεθνής εμφάνιση, ολοκληρώθηκε στις 26 Μαΐου του 1957, σ’ έναν αγώνα με την Πορτογαλία για την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1958. Έχει αγωνιστεί επίσης και σε 5 παιχνίδια με την β’ ιταλική ομάδα, σε ματς για το Μεσογειακό Κύπελλο. Στις 22 Απριλίου 1956, μάλιστα, ήταν βασικός στο 7-1 των «ατζούρι» επί της Εθνικής Ελλάδας, σε αναμέτρηση που διεξήχθη στη Νάπολι στο πλαίσιο του Μεσογειακού Κυπέλλου.
Mε τον Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι

Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, ξεκίνησε τη καριέρα ως προπονητής. Το 1961/62 κοουτσάρει τη Σκαφατέζε, ομάδα Δ’ κατηγορίας, ώσπου τον Φεβρουάριο του 1962 ο Ατσίλε Λάουρο, ο πρόεδρος της Νάπολι, του υποβάλλει πρόταση για να διαδεχθεί τον Φιοραβάντε Μπάλντι στον πάγκο της ομάδας. Οι 17οι και υποβιβασμένοι «παρτενοπέι» του 1961 βρίσκονται στις χαμηλές θέσεις της Serie B και το καμπανάκι του κινδύνου έχει αρχίσει να χτυπά. Όχι μόνο επανήλθε στη Serie A με ένα εκπληκτικό ντεμαράζ μέχρι τη 2η θέση, αλλά έγινε η πρώτη (και τελευταία μέχρι σήμερα) ομάδα της Serie B που κατέκτησε το Κύπελλο Ιταλίας εναντίον της SPAL! Αυτός, μάλιστα, ήταν ο πρώτος τίτλος στην Ιστορία των «παρτενοπέι», που με τον Πεζάολα στον πάγκο τους πανηγύρισαν και το Κύπελλο Άλπεων του 1966. Η συγκεκριμένη διοργάνωση, διεξαγόταν από το 1960 μέχρι το 1987 με κατά κύριο λόγο τη συμμετοχή ιταλικών, γαλλικών και ελβετικών ομάδων.


Πριν από την τελευταία αγωνιστική της διοργάνωσης του 1966, η Νάπολι ισοβαθμεί στην κορυφή με τη Γιουβέντους και αντιμετωπίζει τη Σερβέτ, τη στιγμή που ο μεγάλος της αντίπαλος διασταυρώνει τα ξίφη του με τη Μικτή Λοζάνης-Ζυρίχης. Το ματς δεν εξελίσσεται καλά για τους «παρτενοπέι» αφού στο ημίχρονο χάνουν 0-1. Τότε ο «Πετίσο» ανακοινώνει από τα μεγάφωνα ότι η «Γιούβε» προηγείται στον άλλο αγώνα και, παράλληλα, πειράζει τον πρώην «μπιανκονέρο» Ομάρ Σίβορι (Enrique Omar Sívori): «Μπράβο, άσε τον εχθρό σου τον Εριμπέρτο (τον Ερέρα, προπονητή της Γιουβέντους) να νικήσει». Ο Σίβορι «σκυλιάζει» και πραγματοποιεί μία τρομερή εμφάνιση στο β’ μέρος, ενώ οι Κανέ, Γκαστόνε Μπεάν και Βιντσέντσο Μοντεφούσκο βάζουν τα γκολ της ανατροπής. Η Νάπολι επικρατεί 3-1 και κατακτά τον πρώτο -ανεπίσημο- διεθνή τίτλο της, από τη στιγμή που το άλλο ματς διακόπτεται εις βάρος της Γιουβέντους στο 68ο λεπτό κι ενώ το σκορ ήταν 2-2.


Η καλύτερη θέση, βαθμολογικά της Νάπολι, κατά τη διάρκεια της θητείας του, ήταν η 2η πίσω από τη Μίλαν, τη σεζόν 1967/68. Το μυστικό της διάκρισης ήταν το γεγονός ότι ο Πεζάολα κατάφερε να «κολλήσει» τους δύο θρυλικούς άσους της ομάδας, τον Ζοζέ Αλταφίνι (José João Altafini) και Ομάρ Σίβορι. Ώρες ολόκληρες αφιέρωσε προκειμένου να δημιουργήσει φιλία μεταξύ των πρώην άσων της Μίλαν και της Γιουβέντους αντίστοιχα. Τα διαδοχικά γεύματα και δείπνα των τριών τους έφεραν αποτέλεσμα, ενώ αργότερα ο Πεζάολα μίλησε με λεπτομέρειες για το ζήτημα. «Το γεγονός ότι μπόρεσα να τους κάνω να συνυπάρξουν ήταν το αριστούργημά μου. Τους προσκαλούσα συχνά σε δείπνο, τους αγκάλιαζα. Την πρώτη νύχτα στο σπίτι μου βγήκαμε στη βεράντα και χαζεύαμε το γκολφ. Τους είπα: «Παιδιά, αυτή είναι μία τούρτα, υπάρχει ένα κομμάτι για όλους και είναι αρκετό για να μην χαθεί το μέτρο. Ή αν προτιμάτε μία αγελάδα με τρία μαστάρια, εγώ θα πάρω το μικρότερο, αρκεί να μην τσακωνόμαστε».

Με τον Ομάρ Σίβορι

Ο Πεζάολα υπέμεινε πολλά εκείνη τη χρονιά, με το κυριότερο όλων τις απειλές για τη σωματική ακεραιότητα της συζύγου και του παιδιού τους, αλλά όταν ο στόχος της 2ης θέσης επετεύχθη, η οικογένεια αναχώρησε για τη Φλωρεντία. Ο Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι προσπάθησε να τον πείσει να αναλάβει τη Γιουβέντους, όμως η προσφορά (60.000.000 λιρέτες) ήταν η μισή από εκείνη της Φιορεντίνα. Εργάστηκε τα επόμενα 3 χρόνια στη Φιορεντίνα, με την οποία κατέκτησε το ιταλικό πρωτάθλημα τη σεζόν 1968/69! Η άμυνα αποδείχθηκε το πιο ισχυρό όπλο, o Φράνκο Σουπέρτσι ιδιαίτερα ευέλικτος τερματοφύλακας, μπροστά του «σκούπιζε» ο αείμνηστος Ούγκο Φεράντε, με την πολύτιμη συνδρομή του Τζιουζέπε Μπρίτζι, ενώ δεξιά και αριστερά «πετούσαν φλόγες» οι Μπερνάρντο Ρογκόρα και ο μακαρίτης Εράλντο Μαντσίν αντίστοιχα. Στη μεσαία γραμμή το «έμβολο» Σαλβατόρε Εσπόζιτο υποστήριζε τον αρχηγό Τζιανκάρλο ντε Σίστι, ενώ η τριάδα συμπληρωνόταν είτε με τον Λουτσιάνο Κιαρoύτζι είτε με τον Φραντσέσκο Ρίτσο. Η επίθεση, τέλος, εκπροσωπείτο από τον ιδιοφυή Κλαούντιο Μέρλο, τον δυναμικό Μάριο Μαράσκι και τον εκρηκτικό Αμαρίλντο με τις ιδιαίτερες εμπνεύσεις του. To 2o και τελευταίο μέχρι σήμερα πρωτάθλημα της Φιορεντίνα ήταν γεγονός, αφού προηγήθηκε μία πολύ μεγάλη μάχη με τη Μίλαν του Tζιάνι Ριβέρα και την Κάλιαρι του Tζίτζι Ρίβα. Highlight της χρονιάς το 2-0 επί της Γιουβέντους στο Τορίνο, σε αναμέτρηση για την προτελευταία αγωνιστική της Serie A. Δυστυχώς, η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη, αφού η Φιορεντίνα κατέλαβε την 5η θέση το 1970 και βρισκόταν στην «ουρά» στις 13 Ιανουαρίου 1971, όταν ο Πεζάολα κλήθηκε να βρει νέα επαγγελματική στέγη.


Η θητεία του στον επόμενο σταθμό του, στη Μπολόνια ήταν εξίσου επιτυχής, μιας και κατάφερε να κατακτήσει το Κύπελλο Ιταλίας του 1974, για 2η φορά στη καριέρα του. Με την επιστροφή του στη  Νάπολι,  τη σεζόν 1976/77, κατάφερε να κερδίσει έναν άλλο τίτλο, το Αγγλο-Ιταλικό Κύπελλο, κερδίζοντας και στα 2 παιχνίδια τη Σαουθάμπτον. Επέστρεψε  και πάλι στη Μπολόνια, με την οποία είχε 2 μέτριες χρονιές παλεύοντας τον υποβιβασμό. 
 
Mε τους Αμαρίλντο, Μέρλο, Ντε Σίστι και Ρίτσο στη Φιορεντίνα

Τον Μάιο του 1978 το όνομά του πρωτακούστηκε για τον πάγκο του Ολυμπιακού και τον Δεκέμβριο του 1979, ο Γιώργος Βαρδινογιάννης προσέλαβε τον Μπρούνο Πεζάολα, ο οποίος υπέγραψε συμβόλαιο διάρκειας 6 μηνών, μετά την απόλυση του Λάκη Πετρόπουλου, στην πρώτη σεζόν που το ελληνικό ποδόσφαιρο είχε γίνει επαγγελματικό. Λίγους μήνες νωρίτερα, ο Γιώργος Βαρδινογιάννης είχε αναλάβει ένα Παναθηναϊκό γεμάτο χρέη, με το μισό του Μετοχικού Κεφαλαίου  της ομάδας να φεύγει σ αυτά και με 13 παίκτες από τους οποίους όσοι είχαν ταλέντο είχαν προβλήματα τραυματισμών ή με τη διοίκηση, ενώ οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να σηκώσουν το βάρος της φανέλας. Όταν ανέλαβε λοιπόν ο Ιταλοαργεντινός, η ομάδα ήταν στην 5η  θέση της βαθμολογίας, έχοντας μεγάλη απόσταση από τους πρωτοπόρους κι ενώ το βαθμολογικό σύστημα τότε έδινε δύο βαθμούς σε κάθε νίκη.


Ο Πεζάολα ξεκίνησε με ισοπαλία 2-2 με τον Πανιώνιο στη Νέα Σμύρνη κι αυτό ήταν άσχημο προμήνυμα αφού οι ισοπαλίες θα εξελίσσονταν σε εφιάλτη για τους «πράσινους», φέρνοντας 9 σε 21 παιχνίδια και θα τους στοίχιζαν ουσιαστικά τον τίτλο.  Το ντεμπούτο του εντός έδρας κόντρα στην Παναχαϊκή ήταν θετικό (3-1), αλλά τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 30 Δεκεμβρίου του 1979, ο Παναθηναϊκός γνώρισε τη βαρύτερη ήττα της Ιστορίας του με «θύτη» τον Ηρακλή, τόπο «εγκλήματος» το Καυτανζόγλειο Στάδιο και σκορ… 6-0! Δύο αγωνιστικές αργότερα, η ομάδα υπέστη νέα συντριβή (1-4 από τον ΠΑΣ στα Ιωάννινα), όμως ο Μπρούνο Πεζάολα «έστρωσε» τους «πράσινους», οι οποίοι δεν έχασαν επί 17 συνεχόμενες στροφές του πρωταθλήματος. Με αντεπίθεση διαρκείας, στον δεύτερο γύρο και νίκες στην Λεωφόρο επί του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ (2-0 και 1-0 αντίστοιχα), οι παίκτες του Πεζάολα βρέθηκαν στην κορυφή μαζί με τον Ολυμπιακό και τον Άρη, 2 αγωνιστικές πριν από το τέλος του πρωταθλήματος της Α’ Εθνικής Κατηγορίας.

Mε τον Μίμη Δομάζο

Τρεις ήττες είχε όλες κι όλες, αλλά δύο ήταν οι σημαντικές. Η πρώτη, αυτό το βαρύ 0-6 στο Καυτατζόγλειο από τον Ηρακλή, η άλλη από τον Ολυμπιακό στο «Καραϊσκάκη» με 0-1, την προτελευταία αγωνιστική, στις 11 Μαΐου του 1980, με γκολ του Τάκη Νικολούδη, που στοίχισε στον Παναθηναϊκό τη διεκδίκηση του πρωταθλήματος και στον Ιταλοαργεντινό τη θέση στον πάγκο. Εκεί ο Ολυμπιακός τον προσπέρασε κι έγινε φανερό ότι η μάχη για την πρώτη θέση θα κρινόταν σε μπαράζ με τον Άρη. Ο Πεζάολα βλέποντας το ετερόκλητο της ομάδας προσπάθησε να οχυρώσει την άμυνα. Σε σημαντικό βαθμό το πέτυχε, αλλά η ομάδα του παρουσίαζε προβλήματα στην ανάπτυξη του παιχνιδιού και δύσκολα έβαζε γκολ. Το τέλος της σεζόν βρήκε τον Παναθηναϊκό να δίνει μάχη για την «έξοδο» στην Ευρώπη που κρίθηκε κι αυτή σε μπαράζ στο Φάληρο, στη νίκη με 1-0 επί της ΑΕΚ με γκολ του Χουάν Όρε και με προπονητή τον Ανδρέα Ππαεμμανουήλ.


Στα τελευταία στάδια της προπονητικής καριέρας του, οδήγησε τις  Συρακούσες και πάλι την Νάπολι, χωρίς όμως να έχει τις ίδιες επιτυχίες. Οι φίλαθλοι τον θυμούνται ως ένα βαρύ καπνιστή, από τα πουράκια που κάπνιζε αρειμανίως στους πάγκους, κατά τη διάρκεια των αγώνων και το περίφημο καμιλό παλτό του που το φορούσε χειμώνα - καλοκαίρι, μιας και το θεωρούσε γούρι του! Υπήρξε επίσης και φανατικός παίκτης του πόκερ. Μετά τη συνταξιοδότησή του, συμμετείχε τακτικά σε εκπομπές ποδοσφαιρικού περιεχομένου στην ναπολιτάνικη τηλεόραση, αλλά και σε εθνικό δίκτυο. Στις 20 Νοεμβρίου του 2009, τιμήθηκε ως Επίτιμος Πολίτης της πόλης της Νάπολι.
 
Πάντα με ένα τσιγάρο στο στόμα και καμηλό παλτό για γούρι

Με την Ορνέλα
Κατά τη διάρκεια ενός χορού στη Βιτόρια, τη περίοδο 1951/52, όταν αγωνιζόταν ακόμη στη Νοβάρα, γνώρισε την Ορνέλα Ολιβιέρι, η οποία έμελλε να γίνει σύζυγός του και να του χαρίσει έναν γιο, τον Ρομπέρτο. Η λυγερή μελαχρινή κοπέλα έχει ήδη αναδειχθεί 3 διαδοχικές φορές «Μις Νοβάρα» στα τοπικά καλλιστεία και ήταν αυτή που τον πίεσε να μετακομίσουν στη Νάπολι. Ο γιος τους, ο Ρομπέρτο, εξελίχθηκε σε συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιό, χρησιμοποιώντας το καλλιτεχνικό όνομα Ζαπ Μανγκούστα. Δυστυχώς, ο κοινός βίος του Μπρούνο και της Ορνέλα διακόπηκε βίαια, το 1986, αφού εκείνη «έφυγε» χτυπημένη από τον καρκίνο. Ο Μπρούνο Πεζάολα, πέθανε στις  29 Μαΐου του 2015, στα 89 του χρόνια, στο νοσοκομείο «Fatebenefratelli» της Νάπολι από καρδιαγγειακή ρήξη.


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

 Εφηβική καριέρα

  •      1939–1944: Club Atlético River Plate

 Επαγγελματική καριέρα

  •      1945/46: Club Sportivo Dock Sud                              
  •      1947–1950: Associazione Sportiva Roma, 90 (20)
  •      1950–1952: Novara Calcio, 64 (15)
  •      1952–1960: Società Sportiva Calcio Napoli, 240 (27)
  •      1960/61: Genoa Cricket and Football Club, 20 (5)
  •      1961/62: Società Sportiva Scafatese Calcio 1922                 

 Διεθνής

  •      1957: Ιταλία, 1 (0)

 Προπονητική καριέρα

  •      1962–1968: Società Sportiva Calcio Napoli
  •      1968–1971: Associazione Calcio Firenze Fiorentina
  •      1972–1976: Bologna Football Club 1909
  •      1976/77: Società Sportiva Calcio Napoli
  •      1977–1979: Bologna Football Club 1909
  •      1979/80: Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος
  •      1980/81: Associazione Sportiva Dilettantistica Città di Siracusa
  •      1982/83: Società Sportiva Calcio Napoli
  •      1983–1985: Società Sportiva Dilettantistica Puteolana 1902

Τίτλοι

Ως προπονητής

  •      Με τη Napoli
  •      Κύπελλο Ιταλίας:  1961/62
  •      Κύπελλο Άλπεων: 1966
  •      Αγγλο-Ιταλικό Κύπελλο: 1976

Με τη Fiorentina

  •      Πρωτάθλημα Ιταλίας: 1968/69

Με τη Bologna
  •      Κύπελλο Ιταλίας:  1973/74

Προσωπικές Διακρίσεις

  •      Καλύτερος Προπονητής της Χρονιάς στην Ιταλία: 1969/70