Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Φράνκο Καούζιο: Ο Βαρώνος

Ο Ιταλός ακραίος επιθετικός και μεσοεπιθετικός Φράνκο Καούζιο (Franco Causio), γεννήθηκε την 1η Φεβρουαρίου του 1949, στο Λέτσε.  Έπαιξε για τη Γιουβέντους για πολλά χρόνια στη δεκαετία του 1960, του 1970 και του 1980 και θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους Ιταλούς ακραίους επιθετικούς της γενιάς του. Προικισμένος με εξαιρετική τεχνική κατάρτιση και δημιουργικότητα, διακρίθηκε για τις ακριβείς σέντρες του, την ταχύτητά του, και την αξιοσημείωτη αντοχή του, κάτι που του επέτρεπε να κινείται συνεχώς πάνω-κάτω στην πλευρά του. Είχε το παρατσούκλι «Ο Βαρώνος», λόγω της κομψότητας των κινήσεων του στον αγωνιστικό χώρο, της ανατροφής του και της στάσης ζωής του γενικότερα.


Γεννημένος στο Λέτσε της Απουλία, στο τακούνι της ιταλικής μπότας, αφού αγωνίστηκε με την ομάδα της γενέτειράς του (1964/65) και την Σανμπενετετέζε (1965/66), μεταγράφηκε στη Γιουβέντους όταν ήταν 17 ετών. Με την «Γηραιά Κυρία»  έπαιξε ένα παιχνίδι σε δύο σεζόν, την 21η  Ιανουαρίου του 1968, σε μια ισοπαλία 0-0 με τη Μάντοβα στην Serie A. Μετά από 2 χρόνια που αγωνίστηκε στη Serie B’, δανεικός στη Ρετζίνα και τη Παλέρμο, επέστρεψε στη «Γηραιά Κυρία», το 1970. Σημείωσε το πρώτο γκολ του για τη «Κυρία», στις 3 Δεκεμβρίου του 1970, όταν σκόραρε το γκολ της εκτός έδρας νίκης με 1-0 εναντίον της ουγγρικής Πέσι Ντόζα για το Κύπελλο Διεθνών Εκθέσεων. Για 11 χρόνια φόρεσε την φανέλα № 7 για τη Γιουβέντους, έχοντας συμπαίκτες όπως ο Ρομπέρτο Μπέτεγκα (Roberto Bettega), Κλαούντιο Τζεντίλε (Claudio Gentile), Μάρκο Ταρντέλι (Marco Tardelli), Ντίνο Τζοφ (Dino Joff), Γκαετάνο Σιρέα (Gaetano Scirea) και Αντόνιο Καμπρίνι (Antonio Cabrini).


Κατά τη διάρκεια μιας εξαιρετικά επιτυχημένης περιόδου με τον σύλλογο, κέρδισε 6 φορές το πρωτάθλημα, μια φορά το Κύπελλο Ιταλίας, καθώς και ένα Κύπελλο UEFA. Έφτασε επίσης στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με τη Γιουβέντους, την περίοδο 1972/73, αλλά και στο τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου, την ίδια χρονιά. Έπαιξε συνολικά 452 παιχνίδια, σκοράροντας 72 γκολ για τους «μπιανκονέρι», συμπεριλαμβανομένων 305 παιχνιδιών και 49 γκολ για το πρωτάθλημα, παίζοντας το τελευταίο παιχνίδι του στις 28 Μαΐου του 1981, κατά τη διάρκεια μιας ήττας 0-1 από τη Ρόμα για το Κύπελλο Ιταλίας. Αμέσως μετά τη κατάκτηση του πρωταθλήματος για έκτη φορά, μεταγράφηκε στην Ουντινέζε το 1981, όπου για 3 χρόνια, υπήρξε συμπαίκτης με τον Ζίκο (Arthur Antunes Coimbra «Zico»). Ακολούθως αγωνίστηκε στην Λέτσε, στο ντεμπούτο της στη Serie A, την περίοδο 1985/86 και στη συνέχεια υπέγραψε για την Ίντερ. Τελείωσε την καριέρα του παίζοντας για την Τριεστίνα, στην Serie B, στην ηλικία των 39 ετών.


Έκανε το ντεμπούτο του με την ιταλική εθνική ομάδα στις 29 Απριλίου του 1972, σε μια ισοπαλία 0-0 εναντίον του Βελγίου, για τα προκριματικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1972. Ήταν μέλος της ιταλικής ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, όπου οι Ιταλία τερμάτισε στην τέταρτη θέση. Επίσης, εκπροσώπησε την Ιταλία στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980 στα πάτρια εδάφη, όπου για άλλη μια φορά τερμάτισε τέταρτη. Ήταν Παγκόσμιος Πρωταθλητής το 1982, στην Ισπανία, στα 34 του χρόνια, παίζοντας στα τελευταία λεπτά του τελικού, όταν τα πάντα είχαν κριθεί, ως αλλαγή του Αλεσάντρο Αλτομπέλι (Alessandro Altobelli). Το τελευταίο παιχνίδι του, ήταν εναντίον της Κύπρου, στις 12 Φεβρουαρίου του 1983. Συνολικά αγωνίστηκε σε 63 παιχνίδια για την «Σκουάντρα Ατζούρα», σημειώνοντας 6 γκολ.


Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους Ιταλούς ποδοσφαιριστές της γενιάς του και ένας από τους Καλύτερους στην ιστορία Ιταλούς στη θέση του. Συνήθως χρησιμοποιούνταν σαν ακραίος μέσος ή ως ακραίος επιθετικός, παρόλο που ο ίδιος ήταν επίσης σε θέση να παίζει ως πλέι μέικερ . Ένας δημιουργικός και κομψός ποδοσφαιριστής, ήταν προικισμένος με εξαιρετική δεξιότητα στη ντρίμπλα και διακρίθηκε  για τις εξαιρετικές του πάσες. Εκτός από την ικανότητα στον έλεγχο της μπάλας και την εξαιρετική τεχνική του κατάρτιση, διακρίθηκε για τη ταχύτητά του, αλλά και την αξιοσημείωτη αντοχή, η οποία του επέτρεπε να καλύπτει ολόκληρη τη πλευρό του, τόσο αμυντικά όσο και επιθετικά.


Αργότερα έγινε ένας αθλητικός σχολιαστής, άνοιξε ένα κατάστημα αθλητικών ειδών στο Ούντινε, ενώ υπηρέτησε τη Γιούβε και σαν σκαόυτερ, όντας μάλιστα αυτός που εισηγήθηκε στον σύλλογο τον Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο (Alessandro Del Piero).

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • 1964/65: Unione Sportiva Lecce, 3 (0)
  • 1965/66: Società Sportiva Dilettantistica Sambenedettese, 13 (0)
  • 1966–1968: Juventus Football Club, 1 (0)
  • 1968/69: Associazione Sportiva Dilettantistica Reggio Calabria, 30 (5)
  • 1969/70: Unione Sportiva Città di Palermo, 22 (3)
  • 1970–1981: Juventus Football Club, 304 (49)
  • 1981–1984: Udinese Calcio, 83 (11)
  • 1984/85: F.C. Internazionale Milano, 24 (0)
  • 1985/86: Unione Sportiva Lecce, 26 (3)
  • 1986–1988: Unione Triestina Società Sportiva Dilettantistica, 64 (5)

Σύνολο καριέρας: 570 (76)

Διεθνής

  • 1972–1983: Ιταλία, 63 (6)

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με τη Juventus
  • Πρωτάθλημα Ιταλίας: 6 (1971/72, 1972/73, 1974/75, 1976/77, 1977/78, 1980/81)
  • Κύπελλο Ιταλίας: 1978/79
  • Κύπελλο UEFA: 1976/77

Διεθνείς

Με την Ιταλία

  • Παγκόσμιο Κύπελλο: 1982