Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Το ποδόσφαιρο έχει σενάριο και ηθοποιοί είναι οι παίκτες

Η Milan δεν είναι απλώς μια ομάδα, αλλά ο σύλλογος που άλλαξε όλο τον τρόπο με τον οποίο πρεσάρουν και αγωνίζονται οι ομάδες τα τελευταία 20 χρόνια. 

Όταν μιλάμε για τη Milan, μας αρέσει δε μας αρέσει, δεν μιλάμε απλώς για μια ομάδα, αλλά για τον σύλλογο που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο πρεσάρουν και αγωνίζονται οι ομάδες τα τελευταία 20 χρόνια κι αυτό γιατί στο δρόμο της βρέθηκε ένας χαρισματικός άνθρωπος, ο οποίος τόλμησε να κάνει πράξη τα πιο τρελά όνειρά του.

Η ίδια ιστορία της Milan άλλαξε με μια συνέντευξη Τύπου το 1987, μια και περνούσε τη πόρτα του προπονητικού κέντρου της για να αναλάβει την ομάδα κάποιος που γινόταν δεκτός με αμηχανία από τους ρεπόρτερ. Ο Αρίγκο Σάκι (Arrigo Sacchi) παρουσιαζόταν επίσημα στον Τύπο, έχοντας ως προϋπηρεσία την καλή δουλειά του στην Parma (που έπαιζε, ωστόσο, στην Serie C), αλλά αυτό που ξεχώριζε στο βιογραφικό του ήταν η δουλειά του στο εργοστάσιο του πατέρα του ως πωλητής παπουτσιών!

Στην σημερινή εποχή της μιντιακής έκρηξης ανατριχιάζω στη σκέψη ακόμα και να φανταστώ τι θα επακολουθούσε μιας τέτοιας πρόσληψης. Φυσικά εκείνη τη μέρα έμεινε στην ιστορία η ατάκα του στην ερώτηση που του έγινε, αν θεωρεί κατάλληλο τον εαυτό του για τη θέση μιας και δεν είχε παίξει ποτέ ποδόσφαιρο. «Δεν γνώριζα πως για να γίνει κάποιος τζόκεϊ χρειάζεται να ήταν προηγουμένως άλογο». 

Για να καταλάβει κάποιος πόσο σημαντική αποδείχτηκε για το μοντέρνο ποδόσφαιρο η (ακραία όντως) επιλογή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi) να αντικαταστήσει τον σεβάσμιο Σουηδό Νιλς Λίντχολμ (Nils Liedholm -τεράστιος και ως ποδοσφαιριστής και ως προπονητής και στη Milan και στη Roma) με έναν άγνωστο τεχνικό, χρειάζεται να εντρυφήσει λίγο στο πόσο δύσκολο ρόλο αναλάμβανε, όχι για το μέγεθος της Milan, διότι είχε πάρει ένα πρωτάθλημα από το 1968 έως το 1987 (εκείνο του 1979, στην τελευταία σεζόν του Τζιάνι Ριβέρα -Gianni Rivera), αλλά επειδή πριν καταλήξει στα χέρια του Silvio Berlusconi είχε βιώσει μια περίοδο απαξίωσης.

Στα πρόθυρα χρεοκοπίας 

Το καλοκαίρι του 1983, έχοντας περάσει την τραυματική εμπειρία δύο υποβιβασμών –τον πρώτο το 1980 λόγω της εμπλοκής του προέδρου της και κάποιων παικτών στο σκάνδαλο των στημένων παιχνιδιών και τον δεύτερο το 1982 έπειτα από μια τραγική σαιζόν, η οποία οδήγησε σε πτώση και έφερε τον σύλλογο στα πρόθυρα της χρεοκοπίας- είχε μόλις επιστρέψει στην Serie A και έψαχνε στην αγορά για ενισχύσεις. Κάνει πρόταση στον Άγγλο φορ Tony Woodcock, βασικό με την Nottingham Forest, όταν πήρε τα δύο Κύπελα Πρωταθλητριών στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο οποίος αγωνιζόταν στην γερμανική Κολωνία. Η απάντησή του, ένα ηχηρό χαστούκι: «Προτιμώ να πάω σε μια ομάδα με φιλοδοξίες κι όχι σε ένα μέτριο κλαμπ που ανεβοκατεβαίνει κατηγορίες». 

Όταν ανέλαβε ο Berlusconi τα ηνία, η Milan είχε να παίξει στην Ευρώπη από το 1979. Μέσα σε δυο δεκαετίες, έως το 2007, οι «rossoneri» είχαν μετατραπεί στην κορυφαία ομάδα του πλανήτη από πλευράς τίτλων και το ποδόσφαιρο που έπαιξαν μεταξύ του 1989 έως του 1994 παραμένει σημείο αναφοράς, αλλά η ανάκαμψη ξεκίνησε τη μέρα που ο ιδιόρρυθμος ιδιοκτήτης αποφάσισε να στηρίξει την εξεζητημένη επιλογή του να προσλάβει έναν άγνωστο νέο τεχνικό και να του δώσει πανάκριβους παίκτες για να διαχειριστεί! Ο Marco van Basten από τον Ajax και ο Ruud Gullit από την Eindhoven ήταν προσωπικές επιλογές του Sacchi, ο οποίος είχε μεγαλώσει λατρεύοντας τις ομάδες που έπαιζαν επιθετικά (Ουγγαρία, Honvend, Real) και είχε μαγευτεί από την τελειότητα του Ολλανδικού ποδοσφαίρου. Ο Frank Rijkaard θα γινόταν σύντομα ο τρίτος Ολλανδός της παρέας (ο οποίος έπαιξε δανεικός στην Saragosa, αν και αποκτήθηκε απ’ τον Ajax), αλλά επειδή είχε χάσει τις ημερομηνίες στις οποίες όφειλε να τον δηλώσει η Milan, ο Sacchi ήρθε για πρώτη φορά σε κόντρα με τον Berlusconi, ο οποίος προτιμούσε ως τρίτο ξένο τον Αργεντινό Borgi, που έπαιζε δανεικός στην Como.

Στις 21 Ιουλίου 1987, όταν η Milan παρουσίασε τα νέα αποκτήματά της, τα φώτα έπεσαν στον 28χρονο Carlo Ancelotti, μεταγραφή από την Roma, για τον οποίον ο Sacchi επέμεινε πολύ. Αν και είχε μείνει στάσιμη η καριέρα του στην «αιώνια πόλη», ο Arrigo διέβλεπε πως είχε τόση ποιότητα, που το κέντρο των «rossoneri» τον χρειαζόταν όπως η γη το νερό της βροχής σε περίοδο ξηρασίας! Γιατί ο Sacchi έκανε αμέσως γνωστό στους παίκτες του πως αυτό που ήθελε βελτίωση, και μάλιστα άμεση, ήταν η αγωνιστική φιλοσοφία, με την εφαρμογή ενός τρόπου pressing ανάλογου με εκείνο των Ολλανδών της δεκαετίας του ’70, αλλά προσαρμοσμένου στις ανάγκες της δεκαετίας που ακολουθούσε!

Κοντά οι γραμμές! 

Ο Sacchi επέμενε πως ο χώρος ανάμεσα στην άμυνα και την επίθεση οφείλει να είναι σε σύμπτυξη. Η διαφορά με την σκέψη που διατύπωσε ο Rinus Michels σχεδόν δυο δεκαετίες νωρίτερα, γεννώντας την ιδέα του Total Football, είχε να κάνει με τον πιο επιθετικό τρόπο με τον οποίο εφάρμοζε το τεχνητό οφσάιντ η Milan. Αυτό έκανε σχεδόν αδύνατο τον τρόπο παιχνιδιού του αντιπάλου με μπαλιές στην πλάτη της άμυνας. Ο μεγάλος Ajax των 70s έδινε κάποια μέτρα χώρο ανάμεσα στους χαφ και την άμυνα, έχοντας μερικές φορές και μια υπέρμετρη αγωνιστική αλαζονεία, ενώ η Feyenord του Ernst Happel την ίδια περίοδο επέτρεπε ανάμεσα στους επιθετικούς της και τα χαφ να υπάρχει λίγο κενό, χαλαρώνοντας τη θηλιά στον λαιμό του αντιπάλου! Ο Arrigo Sacchi, που είχε περάσει ώρες μελετώντας σε βίντεο αυτές τις συμπεριφορές, κατέληξε σε ένα σύστημα που όλες οι γραμμές ήταν πάρα πολύ κοντά, σχεδόν μέσα σε 25 μέτρα. Όσοι προσπαθούσαν να τους παίξουν κατά μέτωπον, έπρεπε να διασπάσουν τρεις γραμμές με μεγάλη συνοχή! Αυτό έδινε την δυνατότητα στους παίκτες της Milan να μην κουράζονται άσκοπα, να μην ξοδεύουν ενέργεια και να έχουν άμεσες επιλογές μόλις κέρδιζαν ξανά την κατοχή της μπάλας. Ακούγεται απλό, αλλά στην πράξη και μέχρι να το συνηθίσουν δεν ήταν. «Γι’ αυτό η ομάδα θα έπρεπε να κινείται ολόκληρη με ενιαίο τρόπο πάνω και κάτω και από δεξιά στα αριστερά», είπε ο Sacchi μιλώντας στον Jonathan Wilson, συγγραφέα του βιβλίου «Αντιστρέφοντας την πυραμίδα» (Εκδόσεις Polaris) και, εξηγώντας πως το κατάφερε, είπε: «Όταν είχαμε την κατοχή, ήθελα πάντα να βρίσκονται πέντε παίκτες μπροστά από την μπάλα». Ο Sacchi έλεγε πάντα πως το σύστημα ήταν το πιο σπουδαίο πράγμα στο ποδόσφαιρο. «Το ποδόσφαιρο έχει σενάριο», είχε πει σε μια συνέντευξή του. «Οι ηθοποιοί, αν είναι μεγάλοι, μπορούν να ερμηνεύσουν το σενάριο και τα λόγια τους σύμφωνα με την δημιουργικότητά τους, αλλά θα πρέπει να ακολουθούν το σενάριο. Ήμουν ο μόνος που θα μπορούσα να τους καθοδηγήσω και να τους βοηθήσω να αναπτύξουν ένα παιχνίδι με συλλογικά χαρακτηριστικά, κάτι που θα μπορούσε να μεγιστοποιήσει τις δυνατότητες του συνόλου. Η φιλοσοφία μου ήταν να διδάξω τους ποδοσφαιριστές όσα περισσότερα μπορούσα, για να γνωρίζουν όσο το δυνατόν πιο πολλά. Αυτό θα τους έδινε την ικανότητα να πάρουν τη σωστή απόφαση –και να τη πάρουν γρήγορα-, γνωρίζοντας κάθε πιθανό σενάριο μέσα στον αγωνιστικό χώρο». 

Δέκα εναντίον πέντε! 

Όσο κι αν ακούγεται υπερφίαλο, η αλήθεια είναι πως ο Arrigo Sacchi έφερε την μεγαλύτερη επανάσταση στο ποδόσφαιρο μετά τον Rinus Michels κι ουσιαστικά πάνω στη δουλειά που παρουσίασε με τη Milan στο γήπεδο δομήθηκε όλη η επόμενη δεκαετία στο άθλημα.

Όπως γράφει ο Jonathan Wilson, ο μεγαλύτερος θρίαμβος του Sacchi ήταν ότι μπόρεσε να πείσει τους μεγάλους ποδοσφαιριστές της Milan για την ορθότητα των απόψεών του. «Έπεισα τον Gullit και τον van Basten ότι πέντε οργανωμένοι ποδοσφαιριστές μπορούν να νικήσουν δέκα ανοργάνωτους». Και συνεχίζοντας το εξηγεί:«Πήρα πέντε ποδοσφαιριστές, τον Giovanni Galli στο τέρμα και τους Mauro Tassoti, Paolo Maldini, Alessandro Costacurta και Franco Baresi. Απέναντί τους υπήρχε μια δεκάδα από τους Ruud Gullit, Marco van Basten, Frank Rijkaard, Pietro-Paolo Virdis, Alberigo Evani, Carlo Ancelotti, Angelo Colombo, Roberto Donnadoni, Christian Lantignotti και Graziano Mannari. Είχαν ένα τέταρτο για να βάλουν γκολ ενάντια στους πέντε δικούς μου και ο μόνος κανόνας ήταν ότι αν κερδίζαμε την μπάλα ή την έχαναν, επειδή έβγαινε πλάγιο ας πούμε, έπρεπε να ξαναρχίσουν δέκα μέτρα πίσω από τη γραμμή που άρχιζε το δικό τους μισό του γηπέδου. Το κάναμε συνέχεια και δεν έβαλαν γκολ. Ποτέ» 

Αυτό ήταν το νέο pressing, ένα κλειδί για τον καινούργιο ποδοσφαιρικό παράδεισο, αλλά όχι με τον τρόπο που το έκαναν κάποτε η Dynamo Κιέβου, η Εθνική Ολλανδίας, ο Ajax, ακόμα και η Bayern Μονάχου, που κυνηγούσαν τον παίκτη μόλις είχε κατοχή. Και αυτό επειδή ο Sacchi είχε την ευφυΐα να διαπιστώσει πως, παρά την λατρεία που έτρεφε στους Ολλανδούς, ήταν τελείως διαφορετικοί από τους Ιταλούς ως κορμιά και ως τρόπος σκέψης. «Αυτοί ήταν πιο αθλητικοί, ενώ εμείς βασιζόμασταν περισσότερο στην τακτική. Κάθε ποδοσφαιριστής έπρεπε να βρίσκεται στην σωστή θέση. Στο αμυντικό κομμάτι όλοι οι παίκτες μας είχαν τέσσερα σημεία αναφοράς: την μπάλα, τον χώρο, τον αντίπαλο και τους συμπαίκτες τους. Κάθε κίνηση έπρεπε να είναι μια λειτουργία αυτών των τεσσάρων σημείων αναφοράς. Κάθε ποδοσφαιριστής έπρεπε να αποφασίσει πιο από τα τέσσερα σημεία θα καθόριζε τις κινήσεις του.

Το pressing δεν είχε να κάνει με το τρέξιμο και την σκληρή δουλειά. Είχε να κάνει με τον έλεγχο του χώρου. Ήθελα οι ποδοσφαιριστές μου να νιώθουν δυνατοί και οι αντίπαλοι αδύναμοι. Αν αφήναμε τους αντιπάλους μας να παίξουν με τον τρόπο που είχαν συνηθίσει, η αυτοπεποίθησή τους θα μεγάλωνε. Αν, όμως, τους εμποδίζαμε, τότε η αυτοπεποίθησή τους θα δεχόταν πλήγμα. Εδώ βρισκόταν και το κλειδί. Το δικό μας pressing βασιζόταν στην ψυχολογία όσο και στη δύναμη και ήταν πάντα μια ομαδική υπόθεση. Ήθελα και οι 11 ποδοσφαιριστές μου να βρίσκονται σε μια «ενεργή» θέση, η οποία να επηρεάζει τον αντίπαλο όταν δεν είχαμε την κατοχή. Κάθε κίνηση θα έπρεπε να είναι αποτέλεσμα συνεργασίας και να εξυπηρετεί ένα συλλογικό σκοπό. Έπρεπε να υπάρχει μια ομοφωνία στις κινήσεις», λέει ο Sacchi και αυτό αποδείχτηκε το εφαλτήριο για τις μεγάλες επιτυχίες των επόμενων χρόνων.

Αν παρακολουθήσει κανείς βίντεο από αγώνες της εποχής, θα μείνει με την εντύπωση πως οι ποδοσφαιριστές της Milan σε όλα τα ματς είναι πιο γυμνασμένοι και δυνατοί από τους αντιπάλους τους. Αυτά, όμως, που τους έδιναν αβαντάζ ήταν η κίνηση και η σωστή θέση που είχαν στον χώρο και τους έκαναν να φαίνονται μεγαλόσωμοι!

Ο Arrigo Sacchi έφερε την επανάσταση με τους διαφορετικούς τύπους pressing που εφάρμοζε η Milan και τους άλλαζε ανάλογα με το παιχνίδι. «Υπήρχε το μερικό pressing, το οποίο χρησιμοποιούσαμε περισσότερο για να κατευθύνουμε το παιχνίδι. Υπήρχε το ολοκληρωτικό pressing, που είχε να κάνει με την ανάκτηση της κατοχής, και υπήρχε και το ψευδο-pressing όταν προφασιζόμασταν ότι πρεσάραμε, αλλά στην ουσία χρησιμοποιούσαμε τον χρόνο για να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας», εξήγησε ο Arrigo Sacchi στον Jonathan Wilson και αυτό το πρωτοποριακό pressing βασιζόταν στους τέσσερις αμυντικούς που έπαιζαν όχι με λίμπερο, αλλά στην ευθεία. «Κάθε παίκτης ήταν απαραίτητος τόσο αμυντικά όσο και επιθετικά. Υπήρξαμε μια ομάδα που οι παίκτες ήταν το κλειδί και όχι οι θέσεις», εξήγησε σε συνέντευξή του ο Paolo Maldini, απονέμοντας τα εύσημα στον άνθρωπο που άλλαξε την εικόνα του ποδοσφαίρου και που έδωσε απάντηση στο αιώνιο ερώτημα αν μπορείς να κερδίζεις παίζοντας και ωραία! Για κάποιον που έγινε τελικά εξαιρετικός τζόκεϊ, αν και δεν είχε υπάρξει ποτέ άλογο, όπως είχε πει ο ίδιος τόσο εύστοχα, η συνεισφορά του στο μοντέρνο ποδόσφαιρο υπήρξε συγκλονιστικά εντυπωσιακή!

Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου. Από την εφημερίδα «SportDay» της Τετάρτης, 21ης Ιουλίου 2010

Φέρεντς Πούσκας: Ο Καλπάζων Συνταγματάρχης

Ο Ούγγρος -και αργότερα πολιτογραφημένος Ισπανός- επιθετικός, Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás), γεννημένος ως Φέρεντς Πουρτζέλντ (Ferenc Purczeld Biró), γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1927 στη Βουδαπέστη. Θεωρείται ευρέως ως ένας από τους Μεγαλύτερους Ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών. Ένας παραγωγικός επιθετικός, σκόραρε 84 γκολ σε 85 διεθνείς αγώνες για την Ουγγαρία και 514 γκολ σε 529 αγώνες στα πρωταθλήματα της Ουγγαρίας και της Ισπανίας. Το παλμαρέ του με την εθνική Ουγγαρίας συχνά αναφέρεται ότι είναι 83 γκολ σε 84 παιχνίδια -το επιπλέον παιχνίδι και γκολ, ήταν από έναν αγώνα εναντίον του Λιβάνου, που παίχτηκε το 1956, όμως αναγνωρίζεται ως επίσημο παιχνίδι μόνο από την Ουγγρική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, τον Μάιο του 2002. Έγινε Χρυσός Ολυμπιονίκης το 1952 και οδήγησε την εθνική Ουγγαρίας στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954, όπου ονομάστηκε ως ο Καλύτερος Παίκτης του τουρνουά. Κέρδισε 3 Κύπελλα Πρωταθλητριών Ομάδων Ευρώπης (1959, 1960, 1966), 10 εθνικά πρωταθλήματα (5 Ουγγρικά & 5 της ισπανικής Primera División) και 8 Κορυφαίες Ατομικές Διακρίσεις Σκοραρίσματος.


Ξεκίνησε την καριέρα του στην Ουγγαρία παίζοντας για τη Κίσπεστ και την εξέλιξή της, τη Χόνβεντ της Βουδαπέστης. Ήταν ο Πρώτος Σκόρερ στην ουγγρική Λίγκα σε 4 περιπτώσεις και το 1948, ήταν ο Κορυφαίος Σκόρερ στην Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, ήταν τόσο το εκλεκτότερο μέλος, όσο και ο αρχηγός της Ουγγρικής εθνικής ομάδας, αυτής που η Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία κατέγραψε ως «Η Χρυσή Ομάδα» (The Golden Team και στα ουγγρικά Aranycsapat =Αρανίτσαπατ), επίσης γνωστοί με διάφορα προσωνύμια («Mighty Magyars», «Marvellous Magyars», «Magnificent Magyars») με πιο γνωστό το  «Magical Magyars» (Μαγικοί Μαγυάροι). Το 1958, δύο χρόνια μετά την Ουγγρική Επανάσταση, μετανάστευσε στην Ισπανία όπου έπαιξε για την Ρεάλ Μαδρίτης. Παίζοντας για τη «Βασίλισσα», κέρδισε 4 βραβεία «Pichichi», ως Κορυφαίος Σκόρερ της ισπανικής Λίγκας και σκόραρε 7 γκολ σε 2 τελικούς Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Το 1995, αναγνωρίστηκε ως ο Πρώτος Σκόρερ του 20ου Αιώνα από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS).


Μετά την απόσυρσή του ως παίκτης, έγινε προπονητής. Το αποκορύφωμα της προπονητικής του καριέρας ήρθε το 1971, όταν οδήγησε τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου ηττήθηκε 0-2 από τον Άγιαξ. Παρά την αποστασία του το 1956, η ουγγρική κυβέρνηση του απένειμε πλήρη αμνηστία το 1993, επιτρέποντάς του να επιστρέψει και να αναλάβει την προσωρινή καθοδήγηση της ουγγρικής εθνικής ομάδας. Το 1998, έγινε ένας από τους πρώτους πρεσβευτές της FIFA. Το 2002, το ‘’Népstadion’’ στη Βουδαπέστη μετονομάστηκε σε ‘’Ferenc Puskás Stadion’’ προς τιμήν του. Ανακηρύχθηκε ως ο Καλύτερος Ούγγρος Ποδοσφαιριστής για τα τελευταία 50 χρόνια από την Ουγγρική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 50 Χρόνια (Ιωβιλαίο) της UEFA, τον Νοέμβριο του 2003. Τον Οκτώβριο του 2009, η FIFA ανακοίνωσε την θέσπιση του βραβείου «FIFA Puskás», που απονέμεται στον παίκτη που πέτυχε το «Πιο Υπέροχο Γκολ» κατά το παρελθόν έτος. Περιλαμβάνεται, επίσης, στον κατάλογο «FIFA 100», που συνέταξε ο Πελέ, των 125 Μεγαλύτερων Εν Ζωή Παικτών του Κόσμου, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 100 Χρόνια της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας, τον Μάρτιο του 2004.


Από μικρός έδειξε την κλίση του στο ποδόσφαιρο, ξεκινώντας τη καριέρα του από τις ακαδημίες της Κίπσεστ, όπου ήταν προπονητής ο πατέρας του, παλιός ποδοσφαιριστής της ομάδας. Φήμες λένε ότι αγωνιζόταν με το ψευδώνυμο Μίκλος Κόβακς, μέχρι να υπογράψει επίσημο συμβόλαιο συνεργασίας σε ηλικία 12 ετών. Στα 16 του ανήκε στην πρώτη ομάδα της Κίσπεστ και γρήγορα έγινε βασικό και αναντικατάστατο μέλος της. Μόλις δύο χρόνια μετά, το 1945, έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική Ουγγαρίας, στο πρώτο της παιχνίδι μεταπολεμικά, με την Αυστρία. Η λήξη του Πολέμου βρήκε το Σοβιετικό κράτος να προσπαθεί να προσαρτήσει περιοχές υπό την επήρεια του. Η Ουγγαρία δεν αποτέλεσε εξαίρεση και απέκτησε κομουνιστικό καθεστώς. Οι εξελίξεις δεν άφησαν ανεπηρέαστο το ποδόσφαιρο και η Κίσπεστ, η ανερχόμενη ομάδα του προαστίου της πρωτεύουσας, μετονομάστηκε σε Χόνβεντ (= Υπερασπιστές του Έθνους) και έγινε στρατιωτικός σύλλογος, ο οποίος είχε το προνόμιο να αποκτά ότι καλύτερο υπήρχε στην Ουγγαρία. Το έντονο στρατιωτικό στοιχείο της χώρας και της ομάδας όπου αγωνιζόταν, έδωσε και το παρατσούκλι "Ο Καλπάζων Συνταγματάρχης" στον Πούσκας,


Η Χόνβεντ αποτέλεσε ότι καλύτερο είχε να επιδείξει η Ευρώπη στα χρόνια πριν την καθιέρωση των διεθνών κυπέλλων. Εντός των συνόρων, κατέκτησε τα πρωταθλήματα του 1949, του 1950, του 1952, του 1954 και του 1955 και αποτέλεσε τη βάση της εθνικής Ουγγαρίας.  Το 1952, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι, οι Μαγυάροι αναδεικνύονται Χρυσοί Ολυμπιονίκες, επικρατώντας στον τελικό 2-0 της Γιουγκοσλαβίας. Ο Πούσκας, αρχηγός της ομάδας, πέτυχε συνολικά 4 γκολ στη διοργάνωση, συμπεριλαμβανομένου και του πρώτου τέρματος του τελικού. Ο Πούσκας αναδείχθηκε τέσσερις φορές πρώτος σκόρερ στην Ουγγαρία. Το 1948, μάλιστα, πέτυχε 50 γκολ και ήταν πρώτος σκόρερ και στην Ευρώπη. Το 1949 σημείωσε 31 τέρματα, το 1950 σημείωσε 25 και το 1953 σημείωσε 27.


Στο ντεμπούτο του με την Εθνική Ουγγαρίας, στις 20 Αυγούστου του 1945 σκόραρε, στο 5-2 επί της Αυστρίας. Συνολικά, έδωσε 85 παιχνίδια για το εθνόσημο πετυχαίνοντας 84 τέρματα (!) και μεταξύ αυτών ήταν δύο χατ-τρικ σε βάρος των Αυστριακών, ένα κατά του Λουξεμβούργου και 4 γκολ στο 12-0 επί της Αλβανίας!! Μαζί με τους Ζολτάν Τσίμπορ (Zoltán Czibor), Σάντορ Κότσις (Sándor Kocsis), Γιόζεφ Μπόζικ  (József Bozsik) και Νάντορ Χιντεγκούτι  (Nándor Hidegkuti) αποτέλεσαν τον κορμό της θρυλικής ομάδας που διατήρησε το αήττητο σερί των 32 αγώνων, ρεκόρ που μένει ακατάρριπτο ως σήμερα!

Το 1953, η Ουγγαρία επισκέφτηκε την Αγγλία για να δώσει φιλικό παιχνίδι στο "Γουέμπλεϊ". Μέχρι τότε, η Αγγλοι θεωρούσαν τους εαυτούς του την καλύτερη ομάδα του κόσμου, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορα για να δίνουν φιλικά παιχνίδια, αφού πίστευαν ότι ήταν... άσκοπα. Ενενήντα λεπτά χρειάστηκαν για την πλήρη και ολοκληρωτική  αποκαθήλωση. Η Ουγγαρία επικράτησε με 6-3 μπροστά σε 100.000 εμβρόντητους θεατές. Με τους Κότσις και Πούσκας (δύο γκολ σε εκείνο το ματς) ως μέσα δεξιά και μέσα αριστερά αντιστοίχως στην επίθεση και τον Χιντεγκούτι ως σέντερ φορ, αλλά λίγο πιο μπροστά, οι Ούγγροι αγωνίστηκαν με ένα ρηξικέλευθο τρόπο, που δεν επέτρεπε σε καμία άμυνα να αντισταθεί. Η επιβεβαίωση ήρθε λίγους μήνες μετά. Στον επαναληπτικό της Βουδαπέστης, η Ουγγαρία κέρδισε με 7-1 την Αγγλία!



Μουντιάλ 1954: Η "Θαυματουργή Ομάδα"
Οι ημέρες της απόλυτης δόξας για την Ουγγαρία θα έρθουν τον επόμενο χρόνο, το 1954. Στο Μουντιάλ της Ελβετίας, ήταν το φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου, αφού δεν είχε ηττηθεί από το 1950. Στα πρώτα δύο ματς, πέτυχε 17 γκολ. Πρώτα ήταν το 9-0 επί της Νότιας Κορέας και ακολούθησε το 8-3 επί της Δυτικής Γερμανίας. Αυτό το παιχνίδι, όμως, στιγμάτισε ο τραυματισμός του αρχηγού της ομάδας, από τον Γερμανό μέσο Βέρνερ Λίμπριχ.


Ο Πούσκας έχασε τον προημιτελικό με την Βραζιλία, ένα παιχνίδι που έμεινε στην ιστορία ως η "Μάχη της Βέρνης", λόγω του... ξύλου μεταξύ των ποδοσφαιριστών. Τα μαρκαρίσματα ήταν πολύ σκληρά και συχνά κατέληγαν σε συμπλοκές, ενώ μετά το τέλος του αγώνα, οι Βραζιλιάνοι εισέβαλαν στα αποδυτήρια των Ούγγρων, αφού θεωρούσαν ότι ο Πούσκας, θεατής στη γραμμή του πλαγίου σε εκείνο το παιχνίδι, επιτέθηκε και τραυμάτισε τον μέσο Πινέιρο. Ξέσπασε καυγάς, μπουκάλια πετάχτηκαν εκατέρωθεν, καθώς και ποδοσφαιρικά παπούτσια. Το γεγονός ήταν ότι οι Μαγυάροι είχαν κερδίσει εντός αγωνιστικού χώρου με 4-2, ενώ το ίδιο σκορ (μετά από παράταση) εμφανίστηκε και στον ημιτελικό με την παγκόσμια πρωταθλήτρια του 1950, Ουρουγουάη, όπου επίσης δεν αγωνίστηκε ο Πούσκας.


Ο τελικός έμοιαζε εύκολη υπόθεση, αφού ήταν με αντίπαλο τη Δυτική Γερμανία. Ο Πούσκας δεν ήταν απολύτως έτοιμος, ωστόσο το ηγετικό του αίτημα να αγωνιστεί (στα όρια της αλαζονείας, όπως αφηγούνται μάρτυρες του περιστατικού) προς τον προπονητή του, Γκούσταβ Σέμπες, δεν γινόταν με μην ικανοποιηθεί.

Στο 9ο λεπτό, το σκορ ήταν ήδη 2-0 από γκολ του ίδιου στο 6’ και του Τσίμπορ στο 8’. Ακολούθησε, όμως, η μαζική πτώση της ομάδας, η οποία χωρίς τον αρχηγό της δεν μπορούσε να βρει τα πατήματά της στο γήπεδο. Ο Πούσκας κούτσαινε και δεν μπορούσε να τρέξει μετά από το πρώτο τέταρτο και οι Γερμανοί αντεπιτέθηκαν. Αλλαγές δεν υπήρχαν στο παιχνίδι και έτσι έπρεπε να βγάλει ολόκληρο το ενενηντάλεπτο. Πέτυχε ένα γκολ ακόμα, το οποίο ακυρώθηκε ως οφσάιντ, ωστόσο οι Γερμανοί, με ένα γκολ του Μόρλοκ και δύο του Χέλμουτ Ραν (το τελευταίο στο 84’), κατάφεραν να πάρουν τη νίκη και να πραγματοποιήσουν μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.


Η επιστροφή στη Βουδαπέστη, δεν έγινε με τιμές ηρώων στη φιναλίστ για δεύτερο Μουντιάλ στις τρεις τελευταίες διοργανώσεις. Οι βλέψεις για τους Κότσις, Τσίμπορ, Χιντεγκούτι, Μπόζικ και κυρίως Πούσκας ήταν ακόμα υψηλότερες. Ως αποτέλεσμα, ο αρχηγός εκείνης της ομάδας, ο άνθρωπος που επέμενε να αγωνιστεί στον τελικό αν και ήταν τραυματίας, να δεχθεί την κατακραυγή για αυτήν την εθνική ήττα όπως θεωρήθηκε.


Η εξορία από την πατρίδα
Κανείς ποτέ, πάντως, δεν αμφισβήτησε την αξία αυτού του παίκτη. Ούτε και της Χόνβεντ, η οποία συνέχισε να παραδίδει μαθήματα ποδοσφαίρου. Ήδη είχε γίνει γνωστή από τα ταξίδια της σε χώρες της δυτικής Ευρώπης για φιλικούς αγώνες. Το 1956, μάλιστα, συμμετείχε στο πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών της ιστορίας. Η πορεία προς τον τίτλο περνούσε από τη Χώρα των Βάσκων για το παιχνίδι με την Αθλέτικ Μπιλμπάο. Η ομάδα βρέθηκε στη Βασκονία, ωστόσο πίσω στην Ουγγαρία υπήρχαν δραματικές εξελίξεις. Οι αλλαγές στην ανατολική Ευρώπη ήταν ήδη πολλές και οι Ούγγροι άρχισαν να εξεγείρονται αυτό το έτος. Οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να καταπνίξουν το κίνημα χρησιμοποιώντας στρατιωτικά μέσα. Τα τανκς βρέθηκαν στους δρόμους και σκόρπισαν το θάνατο.


Ο Πούσκας και ορισμένοι συμπαίκτες του στην Χόνβεντ παρακολουθούσαν από αρκετά μακριά αυτές τις εξελίξεις. Ο πρώτος αγώνας στο Μπιλμπάο έληξε με νίκη των Βάσκων (2-0), ενώ ο επαναληπτικός, λόγω των γεγονότων, διεξήχθη στις Βρυξέλλες. Έληξε με 3-3 και η Χόνβεντ αποκλείστηκε. Από το Βέλγιο, αρκετοί ποδοσφαιριστές εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να βρουν άσυλο σε κάποια άλλη χώρα, όπου δεν θα κινδύνευαν. Ο Πούσκας αρνείται να επιστρέψει στην Ουγγαρία και παίζει κάποια ανεπίσημα παιχνίδια με την Εσπανιόλ, όμως δέχεται ποινή διετούς αποκλεισμού από την UEFA και χάνει το δικαίωμα να αγωνιστεί στην Ευρώπη.
To 1956, ο Δημήτρης Καρέλας του Εθνικού είχε προσκαλέσει στην Ελλάδα για μία σειρά φιλικών αγώνων μία ομάδα "Επίλεκτων Ούγγρων". Αυτή ήταν η κάλυψη για την εθνική Ουγγαρίας, η οποία είχε έρθει στη χώρα μας με όλα της τα αστέρια, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, από αυτό που υπήρχε στην Ουγγαρία των τόσων αναταραχών. Δόθηκαν ορισμένα φιλικά, το "άστρο" του Φέρεντς Πούσκας στην πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα "έλαμψε", ωστόσο τα σχέδια ενίσχυσης του Εθνικού διακόπηκαν απότομα, αφού το Υπουργειό Εξωτερικών αντέδρασε σε αυτήν την κίνηση, η οποία διατάρασσε τις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση. Ο Εθνικός, μάλιστα, τιμωρήθηκε.
Στοιχεία από το βιβλίο "Μεταξύ τιμής και ντροπής" του Γιώργου Αρκουλή, εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα".
Καταγεύγει στην Αυστρία, αλλά και πάλι δεν κατάφερε να πάρει άδεια για να αγωνιστεί στο πρωτάθλημα της χώρας. Η αιτία ήταν η αποστασία του. Στην πατρίδα, το καθεστώς τον κήρυξε λιποτάκτη, αφού αποχώρησε από τον σύλλογο του στρατού, ενώ ο ίδιος φοβήθηκε να επιστρέψει, αφού κινδύνευε η ζωή του. Επιθυμία του ήταν η Ιταλία, ωστόσο εκεί δεν έγινε αποδεκτός λόγω του αντιποδοσφαιρικού παρουσιαστικού του, αλλά και της ηλικίας του. Στα 30 του χρόνια, αρκετοί ήταν αυτοί που δεν πίστευαν ότι θα μπορούσε να επιστρέψει στην κατάσταση που ήταν πριν τις εξελίξεις του 1956.


Η διασυλλογική καταξίωση
Η λύση ήρθε από την Ισπανία. Ο πρώην προπονητής του στην Χόνβεντ, Εμιλ Οστράικερ, είχε αναλάβει την τεχνική ηγεσία της Ρεάλ Μαδρίτης, η οποία είχε ήδη αρχίσει να κυριαρχεί στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό προσκήνιο. Ο Σαντιάγκο Μπερναμπέου είχε δημιουργήσει μία υπερομάδα, η οποία είχε ως ηγέτη την "ξανθιά σαΐτα", τον Αργεντινό Αλφρέντο Ντι Στέφανο. Η άφιξη του 31χρονου Φέρεντς Πούσκας έφερε την καθιέρωση των "μερέγκες" στην κορυφή. Μόλις στην πρώτη του σεζόν στην Primera Division πετυχαίνει 4 χατ-τρικ, με το πρώτο να σημειώνεται μόλις στο 2ο του παιχνίδι με τη φανέλα της Βασίλισσας!  Ο... υπέρβαρος και... ηλικιωμένος Πούσκας μαζί με τον Ντι Στέφανο δημιούργησαν ένα μοναδικό επιθετικό δίδυμο, ασταμάτητο από οποιαδήποτε άμυνα. Συνεπικουρούμενοι από ποδοσφαιριστές επίσης μεγάλης κλάσης, όπως οι Ραϊμόν Κοπά, Φρανθίσκο Χέντο, Χοσέ Σανταμαρία, οδήγησαν τη Ρεάλ Μαδρίτης σε άλλες δύο συνεχόμενες κατακτήσεις του κυπέλλου Πρωταθλητριών (1959, 1960).


Το 1960, στο "Χάμπντεν Παρκ" της Γλασκόβης, στριμώχτηκαν περισσότεροι από 134.000 φίλαθλοι για να παρακολουθήσουν τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών μεταξύ αυτής της μαγικής ομάδας και της Αϊντραχτ Φρανκφούρτης. Το τελικό 7-3 προήλθε από τέσσερα γκολ του Πούσκας και τρία γκολ του Ντι Στέφανο και παραμένει (και θα παραμείνει προφανώς) το μεγαλύτερο σκορ σε τέτοιο στάδιο της διοργάνωσης. Ο "Καλπάζων Συνταγματάρχης" είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει πετύχει τέσσερα γκολ σε τελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών. Ο δύστροπος Αλφρέντο Ντι Στέφανο επιθυμούσε να είναι ο μοναδικός ηγέτης της Ρεάλ Μαδρίτης και η άφιξη του Πούσκας τον προβλημάτισε. Παρ’ όλα αυτά, ο πάντα καλός αλλά και ευφυής Ούγγρος του εξηγούσε συνεχώς ότι θεωρεί τον Αργεντινό «σημαία» της ομάδας και τον ίδιο βοηθό του στην κοινή τους πορεία.


ην επόμενη χρονιά, η Ρεάλ Μαδρίτης αποκλείστηκε από την Μπαρτσελόνα στον πρώτο γύρο του θεσμού, ωστόσο παρέμεινε κυρίαρχη εντός των συνόρων. Από το 1961 μέχρι το 1965 κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα, ο Πούσκας ανακηρύχθηκε τέσσερις φορές πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα, ενώ το 1962 προσπάθησε να κάνει ένα μοναδικό τρεμπλ, αφού είχε κατακτήσει ήδη το κύπελλο και βρέθηκε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με αντίπαλο την Μπενφίκα του μεγάλου Εουσέμπιο. Οι "αετοί" της Λισαβόνας κέρδισαν με 5-3 την Ρεάλ Μαδρίτης, με τον 35χρονο Πούσκας να πετυχαίνει και τα τρία γκολ της ομάδας του. Το 1963, έγινε ακόμα πιο αγαπητός στους Μαδριλένους, όταν πλήγωσε δύο φορές με χατ-τρικ τη μισητή αντίπαλο, Μπαρτσελόνα, τόσο στο Σαντιάγκο Μπερναμπέου όσο και στο Καμπ Νου.

Ορισμένοι αριθμοί δείχνουν και το μεγαλείο του Πούσκας. Σε 85 συμμετοχές με την εθνική Ουγγαρίας, πέτυχε 84 γκολ, αναλογία μοναδική στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Σε 354 παιχνίδια με την Χόνβεντ, πέτυχε 357 γκολ ενώ σε 528 με την Ρεάλ Μαδρίτης, σκόραρε 512 φορές. Με τους "μερέγκες" αγωνίστηκε σε 39 ευρωπαϊκά παιχνίδια και πέτυχε 35 γκολ.


Την ίδια χρονιά, θα έδινε την τελευταία του παράσταση σε διεθνές υπόβαθρο, ως μέλος της εθνικής ομάδας της Ισπανίας. Το καλοκαίρι του 1962 βρέθηκε στη Χιλή για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Οι «φούριας ρόχας» είχαν καλή ομάδα, η οποία εκτός του Πούσκας διέθετε τους Φρανθίσκο Χέντο, Λουίς ντελ Σολ και Λουίς Σουάρεθ. Σε έναν όμιλο με Βραζιλία και Τσεχοσλοβακία, τις μετέπειτα φιναλίστ, δύσκολα μπορούσε να αντισταθεί. Η Ισπανία με μία νίκη (επί του Μεξικού) ήταν ουραγός του ομίλου και ο Πούσκας αποχαιρέτησε κατ’ αυτόν τον τρόπο τις διεθνείς διοργανώσεις.

Το τέλος του ως ποδοσφαιριστής ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα. Ένδοξα, αφού κατέκτησε το κύπελλο Πρωταθλητριών του 1966, ένας τίτλος που έκλεισε οριστικά τον κύκλο εκείνης της μεγάλης ομάδας της Ρεάλ Μαδρίτης, ο οποίος θα ξανάνοιγε τρεις δεκαετίες αργότερα. Σε ηλικία 39 ετών, ο Πούσκας "κρέμασε τα παπούτσια" του αλλά δεν αποχώρησε από το ποδόσφαιρο. Αφιερώθηκε στην προπονητική.

Το θαύμα του Γουέμπλεϊ
Λίγο πριν από ένα σημαντικό ευρωπαϊκό παιχνίδι του Παναθηναϊκού, η πειθαρχική επιτροπή ΟΥΕΦΑ συνεδρίαζε για να τιμωρήσει ποδοσφαιριστές που είχαν υποπέσει σε παραπτώματα σε προηγούμενους αγώνες. Μεταξύ αυτών και ο Μίμης Δομάζος, ο οποίος κινδύνευε με τιμωρία. Ο Πούσκας έπεισε τη διοίκηση των "πρασίνων" να στείλει εκπροσώπους στην Ελβετία, μήπως καταφέρουν να αλλάξουν την προδιαγεγραμμένη απόφαση, ενώ μαζί τους ταξίδεψε και ο ίδιος. Στην έδρα της ΟΥΕΦΑ, κατά τη σύσκεψη της Επιτροπής, οι εκπρόσωποι της ελληνικής ομάδας απέτυχαν να μεταπείσουν τα αρμόδια μέλη.
Ο Φέρεντς Πούσκας, βλέποντάς τους να εξέρχονται από την αίθουσα συνεδριάσεων με σκυμμένα κεφάλια, κατάλαβε ότι δεν είχε αλλάξει τίποτα και μπήκε ο ίδιος μέσα. Μετά από λίγο, βγήκε και είπε σε "σπαστά" ελληνικά: "Αντε... μαλάκα, Μίμης παίζει κανονικά. Πάμε να φύγουμε από εδώ μήπως μετανιώσουν". Εν συνεχεία, όπως ο ίδιος διηγήθηκε, είχε καταφέρει να... εκβιάσει τα μέλη της ΟΥΕΦΑ, απειλώντας τους ότι ο τελικός του κυπέλλου κυπελλούχων που ήταν προγραμματισμένος να διεξαχθεί στο γήπεδο "Καραϊσκάκη" δεν θα είχε Ελληνες φιλάθλους στις εξέδρες, κάτι που θα προκαλούσε οικονομική και όχι μόνο καταστροφή!
Στοιχεία από το βιβλίο "Μεταξύ τιμής και ντροπής" του Γιώργου Αρκουλή, εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα".


Το 1970, ο Φέρεντς Πούσκας βρέθηκε στον πάγκο του Παναθηναϊκού, σε μία σεζόν, η οποία, όπως αποδείχθηκε, ήταν η ενδοξότερη στην ιστορία της ομάδας. Οι "πράσινοι" αποκλείοντας κατά σειρά Ζενές Ες, Σλόβαν Μπρατισλάβας, Έβερτον και Ερυθρό Αστέρα βρέθηκαν στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ο οποίος θα διεξαγόταν στο "Γουέμπλεϊ" της Αγγλίας. Εκεί, όπου 18 χρόνια πριν, ο Πούσκας είχε διαπρέψει με την εθνική Ουγγαρίας.

Το αποτέλεσμα δεν ήρθε για τους «πράσινους» απέναντι στον πανίσχυρο Άγιαξ της εποχής. Η ομάδα του Γιόχαν Κρόιφ κέρδισε με 2-0, κατακτώντας το πρώτο από τα τρία συνεχόμενα τρόπαια που θα ακολουθούσαν. Παρ’ όλα αυτά, ο "Πάντσο" κατάφερε το αδιανόητο. Έστω και αν ποτέ δεν υπήρξε μεγάλος προπονητής (σύνηθες φαινόμενο με τους μεγάλους παίκτες), γνωρίζοντας καλά τα μυστικά της μπάλας, οδήγησε μία ταλαντούχα ομάδα στην κορυφή της Ευρώπης. Το τρόπαιο μπορεί να μην ήρθε, ωστόσο ο Ούγγρος έμεινε στην ιστορία και για αυτό το κατόρθωμα, προπονητικό αυτήν τη φορά.


Το 1978, βρέθηκε και πάλι στην Ελλάδα, διαδεχόμενος τον Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι στον πάγκο της ΑΕΚ, η οποία ήταν νταμπλούχος από την προηγούμενη σεζόν. Στους «κιτρινόμαυρους» έφερε τη «σημαία» του Παναθηναϊκού, τον Μίμη Δομάζο, με τον οποίο είχαν τις καλύτερες σχέσεις. Δεν έμεινε μέχρι τέλους, αφού τον διαδέχθηκε στο μέσο της σεζόν ο Ανδρέας Σταματιάδης. Η ΑΕΚ, πάντως, κατέκτησε το πρωτάθλημα.


Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1989 βρέθηκε σε ακόμα μία ελληνική ομάδα, εκτός Ελλάδας, όμως. Πρόκειται για την Ελλάς Μελβούρνης, στην οποία παρέμεινε για τρία χρόνια, μέχρι το 1992. Τη σεζόν 1990-91, κατέκτησε το πρωτάθλημα Αυστραλίας. Αυτός ήταν και ο τελευταίος του σύλλογος. Είχαν προηγηθεί αρκετές ομάδες σε όλον τον κόσμο, ωστόσο μόνο σε αυτές με το ελληνικό στοιχείο κατάφερε να σημειώσει επιτυχίες. Το 1993 ήρθε ίσως η πιο γλυκιά στιγμή στα χρόνια ενασχόλησής του με το ποδόσφαιρο. Ο κάποτε διωγμένος Πούσκας επιλέχθηκε ως υπηρεσιακός προπονητής της εθνικής ομάδας της πατρίδας του, στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994. Η Ουγγαρία δεν προκρίθηκε, ωστόσο ο ίδιος έγινε και πάλι ο εθνικός ήρωας της χώρας.


Το τραγικό τέλος του "μύθου"
Ο Φέρεντς Πούσκας ποτέ δεν έκανε υγιεινή ζωή. Το αντιποδοσφαιρκό σουλούπι του εξάλλου, τον προδίδει. Δεν είναι λίγες οι ιστορίες από το πέρασμά του στην Ελλάδα, που τον θέλουν να χρειάζεται... τρία γεύματα για μεσημεριανό για να χορτάσει. Επιπλέον, το αλκοόλ ήταν μία από τις μεγάλες αδυναμίες του. Εξάλλου, κατά την εξορία του από την Ουγγαρία, οι προπαγανδιστές στηρίχθηκαν σε αυτήν την κατάσταση και δημιούργησαν αρνητικές εντυπώσεις που αφορούσαν ένα χοντρό, μέθυσο ποδοσφαιριστή. Το όνομά του μπορεί να "καθάρισε" όταν επέστρεψε στη χώρα το 1981, μετά από 25 χρόνια εξορίας, ωστόσο οι συνήθειές του δεν άλλαξαν. Δεν ήταν και αυτές που τον κατέστρεψαν, όμως.

Η νόσος Αλτσχάιμερ ήταν αυτή που τον έκανε να λυγίσει, όταν τον χτύπησε σε ηλικία 73 ετών. Μέσα σε λίγα χρόνια, δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει ακόμα και παλαιούς συμπαίκτες του, οι οποίοι τον επισκέπτονταν στο σπίτι του στην Ουγγαρία. Τα προβλήματα υγείας πλήθαιναν και κατά συνέπεια το κόστος των θεραπειών. Ο Πούσκας έγινε τραγικός ήρωας, αφού αναγκάστηκε να βγάλει σε δημοπρασία αρκετά από τα υπάρχοντά του, μεταξύ των οποίων και βραβεία που είχε κερδίσει ως ποδοσφαιριστής, για να μπορέσει να εξασφαλίσει χρήματα. Πάλεψε με τη νόσο της λήθης για 6 χρόνια.


Η Ρεάλ Μαδρίτης είχε βοηθήσει οικονομικά τον πάλαι ποτέ ηγέτη της, ενώ έδωσε και φιλικό παιχνίδι, στις 14 Αυγούστου του 2005, στην Ουγγαρία με μικτή ομάδα και τα έσοδα διατέθηκαν στον "Καλπάζοντα Συνταγματάρχη". Ούτε η Ουγγαρία, όμως, τον ξέχασε. Στα 75α του γενέθλια, το 2002, το Νεπ Στάντιον πήρε το όνομά του σε μια συγκινητική εκδήλωση. Ο Ούγγρος άσος μπόρεσε να βγει για λίγες ώρες από το νοσοκομείο και κλώτσησε μια μπάλα στο γήπεδο, όπου αποθεώθηκε από 75 παιδιά (όσα και τα χρόνια του).


Τον Σεπτέμβριο του 2006 εισήχθη στην εντατική μονάδα νοσοκομείου της Βουδαπέστης, από πρόβλημα αρτηριοσκλήρωσης και πνευμονία. Η κατάστασή του ήταν σοβαρή και όλοι περίμεναν το μοιραίο από μέρα σε μέρα. Ο ίδιος κατάφερε να αντέξει για δύο μήνες, με το ιατρικό προσωπικό να κάνει ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να τον κρατήσει στη ζωή. Όλα αυτά, με έξοδα του κράτους, αφού ακόμα και τα 2.200 ευρώ που έπαιρνε για σύνταξη ως ένας από τους δέκα "Κορυφαίους Αθλητές της Ουγγαρίας" δεν ήταν αρκετά.


Στις 17 Νοεμβρίου του 2006, ο Φέρεντς Πούσκας, “κάλπασε” για τα σύννεφα. Δεν άντεξε άλλο σε αυτήν την άνιση μάχη και πέρασε στην αιωνιότητα. Όπως τότε, το 1954, όταν ο τραυματισμός στον αστράγαλο, του στέρησε το μεγαλύτερο όνειρο που είχε, την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ένα τρόπαιο που ποτέ δεν κατάφερε να αγγίξει, αλλά που είναι το μοναδικό που λείπει από το βιογραφικό του. Από ένα παλμαρέ που θα ζήλευε κάθε ποδοσφαιριστής, ενός παίκτη που άφησε το προσωπικό του στίγμα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο...

Ξέρετε ότι...
  • Ανακηρύχθηκε ο Καλύτερος Ούγγρος Ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 ετών από την ποδοσφαιρική ομοσπονδία της χώρας.
  • Σε αυτόν ανήκει η περίφημη φράση "Εντεκα αυτοί, έντεκα εμείς", την οποία είπε λίγο πριν τον τελικό του 1971, ώστε να εμψυχώσει τους παίκτες του Παναθηναϊκού.
  • Σύμφωνα με την Διεθνή Υπηρεσία Στατιστικής και Ιστορίας του Ποδοσφαίρου (IFFHS), είναι ο τέταρτος καλύτερος ποδοσφαιριστής της Ευρώπης και έκτος όλου του κόσμου.
  • Το 1997 του απονεμήθηκε το Βραβείο Ήθους από την Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ).
  • Το 1999 έγινε Επίτιμος Πρέσβης του Αθλητισμού της Ουγγαρίας.
  • Τον Απρίλιο ιδρύθηκε το πρώτο ποδοσφαιρικό σχολείο στην Ουγγαρία, το οποίο έχει το όνομά του, ωστόσο ποτέ δεν κατάφερε να το επισκεφτεί.


PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Επαγγελματική καριέρα



  • 1943–1955: Budapest Honvéd Futball Club, 341 (352)
  • 1958–1966: Real Madrid Club de Fútbol, 180 (156)

Σύνολο καριέρας: 521 (508)
Διεθνής
  • 1945–1956: Ουγγαρία, 85 (84)
  • 1961/62: Ισπανία, 4 (0)

Προπονητική καριέρα
  • 1967: San Francisco Golden Gate Gales
  • 1968: Vancouver Royals
  • 1968/69: Deportivo Alavés
  • 1970–1974: Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος
  • 1975: Real Murcia Club de Fútbol
  • 1975/76: Club Social y Deportivo Colo-Colo
  • 1976/77: Σαουδική Αραβία
  • 1978/79: Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως
  • 1979–1982: Al-Masry Sporting Club
  • 1985/86: Club Sol de América
  • 1986–1989: Club Cerro Porteño
  • 1989–1992: South Melbourne Hellas Football Club
  • 1993: Ουγγαρία


Τίτλοι
Συλλογικοί
Με την Budapest Honvéd
  • Πρωτάθλημα Ουγγαρίας: 5 (1949/50, 1950, 1952, 1954, 1955)

Με την Real Madrid
  • Πρωτάθλημα Ισπανίας: 5 (1960/61, 1961/62, 1962/63, 1963/64, 1964/65)
  • Κύπελλο Ισπανίας: 1961/62
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών: 3 (1958/59, 1959/60, 1965/66)
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1960

Διεθνείς
Με την Ουγγαρία
  • Balkan Cup Champions: 1947
  • Ολυμπιακοί Αγώνες: χρυσό Μετάλλιο στο Ελσίνκι το 1952
  • Πρωτάθλημα Κεντρικής Ευρώπης: 1953
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ 1954

Προσωπικές Διακρίσεις
  • 2ος Καλύτερος Παίκτης στην Ευρώπη: 1960
  • Παίκτης της Χρονιάς από την Ουγγρική Ομοσπονδία: 1950
  • Πρώτος Σκόρερ Διοργάνωσης Πρωταθλήματος Κεντρικής Ευρώπης : 1954 (10 Goals)
  • Πρώτος Σκόρερ Ουγγρικού Πρωταθλήματος: 4 (1947/48, 1949/50, 1950, 1953)
  • Πρώτος Σκόρερ Ισπανικού Πρωταθλήματος (Pichichi Trophy): 4 (1959/60, 1960/61, 1962/63, 1963/64)
  • Παίκτης της Χρονιάς από το αγγλικό περιοδικό «World Soccer»: 1953
  • Μέλος Ιδανικής Ενδεκάδας της Χρονιάς από το «World Soccer»: 4 (1960, 1961, 1962, 1963)
  • Ευρωπαίος Παίκτης της Χρονιάς: 1953
  • Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1954
  • Μέλος Ιδανικής Ενδεκάδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1954
  • Καλύτερος Παίκτης στην Ευρώπη για τον 20Ο Αιώνα από τη γαλλική εφημερίδα «L'Equipe»
  • Καλύτερος Παίκτης στην Ουγγαρία για τον 20ο Αιώνα
  • Κορυφαίος Σκόρερ του 20ου Αιώνα από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου
  • Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Ποδοσφαιριστών του Κόσμου που συνέταξε το 2004 ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA
  • Χρυσός Παίκτης για την Ουγγαρία, επ’ ευκαιρία του Εορτασμού των 50 ετών της UEFA
  • Μέλος του Διεθνούς Ποδοσφαιρικού Hall of Fame: 2014
  • Στην θέση #7 Καλύτερος Παίκτης του 20ου Αιώνα από το «World Soccer Magazine»
  • Στην θέση #6 Καλύτερος Παίκτης του 20ου Αιώνα από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου
  • Στην θέση #4 Καλύτερος Ευρωπαίος Παίκτης του 20ου Αιώνα από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου
  • Πρώτος Σκόρερ Κυπέλλου Πρωταθλητριών: 2 (1960 με 12 γκολ, 1964 με 7 γκολ)
  • Πρώτος Σκόρερ Στον Κόσμο: 1948 με 50 γκολ
  • Χρυσή Μπάλα ως Ένας Θρύλος του Ποδοσφαίρου: 2006

Ως προπονητής
Με τον Παναθηναϊκό
  • Πρωτάθλημα Ελλάδος: 2 (1969/70, 1971/72)
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών: φιναλίστ 1971
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: φιναλίστ 1971

Με την Sol de América
  • Πρωτάθλημα Παραγουάης: 1986

Με την South Melbourne Hellas
  • National Soccer League: 1990/91
  • NSL Cup: 1989/90
  • Dockerty Cup: 2 (1989, 1991)

ΠΗΓΕΣ: contra.gr - evrytanika.gr

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Μίτσελ: Ο Ωραίος της Βασίλισσας με το № 8

Ο Ισπανός δεξιός μέσος, Χοσέ Μιγκέλ Γκονζάλες Μαρτίν ντελ Κάμπο, περισσότερο γνωστός απλά ως Μίτσελ (José Miguel González Martín del Campo, ‘’Míchel’’) γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1963 στη Μαδρίτη. Ως ποδοσφαιριστής αγωνιζόταν στη θέση του δεξιού μέσου και ήταν γνωστός για τις ικανότητές του με την μπάλα στα πόδια, καθώς και για την εκτελεστική του δεινότητα. Το μεγαλύτερο μέρος της ποδοσφαιρικής του καριέρας (λίγο παραπάνω από μια δεκαετία) το πέρασε στη Ρεάλ Μαδρίτης, απολαμβάνοντας μεγάλη επιτυχία σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο, αφού μεταξύ άλλων έχει πανηγυρίσει 6 πρωταθλήματα Ισπανίας και 2 κύπελλα UEFA. Κέρδισε σχεδόν 70 διεθνείς συμμετοχές για την Ισπανία, μεταξύ 1985 και 1992 και εκπροσώπησε τους «φούριας ρόχας» σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα, σκοράροντας 4 γκολ στη διοργάνωση του 1990 και σ’ ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, εργάστηκε ως τηλεοπτικός σχολιαστής στη δημόσια ισπανική τηλεόραση RTVE και ως αρθρογράφος για την εφημερίδα Μάρκα. Ως προπονητής έχει περάσει από 6 ομάδες (Σεβίλλη, Χετάφε κλπ), μετρώντας 2 πρωταθλήματα και ένα κύπελλο, όλα με τον Ολυμπιακό Πειραιώς.


Είναι γιος ποδοσφαιριστή, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το άθλημα στα 27 του χρόνια, εξαιτίας ενός αυτοκινητιστικού ατυχήματος. Μαθαίνει από πρώτο χέρι τη χαρά, τα κόλπα, τις επιτυχίες, αλλά και τις απογοητεύσεις που κρύβονται μέσα στον κόσμο της μπάλας. Και ο αδερφός του ασχολείται ενεργά με το ποδόσφαιρο. Μάλιστα ο Χαβιέρ είναι στην ίδια ομάδα, αλλά λόγω ενός τραυματισμού στα 15 του χρόνια εγκαταλείπει τις δικές πιθανότητες για μία ποδοσφαιρική καριέρα.

Ίσως η καριέρα του Μίτσελ στο άθλημα να κρύβει κάτι το μεταφυσικό. Είναι ο μοναδικός από την οικογένειά του που κατάφερε να «επιβιώσει» και να συνεχίσει την μπάλα. Το ποδοσφαιρικό του DNA είναι ισχυρότερο και η θεά τύχη θέλησε αυτός να πατήσει το χορτάρι του Μπερναμπέου.

Ή μικρός παντρέψου…

Ο μικρός μπαίνει στη Ρεάλ στα 13 και πολύ γρήγορα η τεχνική κατάρτιση και η σωματοδομή του ξεχωρίζουν. Ο Μίτσελ είναι το αστέρι στο σχολείο, μέσα στο γήπεδο, η ποδοσφαιρική αξία μέλει να εξαργυρωθεί κοινωνικά και αθλητικά στο χρηματιστήριο της δόξας. Σε νεαρή ηλικία υπήρξε μοντέλο του σχεδιαστή Ρομπέρτο Τορέτα. Γενικότερα, ο Μίτσελ υπήρξε ανέκαθεν λάτρης της αλληλεπίδρασης του ποδοσφαίρου με άλλους χώρους όπως η μόδα και πρόσεχε πολύ την εξωτερική εικόνα του τόσο μέσα όσο και έξω από το γήπεδο.

Η Ράγιο Βαγιεκάνο και η Ατλέτικο Μαδρίτης τον πλησιάζουν για να αποσπάσουν την υπογραφή από το «φοβερό δεξί πόδι». Ο πατέρας του Δον Μιγκέλ, παρότι οπαδός της Ατλέτικο Μαδρίτης, έχει διαφορετική άποψη και μαζί με τον γιο αποφασίζουν να υπογράψουν στη βασίλισσα. Το «διαμάντι» υπογράφει την 1η Οκτωβρίου του 1976, αλλά θα ξεκινούσε από την Καστιγιόν. Ο Ράφα Λόπεζ, μέλος του προπονητικού τιμ αποκαλύπτει: «Γεννήθηκε για αυτό. Έπαιζε με το № 8 στην πλάτη, είχε και τα δύο πόδια ήταν σχεδόν αδύνατο να διορθώσεις κάτι πάνω του». Τελικά, ταιριάζει απόλυτα με τον Πέπε Μελ και δημιουργεί μία αξεπέραστη γραμμή πυρός.


Σύντομα, η φήμη του εξαπλώνεται παντού, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Μέσα σε 2 χρόνια, ο νεαρός άσσος  καθιερώνεται στην 2η ομάδα. Το 1979 κάνει ένα ακόμα άλμα. «Μετακομίζει» στους 1ους «μικρούς» και γίνεται μόνιμος κάτοικος. Έχει τον Γκρόσο για προπονητή, καλείται στην κάτω των 18 και… μπαμ… βραβεύεται ως το «κορυφαίο ευρωπαϊκό ταλέντο». Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Μίτσελ είναι ένας αναγνωρισμένος παίκτης. Το 1981, στο τελευταίο του παιχνίδι στην ομάδα νέων κερδίζει πρωτάθλημα εναντίον της Μπιλμπάο με ένα ιστορικό γκολ. Εκτός των άλλων παίρνει μπόνους 10,000 πεσέτες, οι οποίες σε σύγκριση με τις 750 της κάθε νίκης φουσκώνουν την τσέπη του νεαρού άσσου, αλλά όχι τα μυαλά του.

Το μεγάλο και κρίσιμο άλμα έρχεται την περίοδο 1981/82, όταν και μαζί με τους υπόλοιπους νεαρούς αστέρες συγκροτούν την καλύτερη νέα Ρεάλ όλων των εποχών. Ο προπονητής είναι ο Αμάνσιο Αμάρο (Amancio Amaro), ο οποίος ενώνει μία πλειάδα ταλέντων με πρώτο τον «Γύπα» Εμίλιο Μπουντραγκένιο (Emilio Butragueño). Δεν μένει για πολύ εκεί. Μόλις ένα χρόνο μετά, στις 10 Απριλίου 1982, έκανε την πρώτη του εμφάνιση με την πρώτη ομάδα, με αντίπαλο τη Ντεπορτίβο Καστεγιόν, σε έναν αγώνα, όπου σημείωσε και γκολ (το τελικό σκορ ήταν 1-2, υπέρ της Ρεάλ). Το νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι για τον νεαρό –ακόμη– άσσο και δεν γυρνάει πίσω. Αφοσιωμένος στο στόχο και στο ποδόσφαιρο, προερχόμενος από ένα ιδανικό ποδοσφαιρικό περιβάλλον, είναι ο μόνος «επιζών», αλλά έχει καταθέσει τα διαπιστευτήρια του και είναι έτοιμος να αναρριχηθεί. Και το κάνει.

Οι «βασιλικές» και οι «ισπανικές» μέρες
Επίσημα ανέβηκε στην πρώτη ομάδα της Ρεάλ Μαδρίτης τη σεζόν 1984/85, όπου σχεδόν σε όλους τους αγώνες έπαιξε βασικός. Η πρώτη του εμφάνιση, ως επίσημο μέλος της πρώτης ομάδας, έγινε στις 2 Σεπτεμβρίου 1984, στο μεγάλο ισπανικό ντέρμπι, Ρεάλ Μαδρίτης-Μπαρτσελόνα, στο οποίο η Ρεάλ έχασε 0-3, στο γήπεδό της. Η πρώτη του ευρωπαϊκή εμφάνιση, έγινε σε έναν αγώνα κυπέλλου UEFA, κόντρα στην Ίνσμπρουκ, ο οποίος έληξε 5-0, υπέρ της Ρεάλ. Ο Μίτσελ μάλιστα πέτυχε και γκολ, στο 3' λεπτό της αναμέτρησης. Η xρονιά αυτή τελείωσε επιτυχημένα καθώς η Ρεάλ Μαδρίτης πανηγύρισε, μετά από καιρό, κάποια ευρωπαϊκή επιτυχία, κατακτώντας το κύπελλο UEFA.


Μέλος της ανανεωμένης και θρυλικής Quinta del Bruite με Μπουτραγκένιο, Μιγκέλ Παρντέζα (Miguel Pardeza), Μαρτίν Βάσκεζ (Rafael Martín Vázquez), Μανόλο Σαντσίς (Manuel Sanchís) και φυσικά Χούγκο Σάντσεζ (Hugo Sánchez), ο Μίτσελ δεν παίζει ποτέ λιγότερα από 31 παιχνίδια ανά σεζόν, από το 1984 ως το 1996. Έχει καθοριστική συμβολή στην προσπάθεια της ομάδα νέων να πάρει τον τίτλο το 1984. Η δεκαετία 1985–1995 είναι η «Ραμόν Μεντόζα» για τη Ρεάλ. Η βασίλισσα κερδίζει 5 σερί πρωταθλήματα και 2 κύπελλα UEFA και το μοναδικό μελανό σημείο εκείνης της περιόδου είναι η αδυναμία της να σηκώσει την μεγάλη ευρωπαϊκή κούπα (πρωταθλητριών) με αντίπαλο την πολύ ανώτερη Μίλαν.

Ο Μίτσελ ως κομμάτι της θρυλικής πεντάδας έχει ενεργό ρόλο στην χρυσή δεκαετία. Αποτελεί τον μεσοεπιθετικό σύνδεσμο της άμυνας με την επίθεση. Έχει τον υποστηρικτικό, αλλά σημαντικότατο ρόλο, να στηρίζει το επιθετικό δίδυμο, Σάντσεζ- Μπουντραγκένιο. Είναι κατά γενική ομολογία ο καλύτερος ασίστμαν του ισπανικού ποδοσφαίρου. Με το φαρμακερό δεξί πόδι του σεντράρει και τρέχει αδιάκοπα σε όλα τα μήκη και πλάτη του γηπέδου. Η συνεργασία του με τον Μπουτραγκένιο είναι θρυλική, αφού βγαίνει από τα πλάγια και βρίσκει τον Ισπανό επιθετικό στην πλάτη της άμυνας.


Οι διακρίσεις δεν του είναι άγνωστες. Από το 1982 έως το 1996 ο Μίτσελ πετυχαίνει συνολικά 97 γκολ σε 404 εμφανίσεις. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Ρεάλ αρνείται πολλάκις τις προσφορές της μισητής Ατλέτικο. Το 1988 είναι ο πρώτος σκόρερ του κυπέλου πρωταθλητριών με 4 γκολ, ενώ το 1987 ανακηρύσσεται ο καλύτερος Ισπανός παίκτης. Το 1991 πιάνει τα γεννητικά όργανα του Κάρλος Βαλντεράμα σε ένα παιχνίδι εναντίον της Βαγιαδολίδ, με σκοπό να τον αποπροσανατολίσει. Τιμωρείται για αυτό από την UEFA. Το επιχείρημα πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η τιμωρία είναι το ακόλουθο: «Πειράζει δημοσίως αυτό το οποίο δόθηκε στους άντρες από τη Φύση τους».


Στη Ρεάλ Μαδρίτης παρέμεινε για 14 ολόκληρα χρόνια, έχοντας 554 συμμετοχές σε 12 χρόνια, 5 σερί πρωταθλήματα Ισπανίας, 2 σερί Κύπελλα UEFA και ένα εντυπωσιακό ρεκόρ 128 τερμάτων. Η "γενιά του γύπα" δεν θα είχε τις ίδιες επιτυχίες εάν δεν υπήρχε αυτός ο καταπληκτικός ακραίος μέσος, να γεμίζει τις αντίπαλες περιοχές με τις σέντρες του και να προσφέρει "δώρα" για τα βολέ του Μπουτραγκένιο και τα "ψαλιδάκια" του Ούγκο Σάντσες.

Αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης του πρωταθλήματος το 1986, την επόμενη σεζόν ήρθε 4ος στις επιλογές για τη Χρυσή Μπάλα", το 1988 αναδείχθηκε αρχισκόρερ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και το 1990 κατέκτησε το Χάλκινο Παπούτσι του Μουντιάλ. Ένας παίκτης που θα μπορούσε να μην έφτανε μέχρι το πάνθεον των "μερέγκες", εάν υλοποιούσε την ανακοίνωσή του περί αποχώρησης από το σύλλογο το 1989, για λογαριασμό ιταλικής ομάδας (η οποία δεν έγινε γνωστή). Θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες ποδοσφαιρικές φυσιογνωμίες της ισπανικής ομάδας.


Το 1996, άφησε την Ισπανία για το Μεξικό και την Κλουμπ Σελάγια. Εκεί παρέμεινε μόλις ένα χρόνο πετυχαίνοντας 9 γκολ σε 34 εμφανίσεις και κατόπιν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.

Στην εθνική Ισπανίας, ντεμπουτάρισε στις 20 Νοεμβρίου του 1985 εναντίον της Αυστρίας. Έχει κάνει 65 εμφανίσεις με τα χρώματα της εθνικής του και έχει σκοράρει 21 γκολ. Έχει παίζει στο παγκόσμιο του 1990 στο οποίο έχει πετύχει ένα ανεπανάληπτο χατ-τρικ εναντίον της Ν. Κορέας στο 2ο παιχνίδι. Στο ίδιο Μουντιάλ έχει σκοράρει και ένα πέναλτι εναντίον του Βελγίου. Και όμως, όταν ανέλαβε ο Ξαβιέρ Κλεμέντε (Xavier Klemente) την Εθνική, δεν το καλεί ξανά, παρά το γεγονός ότι ήταν μόλις 29 ετών. Συνολικά εμφανίστηκε 98 φορές με τα εθνικά χρώματα.


Ο προπονητής

Το καλοκαίρι του 2005 αφού έχει δουλέψει ως σχολιαστής για ένα ισπανικό αθλητικό κανάλι και έχoντας ήδη αρθρογραφήσει για τη Marca, προσλαμβάνεται ως προπονητής από τη Ράγιο Βαγιεκάνο, τότε στην 3η κατηγορία. Παρ’ όλο που ήταν φαβορί για άνοδο, η ομάδα τερματίζει 5η και ο Ισπανός απολύεται στο τέλος της περιόδου. Την επόμενη χρονιά επιστρέφει στη Ρεάλ ως διευθυντής του αθλητικού κέντρου της ομάδας και αναλαμβάνει καθήκοντα manager στα τμήματα νέων της ομάδας. Προπονεί και τον γιο του Ανδριάν, με τον οποίο μέχρι τώρα δεν μιλούν ποτέ για μπάλα στο σπίτι. Απολύεται και από εκεί, αφού οι διαφωνίες του με τον πρόεδρο Καλντερόν είναι πολλές και ασυμβίβαστες.

Στις 27 Απριλίου του 2009 αντικατέστησε το Βίκτορ Μουνιόθ (Víctor Muñoz), στον πάγκο της Χετάφε για να την κρατήσει στην κατηγορία. Το πετυχαίνει στο τελευταίο παιχνίδι ανανεώνοντας το συμβόλαιό του για 2 ακόμα χρόνια. Απολύεται στο τέλος της περιόδου 2010/11, με την ομάδα μόλις να καταφέρνει να γλυτώσει τον υποβιβασμό για 1 βαθμό. Στις 6 Φεβρουαρίου του 2012, η Σεβίλη δείχνει την προτίμησή της στον πρώην ποδοσφαιρικό αστέρα της Ρεάλ αλλά σχεδόν 1 χρόνο μετά, στις 14 Ιανουαρίου τον απολύει μετά από την εκτός έδρας ήττα από τη Βαλένθια.


Στις 4 Φεβρουαρίου του 2013 ανακοινώθηκε και επίσημα η πρόσληψή του από τον Ολυμπιακό Πειραιώς. Το ντεμπούτο του, το έκανε στο εκτός έδρας παιχνίδι με τον Αστέρα Τρίπολης, στις 9 Φεβρουαρίου του 2013, όπου ο Ολυμπιακός είχε κερδίσει 0-1, με γκολ στις καθυστερήσεις (από τον Μήτρογλου). Πετυχημένος και με το ίδιο σκορ ήταν ο πρώτος του αγώνας στο Κύπελλο Ελλάδος, κόντρα στον ΠΑΣ Γιάννινα (27 Φεβρουαρίου 2013). Από την άλλη, αποτυχημένο ήταν το ευρωπαϊκό ντεμπούτο του, στις 14 Φεβρουαρίου του 2013, αφού ο Ολυμπιακός γνώρισε την ήττα κόντρα στη Λεβάντε με σκορ 3-0 στο πρώτο εκ των δύο παιχνιδιών που είχε δώσει στη φάση των 32 του Europa League. Ο Ολυμπιακός έχασε και στην έδρα του, και αποκλείστηκε.

Παρόλα αυτά, εκείνη τη σεζόν κατέκτησε με τον Ολυμπιακό και το Πρωτάθλημα Ελλάδος και το Κύπελλο Ελλάδος, σε ένα τελικό κόντρα στον Αστέρα Τρίπολης με σκορ 3-1. Παρέμεινε στον πάγκο του Ολυμπιακού για όλη τη σεζόν 2013/14, κατακτώντας, αυτή τη φορά, μόνο το Πρωτάθλημα Ελλάδος. Ωστόσο, τη χρονιά αυτή έκανε και το ντεμπούτο του στο Τσάμπιονς Λιγκ, στις 17 Σεπτέμβρη του 2013, χάνοντας 1-4 από την Παρί Σεν Ζερμέν. Η σεζόν θεωρήθηκε επιτυχημένη, καθώς ο Ολυμπιακός έφθασε μέχρι τη φάση των 16 του θεσμού, όπου αντιμετώπισε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αφού προηγουμένως, στον όμιλό του, άφησε τρίτη την Μπενφίκα. Με την Μάντσεστερ κατάφερε να κερδίσει 2-0 στο Φάληρο του, αλλά με το 3-0 που έχασε στην Αγγλία, αποκλείστηκε.


Την επόμενη σεζόν, ο Ολυμπιακός αποφάσισε τη λήξη της συνεργασίας του με τον Μίτσελ, κατά τη διάρκεια της χειμερινής μεταγραφικής περιόδου. Αντικαταστάτης του Μίτσελ χρίστηκε ο Βίτορ Περέιρα. Παρόλα αυτά, μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Ολυμπιακός ήταν πρώτος στη βαθμολογία του Πρωταθλήματος και τρίτος στον όμιλο του στο Τσάμπιονς Λιγκ. Στις 6η Ιανουαρίου του 2015 αποχώρησε, κερδίζοντας 2 πρωταθλήματα (2013, 2014) και ένα κύπελο (2013), στη μέχρι τότε θητεία του στον Ολυμπιακό.

Από  τις 19 Αυγούστου του 2015, είναι προπονητής στην  Μαρσέιγ, στην Γαλλία. 


Είναι μεγάλος φαν των ταυρομαχιών και λάτρης του καλού κρασιού. Στο κελάρι του υπάρχουν περισσότερες από 300 φιάλες, ενώ στο παρελθόν είχε επενδύσει στην οινοποιία του καλού του φίλου και άλλοτε συμπαίκτη στη Ρεάλ Μαδρίτης, Μανόλο Σαντσίς.  Τα καλοκαίρια περνά μεγάλο μέρος των διακοπών του στην Ίμπιζα. Είναι το αγαπημένο του νησί και δεν χάνει ευκαιρία να το επισκέπτεται, όταν του το επιτρέπουν οι υποχρεώσεις του. Τη γυναίκα του, Μερτσέντες, τη γνώρισε όταν ήταν... παιδί! Ήταν η αδερφή του συμπαίκτη του στα εφηβικά της Ρεάλ, Κάρλος Λουένγκο (Carlos Morales Luengo) και την ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα. Έκτοτε είναι μαζί, έχοντας αποκτήσει δυο γιους, τον Αντριάν και τον Αλβάρο.

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1976–1981: Real Madrid Club de Fútbol

Επαγγελματική καριέρα

  • 1981–1984: Real Madrid Castilla Club de Fútbol, 108 (25)
  • 1982–1996: : Real Madrid Club de Fútbol, 404 (97)
  • 1996/97: Celaya Fútbol Club. 34 (9)
Σύνολο καριέρας: 546 (131)

Διεθνής

  • 1980: Εθνική Παίδων Ισπανίας, 3 (0)
  • 1980/81: Εθνική Εφήβων Ισπανίας, 21 (11)
  • 1983/84: Εθνική Νέων Ισπανίας, 7 (1)
  • 1984: Ολυμπιακή Ομάδα Ισπανίας,  1 (0)
  • 1985–1992: Ισπανία, 66 (21)

Προπονητική καριέρα


  • 2005/06: Rayo Vallecano de Madrid
  • 2006/07: Real Madrid Castilla Club de Fútbol
  • 2009–2011: Getafe Club de Fútbol
  • 2012/13: Sevilla Fútbol Club
  • 2013–2015: Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς
  • 2015–          : Olympique de Marseille

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Με την Real Madrid
  • Πρωτάθλημα Ισπανίας: 6 (1985/86, 1986/87, 1987/88, 1988/89, 1989/90, 1994/95)
  • Κύπελλο Ισπανίας: 2 (1988/89, 1992/93)
  • Λιγκ Καπ Ισπανίας: 1984/85
  • Σούπερ Καπ Ισπανίας: 4 (1988, 1989, 1990, 1993)
  • Κύπελλο UEFA: 2 (1984/85, 1985/86)
  • Copa Iberoamericana: 1994

Ως προπονητής


Με τον Ολυμπιακό
  • Πρωτάθλημα Ελλάδος: 3 (2012/13, 2013/14, 2014/15)
  • Κύπελλο Ελλάδος: 2012/13

Προσωπικές Διακρίσεις


  • Παίκτης της Χρονιάς για την Ισπανία: 1986
  • Πρώτος Σκόρερ Κυπέλλου Πρωταθλητριών: 1988
  • 3ος Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1990
  • Χρυσή Μπάλα: 4η θέση το 1987
ΠΗΓΗ: cobrasports.gr