Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Φέλιξ Μάγκατ

Ο (Δυτικο)-Γερμανός επιθετικός μέσος και αργότερα προπονητής Φέλιξ Μάγκατ (Wolfgang-Felix Magath), γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου του 1953, στο Ασάφενμπουργκ της βορειοδυτικής Βαυαρίας. Η πιο αξιοσημείωτη θητεία της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας του ήταν με το Αμβούργο, με το οποίο κατέκτησε 3 τίτλους της γερμανικής Μπουντεσλίγκα, το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1977 και το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1983, σκοράροντας και στους 2 τελικούς. Ένας από τους Καλύτερους Μέσους της γενιάς του, χωρίς ιδιαίτερα σωματικά προσόντα, (1,72 μ.), έκανε μεγάλη καριέρα ως κεντρικός μέσος, με ιδιαίτερο προσόν του το δυνατό και ευθύβολο σουτ. Κέρδισε επίσης 43 διεθνείς συμμετοχές για την εθνική ομάδα της Δυτικής Γερμανίας, κατακτώντας το Euro του 1980, φτάνοντας επίσης σε δύο συνεχόμενους τελικούς Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ως προπονητής, οι περγαμηνές του περιλαμβάνουν δύο συνεχόμενα double (Μπουντεσλίγκα και Κύπελλο Γερμανίας) με τη Μπάγερν Μονάχου και ένα ακόμη τίτλο της Μπουντεσλίγκα με την Βόλφσμπουργκ το 2009. Έχει τη φήμη της απαιτητικής σκληρής πειθαρχίας και της ολοκληρωμένης προπόνησης. Το 2014, ανέλαβε τη Φούλαμ, για να γίνει ο πρώτος Γερμανός που προπονεί σύλλογο στην Premier League.


Ξεκίνησε τη καριέρα του το 1972, από τη Βικτόρια Ασάφενμπουργκ, σύλλογο της γενέτειρας του και δύο χρόνια αργότερα, μεταγράφηκε στη Σααρμπρίκεν. Οι 76 παρουσίες του και τα 29 γκολ που πέτυχε με την μπλε-μαύρη φανέλα, τον έκαναν στόχο του Αμβούργου  κι έτσι το 1976, βρέθηκε στο λιμάνι του Γερμανικού βορρά, που έμελλε να σημαδέψει την καριέρα του. Από τη Σααρμπρίκεν έφυγε ως πρωταθλητής της Β’ Κατηγορίας, αλλά αυτή η διάκριση, ωχριά μπροστά σ’ αυτές που ακολούθησαν! 


Ως παίκτης του Αμβούργου, στέφθηκε Πρωταθλητής Ευρώπης το 1983, όταν με δικό του γκολ, μια βολίδα που άφησε στήλη άλατος τον γκολκίπερ της Γιουβέντους Στέφανο Τακόνι (Stefano Tacconi) η ομάδα του κέρδισε με 1-0 τη «Γηραιά Κυρία» στο ΟΑΚΑ. Νωρίτερα, το 1977, είχε κατακτήσει το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης με τη νίκη με 2-0 επί της Άντερλεχτ στο Άμστερνταμ. Και σ’ εκείνον τον τελικό, ο Μάγκατ είχε πετύχει το 2ο γκολ των «δεινόσαυρων», που σφράγισε τη νίκη της ομάδας του. Το γερμανικό πρωτάθλημα, τη Μπουντεσλίγκα, το κατέκτησε τρείς φορές το 1979, το 1982 και το 1983. Έπαιξε και στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1980, στο Μπερναμπέου της Μαδρίτης, όπου ηττήθηκε, παρά την καθολική υπεροχή και τη σωρεία χαμένων ευκαιριών, από τη Νότιγχαμ Φόρεστ του Μπράιαν Κλαφ (Brian Clough)! Ύστερα από 306 εμφανίσεις και 46 γκολ με το Αμβούργο, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, το 1986.


Φόρεσε το 1977 για πρώτη φορά τη φανέλα της εθνικής ομάδας της Δυτικής Γερμανίας. Το 1980, κατέκτησε με τα «πάντσερ» το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, παρέα με τους 2 συμπαίκτες του που έκαναν θραύση στο Αμβούργο, τον Μάνφρεντ Καλτζ (Manfrend Kaltz) και τον Χορστ Χρούμπες (Horst Hrubesch). Επίσης, συμμετείχε στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1982 και του 1986, που και στα δύο έφτασε ως τον τελικό, χάνοντας από την Ιταλία και την Αργεντινή αντίστοιχα. Συνολικά, φόρεσε τη φανέλα της Δυτικής Γερμανίας σε 43 παιχνίδια και πέτυχε 3 γκολ.


Ένα άλλο λιμάνι του Γερμανικού βορρά, η Βρέμη, ήταν το εφαλτήριο της προπονητικής του καριέρας, καθώς το 1992 ήταν παίκτης -προπονητής στην Μπρέμερχάφεν. Ακολούθησαν οι ερασιτέχνες του Αμβούργου, και το 1995 ανέλαβε την πρώτη ομάδα. Υπό τις οδηγίες του, το Αμβούργο συμμετείχε στο Κύπελλο UEFA, φτάνοντας μέχρι τους «16», αλλά στη Μπουντεσλίγκα δεν τα πήγαινε και πολύ καλά. Έτσι, τον Μάιο του 1997, 2 αγωνιστικές πριν το τέλος, μετά από μία ήττα εντός έδρας με 0-4 από την Κολωνία, είδε την πόρτα της εξόδου! Βρήκε δουλειά στη Νυρεμβέργη, στη Β’ κατηγορία και παρότι την πήρε στις τελευταίες θέσεις, κατάφερε να την ανεβάσει στη Μπουντεσλίγκα, όμως δεν τα βρήκε με τη διοίκηση της ομάδας, ώστε να εργαστεί στους Βαυαρούς και στην Α’ κατηγορία! Tον Οκτώβρη του 1998, ανέλαβε τη Βέρντερ  Βρέμης, η οποία πάλευε ν’ αποφύγει τον υποβιβασμό. Κατάφερε να κρατήσει την ομάδα στη μεγάλη κατηγορία, αλλά έφυγε, πριν τη λήξη της σεζόν, διότι οι σχέσεις του με τη διοίκηση και τους οπαδούς δεν ήταν οι καλύτερες! Παράλληλα, η ομάδα προχωρούσε και στο Κύπελλο Γερμανίας και μάλιστα το …κατέκτησε, κερδίζοντας στον τελικό τη Μπάγερν Μονάχου στα πέναλτι, αν και στον πάγκο βρισκόταν ο αντικαταστάτης του, ο Τόμας Σάαφ (Thomas Schaaf)!


Τον Δεκέμβριο του 1999, ανέλαβε την Άιντραχτ Φρανκφούρτης, η οποία βρισκόταν με το ένα πόδι στη Β’ κατηγορία! Με τον Μάγκατ στον πάγκο, έκανε πορεία πρωταθλητισμού στο β’ γύρο και τελικά κατόρθωσε έστω και την τελευταία αγωνιστική να παραμείνει στην κατηγορία! Αυτό το επίτευγμα, ο Μάγκατ το μνημονεύει ως το πιο σημαντικό στην καριέρα του, ακόμα και σε σχέση με τίτλους που έχει κερδίσει! Στη Φρανκφούρτη, έμεινε έως τον Ιανουάριο του 2001, όταν και απολύθηκε πάλι μετά από μια συντριβή με 1-5, ξανά από την Κολωνία! Έχοντας αποκτήσει τη φήμη του προπονητή-πυροσβέστη, που έσωζε ομάδες από τον υποβιβασμό, δεν έμεινε για πολύ άνεργος.  Ήταν η Στουτγάρδη, που έψαχνε έναν τέτοιο, τον Φεβρουάριο του 2001. Έμεινε στους Σουηβούς έως το καλοκαίρι του 2004  και δεν αρκέστηκε στο να κρατά την ομάδα στην κατηγορία. Έχοντας στη διάθεσή του, παίκτες όπως ο Τίμο Χίλντεμπραντ (Timo Hildebrand), ο Αντρέας Χίνκελ (Andreas Hinkel), ο Κέβιν Κουράνι (Kevin Dennis Kurányi) και ο Αλεξάντερ Χλεμπ (Aliaksandr Paulavich Hleb), οδήγησε την ομάδα του, ξανά στις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας και τις διεθνείς διοργανώσεις,  με αποκορύφωμα τη 2η θέση το 2003, πίσω από τη Μπάγερν Μονάχου. Υπό τις οδηγίες του, αναδείχθηκαν μετέπειτα διεθνείς παίκτες με μεγάλη καριέρα, όπως ο Φίλιπ Λαμ (Philipp Lahm) και ο Μάριο Γκόμεζ (Mario Gómez García)!


Η δουλειά που έκανε στη Στουτγάρδη, κέντρισε το ενδιαφέρον των ανθρώπων της Μπάγερν Μονάχου, που έγινε ο επόμενος σύλλογος που συνέχισε την καριέρα του. Δεν ήταν πλέον ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών, αλλά ένας προπονητής τοπ επιπέδου! Τη διετία 2004- 2006, πέτυχε με τους Βαυαρούς, αυτό που δεν πέτυχε ως σήμερα κανένας άλλος προπονητής, ακόμα και κολοσσοί των πάγκων: Δύο συνεχόμενα ντάμπλ! Μετά το Μουντιάλ του 2006, και την πώληση του Μίκαελ Μπάλακ (Michael Ballack) στη Τσέλσι, οι σχέσεις του με τη διοίκηση δεν ήταν και οι καλύτερες, με αποτέλεσμα τον Ιανουάριο του 2007, να αποτελέσει παρελθόν από τον πάγκο των Βαυαρών. Το καλοκαίρι του 2007, ανέλαβε τη Βόλφσμπουργκ ως επικεφαλής του προπονητικού τιμ και διευθυντής του ποδοσφαιρικού τμήματος. Τη προηγούμενη σεζόν, οι «λύκοι» είχαν καταφέρει να παραμείνουν στην κατηγορία  μόλις την τελευταία αγωνιστική. Αφού απέλυσε τον προπονητή Κλάους Αουγκεντάλερ (Klaus „Auge“ Augenthaler), έφερε στην ομάδα νέους παίκτες, μεταξύ των οποίων τον Βραζιλιάνο Γκραφίτε (Edinaldo Batista Libânio, “Grafite”) και τον Βόσνιο Εντίν Ντζέκο (Edin Džeko), που θα συνέθεταν ένα από τα καλύτερα επιθετικά δίδυμα στη Λίγκα. Υπό την καθοδήγηση του Μάγκατ, τον Ντιέγκο Μπενάλιο (Diego Orlando Benaglio) στο τέρμα να κατεβάζει τα ρολά, τον Ζβιέζνταν Μισίμοβιτς (Zvjezdan Misimović) να δημιουργεί και με το επιθετικό δίδυμο να βγάζει φωτιές, το 2009, η Βόλφσμπουργκ κατέκτησε τη Μπουντεσλίγκα και εξασφάλισε τη συμμετοχή της στο Τσάμπιονς Λίγκ.


Ο Μάγκατ, είχε συμφωνήσει να συνεχίσει στους «Βασιλικούς μπλε» πριν εξασφαλίσει με τη Βόλφσμπουργκ τον τίτλο του πρωταθλητή. ‘Έτσι, το καλοκαίρι του 2009, μετακόμισε για το Αουφ Σάλκε Αρένα, αναλαμβάνοντας αυξημένα καθήκοντα, όχι μόνο προπονητή, αλλά και τεχνικού διευθυντή και μέλους του Δ.Σ. Την επόμενη σεζόν, οδήγησε την ομάδα στη 2η θέση  και την επόμενη στον τελικό του Κυπέλλου  και στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λίγκ! Στη διάρκεια της σεζόν όμως, ήρθε σε κόντρα με τους οπαδούς και τη διοίκηση  και το Μάρτιο του 2011, παύθηκε από τα καθήκοντα του. Δύο μόνο μέρες μετά το διαζύγιο με τη Σάλκε, επέστρεψε στη Βόλφσμπουργκ. Οι «Λυκοι», δεν ήταν πλέον ομάδα τίτλου, αλλά προσπαθούσαν ν’ αποφύγουν τον υποβιβασμό  και ο Μάγκατ έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλά στην αρχή της καριέρας του. Την έσωσε. Τη σεζόν 2011/12, ξόδεψε πολλά εκατομμύρια για να ξαναφέρει τη Βόλφσμπουργκ σε τοπ επίπεδο, αλλά έχασε για λίγο την έξοδο στο Γιουρόπα Λίγκ. Λίγο μετά την έναρξη της σεζόν 2012/13  και αφού ο Μάριο Μάντζουκιτς (Mario Mandžukić) είχε ήδη παραχωρηθεί στη Μπάγερν, μετά από 8 αγώνες και με τη Βόλφσμπουργκ στην τελευταία θέση, απολύθηκε

Το Φλεβάρη του 2014, μετανάστευσε για την Αγγλία και τη Φούλαμ. Έγινε έτσι ο πρώτος Γερμανός προπονητής στην Πρέμιερ Λιγκ. Υπήρχε συμφωνία ως τον Ιούνη του 2015, με ισχύ και για τη Β’ κατηγορία. Το Σεπτέμβρη του 2014, και μετά το κακό ξεκίνημα της ομάδας, παύθηκε από τα καθήκοντά του. Από τον Ιούνιο του 2016 είναι προπονητής στην Σαντόνγκ Λουνένγκ Ταϊσάν στη Κίνα.

Είναι γιος ενός πρώην στρατιώτη του αμερικανικού Στρατού, των στρατευμάτων που στάθμευαν στο Ασάφενμπουργκ, με καταγωγή από το Πουέρτο Ρίκο και Γερμανίδας μητέρας. Και οι δύο είχαν εγκαταλειφθεί από τον πατέρα του το 1954, όταν επέστρεψε στην πατρίδα του. Ως έφηβος έμαθε για πρώτη φορά από τον πατέρα του, όταν ήταν 15 ετών, γράφοντας μια επιστολή προς αυτόν, στο Πουέρτο Ρίκο. Είναι λάτρης του σκακιού, κάτι το οποίο ανέπτυξε το 1978, ενώ ήταν κλινήρης λόγω ηπατίτιδας. Το 1985, μάλιστα έπαιξε σε αγώνα σιμουλτανέ εναντίον του Γκάρι Κασπάροφ (Garry Kasparov)!


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • ·         1960–1964: fR Nilkheim
  • ·         1964–1972: TV 60 Aschaffenburg

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1972–1974: Sportverein Viktoria 1901 e.V. Aschaffenburg                            
  • ·         1974–1976: 1.Fußball-Club Saarbrücken, 76 (29)
  • ·         1976–1986: Hamburger Sport-Verein, 306 (46)

Σύνολο καριέρας: 382 (75)

Διεθνής

  • ·         1977–1986: Δυτική Γερμανία, 43 (3)

Προπονητική καριέρα

  • ·         1995–1997: Hamburger Sport-Verein
  • ·         1997/98: 1. Fußball-Club Nürnberg Verein für Leibesübungen
  • ·         1998/99: Sportverein Werder Bremen von 1899
  • ·         1999–2001: Eintracht Frankfurt
  • ·         2001–2004: Verein für Bewegungsspiele Stuttgart 1893
  • ·         2004–2007: Fußball-Club Bayern München
  • ·         2007–2009: Verein für Leibesübungen Wolfsburg
  • ·         2009–2011: Fußballclub Gelsenkirchen-Schalke 04
  • ·         2011/12: Verein für Leibesübungen Wolfsburg
  • ·         2014: Fulham Football Club
  • ·         2016–    : Shandong Luneng Taishan Football Club

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Συλλογικοί

Με το Hamburger SV
  • ·         Πρωτάθλημα Γερμανίας: 3 (1978/79, 1981/82, 1982/83)
  • ·         Κύπελλο Πρωταθλητριών: 1982/83
  • ·         Κύπελλο Κυπελλούχων: 1976/77
  • ·         Ευρωπαϊκό  Super Cup: φιναλίστ 1977, 1983
  • ·         Κύπελλο UEFA: φιναλίστ 1981/82

Διεθνείς

Με τη Δυτική Γερμανία
  • ·         Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 1980

 Ως προπονητής

Με τη Stuttgart
  • ·         UEFA Intertoto Cup: 2002

Με τη Bayern Munich
  • ·         Πρωτάθλημα Γερμανίας: 2 (2004/05, 2005/06)
  • ·         Κύπελλο Γερμανίας: 2 (2004/05, 2005/06)
  • ·         Λιγκ Καπ Γερμανίας: 2004

Με τη Wolfsburg
  • ·         Πρωτάθλημα Γερμανίας: 2008/09



Με στοιχεία από το  olaballa.gr