Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Βασίλης Στραβοπόδης: Ο Μάγος

Ο Έλληνας κεντρικός μέσος, Βασίλης Στραβοπόδης, γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου του 1948 στην Πάτρα. Ξεκίνησε το 1965 από τον Ολυμπιακό Πατρών στη Β΄ Εθνική και το 1968 πήγε στην Παναχαϊκή όπου έμεινε μέχρι το 1979. Με την Παναχαϊκή ξεκίνησε από την Β΄ Εθνική και έπαιξε μαζί της στην Ευρώπη και στο κύπελλο UEFA, όντας βασικό στέλεχος της μεγάλης ομάδας της Παναχαΐκής της δεκαετίας του 1970. Φόρεσε 2 φορές την φανέλα της Εθνικής Ελλάδας το 1974, ενώ έχει πολλές συμμετοχές στις εθνική Ελπίδων, 9 με την εθνική Νέων και 9 με την εθνική Ενόπλων. Σταματώντας το ποδόσφαιρο έγινε προπονητής και έκατσε στον πάγκο πολλών ομάδων της Αχαΐας στη Δ΄ Εθνική, στον Ναυπακτιακό Αστέρα αλλά και πολλές φορές στην Παναχαΐκή στην Α΄, Β΄ και Γ΄ Εθνική. Σήμερα συνεχίζει να ασχολείται με την προπονητική, έχοντας κατακτήσει πολλούς τίτλους σε τοπικό επίπεδο σαν προπονητής.


Υπήρξε Ένας από τους πιο ταλαντούχους μέσους της γενιάς του! Ξεκίνησε όπως οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές εκείνη την εποχή από τις αλάνες. Σε ηλικία 12 ετών τον είδαν κάποιοι παράγοντες του Ολυμπιακού Πατρών, που έπαιζε στην πρώτη κατηγορία της Πάτρας και του ζήτησαν να υπογράψει δελτίο. Στα 16 του χρόνια, το 1965, ήταν βασικός στην ομάδα, η οποία μετείχε πλέον στο πρωτάθλημα της Β' Εθνικής. Έπαιζε στη θέση του σέντερ φορ και είχε πετύχει αρκετά γκολ. Αργότερα, αγωνίστηκε και καθιερώθηκε ως κεντρικός μέσος.

1969 . Όρθιοι. Χρήστος Νικολάου, Γιώργος Σαραντόπουλος, Καραμπίνας, Δημήτρης Λιάρος, Γιώργος Σιδέρης. Καθιστοί. Θέμης Ρήγας, Ανδρέας Μιχαλόπουλος, Βασίλης Στραβοπόδης, Κώστας Δαβουρλής, Διονύσης Καπανδρίτης

Αυτό συνέβη τα χρόνια που ήταν στη Παναχαϊκή, η μετακίνησή του στην οποία ήταν περιπετειώδης. Προπονητής ήταν ο Τάκης Παπαρσενίου που τον ήθελε πολύ. Ο Ολυμπιακός Πατρών τους είχε αφήσει απλήρωτους, ήθελε να πάει στην Παναχαϊκή και οι άνθρωποί της τον φυγάδευσαν, το 1967 στη Σπάρτη, όπου έμεινε για τέσσερις ημέρες, μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση! Ο Ολυμπιακός Πατρών πήγε στα δικαστήρια, δικαιωνόταν, αλλά ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης -Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού, υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και υφυπουργός παιδείας επί κυβερνήσεων της Χούντας- έλεγε ο παίκτης να πάει στη Παναχαϊκή!

Βασίλης Στραβοπόδης - Ανδρέας Μιχαλόπουλος - Θέμης Ρήγας

Ο θαυμάσιος αυτός ποδοσφαιριστής, είχε «μαγικά» πόδια, απ’ τα οποία περνούσε όλο το παιχνίδι της Παναχαϊκής. Δεν τον αποκαλούσαν άλλωστε τυχαία «Μάγο». Στην Παναχαϊκή, πρωτόπαιξε το 1966, στη Β’ Εθνική. Δε μπορούσε όμως να ολοκληρώσει το έργο της ανόδου της ομάδας μόνος του – ήθελε βοηθούς. Και τους βρήκε στα πρόσωπα ορισμένων ανυπέρβλητων άσων που κόσμησαν με την αγωνιστική τους παρουσία τα ελληνικά γήπεδα, όπως ο Κώστας Δαβουρλής, ο Θέμης Ρήγας, ο Πέτρος Λεβεντάκος, ο Ανδρέας Μιχαλόπουλος, ο Δημήτρης Σπεντζόπουλος, ο Αντώνης Τζανετουλάκος, ο Κώστας Λεβέντης, ο Χρήστος Νικολάου, ο Κυριάκος Ανδρούτσος και άλλοι.  Με τη φανέλα της Παναχαϊκής είχε 228 συμμετοχές στην Α' Εθνική (290 συνολικά). Σκόρερ δεν ήταν ποτέ, αφού όλα κι όλα σημείωσε 17  γκολ με τους Πατρινούς (21 συνολικά). Άφηνε το γκολ για τους άλλους, εκείνος πρόσφερε άλλα πράγματα. Το σήμα κατατεθέν του Βασίλη Στραβοπόδη ήταν το συνεχές τρέξιμο. Όχι μόνο για να μοιράσει, αλλά και για να κόψει, να καλύψει, να πρεσάρει. Δύσκολη δουλειά, αλλά ο σπουδαίος μέσος τα κατάφερε περίφημα.


Το αποκορύφωμα της ιστορίας της Παναχαϊκής συνέπεσε με τη δική του μεστή παρουσία. Το 1973, η πατρινή ομάδα έπαιξε στο Κύπελλο UEFA! Ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή για εκείνη τη μεγάλη ομάδα της «Μεγάλης Κυρίας της Πελοποννήσου»! Απέκλεισε, μάλιστα, την αυστριακή Γκράτσερ στον πρώτο γύρο με δύο νίκες! Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1973, στο Γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στην Αθήνα, η Παναχαϊκή επιβλήθηκε με 2-1 των Αυστριακών, ύστερα από τέρματα στο 16΄ του Ανδρέα Μιχαλόπουλου και στο 43΄ του Δημήτρη Σπεντζόπουλου! Στον επαναληπτικό, στις 3 Οκτωβρίου του 1973, στο Στάδιο "Λιμπενάουε Καζινό" του Γκράτς, επιβλήθηκε ξανά της αυστριακής ομάδας, με γκολ του Σπενζτόπουλου από το 5ο λεπτό του αγώνα! Στον επόμενο Γύρο των 32, οι Πατρινοί αποκλείστηκαν από την ολλανδική Τβέντε, με ισοπαλία 1-1 στην Πάτρα (24/10/1973, 11΄ Δαβουρλής) και ήττα (0-7) στο Ενσέντε. Αυτά τα ματς θυμάται για πάντα ο Βασίλης Στραβοπόδης, μιας και ήταν ο ένας απ’ τους δύο «τίτλους», θα μπορούσε να πει κανείς, της καριέρας του. Ο άλλος, ήταν η ανάδειξη της Παναχαϊκής σε πρώτη επαρχιακή ομάδα και η αδιάλειπτη παρουσία των Πατρινών στην Α’ Εθνική για 10 σεζόν, από το 1969 έως το 1979. Με αυτόν, πάντα «πνεύμονα» στο κέντρο!


Ο ηγετικός μέσος αναπολεί με μια πικρία:
«Αξίζαμε να κερδίσουμε ένα τίτλο. Παίζαμε πολύ όμορφο ποδόσφαιρο. Ήμασταν μια παρέα, δεν είχαμε σκοπιμότητες. Διασκεδάζαμε κάθε φορά που μπαίναμε στο γήπεδο, κι αυτό μας βοηθούσε».
Τον Ιούλιο του 1974, τον ζήτησε η ΑΕΚ που είχε προπονητή τον Φράντισεκ Φάντρονκ (František Fadrhonc). Ο Λουκάς Μπάρλος, ο πρόεδρος τότε της Ένωσης, έδινε 5,5 εκατομμύρια δραχμές, η Παναχαϊκή ήθελε 6 εκατομμύρια, αλλά την επόμενη ημέρα έγινε το πραξικόπημα στην Κύπρο και σταμάτησαν οι επαφές. Όταν επανήλθε η ΑΕΚ, ο Κώστας Δαβουρλής είχε πάρει μετεγγραφή στον Ολυμπιακό και από την Παναχαϊκή απάντησαν πως «δεν μπορούμε να δώσουμε και τους δύο»! Μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της καριέρας του! Είχε προηγηθεί όμως και μια άλλη μεγάλη απογοήτευση, όταν ένα χρόνο νωρίτερα, είχε συμφωνήσει ο Παναθηναϊκός με το σύλλογό του! Όμως, ο Λιούμπισα Σπάιτς (Ljubomir "Ljubiša" Spajić) που ήταν προπονητής της ομάδας είπε στη διοίκηση ότι, «αν φύγει ο Στραβοπόδης, θα φύγω και εγώ»! Ο Γιουγκοσλάβος είχε βγάλει το 1973 τη Παναχαϊκή στο Κύπελλο UEFA, ήταν η πρώτη επαρχιακή ομάδα που κατάφερε κάτι τέτοιο στον ελλαδικό χώρο και η διοίκηση έκανε πίσω!


Το 1975, τον ενημέρωσαν από την ομάδα ότι τα είχαν βρει σε όλα με τον Ολυμπιακό. Πήγε στον Πειραιά, υπέγραψε, αλλά κάποιος από την Παναχαϊκή που είχε πρόσβαση στην ΕΠΟ, ενημέρωσε την Ομοσπονδία και με παρέμβαση κάποιου Πατρινού δεν έγινε η μεταγραφή. Έτσι, βρέθηκε να έχει υπογράψει δύο δελτία! Η υπόθεση οδηγήθηκε στα δικαστήρια, αλλά λίγες ημέρες προτού εκδικαστεί, ενημερώθηκε από κάποιους πως είτε θα έπρεπε να μείνει στη Παναχαϊκή, είτε θα κινδύνευε να τιμωρηθεί και να μείνει εκτός αγώνων για δύο χρόνια! Τελικά, έμεινε στην Πάτρα. Το εκπληκτικό ήταν πως 4 ημέρες αργότερα, έγινε το δικαστήριο, η απόφαση τον δικαίωνε, αλλά ήδη είχε υπογράψει νέο συμβόλαιο με την Παναχαϊκή! Σταμάτησε το ποδόσφαιρο, όταν αυτό έγινε επαγγελματικό στη πατρίδα μας, τη περίοδο 1979/80, σε ηλικία 31 ετών.  Συνέχισε να αγωνίζεται στον Α.Ο. Πάτραι, τότε στη Β’ Εθνική, και εκεί κρέμασε τα παπούτσια του, 4 σεζόν αργότερα, το 1984.

Έχοντας  πολλές συμμετοχές στην εθνική Ελπίδων, 9 με την εθνική Νέων και 9 με την εθνική Ενόπλων, το 1974, ο Αλκέτας Παναγούλιας, τον κάλεσε στην εθνική ομάδα και έπαιξε σε δύο εκτός έδρας παιχνίδια, μαζί με τον Μίμη Δομάζο, τον Σταύρο Σαράφη και τον Κώστα Ελευθεράκη στα χαφ. Το πρώτο, σε μια φιλική ήττα 0-2 από την Πολωνία, στις 15 Μαΐου του 1974, ξεκινώντας βασικός (αντικαταστάθηκε στο 45’) και το δεύτερο, σε μια ήττα 1-3 από την Ρουμανία, την ίδια χρονιά για το Βαλκανικό Κύπελλο. Ήταν μεγάλη υπόθεση, μιας και δεν ήταν εύκολο παίκτης επαρχιακής ομάδας, όπως η Παναχαϊκή, να φοράει τη φανέλα με το εθνόσημο. Οι συμπαίκτες και φίλοι του, ο Κώστας Δαβουρλής και ο Ανδρέας Μιχαλόπουλος το είχαν πετύχει από την Πάτρα. Έμεινε με το παράπονο, όμως, ότι δεν ταξίδεψε στη Βραζιλία, την Πρωταπριλιά του 1974, στο περίφημο ματς του Μαρακανά, όταν Βραζιλία και Ελλάδα έμειναν στο 0-0! Την Πέμπτη ήταν στην Εθνική, όπως και ο Κώστας Αϊδινίου και την Κυριακή, τα ονόματα άλλαξαν και κλήθηκαν οι Διονύσης Τσάμης και Μπάμπης Ιντζόγλου.


Σταματώντας το ποδόσφαιρο έγινε προπονητής και έκατσε στον πάγκο πολλών ομάδων της Αχαΐας στη Δ΄ Εθνική, στον Ναυπακτιακό Αστέρα αλλά και πολλές φορές στην Παναχαϊκή στην Α΄, στην Β΄ και στην Γ΄ Εθνική. Συνεχίζει να ασχολείται με την προπονητική, έχοντας κατακτήσει αρκετούς τίτλους σε τοπικό επίπεδο. Είναι παντρεμένος με τη Μαρία Κεραμιδά και έχουν ένα γιο και μία κόρη, οι οποίοι τους χάρισαν τρία εγγονάκια. Βάση του ήταν και παραμένει η πόλη της Πάτρας. Σαν εργάτης που είναι, δεν έχει σταματήσει να δουλεύει. Ήταν μαζί με τον Ανδρέα Μιχαλόπουλο στις ακαδημίες της Παναχαϊκής, δουλεύοντας πλάι στα νέα ταλέντα.


Αυτός, όταν έπαιζε, ήταν το εργαλείο της Παναχαϊκής και τώρα ψάχνει να αναδείξει τους νέους «Στραβοπόδηδες»! Ίσως του ταιριάζει καλύτερα ο ρόλος του παραγωγού και «καλλιεργητή» ταλέντων. Όπως αυτός έμαθε στους φιλάθλους της Ελλάδας πώς παίζεται η καλή μπάλα  και πώς μια «μικρή» ομάδα μπορεί να γίνει μεγάλη με το «μαγικό» άγγιγμα χαρισματικών παικτών και πολλή δουλειά, έτσι τώρα καλείται να μάθει στους εκκολαπτόμενους άσσους όλα όσα αποκόμισε από την παρουσία του στα γήπεδα. Μ’ όποιο δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, δε λέμε; Κι ο δάσκαλος εδώ είναι απ’ τους καλύτερους!

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Καριέρα

  • ·         1964-1967: Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Σύλλογος Ολυμπιακός Πατρών                   
  • ·         1968-1979: Παναχαϊκή Γυμναστική Ένωσις 1891, 228 (17)
  • ·         1979-1984: Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Σύλλογος Πάτραι

Διεθνής

  • ·         1974/75: Ελλάδα, 2 (0)

Τμήματα του κειμένου αποτελούν -ουσιαστικά- μεταφορά, σε τρίτο πρόσωπο, της συνέντευξης του Βασίλη Στραβοπόδη στον δημοσιογράφο Δημήτρη Χριστοφιδέλλη, την Τετάρτη 16 Οκτωβρίου του 2013, στην εξαιρετική στήλη της "Ελευθεροτυπίας" με τίτλο "Σαν παλιό σινεμά". Εμπλουτίστηκε και με άλλα στοιχεία, που βρήκα στο balleto.gr  

Λεονίντας (ντα Σίλβα): Το Μαύρο Διαμάντι

Ο Βραζιλιάνος κεντρικός επιθετικός ή και μεσοεπιθετικός Λεονίντας ντα Σίλβα, περισσότερο γνωστός απλά ως Λεονίντας (Leônidas da Silva), γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου του 1913, στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Θεωρείται ως ένας από τους Σημαντικότερους Παίκτες του πρώτου μισού του 20ου Αιώνα. Είχε τα παρατσούκλια «Μαύρο Διαμάντι» και «Ο Άνθρωπος Λάστιχο» λόγω της ευκινησίας του. Γεννημένος στο Ρίο ντε Τζανέιρο, ξεκίνησε την καριέρα του στη Σάο Κριστοβάο. Το 1931 και το 1932 έπαιξε για τη  Μπονσουκέσο. Εντάχθηκε στη Πενιαρόλ στην Ουρουγουάη το 1933 και μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στη Βραζιλία για να παίξει στη Βάσκο ντα Γκάμα, βοηθώντας στη κατάκτηση του πρωταθλήματος του Ρίο. Μετά από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, εντάχθηκε στη Μποταφόγκο και κέρδισε άλλο ένα πρωτάθλημα του Ρίο το 1935. Την επόμενη χρονιά πήγε στη Φλαμέγκο, όπου έμεινε μέχρι το 1941, κατακτώντας το πρωτάθλημα του Ρίο του 1939. Ήταν επίσης στο προσκήνιο του κινήματος κατά των προκαταλήψεων στο ποδόσφαιρο, όντας ένας από τους πρώτους μαύρους παίκτες που εντάχθηκαν στην τότε ελιτίστικη ομάδα της Φλαμέγκο. Εντάχθηκε στη Σάο Πάολο το 1942 και έμεινε εκεί μέχρι την αποχώρησή του από το 1950. Έπαιξε 19 φορές για την εθνική ομάδα της Βραζιλίας, σημειώνοντας 21 γκολ, παίζοντας γι’ αυτήν σε 2 Παγκόσμια Κύπελλα, ενώ ήταν ο Πρώτος Σκόρερ του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1938  με 7 γκολ. 


Γεννήθηκε τη χρονιά κατά την οποία ο πρώην πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Θίοντορ Ρούσβελτ, οργάνωσε το περιβόητο ταξίδι του στον Αμαζόνιο. Βλέπετε, η Βραζιλία ήταν πάντα πλούσια, αναπτυσσόμενη χώρα, εξόχως ελκυστική στα μάτια των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη. Επειδή όμως ο πλούτος μιας χώρας δεν έχει σχέση με το πώς ζουν οι κάτοικοί της, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αντιμετώπιζε βιοποριστικό πρόβλημα και η οικογένεια του μικρού Λεονίντας δεν αποτελούσε εξαίρεση. Γιος ναυτικού, αγάπησε το ποδόσφαιρο και γρήγορα ξεχώρισε. Δεν ξεχώριζε, όμως, ως μαθητής, προκαλώντας την οργή των γονιών του. Βλέπετε, τον ήθελαν γιατρό ή δικηγόρο, μιας και το ποδόσφαιρο στη Βραζιλία έγινε επαγγελματικό την δεκαετία του 1930 και το μέλλον ενός αθλητή ήταν θολό. Επειδή το ταλέντο όμως δεν κρύβεται, σιγά-σιγά κατάλαβαν ότι είχαν φέρει στον κόσμο μια ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα!


Σχολιαρόπαιδο ακόμα, παίζοντας σε ερασιτεχνικές ομάδες, ο «Μαύρος Μάγος» όπως αποκαλείτο στα μικράτα του, εντυπωσίαζε και τον πιο αδαή. Όταν δεν έπαιζε στην παραλία, είχε ως συνήθεια να σημαδεύει τζάμια, γι’ αυτό και μια τοπική εταιρία που τα κατασκεύαζε του πρόσφερε δουλειά στα 14 του … Οι γραφιάδες της εποχής αναφερόντουσαν σ’ αυτόν με εγκωμιαστικά σχόλια: «Είναι γρήγορος σαν κυνηγόσκυλο! Σβέλτος σαν γάτα! Δεν μοιάζει για άνθρωπος φτιαγμένος από σάρκα και οστά, μοιάζει ελαστικός λες και είναι από λάστιχο (το «Άνθρωπος-Λάστιχο» είναι ένα ακόμη από τα παρατσούκλια που θα τον ακολουθούσαν σε ολόκληρη τη ζωή του). Αεικίνητος, ακούραστος και άφοβος. Μπορεί να απειλήσει από κάθε γωνία, από κάθε θέση. Το ύψος του δεν προϊδεάζει για ένα τόσο σπουδαίο ποδοσφαιριστή, έναν ακροβάτη»!


Στατιστικά, τα κατορθώματα του Λεονίντας καταγράφονται από το 1929. Η σεζόν του με τα χρώματα της Σάο Κριστοβάο είναι εκπληκτική και τα 31 γκολ σε 21 ματς αποτελούν το «διαβατήριο» για την Σίριο ε Λιμπάνιες, στην οποία έμεινε επίσης για λίγο, σκοράροντας 50 φορές σε 47 συμμετοχές! Η Μπονσουκέσο τον έκανε δικό της το 1931 και επιτέλους, ο Λεονίντας έβλεπε μπροστά του το χρώμα του χρήματος! Ως ανήλικος, εξάλλου, είχε κερδίσει από τις μεταγραφές του μόνο …πουκάμισα και μερικά ζευγάρια παπούτσια. Με την φανέλα της Μπονσουκέσο δοκίμασε για πρώτη φορά και το ανάποδο ψαλίδι. Ήταν 24 Απριλίου του 1932, στο ματς με την Καριόκα. Κάποιοι ποδοσφαιρόφιλοι της εποχής υποστηρίζουν ότι το «Μαύρο Διαμάντι», απλά τελειοποίησε το συγκεκριμένο στιλ και πως αυτός που το εισήγαγε ήταν ο Πετρονίλιο Μπρίτο (Petronilho de Brito –[1904-1984]), ο πρώτος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής που πήρε μεταγραφή στο εξωτερικό, την αργεντίνικη Σαν Λορέντζο, το 1930.


Το βήμα εκτός Βραζιλίας δεν άργησε να το κάνει ούτε ο Λεονίντας. Μετά από 2 σεζόν, 55 γκολ σε 51 παιχνίδια και συμμετοχή με την «σελεσάο» στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, η Πενιαρόλ της Ουρουγουάης, υπογράφει με τον…«Άνθρωπο-Λάστιχο που κάνει ανάποδα ψαλίδια!» Ο Λεονίντας έμεινε στην Ουρουγουάη μόλις μία σεζόν, επιτυγχάνοντας, φυσικά, περισσότερα γκολ (28) σε σχέση με τις εμφανίσεις του (25). Η επιστροφή στα πάτρια εδάφη γίνεται για λογαριασμό της Βάσκο ντα Γκάμα, στην οποία προσφέρει 27 γκολ σε 29 ματς πριν πάει, επίσης για μία σεζόν, στην Μποταφόγκο. Το 1936 έχει έρθει η ώρα για μια νέα πρόκληση, το πρώτο λιμάνι της καριέρας του Λεονίντας.


Μέλος της λαοφιλέστατης Φλαμένγκο πια, θα υπερασπιστεί την ποδοσφαιρική της τιμή για 6 χρόνια, κάνοντας 149 συμμετοχές και –κατά την προσφιλή του συνήθεια- θα πετύχει 153 γκολ (!!!), ενώ το 1939 θα την οδηγήσει στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος του Ρίο, κούπα που ο ίδιος είχε σηκώσει ξανά το 1934 και το 1935. Στα 30 του, αποφάσισε την μεταγραφή που έμελλε να είναι και η τελευταία του. Μεταγράφηκε στη Σάο Πάουλο και η ομάδα πούλησε 8 χιλιάδες εισιτήρια διαρκείας περισσότερα, ενώ στο γήπεδο, 72.218 θεατές πλήρωσαν εισιτήριο για να τον δουν. Σε 7 σεζόν με την ομώνυμη ομάδα, πανηγύρισε 5 πρωταθλήματα, σκοράροντας 140 γκολ σε 211 συνολικά ματς. Όπως αντιλαμβάνεστε, ο πρώτος σούπερ σταρ του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου δεν σπατάλησε στο ελάχιστο το μελάνι που του αφιέρωναν οι εφημερίδες της εποχής!


Με τη Φλαμένγκο, χρησιμοποίησε το ανάποδο ψαλίδι μόνο μία φορά, το 1939, εναντίον της αργεντίνικης Ιντεπεντιέντε. Η ασυνήθιστη κίνηση απέκτησε τεράστια φήμη κάποια στιγμή, προωθώντας τη όλο και περισσότερο στην επικρατούσα τάση του ποδοσφαίρου. Για τη Σάο Πάουλο χρησιμοποίησε το ανάποδο ψαλίδι σε δύο περιπτώσεις: τη πρώτη φορά στις 14 Ιουνίου του 1942, στην ήττα από την Παλέστρα Ιτάλια (είναι η σημερινή Παλμέιρας). Το πιο διάσημο απ’ όλα, όμως ήταν αυτό  που χρησιμοποιήθηκε στις 13 Νοεμβρίου του 1948, στη επιβλητική νίκη με 8-0 νίκη επί της (βραζιλιάνικης) Γιουβέντους. Η ενέργεια αποθανατίστηκε σε μια φωτογραφία που θεωρείται ως η πιο διάσημη εικόνα του παίκτη!


Η εθνική ομάδα της Βραζιλίας είναι μια πραγματικά πονεμένη ιστορία για τον Λεονίντας, παρά τα 37 γκολ σε ισάριθμες συμμετοχές, συμπεριλαμβανομένων και ανεπίσημων αγώνων. Οι επίσημες συμμετοχές του είναι 19, στις οποίες σκόραρε 21 γκολ! Έκανε ντεμπούτο, πετυχαίνοντας 2 γκολ, στο φιλικό απέναντι στην ουγγρική Φερεντσβάρος και το 1934 έζησε το όνειρο του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ιταλίας. Ημιτελές και άχαρο όνειρο, αφού οι Λατινοαμερικάνοι αποκλείστηκαν στον πρώτο γύρο, χάνοντας στη Γένοβα από την Ισπανία με 3-1. Σκόρερ του μοναδικού βραζιλιάνικου τέρματος, ο μουστακαλής πρωταγωνιστής με το ελληνικότατο όνομα, ο οποίος θα είχε ακόμη μία ευκαιρία να εμφανίσει το ταλέντο του σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στα γήπεδα της Γαλλίας, ο Λεονίντας, ναι μεν θα μάγευε αγωνιστικά, κατακτώντας παράλληλα τον τίτλο του πρώτου σκόρερ του τουρνουά με 7 γκολ, αλλά θα ζούσε και μία από τις πιο περίεργες καταστάσεις της ζωή του, που θα τον στιγμάτιζε για πολλά χρόνια μετά…


Ο Ιούνιος του 1938 ξεκινάει ιδανικά για την εθνική Βραζιλίας. Στο αξιομνημόνευτο παιχνίδι του πρώτου γύρου κόντρα στην Πολωνία, ο Λεονίντας θα σκοράρει χατ-τρικ στο τελικό 6-5 (4-4 το 90λεπτο). Xρησιμοποίησε επίσης το ανάποδο ψαλίδι, προς τέρψη των θεατών. Όταν το έκανε, ο διαιτητής ήταν τόσο σοκαρισμένος, που δεν ήταν σίγουρος αν ήταν στο πλαίσιο των κανονισμών ή όχι! Ακολουθούν δύο ματς απέναντι στην ισχυρή Τσεχοσλοβακία της εποχής. Το πρώτο λήγει με 1-1, έπειτα από 120 λεπτά και με την FIFA να μην έχει υιοθετήσει ακόμα τον κανονισμό των πέναλτι, οι δύο «μονομάχοι» παίζουν επαναληπτικό δύο μέρες αργότερα. Ο Λεονίντας βρίσκει και πάλι δίχτυα και με σκορ 2-1, οι Βραζιλιάνοι πανηγυρίζουν την πρόκρισή τους στον ημιτελικό, κόντρα στην κάτοχο του τροπαίου Ιταλία.


Η φασιστική Ιταλία εκείνης της δεκαετίας, είχε επενδύσει πολλά στις αθλητικές επιτυχίες και η διατήρηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου αποτελούσε ζήτημα υψίστης σημασίας για τον Μπενίτο Μουσολίνι. Πολλά ακούστηκαν, τίποτα δεν αποδείχτηκε … Όπως και να ‘χει, στις 16 Ιουνίου, οι «ατζούρι» αντιμετώπιζαν στο «Βελοντρόμ» της Μασαλίας τους ανερχόμενους, θεαματικούς, φιλόδοξους Βραζιλιάνους, που είχαν τρομάξει τις μεγάλες ποδοσφαιρικές δυνάμεις της εποχής! Ο Λεονίντας, όπως και άλλοι πρωτοκλασάτοι συμπαίκτες του, …«ξεκουράστηκαν» στον πάγκο από τον προπονητή Αντεμάρ Πιμέντα (Adhemar Pimenta)! Φυσικά, δεν ήταν δυνατόν να βοηθήσουν, μιας και δεν γινόντουσαν αλλαγές τότε… Η Βραζιλία ηττήθηκε με 1-2, η Ιταλία κράτησε τα σκήπτρα της επικρατώντας της Ουγγαρίας στον τελικό με 4-2 και ο Λεονίντας ξέσπασε με δύο γκολ στον μικρό τελικό, στο νικηφόρο 4-2 επί των Σουηδών.


Το τέλος της διοργάνωσης έφερε γκρίνια πίσω στην πατρίδα και έντονες φήμες ότι οι παίκτες που δεν αγωνίστηκαν στον ημιτελικό, είχαν αμειφθεί από τους Ιταλούς με χρήματα και υποσχέσεις για μεταγραφή στο «Καμπιονάτο». Για την ιστορία, ουδείς εξ αυτών μετακόμισε στην Ευρώπη! Το 1958, ο Νιγκίνιο (Leonídio Fantoni, ‘’Niginho’’), συμπαίκτης του Λεονίντας στην εθνική, τον κατηγόρησε ανοιχτά ότι χρηματίστηκε από το καθεστώς του Μουσολίνι. Μετά τη μήνυση που κατατέθηκε, ελλείψει στοιχείων, αναγκάστηκε να ζητήσει «συγγνώμη». Έστω κι έτσι, μία αψεγάδιαστη καριέρα είχε ήδη «τσαλακωθεί» εκείνο το βράδυ στη Μασσαλία και ο Λεονίντας ντα Σίλβα όφειλε να ζήσει με το βάρος των υποψιών. Η δημοτικότητά του εντός Βραζιλίας, λίγο επηρεάστηκε, ενώ τα κατορθώματά του γίνονταν γνωστά στο εξωτερικό, άσχετα αν ο πόλεμος του στέρησε την δυνατότητα να πάρει μέρος σε άλλη μεγάλη διεθνή διοργάνωση. Πέραν όλων των άλλων, παρέμενε… «αυτός που εφηύρε το ανάποδο ψαλίδι».


Μελανό σημείο της σταδιοδρομίας του, η οχτάμηνη φυλάκιση του 1941, λόγω παραποίησης στοιχείων για αποφυγή της στρατιωτικής θητείας. Μετά το 1950, όταν και κρέμασε οριστικά τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια στο ντουλάπι, ο Λεονίντας παρέμεινε κοντά στο αντικείμενο, επιβεβαιώνοντας ότι το αγαπάει. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «O Lance» και σχολιαστής αγώνων, τόσο στο ραδιόφωνο, όσο και στην τηλεόραση, μέσο που εξαπλώθηκε μετά το δικό του ποδοσφαιρικό τέλος, αδικώντας ίσως την υστεροφημία του εκτός συνόρων, ενώ παράλληλα διατηρούσε κατάστημα επίπλων. Το 1974, προσεβλήθη από τη νόσο «Αλτσχάιμερ» και μέχρι το 2004, την χρονιά που άφησε την τελευταία του πνοή, η ομοσπονδία του Σάο Πάουλο κάλυπτε τα έξοδα νοσηλείας και φαρμακευτικής αγωγής, σαν ελάχιστη τιμή σε έναν σπουδαίο αθλητή, έναν άνθρωπο που συμβόλιζε τον αγώνα μιας ταλαιπωρημένης μεν, αξιοθαύμαστης δε γενιάς.


Στις 24 Ιανουαρίου του 2004, στη Κότια, μια πόλη στη Μητροπολιτική περιοχή του Σάο Πάουλο, η χώρα των καλλιτεχνών της «στρογγυλής θεάς» έχασε το πρώτο… mainstream ίνδαλμά της, σε ηλικία 91 ετών! Το πρώτο αψεγάδιαστο «Μαύρο Διαμάντι»  της, ο «Άνθρωπος-Λάστιχο», ο Λεονίντας ντα Σίλβα, ως άλλος ένας Λεωνίδας, κατακτούσε την ιστορική αθανασία! Διόλου άσχημα για ένα φτωχόπαιδο που έκανε προπόνηση σημαδεύοντας τζάμια …



Στην επέτειο των 100 ετών από τη γέννηση του, στις 6 Σεπτεμβρίου του 2013, η Google του αφιέρωσε το doodle της, μια κινούμενη εικόνα ενός ποδοσφαιριστή που πραγματοποιεί ανάποδο ψαλίδι, ενσωματωμένη στα γράμματα του λογότυπου της πιο διάσημης Μηχανής Αναζήτησης!


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1929: São Cristóvão de Futebol e Regatas, 29 (31)
  • ·         1929/30: Syrio e Libanez Atlético Clube, 47 (50)
  • ·         1931/32: Bonsucesso Futebol Clube, 51 (55)
  • ·         1933: Club Atlético Peñarol, 25 (28)
  • ·         1934: Club de Regatas Vasco da Gama, 29 (27)
  • ·         1935/36: Botafogo de Futebol e Regatas, 33 (42)
  • ·         1936–1942: Clube de Regatas do Flamengo, 149 (153)
  • ·         1943–1950: São Paulo Futebol Clube, 211 (140)
Σύνολο καριέρας: 574 (516)

Διεθνής

  • ·         1932–1946: Βραζιλία, 19 (21)

Τίτλοι

Συλλογικοί
Τρεις μεγάλοι Βραζιλιάνοι κανονιέρηδες. Ο Λεονίντας,
ο Αρτούρ Φριντενράιχ και ο Πελέ

Με τη Vasco da Gama
  • ·         Πολιτειακό Πρωτάθλημα Ρίο ντε Τζανέιρο (Campeonato Carioca): 1934

Με τη Botafogo
  • ·         Πολιτειακό Πρωτάθλημα Ρίο ντε Τζανέιρο (Campeonato Carioca): 1935

Με τη Flamengo
  • ·         Πολιτειακό Πρωτάθλημα Ρίο ντε Τζανέιρο (Campeonato Carioca): 1939

Με τη São Paulo
  • ·         Πολιτειακό Πρωτάθλημα Σάο Πάουλο (Campeonato Paulista): 5 (1943, 1945, 1946, 1948, 1949)

Διεθνείς

Με τη Βραζιλία
  • ·         Παγκόσμιο Κύπελλο: 3η θέση το 1938

Προσωπικές Διακρίσεις

  • ·         Πρώτος Σκόρερ Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1938
  • ·         Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης  Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1938
  • ·         Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1938
  • ·     Στην θέση #8 ως Καλύτερος Βραζιλιάνος Ποδοσφαιριστής του 20ου Αιώνα, από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου

ΠΗΓΗ: sportsonair.gr

Χοσέμπα Ετσεμπερία

Ο Ισπανός ακραίος μεσοεπιθετικός Χοσέμπα Ετσεμπερία (Joseba Etxeberria Lizardi), γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1977,  στο Ελγκοϊμπάρ της επαρχίας της Γκιπούθκοα, στη Χώρα των Βάσκων. Μετά το ξεκίνημα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στην ηλικία των 17 ετών με την Ρεάλ Σοσιεδάδ του Σαν Σεμπαστιάν, γρήγορα πήγε στην Αθλέτικ του Μπιλμπάο, σε μια αμφιλεγόμενη μεταφορά με τρομερές αντιδράσεις, περνώντας το υπόλοιπο της 16ετούς καριέρας του με τα «Λιοντάρια». 


Για την Αθλέτικ, σκόραρε συνολικά 105 γκολ σε 514 παιχνίδια, με αυτή την επίδοση σε συμμετοχές να είναι η 3η καλύτερη στην ιστορία του συλλόγου, μετά τους Χοσέ Άνχελ Ιρίμπαρ (José Ángel Iribar Cortajarena) και τον Τσέτσου Ρόχο (José Francisco 'Txetxu' Rojo Arroitia)! Από την ημέρα που ήλθε στον σύλλογο, το 1995 μέχρι και το 2010 που είπε το αντίο, φορούσε ΠΑΝΤΑ τη φανέλα με το № 17, συνήθως και στην εθνική ομάδα!  Στο Μπιλμπάο έχει το παρατσούκλι «El Gallo» (Ο Κόκορας), λόγω της ισχυρής του προσωπικότητας! Κέρδισε 53 διεθνείς συμμετοχές για την Ισπανία, σκοράροντας 12 γκολ, αντιπροσωπεύοντας τη «φούρια ρόχα» σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο και δύο Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα.


Γεννημένος  σε μια οικογένεια με ποδοσφαιρική παράδοση, αφού ο πατέρας του ήταν ένας πρώην ποδοσφαιριστής, ξεκινήστε ως παιδί να συμμετάσχει σε ερασιτεχνικούς σχηματισμούς των σχολείων που φοίτησε. Σε ηλικία 9 ετών άρχισε να παίζει σε ανταγωνιστικές κατηγορίες και στα 11 του χρόνια, εντάχθηκε στη Ρεάλ Σοσιεδάδ του Σαν Σεμπαστιάν. Με δεδομένο το νεαρό της ηλικίας του, αγωνίστηκε αρχικά στην ομάδα Under-12, κερδίζοντας ένα διεθνές τουρνουά που συμμετείχε ο σύλλογος, παράλληλα με το βραβείο του πρώτου σκόρερ! Αλλάζοντας κατηγορία, στα 14, συμμετείχε σ’ ένα τουρνουά στην Ιταλία Under-15, κερδίζοντας πάλι τον τίτλο του πρώτου σκόρερ. Στα 15 ανέβηκε στη νεανική ομάδα  της Ρεάλ Σοσιεδάδ Β και τη επόμενη χρονιά, στις 10 Απριλίου του 1994, έκανε το ντεμπούτο του με τη φανέλα της Ρεάλ Σοσιεδάδ Β στο ‘’Anoeta’’.


Έγινε βασικός  στη β' ομάδα και έπαιξε 28 παιχνίδια πετυχαίνοντας 9 γκολ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, στις 29 Ιανουαρίου του 1995, έπαιξε το πρώτο του παιχνίδι στην ισπανική La Liga σε μια νίκη 2-0, εντός έδρας επί της Εσπανιόλ, μπαίνοντας ως αλλαγή στο 85ο λεπτό του αγώνα. Στην πρώτη ομάδα έπαιξε συνολικά 7 παιχνίδια στο πρωτάθλημα, σκοράροντας 2 γκολ και ένα παιχνίδι στο Κύπελλο Ισπανίας. Στο τέλος της σεζόν, όταν ήλθε η ώρα να ανανεώσει το συμβόλαιό του με τον σύλλογο του Σαν Σεμπαστιάν, παρενέβη η Αθλέτικ του Μπιλμπάο, πληρώνοντας τη ρήτρα αποδέσμευσης!  Έγραψε ιστορία όταν έφυγε, για να φορέσει την φανέλα των «λιονταριών», καθώς η μεταγραφή κόστισε € 3 εκατομμύρια ευρώ και ήταν τότε, η υψηλότερη για παίκτη κάτω των 18 ετών στο ισπανικό ποδόσφαιρο! Για τη Σοσιεδάδ, παρά το τότε νεαρό της ηλικίας του, είναι ακόμη προδότης και δεν του συγχωρούν ότι την επόμενη χρονιά δεν εμφανίστηκε στο γήπεδο, ενώ αργότερα θα πετύχαινε εκεί μέσα 2 γκολ και θα έτρωγε τόσο μπινελίκι και κάθε είδους ιπτάμενο υλικό, που η Σοσιεδάδ θα τιμωρούνταν από την Ισπανική Ομοσπονδία!


Έκανε το ντεμπούτο του, στο πρώτο παιχνίδι πρωταθλήματος, στις 3 Σεπτεμβρίου του 1995, ακόμα στα 17 του, εναντίον της  Σανταντέρ, σκοράροντας ένα γκολ, στη νίκη με 4-0!. Την 2η αγωνιστική, ήταν ξανά βασικός, εναντίον της Ρεάλ Μαδρίτης στο ‘’Σαντιάγκο Μπερναμπέου’’, μόλις 3 ημέρες αφού είχε συμπληρώσει τα 18 του χρόνια, σκοράροντας ένα γκολ στη νίκη της Αθλέτικ με 2-1 επί των «μερένγκες»! Στο τέλος της σεζόν θα έχει κάνει πάνω από 33 εμφανίσεις, έχοντας σκοράρει 7 γκολ! Στη δεύτερη σεζόν του με κλήθηκε και στην εθνική Νέων, έχοντας υποστεί και  έναν τραυματισμό που θα τον κρατήσει έξω από τα γήπεδα για 54 ημέρες. Τη περίοδο 1997/98, σκόραρε 11 γκολ στο πρωτάθλημα, βοηθώντας την Αθλέτικ να τερματίσει 2η στο πρωτάθλημα, βάζοντας τους Βάσκους στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ της επόμενης περιόδου για πρώτη φορά στην ιστορία τους! Στην κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση, έκανε ντεμπούτο στις 12 Αυγούστου του 1998, στην Τιφλίδα εναντίον της Ντιναμό . Θα είναι ο μόνος παίκτης από τα «λιοντάρια» που θα παίξει όλους τους αγώνες της ομάδας σε αυτή τη διοργάνωση (8 παιχνίδια/2 γκολ).


Πέτυχε ρεκόρ σταδιοδρομίας, με 14 τέρματα 5 σεζόν αργότερα, τη περίοδο 2002/03, όταν και του απονεμήθηκε η αρχηγία της ομάδας! Στα πρώτα 12 χρόνια στα «λιοντάρια», ΠΟΤΕ δεν εμφανίστηκε σε λιγότερα από 28 παιχνίδια πρωταθλήματος, με χαμηλότερη συγκομιδή σκοραρίσματος να είναι τα 3 γκολ που πέτυχε τις περιόδους 2004/05 και 2006/07! Την 1η Οκτωβρίου του 2008, συμφώνησε μια παράταση του «συμβολαίου» του με τον σύλλογο, σύμφωνα με την οποία, ουσιαστικά έπαιξε τη περίοδο 2009/10, την τελευταία του σεζόν ως επαγγελματίας, ΔΩΡΕΑΝ, αφού το συμβόλαιό του έληξε τον Ιούνιο του 2009! Συμφώνησε επίσης, η όποια αποζημίωση δικαιούνταν, μιας και αφού δηλώθηκε, ήταν ‘’υποχρεωμένοι’’ από την LFP, τη Λίγκα των παικτών και την Ομοσπονδία να τον αποζημιώσουν, να κατατεθεί στο ίδρυμα της ομάδας!


Η τελευταία περίοδός του στο Σαν Μαμές, η 2009/10, δεν ήταν τόσο επιτυχημένη σε προσωπικό επίπεδο, καθώς εμφανίστηκε μόνο σε 7 αγώνες πρωταθλήματος, προσθέτοντας άλλα 7 ματς με 2 γκολ στη διοργάνωση του UEFAEuropa League. Στις 15 Μαΐου του 2010, στον αγώνα εναντίον της Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, ξεκίνησε βασικός για τελευταία φορά έχοντας και το περιβραχιόνιο του αρχηγού και στο 72ο λεπτό έγινε αλλαγή! Ολόκληρο το «Σαν Μαμές» σηκώθηκε στο πόδι και οι σκηνές που εκτυλίχθηκαν ήταν συγκινητικές! Ο αρχηγός της Αθλέτικ, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του, γνωρίζοντας την αποθέωση από τον κόσμο, τον σεβασμό από τους συμπαίκτες του και την αναγνώριση από τους ποδοσφαιριστές της Λα Κορούνια και τον διαιτητή Μεχούτο Γκονζάλες. Αξίζει να σημειωθεί πως στο συγκεκριμένο παιχνίδι είπαν αντίο και ο 39χρονος τερματοφύλακας Αρμάντο (Armando Ribeiro de Aguiar Malda) και ο 31χρονος αμυντικός μέσος, Ινάκι Μουνιόθ (Iñaki Muñoz Oroz), που γνώρισαν και αυτοί την αποθέωση!


Φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα σε 445 παιχνίδια για το ισπανικό πρωτάθλημα, σε 41 για το ισπανικό Κύπελλο, σε 2 για το ισπανικό Σούπερ Καπ, καθώς επίσης και σε 8 αγώνες για το Τσάμπιονς Λιγκ και άλλους 18 για το Κύπελλο UEFA/Europa League! Σκόραρε συνολικά 105 γκολ σε αυτά τα 514 παιχνίδια, με αυτή την επίδοση σε συμμετοχές να είναι η 3η  καλύτερη στην ιστορία του συλλόγου, μετά τους Χοσέ Άνχελ Ιρίμπαρ (José Ángel Iribar Cortajarena) και τον Τσέτσου Ρόχο (José Francisco 'Txetxu' Rojo Arroitia)! Από την ημέρα που ήλθε στον σύλλογο, το 1995 μέχρι και το 2010 που είπε το αντίο, φορούσε ΠΑΝΤΑ τη φανέλα με το № 17 στην Αθλέτικ, συνήθως και στην εθνική ομάδα! Στο Μπιλμπάο έχει το παρατσούκλι «El Gallo» (Ο Κόκορας), λόγω της ισχυρής του προσωπικότητας!


Ο τελευταίος του αγώνας με την Αθλέτικ ήταν με αντίπαλο την … ίδια την Αθλέτικ! Οι διοικούντες την Αθλέτικ διάλεξαν έναν απίστευτο και άκρως εντυπωσιακό τρόπο για να αποχαιρετήσουν  τον άνθρωπο-σημαία του συλλόγου. Πιο συγκεκριμένα, η επαγγελματική ομάδα αντιμετώπισε σε έναν άνισο από αριθμητικής πλευράς αγώνα, ο οποίος είχε διάρκεια 40’ λεπτά, 200 παιδιά, μοιρασμένα ισάριθμα στα δύο ημίχρονα του αγώνα. Τα παιδιά προέρχονταν από τις ακαδημίες του συλλόγου, τη περίφημη «Cantera» (Αλάνα), από παιδιά οπαδών που είχαν εισιτήρια διαρκείας και άλλα που είχαν κερδίσει σε διαγωνισμούς! Μπροστά σε 20.000 κόσμο λοιπόν, 11 επαγγελματίες παρατάχθηκαν με 4-4-2 απέναντι στο 20-60-17 των παιδιών με το τελικό σκορ να είναι 5-3 για τους επαγγελματίες! O τίτλος που δόθηκε για το παιχνίδι ήταν «The Impossible Game»!


Από τη συμμετοχή κάθε παιδιού μπήκε στα ταμεία του συλλόγου ένα ευρώ. Το σύνολό τους μαζί με χρήματα που θα βάλει ο σύλλογος, αλλά και άλλες φιλανθρωπικές οργανώσεις, θα κατασκευαστεί ένα γήπεδο στο Κονγκό! Η αναμέτρηση πρόσφερε αρκετό γέλιο και ευχάριστες στιγμές στους φίλους της ομάδας που βρέθηκαν στις εξέδρες του “Σαν Μαμές”. Το τιμούμενο πρόσωπο της αναμέτρησης, ο Χοσέμπα Ετσεμπερία πέτυχε μάλιστα 2 γκολ απέναντι σε 3 τερματοφύλακες!


Έχοντας αναδειχθεί πρώτος σκόρερ στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων 1995, κερδίζοντας την 4η θέση στο τουρνουά,  έκανε ντεμπούτο για την ανδρική ισπανική εθνική ομάδα, στις 19 Νοεμβρίου του 1997, σε μια φιλική ισοπαλία 1-1 με τη Ρουμανία, στη Πάλμα ντε Μαγιόρκα. Εκπροσώπησε τη χώρα του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, όντας ο νεότερος στην εθνική Ισπανίας και στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα του 2000 και του 2004. Στις 18 Ιουνίου του 2000, στο Euro αυτής της χρονιάς, σκόραρε το 2ο νικητήριο τέρμα, στη νίκη με 2-1, εναντίον της Σλοβενίας, στη  Φάση των Ομίλων. Ο τελευταίος του αγώνας ήταν αυτός απέναντι στην Ελλάδα, στις 16 Ιουνίου του 2004 στο «Μπέσα» του Οπόρτο, στην ισοπαλία 1-1 για τη Φάση των Ομίλων στο Euro του 2004, όταν και έγινε αλλαγή στο ημίχρονο, αφήνοντας την θέση του στον Χοακίν (Joaquín Sánchez Rodríguez). Συνολικά, έκανε 53 διεθνείς συμμετοχές για τη «φούρια ρόχα», σκοράροντας 12 γκολ.


Έπαιξε επίσης και σε 11 φιλικούς αγώνες, σκοράροντας 2 γκολ με τη φανέλα των «Euskal Selekzioa», της αντιπροσωπευτικής ομάδας της Χώρας των Βάσκων, της οποίας ήταν και ο αρχηγός της. Σήμερα είναι προπονητής στη Cantera, τα περίφημα τμήματα υποδομής αυτού του ξεχωριστού συλλόγου, της Αθλέτικ του Μπιλμπάο!



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • ·         Real Sociedad de Fútbol

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1994–1995: Real Sociedad de Fútbol B, 29 (9)
  • ·         1995: Real Sociedad de Fútbol, 7 (2)
  • ·         1995–2010: Athletic Club Bilbao, 445 (88)
Σύνολο καριέρας: 481 (99)

Διεθνής

  • ·         1992–1994: Ισπανία U16, 17 (11)
  • ·         1994/95: Ισπανία U18, 7 (5)
  • ·         1995: Ισπανία U20, 6 (7)
  • ·         1996/97: Εθνική Νέων Ισπανίας (U21), 3 (0)
  • ·         1997–2004: Ισπανία, 53 (12)

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με την Athletic Bilbao
  • ·         Πρωτάθλημα Ισπανίας: επιλαχών 1997/98.
  • ·         Κύπελλο Ισπανίας: φιναλίστ 2008/09.
  • ·         Σούπερ Καπ Ισπανίας: φιναλίστ 2008/09.

Με κάποια στοιχεία από εδώ: cult24.gr

Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Λεονάρντο (Αραούχο)

Ο Βραζιλιάνος επιθετικός μέσος Λεονάρντο Νασιμέντο ντε Αραούχο, περισσότερο γνωστός απλά ως Λεονάρντο (Leonardo Nascimento de Araújo, ‘’Leonardo’’), γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1969, στο Νιτερόι, μια πόλη στη νοτιοανατολική Βραζιλία, στη πολιτεία του Ρίο ντε Τζανέιρο. Ένας ευπροσάρμοστος, εξαιρετικά ευέλικτος αριστεροπόδαρος μέσος, που έπαιξε σε διάφορες θέσεις καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Ο ρόλος που καθιερώθηκε και έγινε γνωστός, ήταν στην μεσαία γραμμή, ως πλέι μέικερ ή ως αριστερό εξτρέμ, ή ακόμα και σε ένα πιο κεντρικό ρόλο, ως μεσοεπιθετικός ή δεύτερο σέντερ φορ, χάρη στην ικανότητά του να δημιουργεί ευκαιρίες, παρόλο που ο ίδιος ήταν επίσης ικανός να λειτουργεί και ως αριστερό μπακ, έχοντας ξεκινήσει απ’ αυτή τη θέση! Ένας ποδοσφαιριστής πραγματικό πολυεργαλείο! Έπαιξε για συλλόγους στη Βραζιλία, την Ισπανία, την Ιαπωνία, τη Γαλλία και την Ιταλία, κερδίζοντας τίτλους με την Φλαμέγκο, τη Σάο Πάουλο, την Κασίμα Άντλερς και τη Μίλαν. Κομψότατος και δημιουργικός παίκτης, διακρίθηκε για τα εξαιρετικά ευθύβολα και δυνατά του σουτ, ιδιαίτερα από απόσταση, για την εξαιρετική τεχνική του κατάρτιση, την αγωνιστική του οξυδέρκεια και την τακτική ευφυΐα του. Όμως, παρά το ταλέντο και τη φήμη του ως ένας από τους Καλύτερους Βραζιλιάνους της γενιάς του, ήταν επιρρεπής σε τραυματισμούς, σ’ όλη του τη καριέρα. Διεθνής 55 φορές με 7 γκολ για την εθνική ομάδα της Βραζιλίας, έπαιξε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994, κατακτώντας τον τίτλο και ήταν φιναλίστ το 1998. Έπαιξε επίσης σε 2 τουρνουά Κόπα Αμέρικα, φτάνοντας στον τελικό το 1995, κατακτώντας τον τίτλο το 1997, διεκδικώντας επίσης το Κύπελλο Συνομοσπονδιών της FIFA την ίδια χρονιά. Μετά την αποχώρησή του, έγινε προπονητής, αναλαμβάνοντας την Μίλαν και αμέσως την Ίντερ την επόμενη χρονιά και σήμερα οδηγεί την Παρί Σεν Ζερμέν.


Ξεκίνησε την καριέρα του με τη Φλαμένγκο το 1987, μόλις στα 17 του χρόνια, όταν του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει συμπαίκτης με τους παιδικούς του ήρωες, τον Ζίκο (Arthur Antunes Coimbra, ‘’Zico’’), τον Λεάντρο (José Leandro de Souza Ferreira, ‘’Leandro’’) και τον Ρενάτο Γκαούτσο (Renato Portaluppi, ‘’Renato Gaucho’’), κατακτώντας το πρώτο του βραζιλιάνικο πρωτάθλημα. Το 1990, υπέγραψε με τη Σαό Πάουλο ​​και το 1991, μαζί με τον Ραΐ (Raimundo Souza Vieira de Oliveira, ‘’Raí’’) και με άλλα νέα ταλέντα, υπήρξαν μέλη της λεγόμενης «Esquadrão Tricolor» (Τρίχρωμη Αρμάδα), υπό τη καθοδήγηση του θρύλου Τέλε Σαντάνα (Telê Santana da Silva), κατακτώντας τον δεύτερο βραζιλιάνικο τίτλο της καριέρας του.


Αργότερα εκείνη τη χρονιά, έκανε το άλμα για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, υπογράφοντας με την ισπανική Βαλένθια. Μετά από 2 σεζόν με την Βαλένθια, επέστρεψε στη Βραζιλία για ένα σύντομο πέρασμα με τη Σάο Πάουλο, το 1993, περίοδο κατά την οποία ο σύλλογος κέρδισε πολλούς τίτλους, συμπεριλαμβανομένου του Κόπα Λιμπερταδόρες και του Διηπειρωτικού Κυπέλλου. Το 1994, μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο, υπέγραψε στη Κασίμα Άντλερς, της νεοσύστατης ιαπωνικής λίγκας (J. League). Συνέχισε να έχει επιτυχίες με τη Κασίμα, παίζοντας πάλι με το είδωλο και φίλο του, τον Ζίκο. Το 1996, επέστρεψε στην Ευρώπη, αυτή τη φορά υπογράφοντας με τη γαλλική Παρί Σεν Ζερμέν, όπου και πάλι αποδείχθηκε πολύτιμος, σημειώνοντας μάλιστα αρκετά γκολ, ένα εκ των οποίων βοήθησε στον αποκλεισμό της Λίβερπουλ, στα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης της περιόδου 1996/97.


Σε αυτό το σημείο της καριέρας του, ο Λεονάρντο είχε ως επί το πλείστον σταματήσει να παίζει ως αριστερό μπακ και μετακόμισε στη μεσαία γραμμή, μερικές φορές στην αριστερή πτέρυγα, ως εξτρέμ και μερικές φορές στο κέντρο, ως πλέι μέικερ, είτε ως δεύτερος επιθετικός, εξαιτίας των τεχνικών δεξιοτήτων του, της οξυδέρκειάς του και της τακτικής νοημοσύνη του! Ήδη, από τη θητεία του στην Ιαπωνία, αυτό είχε ως αποτέλεσμα ορισμένες θεαματικές ενέργειες και γκολ, μια τάση που συνεχίστηκε και στην Ευρώπη.


Το καλοκαίρι του 1997, υπέγραψε με την ιταλική Μίλαν για € 8.500.000 ευρώ. Στη Μίλαν, έγινε ένα σημαντικό μέλος της ομάδας, ένα αστέρι πρώτης γραμμής και ήταν η Μίλαν η ομάδα με την οποία καταξιώθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο, παίζοντας στην αριστερή πτέρυγά της. Έπαιξε 4 πλήρεις σεζόν με τον σύλλογο, κατακτώντας τον ιταλικό τίτλο στη Serie A της περιόδου 1998/99, στον οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο με τις παραγωγικές εμφανίσεις του, σκοράροντας 12 γκολ. Συνολικά, σκόραρε 22 γκολ σε 177 παιχνίδια για τους «ροσονέρι», πριν επιστρέψει στην Βραζιλία για τη Σάο Πάουλο το 2001 και τη Φλαμένγκο το 2002. Αργότερα επέστρεψε στο Μιλάνο και τελείωσε την καριέρα του με την ομάδα στο τέλος της σεζόν 2002/03, κατακτώντας το Κύπελλο Ιταλίας αυτής της περιόδου, που ήταν και ο τελευταίος της καριέρας του.


Ήταν μέλος της ομάδας της Βραζιλίας κάτω των 20 ετών που κατέκτησε τη 3η θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων του 1989. Έκανε το πλήρη διεθνές ντεμπούτο του για τη Βραζιλία το 1990. Επιλέχτηκε ως αριστερό μπακ για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, στις Ηνωμένες Πολιτείες, εξοστρακίζοντας τον νεαρό Ρομπέρτο ​​Κάρλος (Roberto Carlos da Silva Rocha) έξω από την 11άδα, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του τελευταίου. Έπαιξε καλά στα πρώτα παιχνίδια, αλλά στη συνέχεια στη φάση των 16, του επιβλήθηκε τιμωρία 4 αγώνων για «σκληρό παιχνίδι» πάνω στον αμερικανικό μέσο Ταμπ Ράμος (Tabaré Ramos Ricciardi, ‘’Tab Ramos’’), που είχε σαν αποτέλεσμα ένα σπασμένο ζυγωματικό! Ο Ράμος, έπρεπε να παραμείνει στο νοσοκομείο και ανέρρωσε τρεισήμισι μήνες αργότερα! Η ποινή που του επιβλήθηκε, τον εμπόδισε από τη συμμετοχή στο υπόλοιπο του τουρνουά και είναι η 2η μεγαλύτερη τιμωρία που επιβλήθηκε στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων, μετά από αυτή του Μάουρο Τασότι (Mauro Tassotti), με την ποινή των 8 αγώνων για το σπάσιμο της μύτης του Λουίς Ενρίκε (Luis Enrique Martínez García), στους προημιτελικούς του ίδιου τουρνουά. Το 1995, πήρε μέρος στο Κόπα Αμέρικα με τη Βραζιλία, όταν και η ομάδα έφτασε μέχρι τον τελικό.


Το 1997, του δόθηκε η πιο ‘’βαριά’’ φανέλα της εθνικής ομάδας της Βραζιλίας, το № 10! Ήταν ένα σημαντικό μέλος της ομάδας που κατέκτησε το Κόπα Αμέρικα του 1997  και επίσης κέρδισε το Κύπελλο Συνομοσπονδιών της FIFA αργότερα εκείνη τη χρονιά. Έπαιξε όλα και τα 7 παιχνίδια στη 2η διοργάνωση Παγκοσμίου Κυπέλλου που συμμετείχε, αυτή του 1998 στη Γαλλία, βοηθώντας τη Βραζιλία σε μια 2η θέση. Ένα γκολ που σημείωσε, στο 2ο ημίχρονο του αγώνα εναντίον του Μαρόκου, ισοφαρίζοντας τον αγώνα, ύστερα από λίγο ακυρώθηκε ως οφ-σάιντ. Τα τελευταία του διεθνή παιχνίδια έγιναν για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002 και έκλεισε τη διεθνή καριέρα του με 60 συμμετοχές και 8 γκολ για τη Βραζιλία.


Από το 2002, είχε αφιερώσει τον εαυτό του στην προσφορά κοινωνικού έργου, μέσα από ένα ίδρυμα, το «Fundação Gol de Letra», μαζί με τον φίλο του και πρώην συμπαίκτη του, Ραΐ. Εργάστηκε  για τη τηλεόραση του BBC στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 ως ένας από τους αναλυτές της εκπομπής-επιτομής του είδους, της  «Match of the Day», μαζί με έναν άλλο πρώην τροπαιούχο Παγκόσμιο Πρωταθλητή, τον Μαρσέλ Ντεσαγί (Marcel David Desailly). Εμφανίστηκε πάλι ως αναλυτής στη «Match of the Day», την 1η Ιουνίου του 2007, μαζί με τον Άλαν Χάνσεν (Alan David Hansen) και τον Άλαν Σίρερ (Alan Shearer). Ήταν στο πρώτο παιχνίδι της Αγγλίας στο νέο Γουέμπλεϊ, στην ισοπαλία 1-1 με τη Βραζιλία.


Όταν  σταμάτησε να παίζει για τη Μίλαν, έχει γίνει κάτι μεταξύ σκάουτερ και παράγοντα για τον σύλλογο στη Βραζιλία, ένεκα του μεγάλου σεβασμού που απολαμβάνει στην πατρίδα του, βοηθώντας τους  «ροσονέρι»  να εντάξουν στις τάξεις τους, αρκετούς παίκτες παγκόσμιας κλάσης. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαδικασία που έφερε τον Κακά (Ricardo Izecson dos Santos Leite, ‘’Kaká’’) στο Μιλάνο και τον Ιούλιο του 2007 αποκαλύφθηκε ότι ο Λεονάρντο ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες που έπεισαν τον Αλεξάντρε Πάτο (Alexandre Rodrigues da Silva, ‘’Alexandre Pato’’) να υπογράψει στη Μίλαν.


Τον Δεκέμβριο του 2007, ήταν ένας από τους υποψήφιους για την κενή θέση του προπονητή της  Γουέστ Χαμ. Στις αρχές του 2008, διορίστηκε τεχνικός διευθυντής της Μίλαν. Αργότερα την ίδια χρονιά, απέκτησε την ιταλική υπηκοότητα μετά από 12 χρόνια στην Ιταλία ως κάτοικος. Όταν ο Κάρλο Αντσελότι (Carlo Ancelotti) άφησε το Μιλάνο για να γίνει προπονητής της Τσέλσι, στο τέλος Μαΐου του 2009, ο Λεονάρντο ανέλαβε πρώτος προπονητής της Μίλαν, παρά ότι εξακολουθούσαν να του λείπουν τα τυπικά προσόντα. Ωστόσο, εξαιρέθηκε από την απαίτηση της «Pro Licence» της UEFA, η οποία είναι υποχρεωτική για τους προπονητές στην ιταλική Serie A, λόγω του ότι ήταν ένας πρώην Παγκόσμιος Πρωταθλητής ως παίκτης.


Μετά από ένα κακό ξεκίνημα της σεζόν, μια ήττα-σοκ 0-4 από την «συμπολίτισσα»  Ίντερ, με τα σενάρια απόλυσης να ξεκινούν σχεδόν αμέσως, αργότερα τα αποτελέσματα βελτιώθηκαν, με την εφαρμογή ενός πρωτοποριακού, για τα ιταλικά δεδομένα συστήματος 4-2-1-3, που πήρε το παρατσούκλι ‘’4-2-φαντασία’’ από τον αντιπρόεδρο της Μίλαν Αντριάνο Γκαλιάνι. Σε μεγάλο βαθμό έδινε έμφαση στο  δημιουργικό κομμάτι, με παίκτες όπως τον Ροναλντίνιο (Ronaldo de Assis Moreira, ‘’Ronaldinho’’), τον Αντρέα Πίρλο (Andrea Pirlo) και τον Κλάρενς Ζέεντορφ (Clarence Clyde Seedorf), οδηγώντας τη Μίλαν σε μια καλή πορεία, τόσο σε Serie A, όσο  και στο UEFA Champions League, συμπεριλαμβανομένης μια αξιοσημείωτη νίκη 3-2 στο Σαντιάγκο Μπερναμπέου εναντίον της Ρεάλ Μαδρίτης και μιας νίκης 3-0 εκτός έδρας επί της Γιουβέντους, η οποία επέτρεψε στη Μίλαν να βρίσκεται στην 2η θέση στα μισά της σεζόν, 6 βαθμούς πίσω από την Ίντερ και με παιχνίδι λιγότερο. Ωστόσο, η πορεία στο Champions League διεκόπη πρόωρα, αφού αποκλείστηκαν από στο πρώτο νοκ-άουτ γύρο από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σε 2-7 συνολικά τέρματα (2-3, 0-4).


Κατά τις τελευταίες εβδομάδες της περιόδου, υπήρχαν σκέψεις να αφήσει τη Μίλαν στο τέλος της σεζόν. Τον Απρίλιο του 2010, επιβεβαίωσε αποκλίσεις με τον ιδιοκτήτη του συλλόγου και πρωθυπουργό της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, χαρακτηρίζοντας τη σχέση τους ως «δύσκολη». Επιβεβαιώθηκε ότι θα αφήσει τη Μίλαν, ύστερα από αμοιβαία συμφωνία, μετά από το τελευταίο παιχνίδι της σεζόν εναντίον της Γιουβέντους. Όντως, έφυγε από τη Μίλαν, σε μια έντονα συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα, σε ένα κατάμεστο San Siro, έχοντας σημειώσει μια νίκη με 3-0 εναντίον της Γιουβέντους.


Στις 24 Δεκεμβρίου του 2010, μετά από τις φήμες που τελικά επιβεβαιώθηκαν, ανέλαβε προπονητής της μόλις Διηπειρωτικής Πρωταθλήτριας,  Ίντερ, αντικαθιστώντας τον Ραφαέλ Μπενίτεθ (Rafael "Rafa" Benítez Maudes) σε μια αμφιλεγόμενη κίνηση, λόγω της μακράς σταδιοδρομίας του Βραζιλιάνου με την «αιώνια» αντίπαλο, τόσο ως παίκτης, όσο και ως προπονητής! Συμφώνησε μια σύμβαση 18 μηνών, με  λήξη στις 30 Ιουνίου του 2012. Ξεκίνησε πολύ καλά, συλλέγοντας 30 βαθμούς σε 12 αγώνες με μέσο όρο 2,5 πόντους ανά παιχνίδι, καλύτερα από τους προκατόχους του, Μπενίτεθ και Χοσέ Μουρίνιο (José Mário dos Santos Mourinho Félix). Στις 6 Μαρτίου του 2011, όρισε  ένα νέο ιταλικό ρεκόρ στη Serie A, συλλέγοντας 33 βαθμούς σε 13 παιχνίδια, με το προηγούμενο να ήταν 32 πόντους σε 13 παιχνίδια, του Φάμπιο Καπέλο (Fabio Capello), τη περίοδο 2004/05!


Στις 15 Μαρτίου του 2011, οδήγησε την Ίντερ σε μια αξέχαστη 3-2 εκτός έδρας νίκη στο Champions League επί της Μπάγερν Μονάχου στην Allianz Arena στο Γύρο των 16, έχοντας ηττηθεί στο πρώτο παιχνίδι στο Μιλάνο. Στις 2 Απριλίου του 2011, ηττήθηκε με 0-3 από τη Μίλαν και όταν δύο εβδομάδες αργότερα, έχασε 0-2 από τη Πάρμα, που μαχόταν τον υποβιβασμό, οι όποιες φιλοδοξίες για τίτλο ουσιαστικά τελείωσαν. Στις 6 Απριλίου, η Ίντερ ηττήθηκε 2-5 από τη Σάλκε στα προημιτελικά του Champions League. Στις 29 Μαΐου του 2011, νίκησε την Παλέρμο 3-1 για να κερδίσει τον πρώτο και μοναδικό του τρόπαιο ως προπονητής των «νερατζούρι», το Κύπελλο Ιταλίας. Παραιτήθηκε στις 18 Ιουνίου.


Τον Ιούλιο του 2011, ανέλαβε ως νέος αθλητικός διευθυντής της Παρί Σεν Ζερμέν, υπεύθυνος για σημαντικές αποφάσεις στη μεταγραφική πολιτική του συλλόγου. Ήταν ο ιθύνων νους πίσω από το διορισμό του φίλου του Κάρλο Αντσελότι ως προπονητή της Παρί Σεν Ζερμέν. Στις 10 Ιουλίου του 2013, υπέβαλε την παραίτησή του και άφησε τη πρωταθλήτρια Γαλλίας στο τέλος Αυγούστου.

Διαζευγμένος από την πρώτη σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά (ένα αγόρι και δύο κορίτσια), συνδέεται με την παρουσιάστρια του  «Sky Italia» Anna Billó, με την οποία έχει ένα γιο.



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • ·         1984–1987: Clube de Regatas do Flamengo

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1987–1990: Clube de Regatas do Flamengo, 52 (0)
  • ·         1990/91: São Paulo Futebol Clube, 44 (1)
  • ·         1991–1993: Valencia Club de Fútbol, 70 (7)
  • ·         1993/94: São Paulo Futebol Clube, 12 (3)
  • ·         1994–1996: Kashima Antlers Football Club, 49 (30)
  • ·         1996/97: Paris Saint-Germain Football Club, 34 (7)
  • ·         1997–2001: Associazione Calcio Milan, 96 (22)
  • ·         2001: São Paulo Futebol Clube, 13 (0)
  • ·         2002: Clube de Regatas do Flamengo, 0 (0)
  • ·         2002/03: Associazione Calcio Milan, 1 (0)
Σύνολο καριέρας: 371 (70)

Διεθνής

  • ·         1990–2002: Βραζιλία, 55 (7)

Προπονητική καριέρα

  • ·         2009/10: Associazione Calcio Milan
  • ·         2010/11: Football Club Internazionale Milano

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Συλλογικοί

Με τη Flamengo
  • ·         Πρωτάθλημα Βραζιλίας: 1987
  • ·         Κύπελλο Βραζιλίας: 1990


Με τη São Paulo
  • ·         Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1993
  • ·         Recopa Sudamericana: 2 (1993, 1994)
  • ·         Supercopa Sudamericana: 1993
  • ·         Πολιτειακό Πρωτάθλημα Σάο Πάουλο (Campeonato Paulista): 1991


Με την Kashima Antlers
  • ·         Πρωτάθλημα Ιαπωνίας: 1996

Με τη Paris Saint-Germain
  • Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: φιναλίστ 1996/97 

Με τη Milan
  • ·         Πρωτάθλημα Ιταλίας: 1998/99
  • ·         Κύπελλο Ιταλίας: 2002/03


Διεθνείς

Με τη Βραζιλία
  • ·         Παγκόσμιο Κύπελλο: 1994, φιναλίστ 1998
  • ·         Κύπελλο Συνομοσπονδιών FIFA: 1997
  • ·         Copa América: 1997

Προσωπικές Διακρίσεις

  • ·         Bola de Prata: 1991
  • ·         Μέλος του Hall of Fame της A.C. Milan

Ως προπονητής

Με την Internazionale
  • ·         Κύπελλο Ιταλίας: 2010/11