Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Κίκε Γουλφ

Ο Αργεντίνος αμυντικός “Κίκε” Γουλφ (Enrique Ernesto “Quique” Wolff Dos Santos), γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1949, στο Μπουένος Άιρες. Έχοντας ξεκινήσει από την Ράσινγκ Κλουμπ το 1967 μεταγράφηκε στη Ρίβερ Πλέιτ το 1972. Μετά από μια διετία ήλθε στη ισπανική Λας Πάλμας και 3 χρόνια αργότερα εντάχθηκε στη Ρεάλ Μαδρίτης, με την οποία κατέκτησε τα πρωταθλήματα του 1977/78 και 1978/79. Επέστρεψε το 1979 στην Αργεντινή για λογαριασμό της Αρχεντίνος Τζούνιορς  αλλά μετά από  μόνο 8 εμφανίσεις αποσύρθηκε από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Ήταν o ένας από τους αρχηγούς της «Αλμπιτσελέστε» στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 στη Γερμανία με άριστες αναφορές σχετικά με τις επιδόσεις του. Όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, έχοντας εξελιχθεί σ’ έναν από τους πιο διάσημους οικοδεσπότες εκπομπών ποδοσφαιρικού περιεχομένου με τρομερές ακροαματικότητες σε Παναμερικανικό επίπεδο!


Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην Ράσινγκ στην Αβεγιανέδα, το βιομηχανικό προάστιο της πρωτεύουσας, στο Μετροπολιτάνο του 1967. Ήρθε αμέσως μετά την μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία του συλλόγου, την κατάκτηση του Κόπα Λιμπερταδόρες του ίδιου έτους. Έπαιξε το πρώτο παιχνίδι του στις 16 Ιουλίου του 1967 εναντίον της Μπόκα Τζούνιορς και ήταν βασικός στον τελικό του Διηπειρωτικού, λίγους μήνες αργότερα, κατακτώντας τον τίτλο εναντίον της Σέλτικ. Έπαιξε μέχρι το 1972 για τον σύλλογο και έκανε συνολικά 165 παιχνίδια πρωταθλήματος με 31 γκολ.


Το 1973, πήγε στην Ρίβερ Πλέιτ, παίζοντας για 2 χρόνια, μη κατακτώντας κάποιον τίτλο. Όταν έφυγε, κατά την διάρκεια της σεζόν 1974/75, η Ρίβερ κατέκτησε τον πρώτο τίτλο της από το 1957! Ήρθε στην ισπανική Λας Πάλμας, στην οποία αγωνίστηκε για 3 περιόδους, συμμετέχοντας σε 93 παιχνίδια με 7 γκολ. Την περίοδο 1976/77, όταν είχε μόλις ανέβει από την Β’ Κατηγορία, με προπονητή τον Ρόκε Όλσεν (Roque Olsen) και με παίκτες όπως ο Μιγκελ Μπρίντιζι (Miguel Brindisi), Ντανιέλ Καρνεβάλι (Daniel Carnevali) και Κάρλος Μορέτε (Carlos Morete), όλοι Αργεντίνοι, κατέκτησαν την 4η θέση, την καλύτερη στην ιστορία του συλλόγου!


Το 1977 μεταγράφηκε στην Ρεάλ Μαδρίτης , στην οποία παρέμεινε 2 σεζόν. Κατέκτησε 2 φορές το ισπανικό πρωτάθλημα και μια φορά το Κύπελλο, με συμπαίκτες τους Βιθέντε ντελ Μπόσκε (Vicente del Bosque), Χουανίτο (Juanito), Πίρι (Pirri) και Σαντιλιάνα (Santillana). Με αυτές τις δύο ισπανικές ομάδες, έπαιξε συνολικά 161 παιχνίδια στην La Liga , σημειώνοντας 11 γκολ. Πήρε επίσης μέρος σε 4 παιχνίδια στο Κύπελλο Πρωταθλητριών με τη Ρεάλ, σκοράροντας ένα γκολ εναντίον της Νίντερκορν του Λουξεμβούργου, τον Σεπτέμβριο του 1978. Αν και αγωνιζόταν πάντα βασικός, έφυγε το καλοκαίρι του 1979, γυρνώντας στην Αργεντινή και την Αρχεντίνος Τζούνιορς, συμπαίκτης του νεαρού Ντιέγκο Μαραντόνα. Μετά από ένα διάλειμμα δύο ετών, το 1981, αγωνίστηκε για 7 παιχνίδια με την Τίγκρες, στην Β’ Κατηγορία, πριν τελείωσε την καριέρα του, σε ηλικία 32 ετών. Έπαιξε συνολικά 378 αγώνες και έχει σκοράρει συνολικά 48 γκολ.


Έπαιξε για την εθνική ομάδα της Αργεντινής, σε 27 παιχνίδια, από το 1972 έως το 1974, συμπεριλαμβανομένων των 5 από τα 6 παιχνίδια στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας, όπου ήταν ο ένας από τους αρχηγούς της «Αλμπιτσελέστε». Ήταν ο ηγέτης στον αγώνα με την Ανατολική Γερμανία, στη θέση του Ρομπέρτο Περφούμο (Roberto Perfumo), συμπαίκτη του στη Ράσινγκ. Ήταν πρωταθλητής Νέων Νοτίου Αμερικής το 1967.


Μετά την απόσυρσή του, ακολούθησε καριέρα δημοσιογράφου. Το 1992, ξεκίνησε μια τηλεοπτική εκπομπή με αντικείμενο το ένα ποδόσφαιρο, που ονομάζεται «Simplemente Fútbol» (Μόνο Ποδόσφαιρο) στην Αργεντινή, η οποία πρώτα προβλήθηκε σε τοπικό επίπεδο και στη συνέχεια μετακόμισε στο εθνικό δίκτυο «Telefe», που μεταδόθηκε από το 1993 έως το 1996. Το 1998, το πρόγραμμα μεταφέρθηκε στο «Fox Sports Americas». Από το 2000, η εκπομπή βγήκε στον αέρα από το «ESPN Latin America». Σήμερα, αθλητικογραφεί σε εκπομπή του  «ESPN +», σε Παναμερικανικό επίπεδο με αντικείμενο, κυρίως, το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και το Champions League, με τρομερή ακροαματικότητα. Για την καριέρα του ως αθλητικός δημοσιογράφος τιμήθηκε με το Βραβείο Konex το 1997. Στις 15 Ιουνίου του 2012, μετέφερε την Ολυμπιακή δάδα στην πόλη του Νιούκαστλ στην Αγγλία.

  


Τα λόγια του αγγίζουν όλους όσους έχουν παίξει και έχουν δει ποδόσφαιρο. Το εντυπωσιακό είναι ότι βλέποντας το video, μου ερχόντουσαν συνεχώς εικόνες από αγώνες που έχω παρακολουθήσει και κείμενα που έχω διαβάσει στο παρελθόν! Στιγμές που αποδεικνύουν ότι ζώντας με το ποδόσφαιρο, μαθαίνεις να ζεις και εκεί έξω!

Όσο υπερβολικό και αν ακούγεται αυτό!

Πώς να ξέρεις τι είναι αγάπη
αν δεν ήσουν ποτέ οπαδός μιας ομάδας;
 
Πώς να ξέρεις τι είναι πόνος,
αν ποτέ δεν σου έσπασε ένας αμυντικός την κνήμη και την περόνη
και δεν ήσουν σε ένα τείχος όταν η μπάλα σε βρήκε ακριβώς εκεί;
 
Πώς να ξέρεις τι είναι ευχαρίστηση,
αν δεν έκανες το γύρο του θριάμβου εκτός έδρας;
Πώς να ξέρεις τι είναι η στοργή,
αν δεν την θώπευσες με φάλτσο
και να την αφήσεις λαχανιασμένη στα δίχτυα;
 
Άκουσέ με!
Πώς να ξέρεις τι είναι αλληλεγγύη
αν δεν έχεις βγει μπροστά για έναν συμπαίκτη
σου που τον χτύπησαν από πίσω;
 
Πώς να ξέρεις τι είναι ποίηση,
αν δεν έχεις κάνει μια gambetta;
Πώς να ξέρεις τι είναι εξευτελισμός,
αν δεν σου έχουν περάσει την μπάλα κάτω από τα πόδια;
 
Πώς να ξέρεις τι είναι φιλία,
αν δεν έχεις κάνει μια pared;
Πώς να ξέρεις τι είναι πανικός,
αν ποτέ δεν σε εξέπληξαν με μία αντεπίθεση;
 
Πώς να ξέρεις τι είναι να πεθαίνεις λίγο,
αν ποτέ δεν πήγες να μαζέψεις την μπάλα από την εστία σου;
 
Πες μου γέρο,
πώς να ξέρεις τι είναι μοναξιά
αν δεν έχεις βρεθεί κάτω από τα τρία δοκάρια,
στα 12 βήματα από κάποιον που θέλει να σουτάρει
και να τελειώσει τις ελπίδες σου;
 
Πώς να ξέρεις τι είναι λάσπη
αν δεν έκανες ποτέ ένα τάκλιν στα πόδια του αντιπάλου
για να βγάλεις την μπάλα πλάγιο;
 
Πώς να ξέρεις τι είναι εγωισμός,
αν ποτέ δεν έκανες ακόμα μία,
ενώ το 9αρι περίμενε μόνο του την μπάλα;
 
Πώς να ξέρεις τι είναι τέχνη,
αν ποτέ, ποτέ δεν έχεις κάνει μια rabona;
Πώς να ξέρεις τι είναι μουσική,
αν δεν έχεις τραγουδήσει ποτέ μπροστά στο πέταλο;
 
Πώς να ξέρεις τι είναι η αδικία,
αν δεν σου έχει βγάλει μια κόκκινη ένας διαιτητής που παίζει έδρα;
Πες μου, πώς να ξέρεις τι είναι η αϋπνία
αν ποτέ δεν έχεις υποβιβαστεί;
 
Πώς, πώς να ξέρεις τι είναι μίσος,
αν ποτέ δεν έχεις βάλει ένα αυτογκόλ;
Πώς να ξέρεις τι είναι να κλαις
αν ποτέ, αν ποτέ δεν έχεις χάσει έναν τελικό Mundial
με ένα αμφισβητούμενο πέναλτι;
 
Πώς να ξέρεις αγαπημένε φίλε,
πώς να ξέρεις πώς είναι η ζωή,
αν δεν έχεις παίξει ποτέ ποδόσφαιρο;

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • 1967–1972: Racing Club de Avellaneda, 165 (31)
  • 1973/74: Club Atlético River Plate, 37 (6)
  • 1974–1977: Unión Deportiva Las Palmas, 93 (7)
  • 1977–1979: Real Madrid Club de Fútbol[, 68 (4)
  • 1979: Asociación Atlética Argentinos Juniors, 8 (0)
  • 1981: Club Atletico Tigre, 7 (0)

Διεθνής

  • 1972–1974: Αργεντινή, 27 (1)

Τίτλοι

Με την Racing Club
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1967

Με την Real Madrid

  • Πρωτάθλημα Ισπανίας: 2 (1977/78, 1978/79)

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Φιλ Νιλ

Ο Άγγλος δεξιός ακραίος αμυντικός, Φιλ Νιλ (Philip George «Phil» Neal), γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 1951, στο Ίρτσεστερ, στα ανατολικά Μίντλαντς, κοντά στο Νορθάμπτον. Ένας από τους καλύτερους δεξιούς οπισθοφύλακες των αγγλικών γηπέδων! Γρήγορος στις επεμβάσεις του, μαχητικός και ιδιαίτερα επικίνδυνος στις επιθετικές του εξάρσεις, αποδείχθηκε ένα πολύτιμο «εργαλείο» για τους προπονητές του. Αγωνίστηκε για τη Νορθάμπτον, τη Λίβερπουλ και τη Μπόλτον και είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους Άγγλους παίκτες όλων των εποχών, έχοντας κερδίσει 23 εθνικούς και διεθνείς τίτλους, που αναλύονται σε 8 πρωταθλήματα, 4 Λιγκ Καπ και 5 Charity Shields στην Αγγλία, καθώς επίσης 4 Κύπελλα Πρωταθλητριών, ένα Κύπελλο UEFA και ένα Ευρωπαϊκό Super Cup, όλους κατά τη διάρκεια των 11 σεζόν του στη Λίβερπουλ. Αργότερα επέστρεψε στην Μπόλτον ως προπονητής, οδηγώντας τους στη κατάκτηση του Football League Trophy, έχοντας κατοπινές θητείες στη Κόβεντρι, τη Κάρντιφ και τη Μάντσεστερ Σίτι. Είχε επίσης μια μεγάλη καριέρα με την εθνική ομάδα της Αγγλίας, κερδίζοντας 50 διεθνείς συμμετοχές και έπαιξε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982. Το παρατσούκλι του, όσο ήταν στη Λίβερπουλ ήταν «Ζίκο»,  μια αναφορά στον Βραζιλιάνο πλέι-μέικερ και ένα κομπλιμέντο για τον Νιλ, ο οποίος ήταν γνωστός για το σκοράρισμα σημαντικών γκολ σε όλη την ιστορία του συλλόγου. Ο γιος του, Άσλεϊ (Ashley), έγινε κι αυτός επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.


Ντεμπουτάρισε ως επαγγελματίας το 1968 με τη Νορθάμπτον. Ανήκε στους «Κόμπλερς» ως το 1974, βασικότατο στέλεχός τους, συμμετέχοντας σε 187 παιχνίδια τους, σημειώνοντας 27 τέρματα και καταθέτοντας τα διαπιστευτήριά του. Οι άνθρωποι της Λίβερπουλ, εντυπωσιασμένοι από τις εμφανίσεις του, έσπευσαν και απέσπασαν την υπογραφή του. Στις 9 Οκτωβρίου του 1974, ο σπουδαίος Μπομπ Πέισλι (Bob Paisley), που είχε τότε τα ηνία της ομάδας, δαπάνησε 66.000 στερλίνες, για τον φέρει στο Άνφιλντ.



Έκανε το ντεμπούτο του σ’ ένα ντέρμπι του Μερσεϊσάιντ κόντρα στην Έβερτον στο Γκούντισον Παρκ, στις 16 Νοεμβρίου του 1974, σε ένα παιχνίδι που έληξε 0-0. Έκανε το ντεμπούτο του μαζί με τον Τέρι ΜακΝτέρμοτ (Terry McDermott). Το πρώτο γκολ για τον σύλλογο, ήρθε σχεδόν ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου του 1975, κατά τη διάρκεια της νίκης με 6-0 επί της Ρεάλ Σοσιεδάδ για το Κύπελλο UEFA στο Άνφιλντ. Σκόραρε από πέναλτι στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1977, στη νίκη επί της Γκλάντμπαχ στη Ρώμη, κατακτώντας για πρώτη φορά το τρόπαιο. Έπαιξε στους τελικούς του 1978 και του 1981, στις νίκες επί της Μπριζ και της Ρεάλ Μαδρίτης αντίστοιχα, πριν σκοράρει στον τελικό του 1984, στη νίκη επί της Ρόμα. Αυτό σήμαινε ότι ο Φιλ Νιλ ήταν ο μόνος παίκτης της Λίβερπουλ που έχει συμμετάσχει και στους 4 θριάμβους των «Κόκκινων» στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980.


Υπηρέτησε τον ιστορικό σύλλογο του Μερσεϊσάιντ για 11 συναπτά χρόνια. Σ’ αυτό το διάστημα χρησιμοποιήθηκε σε πάνω από 650 αναμετρήσεις, σε όλες τις διοργανώσεις και σημείωσε 60 τέρματα, όντας δεινός εκτελεστής πέναλτι! Συμμετείχε σε 365 συνεχόμενα παιχνίδια των «κόκκινων», από τις 14 Δεκεμβρίου του 1974 έως τις 24 Σεπτεμβρίου του 1983, όταν έλειψε από ένα (!!!) παιχνίδι, λόγω τραυματισμού που υπέστη σ’ έναν αγώνα εναντίον της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που τον ανάγκασε να χάσει τον αγώνα της επόμενης εβδομάδας εναντίον της Σάντερλαντ!


Πανηγύρισε την κατάκτηση 8 πρωταθλημάτων, 4 Λιγκ Καπ και 5 Τσάριτι Σιλντ σε ότι αφορά τις εθνικές διοργανώσεις. Διεθνώς, κατέκτησε 4 Κύπελλα  Πρωταθλητριών Ευρώπης, το 1977, το 1978, το 1981 και το 1984, βασικός και στους 4 τελικούς, αλλά και σε εκείνον της περιόδου 1984/85, στον οποίο η Λίβερπουλ ηττήθηκε από τη Γιουβέντους! Σκόραρε σε αυτούς του 1977 και του 1984. Είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής της «κόκκινης αρμάδας» των τελών της δεκαετίας του 1970 και των αρχών του 1980, που συμμετείχε σε όλους τους νικηφόρους τελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών! Κατέκτησε επίσης το Κύπελλο UEFA του 1976 και το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ του 1977. Ακόμη, διετέλεσε και αρχηγός των «κόκκινων».


Το 1985, ο κύκλος του στο «Άνφιλντ» ολοκληρώθηκε. Μεταγράφηκε στη Μπόλτον, την οποία μάλιστα υπηρέτησε ως παίκτης-προπονητής. Κρέμασε τα παπούτσια του ως ποδοσφαιριστής των «Τρότερς», το 1989, έχοντας προηγουμένως καταγράψει 64 παρουσίες και 3 γκολ με τη φανέλα τους.


Με τα χρώματα της εθνικής Αγγλίας, συμπλήρωσε 50 διεθνείς συμμετοχές με 5 γκολ, από το 1976 μέχρι το 1983. Πήρε μέρος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980, στην Ιταλία και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982, στην Ισπανία.


Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, εργάστηκε για μερικά χρόνια ως προπονητής. Κοουτσάρισε τη Μπόλτον, την οποία προβίβασε στην Γ’ κατηγορία το 1988, την Κόβεντρι, την Κάρντιφ και την Μάντσεστερ Σίτι, ενώ διετέλεσε και βοηθός προπονητή της τελευταίας καθώς και της Πιτέρμπορο. Σήμερα, ασχολείται με τον τηλεσχολιασμό αγώνων ποδοσφαίρου για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • 1968–1974: Northampton Town Football Club, 187 (28)
  • 1974–1985: Liverpool Football Club, 455 (41)
  • 1985–1989: Bolton Wanderers Football Club, 64 (3)

Διεθνής

  • 1976–1983: Αγγλία, 50 (5)

Προπονητική καριέρα

  • 1985–1992: Bolton Wanderers Football Club
  • 1992–1995: Coventry City Football Club
  • 1996: Cardiff City Football Club
  • 1996: Manchester City Football Club


Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Με την Liverpool
  • Πρωτάθλημα Αγγλίας: 8 (1975/76,1976/77, 1978/79, 1979/80, 1981/82,1982/83, 1983/84, 1985/86)
  • Λιγκ Καπ Αγγλίας: 4 (1980/81, 1981/82, 1982/83, 1983/84)
  • Τσάριτι Σιλντ: 5 (1976, 1977,1979, 1980, 1982)
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης: 4 (1976/77, 1977/78, 1980/81, 1983/84)
  • Κύπελλο UEFA: 1975/76
  • UEFA Super Cup: 1977

Ως προπονητής

Με την Bolton Wanderers
  • Football League Trophy: 1988/89



ΠΗΓΗ: balleto.gr

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Βιμ φαν Χάνεγκεμ

Ο Ολλανδός κεντρικός μέσος Βιμ φαν Χάνεγκεμ (Willem "Wim" van Hanegem), γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 1944, στο Μπρέσκενς, στην νότια Ολλανδία. Υπήρξε ένας από τους Μεγαλύτερους Ποδοσφαιριστές που έβγαλε η Ολλανδία. Σε μια ποδοσφαιρική καριέρα που εκτάθηκε για πάνω από 20 χρόνια, κέρδισε αρκετούς εθνικούς τίτλους στην Ολλανδία, καθώς και ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών, αλλά και ένα Κύπελλο UEFA, όλα με τη Φέγενορντ. Ήταν επίσης φιναλίστ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, με την «Βασίλισσα Χωρίς Στέμμα» εθνική ομάδα της Ολλανδίας. Ήταν γνωστός για την τακτική διορατικότητα του και την ικανότητά του με την μπάλα στα πόδια. Ήταν επίσης ιδιαίτερα ικανός στο αμυντικό μέρος του παιχνιδιού. Αν κάπου υστερούσε, αυτό ήταν ο ρυθμός. Η ικανότητά του στα εν κινήσει σουτ με το εξωτερικό φάλτσο (κυρίως του αριστερού του ποδιού) του είχαν δώσει το παρατσούκλι «Η Καμπύλη». Ως προπονητής, κατέκτησε το ολλανδικό πρωτάθλημα και κύπελλο με τη Φέγενορντ και πέρασε μια περίοδο ως βοηθός προπονητή της ολλανδικής εθνικής ομάδας.


Ο πατέρας του ήταν ψαράς και η μητέρα του γόνος ολλανδών μεταναστών από το Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης, που επέστρεψαν στην πατρογονική γη. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1944, οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν τη Βέρμαχτ κοντά στον τερματικό σταθμό των φέρι στο Μπρέσκενς. Οι πολίτες είχαν εγκαταλείψει την πόλη, αλλά ο πατέρας του και ο μεγαλύτερος αδερφός του, πήγαν πίσω για να πάρουν προμήθειες. Κρύφτηκαν σε ένα καταφύγιο, το οποίο χτυπήθηκε. Και οι δύο έχασαν τη ζωή τους. Αργότερα στον πόλεμο έχασε και τον άλλο αδελφό του και μια αδελφή. Το μίσος του, το συνόψισε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974. «Εγώ δεν δίνω δεκάρα τσακιστή για όσο διάστημα θα τους ταπεινώνω. Δολοφόνησαν τον πατέρα μου, την αδελφή μου και τους δύο αδελφούς μου. Είμαι γεμάτος οργή. Τους μισώ.» Μετά τον αγώνα (και τη νίκη της Γερμανίας με 2-1) εγκατέλειψε τον αγωνιστικό  χώρο με δάκρυα στα μάτια.


Την άνοιξη του 1946, μετακόμισε με την μητέρα του στην Ουτρέχτη. Εκεί μεγάλωσε και έκανε τα πρώτα του βήματα ως ποδοσφαιριστής. Διακρίθηκε για το ισχυρό αριστερό του πόδι. Κατά τη διάρκεια μιας προπόνηση της Βέλοξ, του ενός από τους 3 συλλόγους που ενώθηκαν το 1970 για να δημιουργήσουν την FC Ουτρέχτη, τον είδε ο Νταν φαν Μπέεκ (Daan van Beek). Έξι μήνες αργότερα έπαιξε στη πρώτη ομάδα του συλλόγου. Αγωνίστηκε στην Βέλοξ μέχρι το 1966 και ύστερα από 2 περιόδους στην Ξέρξες του Ρότερνταμ, μεταγράφηκε στην Φέγενορντ.



Από το 1968, που πήγε στην Φέγενορντ, εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγάλα αστέρια στην ιστορία του συλλόγου. Επαινέθηκε για την πειθαρχία του στην τακτική, το σουτ του και την ανταγωνιστική νοοτροπία του. Η μεγαλύτερη επιτυχία ήρθε το 1970, όταν είχε σημαντικό μερίδιο στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Αναδείχθηκε επίσης τρεις φορές πρωταθλητής Ολλανδίας και κέρδισε το Διηπειρωτικό Κύπελλο το 1970 εναντίον της αργεντίνικης Εστουδιάντες. Το 1974 η Φέγενορντ κατέκτησε και το Κύπελλο UEFA, νικώντας την Τότεναμ στον τελικό.



Το 1976, έφυγε για την AZ'67 του Άλκμααρ και μετά από τρία χρόνια, πήγε για μια περίοδο στους Σικάγο Στινγκ, στην Βορειοαμερικάνικη Λίγκα. Επέστρεψε για 2 περιόδους στην Ολλανδία, για λογαριασμό της Ουτρέχτης και μετά από 2 χρόνια στην Φέγενορντ, αποσύρθηκε το 1983 από την ενεργό δράση. Στο τελευταίο παιχνίδι του, πήρε από τον διαιτητή Τσαρλς Κάρβερ μια συμβολική κόκκινη κάρτα, εν μέσω αποθέωσης, βγαίνοντας από τον αγωνιστικό χώρο στους ώμους των οπαδών του συλλόγου. Σε 17 χρόνια σκόραρε 84 γκολ στο πρωτάθλημα. Έπαιξε 298 φορές για την Φέγενορντ, τους 41 για το Κύπελλο Πρωταθλητριών, με 18 γκολ.


Με την ολλανδική εθνική ομάδα, αγωνίστηκε σε 52 αγώνες, σημειώνοντας 6 γκολ. Πήρε τη δεύτερη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1976, έφτασε στους ημιτελικούς, κατακτώντας τελικά την 3η θέση. Είχε αρχικά επιλεγεί για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, αλλά ύστερα από έναν τραυματισμό στο γόνατο αποφάσισε να μην πάει στην Αργεντινή. Σε 2 αγώνες ήταν ο αρχηγός των «οράνιε».


Πήρε την πρώτη μεγάλη επιτυχία του ως προπονητής, το 1993, κατακτώντας  τον τίτλο του πρωταθλήματος με την Φέγενορντ. Το 1994 και το 1995, κατέκτησε το Κύπελλο Ολλανδίας και τον Οκτώβριο του 1995 αναγκάστηκε να φύγει, ύστερα από μια ήττα από την PSV Αϊντχόβεν, όταν χαρακτήρισε "πολύ μαλακούς" τους παίκτες του. Ήταν βοηθός του Ντικ Άντβοκαατ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004. Στο παρελθόν διετέλεσε επίσης  προπονητής στην ΑΖ’67, στην Σπάρτα του Ρότερνταμ και στην Αλ Χιλάλ στην Σαουδική Αραβία. Από το καλοκαίρι του 2007, εργάστηκε ως προπονητής της Ουτρέχτης. Απολύθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 2008. Σήμερα εργάζεται ως αρθρογράφος για την Άλγκεμεεν Ντάγκμπλαντ και αναλυτής στο Sport1.


Ζει με τη σύζυγό του Μαριάννα και τα παιδιά του στο Οβερβέεν. Ο γιος του Γουίλιαμ Τζούνιορ, είναι διάσημος DJ. Τα 70α του γενέθλια γιορτάστηκαν στο «Ντε Κάιπ»!

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • Velox SC

Επαγγελματική καριέρα

  • 1962–1966: Velox SC, ? (?)
  • 1966–1968: XerxesDZB Rotterdam, 67 (32)
  • 1968–1976: Feyenoord Rotterdam, 247 (88)
  • 1976–1979: Alkmaar Zaanstreek ‘67, 75 (10)
  • 1979: Chicago Sting, 27 (6)
  • 1979–1981: Football Club Utrecht, 54 (3)
  • 1981–1983: Feyenoord Rotterdam, 51 (2)

Διεθνής

  • 1968–1979: Ολλανδία, 52 (6)

Προπονητική καριέρα

  • 1990–1992: USV Holland
  • 1990/91: FC Wageningen
  • 1992–1995: Feyenoord Rotterdam
  • 1995/96: Al-Hilal Saudi Football Club
  • 1997–1999: Alkmaar Zaanstreek ‘67
  • 2001: Sparta Rotterdam
  • 2007/08: Football Club Utrecht


Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Με την Feyenoord
  • Πρωτάθλημα Ολλανδίας: 3 (1968/9, 1970/71, 1973/74)
  • Κύπελλο Ολλανδίας: 1968/69
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών: 1969/70
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1970
  • Κύπελλο UEFA: 1973/74

Διεθνείς

Με την Ολλανδία
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ το  1974
  • Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 3η θέση το 1976

Ως προπονητής

Με την Feyenoord
  • Πρωτάθλημα Ολλανδίας: 1992/93
  • Κύπελλο Ολλανδίας: 2 (1993/94, 1994/95)

Προσωπικές Διακρίσεις


  • Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς για την Ολλανδία: 1971

Μίροσλαβ Τζούκιτς

Ο Γιουγκοσλάβος, σέρβικης καταγωγής, κεντρικός αμυντικός, Μίροσλαβ Τζούκιτς (Miroslav Đukić), γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου του 1966, στο Σάμπατς της δυτικής Σερβίας. Υπήρξε ένας από τους καλύτερους Ευρωπαίους κεντρικούς αμυντικούς της δεκαετίας του 1990 και των αρχών εκείνης του 2000! Σταθερός σε απόδοση, αξιόπιστος και με καλή τεχνική κατάρτιση. Πέρασε 14 χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας του στην Ισπανία, κυρίως στην υπηρεσία της Ντεπορτίβο Λα Κορούνια και της Βαλένθια, συγκεντρώνοντας ένα σύνολο 368 παιχνιδιών με  11 γκολ στην ισπανική La Liga, κερδίζοντας έξι μεγάλους τίτλους για τους δύο συλλόγους. Εκπροσώπησε τη Γιουγκοσλαβία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2000. Μετά τη απόσυρσή του ακολούθησε προπονητική καριέρα, τόσο σε συλλογικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.


Ντεμπουτάρισε στον χώρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, με τα χρώματα της τοπικής Μάτσβα. Το 1988, έχοντας ήδη είχε προσελκύσει πάνω του τα βλέμματα ισχυρότερων συλλόγων, η Ραντ κέρδισε τη «μάχη» για την απόκτησή του. Ανήκε στον σύλλογο του Βελιγραδίου για δύο αγωνιστικές περιόδους, συνεχίζοντας να διαπρέπει. Στη συνέχεια, αποδέχθηκε την πρόταση της Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, που είχε αποφασίσει να επενδύσει στο ταλέντο του, δαπανώντας 40 εκατομμύρια πεσέτες το 1990. Εμφανίστηκε μόνο σε πέντε παιχνίδια πρωταθλήματος στη Β’ Κατηγορία στην πρώτη του σεζόν, η οποία έληξε με την άνοδο στη κορυφαία ισπανική κατηγορία, αλλά από εκεί και μετά, έγινε ο αδιαμφισβήτητος βασικός κεντρικός μπακ, με ποτέ λιγότερο από 35 αγώνες και 3.000 λεπτά δράσης σε πέντε διαδοχικές σεζόν, όπως το θαύμα της «Super Depor» ερχόταν να αποδώσει καρπούς.


Ο υψηλόσωμος (1,87μ.) άσος έμεινε στους Γαλιθιάνους για επτά περιόδους. Σ’ αυτό το διάστημα, συμμετείχε σε 247 αναμετρήσεις, πέτυχε 7 γκολ και πανηγύρισε την κατάκτηση ενός Κυπέλλου και ενός Σούπερ Καπ Ισπανίας και τα δύο το 1995! Έχει μείνει στην ιστορία της Ντεπορτίβο, όταν στις 14 Μαΐου του 1994, στο τελευταίο λεπτό του τελευταίου αγώνα της περιόδου 1993/94, εναντίον της Βαλένθια στο «Ριαθόρ», ήταν ο παίκτης που πήρε την ευθύνη, αλλά έχασε το πέναλτι που κέρδισε η ομάδα του, αφού ο συνήθης εκτελεστής Βραζιλιάνος Ντονάτο (Donato) είχε ήδη αντικατασταθεί και ο δεύτερος για εκτελεστής, Μπεμπέτο (Bebeto) αρνήθηκε την ευθύνη, στερώντας έτσι το πρωτάθλημα από την «Σούπερ Ντέπορ» της εποχής εκείνης! Η ομάδα του ήθελε μόνο νίκη ώστε να κατακτήσει το πρωτάθλημα και το ματς εκείνο έληξε 0-0. Την ίδια στιγμή, η διεκδικήτρια του τίτλου, Μπαρτσελόνα, νικούσε την Σεβίλλη, με διπλή ανατροπή, κατακτώντας την πρώτη θέση!

Δείτε την συγκλονιστική κατάληξη αυτού του πρωταθλήματος:


Όταν το συμβόλαιό του με τη Ντεπορτίβο εξέπνευσε, μετακόμισε στη Βαλένθια, στη βασική ενδεκάδα της οποίας δεν άργησε να καθιερωθεί! Στα έξι χρόνια παραμονής του στο «Μεστάγια» πήρε μέρος σε 157 παιχνίδια, σημείωσε 4 τέρματα και κέρδισε ένα πρωτάθλημα, ένα Κύπελλο και ένα ισπανικό Σούπερ Καπ. Βοήθησε αποφασιστικά τις «νυχτερίδες» να προκριθούν σε δύο συνεχόμενους τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ, το 1999 και το 2000! Και στις 2 περιπτώσεις, πάντως, έφυγε ηττημένος από το γήπεδο, από την Ρεάλ Μαδρίτης και την Μπάγερν Μονάχου, αντίστοιχα.


Επέστρεψε στην Σεγούντα Ντιβιζιόν μετά από 12 χρόνια για την τελευταία σεζόν της καριέρας του, παίζοντας για την Τενερίφη. Στη μια σεζόν του με τους νησιώτες, έκανε 27 εμφανίσεις και κατόπιν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση στα βαθιά ποδοσφαιρικά του «γεράματα», στα 38 του χρόνια! Εμφανίστηκε σε ακριβώς 400 παιχνίδια στο ισπανικό πρωτάθλημα (και στις δύο κορυφαίες κατηγορίες σε συνδυασμό).


Έκανε το διεθνές ντεμπούτο του για τη Γιουγκοσλαβία στις 27 Φεβρουαρίου του 1991, σε μια φιλική ισοπαλία 1-1 με τη Τουρκία στη Σμύρνη. Χρίστηκε 48 φορές διεθνής, και σκόραρε δύο γκολ. Αγωνίστηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2000.


Σήμερα, έχει αφοσιωθεί στην προπονητική. Στο παρελθόν κοουτσάρισε την εθνική Ανδρών και Ελπίδων της Σερβίας, την Παρτιζάν Βελιγραδίου, τη βελγική Μουσκρόν, καθώς και τις ισπανικές, Χέρκουλες, Βαγιαδολίδ και Βαλένθια.

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • 1986–1989: Fudbalski Klub Mačva Šabac, 87 (4)
  • 1989/90: Fudbalski klub Rad, 31 (1)
  • 1990–1997: Real Club Deportivo de La Coruña, 247 (7)
  • 1997–2003: Valencia Club de Fútbol, 157 (4)
  • 2003/04: Club Deportivo Tenerife, 27 (0)

Σύνολο καριέρας: 549 (16)

Διεθνής

  • 1991–2001: Γιουγκοσλαβία, 48 (2)

Προπονητική καριέρα

  • 2006/07: Εθνική Ελπίδων Σερβίας
  • 2007: Fudbalski klub Partizan
  • 2007/08: Σερβία
  • 2009: Royal Excelsior Mouscron
  • 2011: Hércules de Alicante Club de Fútbol
  • 2011–2013: Real Valladolid Club de Fútbol
  • 2013: Valencia Club de Fútbol
  • 2014/15: Córdoba Club de Fútbol


Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Με την Deportivo
  • Κύπελλο Ισπανίας: 1994/95
  • Σούπερ Καπ Ισπανίας: 1995

Με την Valencia
  • Πρωτάθλημα Ισπανίας: 2001/02
  • Κύπελλο Ισπανίας: 1998/99
  • Σούπερ Καπ Ισπανίας: 1999
  • UEFA Intertoto Cup: 1998
  • UEFA Champions League: φιναλίστ 2: (1999–2000, 2000/01)

Ως προπονητής

Με την Εθνική Ελπίδων Σερβίας
  • Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ελπίδων: φιναλίστ το 2007



Με στοιχεία από το balleto.gr

Έντσο Σίφο

Ο Βέλγος επιθετικός μέσος Έντσο Σίφο (Vincenzo "Enzo" Daniele Scifo), γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου του 1966, στο Αιν-Σαιν-Πωλ, κοντά στο Λα Λουβιέρ της Βαλονίας. Θεωρείται ως ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές που ανέδειξε το βελγικό ποδόσφαιρο! Μεγάλο έμφυτο ταλέντο, με θαυμάσια τεχνική κατάρτιση, ουσία και ακρίβεια στο παιχνίδι του, ήταν ιδανικός σε οργανωτικό ρόλο! Σε όλη την επαγγελματική του σταδιοδρομία, έπαιξε σε διάφορους συλλόγους στο Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ιταλία, όπου κέρδισε πολλές εθνικούς τίτλους. Είναι ο ένας από τους μονάχα τρεις Βέλγους ποδοσφαιριστές που έχουν αγωνιστεί σε 4 Παγκόσμια Κύπελλα!


Γιος Ιταλών μεταναστών από τη Σικελία, ήταν μόλις 14 ετών όταν εντάχθηκε στην ομάδα της γενέτειράς του. Αποδείχθηκε ένα εξαιρετικά ελπιδοφόρο ταλέντο και είχε το παρατσούκλι «Μικρός Πελέ» στις παιδικές και εφηβικές ομάδες της Λα Λουβιέρ, όπου σκόραρε 432 γκολ σε μόλις τέσσερις σεζόν στα τμήματα υποδομής της, καταφέρνοντας να ξεχωρίσει και να τραβήξει πάνω του τα βλέμματα ισχυρότερων συλλόγων. Η Άντερλεχτ ήταν αυτή που πλειοδότησε και το 1983 τον ενέταξε στη δύναμή της. Καθιερώθηκε γρήγορα στη βασική ενδεκάδα των «μωβ» και τους οδήγησε στην κατάκτηση 3 πρωταθλημάτων, καθώς και στον τελικό του Κυπέλλου UEFA του 1984, όπου ηττήθηκε από την Τότεναμ στη διαδικασία των πέναλτι. Κατέγραψε, με τη φανέλα τους 119 εμφανίσεις και 32 γκολ ως το 1987, όταν και μεταγράφηκε στην Ίντερ του Μιλάνου για 7,5 δισεκατομμύρια ιταλικές λιρέτες.

Έμεινε μία σεζόν στους «νερατζούρι», ωστόσο παρότι πήρε αρκετό χρόνο συμμετοχής, με 28 ματς και 4 γκολ, πραγματοποίησε μέτριες εμφανίσεις, καθώς δεν κατόρθωσε να προσαρμοστεί. Ακολούθως, αγωνίστηκε για έναν χρόνο στη γαλλική Μπορντό, μην καταφέρνοντας όμως πάλι να ξεφύγει από τη μετριότητα, παίζοντας σε 24 παιχνίδια και 7 τέρματα, αντιμετωπίζοντας προβλήματα με τραυματισμούς αλλά και συγκρούσεις με τη διοίκηση του συλλόγου.



Το καλοκαίρι του 1989, σε ηλικία 23 ετών, μετακινήθηκε στην Οσέρ, στην οποία αναγεννήθηκε, κάτω από τη τεχνική καθοδήγηση του Γκι Ρου (Guy Roux)! Στα δύο χρόνια που έμεινε στο «Αμπέ Ντεσάν», ήταν βασικός και αναντικατάστατος, συμμετέχοντας σε 67 αγώνες, με 25 γκολ και χάρη στις καλές εμφανίσεις που έκανε, κέρδισε τη μετεγγραφή του στην Τορίνο! Ανήκε για μία διετία στη «Γκρανάτα» και στο διάστημα αυτό πήρε μέρος σε 62 αναμετρήσεις, πέτυχε 16 τέρματα, διεκδίκησε το Κύπελλο UEFA του 1992, χάνοντας το έπαθλο από τον Άγιαξ και πανηγύρισε το ιταλικό Κύπελλο, δώδεκα μήνες αργότερα.


Επόμενος «σταθμός» του ήταν η Μονακό. Έπαιξε τέσσερα χρόνια στον σύλλογο του Πριγκηπάτου με ιδιαίτερη επιτυχία, σε 91 παιχνίδια με 20 γκολ και χάρηκε με τα χρώματά του το γαλλικό πρωτάθλημα του 1997! Επέστρεψε και αγωνίστηκε για τρεις σεζόν στην Άντερλεχτ, συμμετέχοντας σε 75 ματς, με 14 γκολ, αναδεικνυόμενος μαζί της μία ακόμη φορά πρωταθλητής Βελγίου, τη σεζόν 1999-2000 και κρέμασε τα παπούτσια του την αγωνιστική περίοδο 2000/01 ως παίκτης της Σαρλερουά, αφού διαγνώσθηκε ότι πάσχει από χρόνια αρθρίτιδα. Συνολικά, σκόραρε 121 γκολ σε 478 επίσημους αγώνες.


Πραγματοποίησε το διεθνές ντεμπούτο του με το Βέλγιο, στις 6 Ιουνίου του 1984, σε μια φιλική ισοπαλία 2-2 με την Ουγγαρία. Στον εναρκτήριο αγώνα του Βελγίου στο Euro του 1984, στις 13 Ιουνίου, προσέλκυσε μεγάλη δημοσιότητα όταν βοήθησε την ομάδα του σε μια νίκη 2-0 επί της Γιουγκοσλαβίας. Στην ηλικία των 18 ετών και 115 ημερών, ήταν ο νεότερος παίκτης που εμφανίστηκε ποτέ στην τελική φάση ενός Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος! Το ρεκόρ έσπασε στο Euro του 2012, όταν ο Ολλανδός αμυντικός Τζέτρο Βίλεμς (Jetro Willems), αγωνίστηκε εναντίον της Δανίας στις 9 Ιουνίου, σε ηλικία 18 ετών και 71 ημερών, 44 ημέρες νεότερος από τον Σίφο. Αγωνίστηκε και στα 3 παιχνίδια του Βελγίου αγώνες στο τουρνουά, τερματίζοντας στην 3η θέση στον όμιλο, αποκλειόμενοι από τη συνέχεια.


Αγωνίστηκε στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1986 στο Μέξικο, του 1990 στην Ιταλία, του 1994 στις ΗΠΑ και του 1998 στην Γαλλία, βασικός σε όλα, συνολικά, σε 16 αναμετρήσεις! Είναι ένας από τους μόλις 14 παίκτες που έχουν συμμετάσχει σε 4 Παγκόσμια Κύπελλα και ένας από τους μονάχα 3 Βέλγους ποδοσφαιριστές που έχουν πετύχει κάτι τέτοιο! Οι άλλοι δυο είναι ο Φρανκί βαν ντερ Ελστ (Franky van der Elst) και ο Μαρκ Βίλμοτς (Marc Wilmots). Βοήθησε τη χώρα του να φτάσει στα ημιτελικά στο Μέξικο το 1986, παίζοντας και στα επτά παιχνίδια της ομάδας του, σκοράροντας 2 γκολ και ονομάστηκε ως ο Καλύτερος Νεαρός Παίκτης του τουρνουά.


Στην Ιταλία το 1990, σημείωσε ένα εξαιρετικό γκολ από μεγάλη απόσταση, στη νίκη με 2-0 επί της Ουρουγουάης, στις 17 Ιουνίου, στη Βερόνα. Το γκολ αργότερα εξελέγη ως το 10ο Καλύτερο Γκολ στην Ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου, σε μια δημοσκόπηση του 2002, με 2.935 ψήφους. Αποσύρθηκε από το διεθνές ποδόσφαιρο, μετά από τον αποκλεισμό στους Ομίλους, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, στη Γαλλία. Πήρε  μέρος σε συνολικά, 84 συναντήσεις των «κόκκινων διαβόλων» και σκόραρε 18 γκολ.


Ένα εξαιρετικά δημιουργικός μέσος, ήταν ένα κλασικό № 10 πλέι-μέικερ που αγωνιζόταν συνήθως ως μεσοεπιθετικός πίσω από τους επιθετικούς. ‘Ήταν επίσης σε θέση να παίζει ως κεντρικός μέσος, όπου λειτούργησε ως δημιουργικός μέσος, ή κινούμενος κατά μήκος της δεξιάς πτέρυγας. Θεωρείται ένας από τους Μεγαλύτερους ποτέ Παίκτες του Βελγίου, τα πρωτογενή χαρακτηριστικά του οποίου ως ποδοσφαιριστής, ήταν η εξαιρετική πάσα του, η τακτική ευφυΐα και οι τεχνικές του δεξιότητες, τα οποία του επέτρεψαν να ενορχηστρώνει τις επιθέσεις της ομάδας του κινούμενος στη μεσαία γραμμή. Ήταν επίσης γνωστός για την ισορροπία του με την μπάλα και την ικανότητά του να ντριμπλάρει με το κεφάλι επάνω, όπως και τα ακριβή γυρίσματα του, ιδιαίτερα με το δεξί πόδι, κάτι το οποίο του επέτρεψε να σκοράρει ή και να δημιουργεί ευκαιρίες για τους συμπαίκτες του. Ωστόσο, παρά το ταλέντο του, είχε επικριθεί από τους προπονητές του κατά καιρούς, για την κακή αμυντική εργασία του όταν έχανε την μπάλα, τον εσωστρεφή χαρακτήρα του, για τον εγωισμό του και την κατά καιρούς αναποτελεσματικότητά του, ιδιαίτερα στα νιάτα του, καθώς επιχειρούσε πάρα πολλές ντρίμπλες, αντί να ψάχνει μια απλούστερη πάσα σε ελεύθερους συμπαίκτες του. Καθ' όλη την καριέρα του, το μοναδικό στυλ του παιχνιδιού του, έφερε συγκρίσεις με τον Τζιάνι Ριβέρα (Gianni Rivera), τον Τζιανκάρλο Αντονιόνι (Giancarlo Antognoni) και το είδωλό του, τον Μισέλ Πλατινί (Michel Platini).


Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, αφοσιώθηκε στην προπονητική. Κάθισε στον πάγκο της Σαρλερουά για τη σεζόν 2000/01. Τα αδιάφορα αποτελέσματα οδήγησαν στην παραίτησή του τον Ιούνιο του 2002. Αργότερα προπονούσε τη Τούμπιζε μεταξύ 2004 και 2006 και αργότερα έγινε επικεφαλής προπονητής της Μουσκρόν, το 2007. Στις 6 Ιουνίου του 2009 παραιτήθηκε λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης του συλλόγου.  Ανέλαβε τη Μονς για τη περίοδο 2012/13 ενώ για τη σεζόν 2015/16, υπηρέτησε ως προπονητής της εθνικής Νέων της χώρας του.

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • 1983–1987: Royal Sporting Club Anderlecht, 119 (32)
  • 1987/88: Football Club Internazionale Milano, 28 (4)
  • 1988/89: Football Club des Girondins de Bordeaux, 24 (7)
  • 1989–1991: Association de la Jeunesse Auxerroise, 67 (25)
  • 1991–1993: Torino Football Club, 62 (16)
  • 1993–1997: Association Sportive de Monaco Football Club, 91 (20)
  • 1997–2000: Royal Sporting Club Anderlecht, 75 (14)
  • 2000/01: Royal Charleroi Sporting Club, 12 (3)

Σύνολο καριέρας: 478 (121)

Διεθνής

  • 1984–1998: Βέλγιο, 84 (18)

Προπονητική καριέρα

  • 2001/02: Royal Charleroi Sporting Club
  • 2004–2006: Association Football Clubs Tubize
  • 2007–2009: Royal Excelsior Mouscron
  • 2012/13: Royal Albert-Elizabeth Club de Mons
  • 2015–  : Εθνική Ελπίδων Βελγίου

Τίτλοι

Με την  Anderlecht
  • Πρωτάθλημα Βελγίου: 4 (1985, 1986, 1987, 2000)
  • Κύπελλο UEFA: φιναλίστ το 1984

Με την  Monaco
  • Πρωτάθλημα Γαλλίας: 1997

Με την Torino
  • Κύπελλο Ιταλίας: 1992/93
  • Κύπελλο UEFA: φιναλίστ το 1992

Προσωπικές Διακρίσεις

  • Καλύτερος Παίκτης Βελγικού Πρωταθλήματος: 1984
  • Καλύτερος Νέος Παίκτης Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1986
  • Καλύτερος Ξένος Παίκτης Γαλλικού Πρωταθλήματος: 1985/86
  • Βέλγος Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς: 1990/91



Με στοιχεία από το balleto.gr