Ο Βέλγος επιθετικός μέσος Έντσο Σίφο
(Vincenzo "Enzo" Daniele Scifo), γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου του
1966, στο Αιν-Σαιν-Πωλ, κοντά στο Λα Λουβιέρ της Βαλονίας. Θεωρείται ως ένας
από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές που ανέδειξε το βελγικό ποδόσφαιρο!
Μεγάλο έμφυτο ταλέντο, με θαυμάσια τεχνική κατάρτιση, ουσία και ακρίβεια στο
παιχνίδι του, ήταν ιδανικός σε οργανωτικό ρόλο! Σε όλη την επαγγελματική του
σταδιοδρομία, έπαιξε σε διάφορους συλλόγους στο Βέλγιο, τη Γαλλία και την
Ιταλία, όπου κέρδισε πολλές εθνικούς τίτλους. Είναι ο ένας από τους μονάχα
τρεις Βέλγους ποδοσφαιριστές που έχουν αγωνιστεί σε 4 Παγκόσμια Κύπελλα!
Γιος Ιταλών μεταναστών από τη Σικελία,
ήταν μόλις 14 ετών όταν εντάχθηκε στην ομάδα της γενέτειράς του. Αποδείχθηκε
ένα εξαιρετικά ελπιδοφόρο ταλέντο και είχε το παρατσούκλι «Μικρός Πελέ» στις παιδικές
και εφηβικές ομάδες της Λα Λουβιέρ, όπου σκόραρε 432 γκολ σε μόλις τέσσερις σεζόν
στα τμήματα υποδομής της, καταφέρνοντας να ξεχωρίσει και να τραβήξει πάνω του
τα βλέμματα ισχυρότερων συλλόγων. Η Άντερλεχτ ήταν αυτή που πλειοδότησε και το
1983 τον ενέταξε στη δύναμή της. Καθιερώθηκε γρήγορα στη βασική ενδεκάδα των
«μωβ» και τους οδήγησε στην κατάκτηση 3 πρωταθλημάτων, καθώς και στον τελικό
του Κυπέλλου UEFA του 1984, όπου ηττήθηκε από την Τότεναμ στη διαδικασία των
πέναλτι. Κατέγραψε, με τη φανέλα τους 119 εμφανίσεις και 32 γκολ ως το 1987,
όταν και μεταγράφηκε στην Ίντερ του Μιλάνου για 7,5 δισεκατομμύρια ιταλικές λιρέτες.
Έμεινε μία σεζόν στους «νερατζούρι»,
ωστόσο παρότι πήρε αρκετό χρόνο συμμετοχής, με 28 ματς και 4 γκολ,
πραγματοποίησε μέτριες εμφανίσεις, καθώς δεν κατόρθωσε να προσαρμοστεί.
Ακολούθως, αγωνίστηκε για έναν χρόνο στη γαλλική Μπορντό, μην καταφέρνοντας όμως
πάλι να ξεφύγει από τη μετριότητα, παίζοντας σε 24 παιχνίδια και 7 τέρματα,
αντιμετωπίζοντας προβλήματα με τραυματισμούς αλλά και συγκρούσεις με τη
διοίκηση του συλλόγου.
Το καλοκαίρι του 1989, σε ηλικία 23
ετών, μετακινήθηκε στην Οσέρ, στην οποία αναγεννήθηκε, κάτω από τη τεχνική
καθοδήγηση του Γκι Ρου (Guy Roux)! Στα δύο χρόνια που έμεινε στο «Αμπέ Ντεσάν»,
ήταν βασικός και αναντικατάστατος, συμμετέχοντας σε 67 αγώνες, με 25 γκολ και
χάρη στις καλές εμφανίσεις που έκανε, κέρδισε τη μετεγγραφή του στην Τορίνο!
Ανήκε για μία διετία στη «Γκρανάτα» και στο διάστημα αυτό πήρε μέρος σε 62
αναμετρήσεις, πέτυχε 16 τέρματα, διεκδίκησε το Κύπελλο UEFA του 1992, χάνοντας
το έπαθλο από τον Άγιαξ και πανηγύρισε το ιταλικό Κύπελλο, δώδεκα μήνες
αργότερα.
Επόμενος «σταθμός» του ήταν η Μονακό.
Έπαιξε τέσσερα χρόνια στον σύλλογο του Πριγκηπάτου με ιδιαίτερη επιτυχία, σε 91
παιχνίδια με 20 γκολ και χάρηκε με τα χρώματά του το γαλλικό πρωτάθλημα του
1997! Επέστρεψε και αγωνίστηκε για τρεις σεζόν στην Άντερλεχτ, συμμετέχοντας σε
75 ματς, με 14 γκολ, αναδεικνυόμενος μαζί της μία ακόμη φορά πρωταθλητής
Βελγίου, τη σεζόν 1999-2000 και κρέμασε τα παπούτσια του την αγωνιστική περίοδο
2000/01 ως παίκτης της Σαρλερουά, αφού διαγνώσθηκε ότι πάσχει από χρόνια
αρθρίτιδα. Συνολικά, σκόραρε 121 γκολ σε 478 επίσημους αγώνες.
Πραγματοποίησε το διεθνές ντεμπούτο
του με το Βέλγιο, στις 6 Ιουνίου του 1984, σε μια φιλική ισοπαλία 2-2 με την
Ουγγαρία. Στον εναρκτήριο αγώνα του Βελγίου στο Euro του 1984, στις 13 Ιουνίου,
προσέλκυσε μεγάλη δημοσιότητα όταν βοήθησε την ομάδα του σε μια νίκη 2-0 επί
της Γιουγκοσλαβίας. Στην ηλικία των 18 ετών και 115 ημερών, ήταν ο νεότερος
παίκτης που εμφανίστηκε ποτέ στην τελική φάση ενός Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος! Το
ρεκόρ έσπασε στο Euro του 2012, όταν ο Ολλανδός αμυντικός Τζέτρο Βίλεμς (Jetro
Willems), αγωνίστηκε εναντίον της Δανίας στις 9 Ιουνίου, σε ηλικία 18 ετών και
71 ημερών, 44 ημέρες νεότερος από τον Σίφο. Αγωνίστηκε και στα 3 παιχνίδια του
Βελγίου αγώνες στο τουρνουά, τερματίζοντας στην 3η θέση στον όμιλο,
αποκλειόμενοι από τη συνέχεια.
Αγωνίστηκε
στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1986 στο Μέξικο, του 1990 στην Ιταλία, του 1994 στις
ΗΠΑ και του 1998 στην Γαλλία, βασικός σε όλα, συνολικά, σε 16 αναμετρήσεις! Είναι
ένας από τους μόλις 14 παίκτες που έχουν συμμετάσχει σε 4 Παγκόσμια Κύπελλα και
ένας από τους μονάχα 3 Βέλγους ποδοσφαιριστές που έχουν πετύχει κάτι τέτοιο! Οι
άλλοι δυο είναι ο Φρανκί βαν ντερ Ελστ (Franky van der Elst) και ο Μαρκ Βίλμοτς
(Marc Wilmots). Βοήθησε τη χώρα του να φτάσει στα ημιτελικά στο Μέξικο το 1986,
παίζοντας και στα επτά παιχνίδια της ομάδας του, σκοράροντας 2 γκολ και ονομάστηκε
ως ο Καλύτερος Νεαρός Παίκτης του τουρνουά.
Στην
Ιταλία το 1990, σημείωσε ένα εξαιρετικό γκολ από μεγάλη απόσταση, στη νίκη με
2-0 επί της Ουρουγουάης, στις 17 Ιουνίου, στη Βερόνα. Το γκολ αργότερα εξελέγη
ως το 10ο Καλύτερο Γκολ στην Ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου, σε μια
δημοσκόπηση του 2002, με 2.935 ψήφους. Αποσύρθηκε από το διεθνές ποδόσφαιρο,
μετά από τον αποκλεισμό στους Ομίλους, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, στη
Γαλλία. Πήρε μέρος σε συνολικά, 84
συναντήσεις των «κόκκινων διαβόλων» και σκόραρε 18 γκολ.
Ένα
εξαιρετικά δημιουργικός μέσος, ήταν ένα κλασικό № 10 πλέι-μέικερ που αγωνιζόταν
συνήθως ως μεσοεπιθετικός πίσω από τους επιθετικούς. ‘Ήταν επίσης σε θέση να
παίζει ως κεντρικός μέσος, όπου λειτούργησε ως δημιουργικός μέσος, ή κινούμενος
κατά μήκος της δεξιάς πτέρυγας. Θεωρείται ένας από τους Μεγαλύτερους ποτέ Παίκτες
του Βελγίου, τα πρωτογενή χαρακτηριστικά του οποίου ως ποδοσφαιριστής, ήταν η εξαιρετική
πάσα του, η τακτική ευφυΐα και οι τεχνικές του δεξιότητες, τα οποία του επέτρεψαν
να ενορχηστρώνει τις επιθέσεις της ομάδας του κινούμενος στη μεσαία γραμμή. Ήταν
επίσης γνωστός για την ισορροπία του με την μπάλα και την ικανότητά του να
ντριμπλάρει με το κεφάλι επάνω, όπως και τα ακριβή γυρίσματα του, ιδιαίτερα με
το δεξί πόδι, κάτι το οποίο του επέτρεψε να σκοράρει ή και να δημιουργεί
ευκαιρίες για τους συμπαίκτες του. Ωστόσο, παρά το ταλέντο του, είχε επικριθεί
από τους προπονητές του κατά καιρούς, για την κακή αμυντική εργασία του όταν
έχανε την μπάλα, τον εσωστρεφή χαρακτήρα
του, για τον εγωισμό του και την κατά καιρούς αναποτελεσματικότητά του,
ιδιαίτερα στα νιάτα του, καθώς επιχειρούσε πάρα πολλές ντρίμπλες, αντί να
ψάχνει μια απλούστερη πάσα σε ελεύθερους συμπαίκτες του. Καθ' όλη την καριέρα
του, το μοναδικό στυλ του παιχνιδιού του, έφερε συγκρίσεις με τον Τζιάνι Ριβέρα
(Gianni Rivera), τον Τζιανκάρλο Αντονιόνι (Giancarlo Antognoni) και το είδωλό
του, τον Μισέλ Πλατινί (Michel Platini).
Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση,
αφοσιώθηκε στην προπονητική. Κάθισε στον πάγκο της Σαρλερουά για τη σεζόν 2000/01.
Τα αδιάφορα αποτελέσματα οδήγησαν στην παραίτησή του τον Ιούνιο του 2002.
Αργότερα προπονούσε τη Τούμπιζε μεταξύ 2004 και 2006 και αργότερα έγινε
επικεφαλής προπονητής της Μουσκρόν, το 2007. Στις 6 Ιουνίου του 2009 παραιτήθηκε
λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης του συλλόγου. Ανέλαβε τη Μονς για τη περίοδο 2012/13 ενώ για
τη σεζόν 2015/16, υπηρέτησε ως προπονητής της εθνικής Νέων της χώρας του.
PALMARES
Επαγγελματική καριέρα
- 1983–1987: Royal Sporting Club Anderlecht, 119 (32)
- 1987/88: Football Club Internazionale Milano, 28 (4)
- 1988/89: Football Club des Girondins de Bordeaux, 24 (7)
- 1989–1991: Association de la Jeunesse Auxerroise, 67 (25)
- 1991–1993: Torino Football Club, 62 (16)
- 1993–1997: Association Sportive de Monaco Football Club, 91 (20)
- 1997–2000: Royal Sporting Club Anderlecht, 75 (14)
- 2000/01: Royal Charleroi Sporting Club, 12 (3)
Σύνολο καριέρας: 478 (121)
Διεθνής
Προπονητική καριέρα
- 2001/02: Royal Charleroi Sporting Club
- 2004–2006: Association Football Clubs Tubize
- 2007–2009: Royal Excelsior Mouscron
- 2012/13: Royal Albert-Elizabeth Club de Mons
- 2015– : Εθνική Ελπίδων Βελγίου
Τίτλοι
Με
την Anderlecht
- Πρωτάθλημα Βελγίου: 4 (1985, 1986, 1987, 2000)
- Κύπελλο UEFA: φιναλίστ το 1984
Με
την Monaco
- Πρωτάθλημα Γαλλίας: 1997
Με
την Torino
Προσωπικές Διακρίσεις
- Καλύτερος Παίκτης Βελγικού Πρωταθλήματος: 1984
- Καλύτερος Νέος Παίκτης Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1986
- Καλύτερος Ξένος Παίκτης Γαλλικού Πρωταθλήματος: 1985/86
- Βέλγος Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς: 1990/91
Με στοιχεία
από το balleto.gr