Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Σρέτσκο Κάτανετς

Ο Γιουγκοσλάβος, σλοβένικης καταγωγής αμυντικός μέσος ή και κεντρικός αμυντικός και αργότερα προπονητής Σρέτσκο Κάτανετς (Srečko Katanec), γεννήθηκε στις 16 Ιουλίου του 1963, στη Λιουμπλιάνα, τη πρωτεύουσα της Σλοβενίας. Θεωρείται ως ένας από τους Μεγαλύτερους Σλοβένους Ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών και εκπροσώπησε τη Γιουγκοσλαβία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990. Μετά την ανεξαρτησία της Σλοβενίας, έκανε 5 διεθνείς εμφανίσεις για τη νεοσυσταθείσα σλοβενική εθνική ομάδα πριν αποσυρθεί από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Κατά τη διάρκεια της ποδοσφαιρικής του καριέρας, κατέκτησε το γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα με την Παρτιζάν και ήταν φιναλίστ στον τελικό του Κυπέλλου UEFA 1988/89 με την Στουτγάρδη. Σε μια περίοδο 5 ετών στη Σαμπντόρια, κατέκτησε την ιταλική Serie A, το Κύπελλο Ιταλίας και το Κύπελλο Κυπελλούχων, ενώ ήταν φιναλίστ στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1992, με την Μπαρτσελόνα στο Γουέμπλεϊ. Ως προπονητής, οδήγησε τη Σλοβενία για πρώτη φορά στην ιστορία της στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2000 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, ενώ είχε κι ένα περιπετειώδες πέρασμα απ’ τον Ολυμπιακό.


Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην ηλικία των 7 ετών στη ΝΚ Λιουμπλιάνα. Το 1981 πήγε στην Ολίμπια Λουμπλιάνα, στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1985 (81 συμμετοχές/10 γκολ), οπότε και μεταπήδησε στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Τη σεζόν 1985/86 δεν έπαιξε καθόλου, αλλά την επόμενη ήταν βασικός (21 συμμετοχές/3 γκολ) και στο τέλος αυτής της περιόδου μεταγράφηκε στην Παρτιζάν Βελιγραδίου, στην οποία θα μείνει για 2 χρόνια (56 συμμετοχές/10 γκολ) και θα κατακτήσει το πρωτάθλημα το 1987. Το ταλέντο του υψηλόσωμου (1,90 μ.) αμυντικού δεν περνάει απαρατήρητο και το 1988 κάνει "ανεβαίνει σκαλοπάτι" στην καριέρα του και πηγαίνει στη Μπουντεσλίγκα για να παίξει με τα χρώματα της Στουτγκάρδης (26 συμμετοχές/1 γκολ), με την οποία έφτασε μέχρι τον τελικό του κυπέλλου UEFA όπου όμως έχασε από τη Νάπολι του Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Armando Maradona).


Έμεινε στη Γερμανία μόνο μία σεζόν, καθώς οι πολύ καλές εμφανίσεις του τράβηξαν το ενδιαφέρον της Σαμπντόρια, μετακομίζοντας στο Καμπιονάτο, το καλοκαίρι του 1989, όπου στην πρώτη του κιόλας σεζόν κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων. Το 1991 κέρδισε το πρωτάθλημα Ιταλίας και την επόμενη σεζόν έφτασε μέχρι τον τελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών, ωστόσο δεν κατέκτησε το βαρύτιμο τρόπαιο, καθώς η Σαμπντόρια ηττήθηκε από τη Μπαρτσελόνα, με το γκολ-φάουλ του Ρόναλντ Κούμαν (Ronald Koeman).  Το 1994, έφτασε στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ιταλίας, κλείνοντας  την 5ετή καριέρα του στην Σαμπντόρια (87 συμμετοχές/12 γκολ), ενώ παράλληλα κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια και έβαλε τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα, σε ηλικία μόλις 31 ετών.


Πραγματοποίησε 51 συμμετοχές με την Εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας και 5 συμμετοχές με την εθνική ομάδα της Σλοβενίας. Έπαιξε το πρώτο του διεθνές παιχνίδι το 1983 στο Ζάγκρεμπ, κατά της Γαλλίας (0-0). Κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες, ενώ είχε συμμετάσχει με τη Γιουγκοσλαβία και στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα της ίδιας σεζόν στη Γαλλία! Βασικό στέλεχος της εθνικής από τότε, συμμετείχε και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 στην Ιταλία και έγινε ο μόλις 3ος Σλοβένος, επί ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, που έπαιξε σε Μουντιάλ, μετά τον Μπράνλο Όμπλακ (Branko Oblak) και τον Ντανίλο Ποπίβοντα (Danilo Popivoda). Η τελευταία φορά για την Γιουγκοσλαβία, ήταν το 1990 στην Κοπεγχάγη, κατά της Δανίας. (2-0). Συνολικά με την εθνική Γιουγκοσλαβίας είχε 31 συμμετοχές και 5 γκολ. Επίσης, είχε 5 συμμετοχές και 1 γκολ με την εθνική ομάδα της Σλοβενίας. Το τελευταίο του διεθνές παιχνίδι του ήταν στις 7 Σεπτεμβρίου του 1994, στο Μάριμπορ εναντίον της Ιταλίας (1-1).


Μετά το τέλος της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής, συνέχισε από το πόστο του προπονητή. Από το 1996 ήταν το τεχνικό δίδυμο της εθνικής Ελπίδων της Σλοβενίας, μαζί με τον Ντράγκο Κόσταϊνσεκ (Drago Kostajnšek), ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα προπονητικής και το 1998 πιάνει την πρώτη του δουλειά ως προπονητής σε σύλλογο, καθώς γίνεται ο προπονητής της Γκόριτσα.  Εκεί, δεν έμεινε καλά-καλά ούτε πεντάμηνο, όταν και τη 1η Ιουλίου του 1998 αποδέχτηκε την πρόταση της ομοσπονδίας της Σλοβενίας για να γίνει ο προπονητής της εθνικής. Καθοδήγησε επιτυχώς στα προκριματικά του Ευρωπαϊκού κυπέλλου του 2000 τη Σλοβενία η οποία προκρίθηκε στην τελική φάση αλλά έκανε και καλές εμφανίσεις στους ομίλους (ισοπαλίες με Γιουγκοσλαβία και Νορβηγία και ήττα από την Ισπανία) με μπροστάρη τον Ζλάτκο Ζάχοβιτς (Zlatko Zahovič). Η συνέχεια ήταν εξίσου επιτυχημένη αφού η Σλοβενία πέτυχε να προκριθεί και στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002, αλλά αυτή τη φορά οι εμφανίσεις της ομάδας ήταν κακές και οι 3 ήττες από Ισπανία, Νότια Αφρική και Παραγουάη στους ομίλους φυσικό επακόλουθο. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν το ξέσπασμα του Ζάχοβιτς κατά του Κάτανετς! Εξαιτίας αυτού του συμβάντος ο Κάτανετς υπέβαλλε την παραίτηση του από την τεχνική ηγεσία της Σλοβενίας, που έγινε αποδεκτή. Ο δρόμος άνοιξε λοιπόν για τον Ολυμπιακό που στις 2 Νοεμβρίου του 2002 ανακοίνωσε και επίσημα τη συμφωνία.


Ο Κάτανετς λοιπόν πιάνει δουλειά και μετά τις πρώτες προπονήσεις και αφού βγάζει αλώβητος με δύο ισοπαλίες το ντέρμπι με την ΑΕΚ (1-1) και το ματς με την Μακάμπι Χάϊφα (3-3), ανακοινώνει πως το σύστημα που του αρέσει να παίζει είναι το 3-5-2 και βάσει αυτού θα χτίσει τον Ολυμπιακό. Η ομάδα, που από την αρχή της σεζόν δεν απέδιδε τα αναμενόμενα, είχε δείξει όμως σημάδια ανάκαμψης τις αγωνιστικές που ακολούθησαν την πρόσληψη του Σλοβένου, κερδίζει άνετα τον Ιωνικό Νικαίας με 6-0, αλλά "σκοντάφτει" με τον Άρη (0-0). Ο Κάτανετς δίνει ευκαιρίες σε όλους όσους έχει στο οπλοστάσιο του και θα ακολουθήσουν 5 σερί νίκες: 4 στο πρωτάθλημα (Παναχαϊκή 7-0, Πανιώνιος 3-0, Αιγάλεω 2-0, ΠΑΣ Γιάννινα 2-1) και μία στο κύπελλο (Παναχαϊκή 2-0). Η ομάδα έδειχνε να ανακάμπτει, αλλά την κατάσταση επιδείνωσαν οι 3 σερί γκέλες με τον Παναθηναϊκό, στις  12 Ιανουαρίου του 2003, στην ήττα με 2-3, με τους "πράσινους" να βάζουν και τα... 5 γκολ του αγώνα, την Ξάνθη (1-1) και την Παναχαϊκή (0-0) για το κύπελλο (ο Ολυμπιακός προκρίθηκε λόγω του 2-0 του πρώτου αγώνα) και αρχίζουν οι πρώτες  γκρίνιες και οι «μουρμούρες» για τον Κάτανετς, ο οποίος δεχόταν μομφές και για το αγωνιστικό σύστημα που χρησιμοποιούσε.


Τότε, ο Σωκράτης Κόκκαλης προχώρησε στην ακόλουθη κίνηση: συγκρότησε μια τριμελή επιτροπή, αποτελούμενη από τους Χατζηγρηγοριάδη, Πολυχρονίου και Προτάσοφ, την οποία εξουσιοδότησε να συνεργάζεται με τον τεχνικό και να δίνει λύση στα όποια προβλήματα. Οι τρεις άνδρες, πάντως, δεν έμειναν για καιρό στο πόστο τους, αφού τους πρόλαβαν οι ίδιες οι εξελίξεις: ο Σλοβένος, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε, προέβη σε μια από τις μνημειωδέστερες δηλώσεις της σύγχρονης ιστορίας του ποδοσφαίρου μας, η οποία στάθηκε αφορμή για να αποπεμφθεί!



«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί υπάρχει η πίεση αυτή για το 7ο πρωτάθλημα. Υπάρχει ψύχωση και δεν εξελίσσεται καλά για μένα και την ομάδα. Η ομάδα θα είναι πρώτη εφόσον αξίζει να είναι πρώτη. Είσαι πρωταθλητής, εφόσον το αξίζεις και παρουσιάζεσαι καλύτερος στο γήπεδο από τον αντίπαλο. Θα παίξουμε έτσι ώστε αν αξίζουμε να είμαστε πρώτοι να αναδειχθούμε πρωταθλητές. Αυτή τη στιγμή πιστεύω πως δεν υπάρχει κάποιος κατάλληλος για να είναι ο φυσικός ηγέτης του Ολυμπιακού. Όταν δεν παίζουν καλά οι παίκτες, θα πρέπει να ψάχνουν πρώτα το πρόβλημα στους εαυτούς τους», είπε ο Κάτανετς. Τα λόγια του οποίου δεν άρεσαν καθόλου ούτε στον ισχυρό άνδρα του Ολυμπιακού, ο οποίος έκρινε ότι ήταν απαξιωτικά για την ομάδα και τους ποδοσφαιριστές του συλλόγου. Έτσι, 97 ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, η «ερυθρόλευκη» ΠΑΕ γνωστοποίησε τη διακοπή της συνεργασίας της με τον Κάτανετς, ο οποίος πρόλαβε να κοουτσάρει την ομάδα σε 14 συνολικά αγώνες, με απολογισμό 8 νίκες, 5 ισοπαλίες και μια ήττα.


Μετά τον Ολυμπιακό έμεινε άνεργος για 3 χρόνια, όταν και ανέλαβε την τριετία 2006-2009 την εθνική ομάδα, της Π.Γ.Δ.Μ. (Σκόπια), ενώ από το 2009 και μέχρι το 2011 εργάστηκε ως προπονητής στην Εθνική των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Από το 2013 είναι ο προπονητής στην εθνική ομάδα της Σλοβενίας.

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
 

Εφηβική καριέρα

  • ·         1970-1981: Nogometni Klub Ljubljana

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1981–1985: Nogometni Klub Olimpija Ljubljana, 81 (10)
  • ·         1985/86: Građanski Nogometni Klub Dinamo Zagreb, 21 (3)
  • ·         1986–1988: Fudbalski klub Partizan, 56 (10)
  • ·         1988/89: Verein für Bewegungsspiele Stuttgart 1893, 26 (1)
  • ·         1989–1994: Unione Calcio Sampdoria, 87 (12)

Σύνολο καριέρας: 271 (36)

Διεθνής

  • ·         1983–1990: Γιουγκοσλαβία, 31 (5)
  • ·         1994: Σλοβενία, 5 (1)

Προπονητική καριέρα

  • ·         1996–1998: Εθνική Νέων Σλοβενίας (βοηθός)
  • ·         1998: Nogometno Društvo Gorica
  • ·         1998–2002: Σλοβενία
  • ·         2002/03: Oλυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς
  • ·         2006–2009: Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια)
  • ·         2009–2011: Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα
  • ·         2013–          : Σλοβενία

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με τη Partizan
  • ·         Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας: 1986/87 και επιλαχών 1987/88

Με τη VfB Stuttgart
  • ·         Κύπελλο UEFA: φιναλίστ 1988/89

Με τη Sampdoria
  • ·         Πρωτάθλημα Ιταλίας: 1990/91
  • ·         Coppa Italia: 1993/94 και φιναλίστ 1990/91
  • ·         Σούπερ Καπ Ιταλίας: 1991
  • ·         Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: 1989/90
  • ·         Κύπελλο Πρωταθλητριών: φιναλίστ 1991/92