Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Βιμ φαν Χάνεγκεμ

Ο Ολλανδός κεντρικός μέσος Βιμ φαν Χάνεγκεμ (Willem "Wim" van Hanegem), γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 1944, στο Μπρέσκενς, στην νότια Ολλανδία. Υπήρξε ένας από τους Μεγαλύτερους Ποδοσφαιριστές που έβγαλε η Ολλανδία. Σε μια ποδοσφαιρική καριέρα που εκτάθηκε για πάνω από 20 χρόνια, κέρδισε αρκετούς εθνικούς τίτλους στην Ολλανδία, καθώς και ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών, αλλά και ένα Κύπελλο UEFA, όλα με τη Φέγενορντ. Ήταν επίσης φιναλίστ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, με την «Βασίλισσα Χωρίς Στέμμα» εθνική ομάδα της Ολλανδίας. Ήταν γνωστός για την τακτική διορατικότητα του και την ικανότητά του με την μπάλα στα πόδια. Ήταν επίσης ιδιαίτερα ικανός στο αμυντικό μέρος του παιχνιδιού. Αν κάπου υστερούσε, αυτό ήταν ο ρυθμός. Η ικανότητά του στα εν κινήσει σουτ με το εξωτερικό φάλτσο (κυρίως του αριστερού του ποδιού) του είχαν δώσει το παρατσούκλι «Η Καμπύλη». Ως προπονητής, κατέκτησε το ολλανδικό πρωτάθλημα και κύπελλο με τη Φέγενορντ και πέρασε μια περίοδο ως βοηθός προπονητή της ολλανδικής εθνικής ομάδας.


Ο πατέρας του ήταν ψαράς και η μητέρα του γόνος ολλανδών μεταναστών από το Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης, που επέστρεψαν στην πατρογονική γη. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1944, οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν τη Βέρμαχτ κοντά στον τερματικό σταθμό των φέρι στο Μπρέσκενς. Οι πολίτες είχαν εγκαταλείψει την πόλη, αλλά ο πατέρας του και ο μεγαλύτερος αδερφός του, πήγαν πίσω για να πάρουν προμήθειες. Κρύφτηκαν σε ένα καταφύγιο, το οποίο χτυπήθηκε. Και οι δύο έχασαν τη ζωή τους. Αργότερα στον πόλεμο έχασε και τον άλλο αδελφό του και μια αδελφή. Το μίσος του, το συνόψισε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974. «Εγώ δεν δίνω δεκάρα τσακιστή για όσο διάστημα θα τους ταπεινώνω. Δολοφόνησαν τον πατέρα μου, την αδελφή μου και τους δύο αδελφούς μου. Είμαι γεμάτος οργή. Τους μισώ.» Μετά τον αγώνα (και τη νίκη της Γερμανίας με 2-1) εγκατέλειψε τον αγωνιστικό  χώρο με δάκρυα στα μάτια.


Την άνοιξη του 1946, μετακόμισε με την μητέρα του στην Ουτρέχτη. Εκεί μεγάλωσε και έκανε τα πρώτα του βήματα ως ποδοσφαιριστής. Διακρίθηκε για το ισχυρό αριστερό του πόδι. Κατά τη διάρκεια μιας προπόνηση της Βέλοξ, του ενός από τους 3 συλλόγους που ενώθηκαν το 1970 για να δημιουργήσουν την FC Ουτρέχτη, τον είδε ο Νταν φαν Μπέεκ (Daan van Beek). Έξι μήνες αργότερα έπαιξε στη πρώτη ομάδα του συλλόγου. Αγωνίστηκε στην Βέλοξ μέχρι το 1966 και ύστερα από 2 περιόδους στην Ξέρξες του Ρότερνταμ, μεταγράφηκε στην Φέγενορντ.



Από το 1968, που πήγε στην Φέγενορντ, εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγάλα αστέρια στην ιστορία του συλλόγου. Επαινέθηκε για την πειθαρχία του στην τακτική, το σουτ του και την ανταγωνιστική νοοτροπία του. Η μεγαλύτερη επιτυχία ήρθε το 1970, όταν είχε σημαντικό μερίδιο στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Αναδείχθηκε επίσης τρεις φορές πρωταθλητής Ολλανδίας και κέρδισε το Διηπειρωτικό Κύπελλο το 1970 εναντίον της αργεντίνικης Εστουδιάντες. Το 1974 η Φέγενορντ κατέκτησε και το Κύπελλο UEFA, νικώντας την Τότεναμ στον τελικό.



Το 1976, έφυγε για την AZ'67 του Άλκμααρ και μετά από τρία χρόνια, πήγε για μια περίοδο στους Σικάγο Στινγκ, στην Βορειοαμερικάνικη Λίγκα. Επέστρεψε για 2 περιόδους στην Ολλανδία, για λογαριασμό της Ουτρέχτης και μετά από 2 χρόνια στην Φέγενορντ, αποσύρθηκε το 1983 από την ενεργό δράση. Στο τελευταίο παιχνίδι του, πήρε από τον διαιτητή Τσαρλς Κάρβερ μια συμβολική κόκκινη κάρτα, εν μέσω αποθέωσης, βγαίνοντας από τον αγωνιστικό χώρο στους ώμους των οπαδών του συλλόγου. Σε 17 χρόνια σκόραρε 84 γκολ στο πρωτάθλημα. Έπαιξε 298 φορές για την Φέγενορντ, τους 41 για το Κύπελλο Πρωταθλητριών, με 18 γκολ.


Με την ολλανδική εθνική ομάδα, αγωνίστηκε σε 52 αγώνες, σημειώνοντας 6 γκολ. Πήρε τη δεύτερη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1976, έφτασε στους ημιτελικούς, κατακτώντας τελικά την 3η θέση. Είχε αρχικά επιλεγεί για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, αλλά ύστερα από έναν τραυματισμό στο γόνατο αποφάσισε να μην πάει στην Αργεντινή. Σε 2 αγώνες ήταν ο αρχηγός των «οράνιε».


Πήρε την πρώτη μεγάλη επιτυχία του ως προπονητής, το 1993, κατακτώντας  τον τίτλο του πρωταθλήματος με την Φέγενορντ. Το 1994 και το 1995, κατέκτησε το Κύπελλο Ολλανδίας και τον Οκτώβριο του 1995 αναγκάστηκε να φύγει, ύστερα από μια ήττα από την PSV Αϊντχόβεν, όταν χαρακτήρισε "πολύ μαλακούς" τους παίκτες του. Ήταν βοηθός του Ντικ Άντβοκαατ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004. Στο παρελθόν διετέλεσε επίσης  προπονητής στην ΑΖ’67, στην Σπάρτα του Ρότερνταμ και στην Αλ Χιλάλ στην Σαουδική Αραβία. Από το καλοκαίρι του 2007, εργάστηκε ως προπονητής της Ουτρέχτης. Απολύθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 2008. Σήμερα εργάζεται ως αρθρογράφος για την Άλγκεμεεν Ντάγκμπλαντ και αναλυτής στο Sport1.


Ζει με τη σύζυγό του Μαριάννα και τα παιδιά του στο Οβερβέεν. Ο γιος του Γουίλιαμ Τζούνιορ, είναι διάσημος DJ. Τα 70α του γενέθλια γιορτάστηκαν στο «Ντε Κάιπ»!

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • Velox SC

Επαγγελματική καριέρα

  • 1962–1966: Velox SC, ? (?)
  • 1966–1968: XerxesDZB Rotterdam, 67 (32)
  • 1968–1976: Feyenoord Rotterdam, 247 (88)
  • 1976–1979: Alkmaar Zaanstreek ‘67, 75 (10)
  • 1979: Chicago Sting, 27 (6)
  • 1979–1981: Football Club Utrecht, 54 (3)
  • 1981–1983: Feyenoord Rotterdam, 51 (2)

Διεθνής

  • 1968–1979: Ολλανδία, 52 (6)

Προπονητική καριέρα

  • 1990–1992: USV Holland
  • 1990/91: FC Wageningen
  • 1992–1995: Feyenoord Rotterdam
  • 1995/96: Al-Hilal Saudi Football Club
  • 1997–1999: Alkmaar Zaanstreek ‘67
  • 2001: Sparta Rotterdam
  • 2007/08: Football Club Utrecht


Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Με την Feyenoord
  • Πρωτάθλημα Ολλανδίας: 3 (1968/9, 1970/71, 1973/74)
  • Κύπελλο Ολλανδίας: 1968/69
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών: 1969/70
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1970
  • Κύπελλο UEFA: 1973/74

Διεθνείς

Με την Ολλανδία
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ το  1974
  • Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 3η θέση το 1976

Ως προπονητής

Με την Feyenoord
  • Πρωτάθλημα Ολλανδίας: 1992/93
  • Κύπελλο Ολλανδίας: 2 (1993/94, 1994/95)

Προσωπικές Διακρίσεις


  • Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς για την Ολλανδία: 1971