Ο Βραζιλιάνος
αριστερός ακραίος αμυντικός Φρανσίσκο (Τσάγκας) Μαρίνιο (Francisco das Chagas
Marinho), γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1952, στο Νατάλ, τη μαγευτική
πρωτεύουσα του Ρίο Γκράντε ντο Νόρτε, στο ανατολικότερο άκρο στη βόρεια
Βραζιλία. Γενικά γνωστός ως Μαρίνιο Τσάγκας ή περισσότερο ως Φρανσίσκο Μαρίνιο,
ήταν ένας από τους καλύτερους οπισθοφύλακες της εποχής του. Έγινε γνωστός για
τα σγουρά ξανθά μαλλιά του και την απόδοσή του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974,
όταν η Βραζιλία τερμάτισε τέταρτη. Σε συλλογικό
επίπεδο, συνδέθηκε κυρίως με την Μποταφόγκο του Ρίο ντε Τζανέιρο και τη Σάο Πάουλο,
αλλά έπαιξε και για πολλές άλλες ομάδες στη πατρίδα του, αλλά και στη
βορειοαμερικανική ποδοσφαιρική Λίγκα, σε μια καριέρα που εκτάθηκε από το 1969 έως το 1987.
Μετά
το «αγροτικό» του στη Ριασουέλο, την ABC και τη Ναούτικο, «εξερράγη» ποδοσφαιρικά
στην Μποταφόγκο, αποκτώντας όλο και μεγαλύτερη φήμη, αλλά και χρήμα. Ταξίδεψε
τον κόσμο και έπαιξε για πολλούς διαφορετικούς συλλόγους στην Βραζιλία, τις ΗΠΑ
και τη Γερμανία, αλλά όχι για πολύ καιρό παντού! Το μεγαλύτερο του συμβόλαιο,
ήταν με την Μποταφόγκο, όπου έμεινε 4 περιόδους, από το 1972 έως το 1976.
Πέρασε δύο χρόνια στη βορειοαμερικανική ένωση ποδοσφαίρου, το πρώτο έτος,
παίζοντας για τον Κόσμο της Νέας Υόρκης, μαζί με τους Κάρλος Αλμπέρτο (Carlos
Alberto Torres) και τον γερμανικό μύθο Φραντζ Μπεκενμπάουερ (Franz Beckenbauer)!
Έχασε
στον ημιτελικό του πρωταθλήματος από τους μετέπειτα Πρωταθλητές Βανκούβερ
Γουάιτκαπς, ενώ σημείωσε 8 γκολ σε 24 παιχνίδια. Την επόμενη χρονιά, παίζοντας
με τον Γκερντ Μίλερ (Gerd Muller) για τους Φορτ Λαουτερντέιλ Στράικερς της
Φλόριντα, σκόραρε 3 γκολ σε 19 αγώνες. Επέστρεψε στη Βραζιλία και κέρδισε με
την Σάο Πάουλο το Πολιτειακό πρωτάθλημα Παουλίστα του 1981, τον πιο
αξιοσημείωτο τίτλο της καριέρας του. Η προσωπική απόδοσή του σε αυτή τη περίοδο
του έδωσε το τρίτο ασημένιο παπούτσι του περιοδικού «Placar». Τελείωσε την
καριέρα του ως παίκτης, το 1988, με ένα σύντομο πέρασμα στη Γερμανία, όπου
έπαιξε στη χαμηλότερη ερασιτεχνική κατηγορία με τους Χάρλεκιν του Άουξμπουργκ.
Με
την εθνική ομάδα της Βραζιλίας έπαιξε 36 αγώνες (τους 8 μη επίσημους) και
σημείωσε 4 γκολ. Ήταν βασικός σε όλους τους αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου του
1974. Σ’ αυτό το Μουντιάλ, ο γυναικείος πληθυσμός της υφηλίου … έκοβε φλέβες
για τον 22χρονο, ξανθό, μακρυμάλλη, Bραζιλιάνο πλάγιο μπακ, που φορούσε το № 6,
αφού με το № 3 ήταν ο συνονόματός του, κεντρικός αμυντικός, ο Μάριο Μαρίνιο (Πέρες)
(Mário Peres Ulibarri, “Marinho Peres” ή “ Mário Marinho”).
Οι
φίλαθλοι, έκθαμβοι, θαύμαζαν και χειροκροτούσαν τους καλπασμούς του ξανθομάλλη
άσου. Ήταν αριστεροπόδαρος αμυντικός, αλλά επιτίθονταν πιο επιδέξια, πιο
ορμητικά, πιο γρήγορα και από τους «φυσικούς» εξτρέμ. Ήταν ένα κλασικό μπακ, αλλά με το ελάττωμα να
θέλει να βάζει γκολ, με αποτέλεσμα να τον βρίσκεις μονίμως στην επίθεση, άλλοτε
επίτηδες, άλλοτε κατά λάθος «ξεχνώντας» να γυρίζει πίσω και να βοηθήσει στην
άμυνα. Μολονότι ικανότατος και ως αναχαιτιστής, οσάκις ξεχύνονταν στην επίθεση
«ξεχνούσε» (συνήθως) να γυρίσει πίσω για να μαρκάρει τον παίκτη της πλευράς
του! Οι ειδικοί, μάλιστα, έλεγαν ότι επί της ουσίας ήταν αριστερός εξτρέμ, αλλά
«φυλακισμένος» σε ρόλο αριστερού μπακ. Full back, που έλεγαν οι Εγγλέζοι,
πρόδρομος και προπομπός των wing backs των κατοπινών, πιο κοντινών μας, εποχών.
Εξαιτίας
τούτης της σύγχυσης… ταυτότητας, την έπαθε στο «μικρό τελικό» με την Πολωνία!
Ξεχάστηκε στην περιοχή του Γιαν Τομαζέφσκι (Jan Tomaszewski), ο Γκριέγκορζ Λάτο
(Grzegorz Lato) είδε ξαφνικά μπροστά του ανοιχτό χώρο, πήρε τον διάδρομο,
προχώρησε ανενόχλητος και κεραυνοβόλησε τον εκτεθειμένο Έμερσον Λεάο (Émerson
Leão). Άλλο τέρμα δεν μπήκε στον αγώνα και η Πολωνία κέρδισε την 3η θέση,
αφήνοντας τη Βραζιλία (εστεμμένη το 1970) χωρίς μετάλλιο! Μετά τη λήξη του
αγώνα, στ' αποδυτήρια της «σελεσάο», λέγεται ότι ο Λεάο τού επιτέθηκε και τον
χτύπησε για την αφηρημάδα του, η οποία κόστισε το γκολ και την ήττα! Για κακή
του μοίρα (ή μάλλον, ξεροκεφαλιά), δεν θα ήταν η μοναδική φορά στην καριέρα του
που θα τις έτρωγε ο «ξεχασιάρης» Φρανσίσκο από συμπαίκτες του! Πάντοτε για
ανάλογες μ' εκείνην του Μουντιάλ αφηρημάδες…
Έπαιξε
μεγάλη μπάλα ο Φρανσίσκο, κατέκτησε κάποιους τίτλους, έδρεψε δόξα (μεταξύ άλλων
διακρίσεων του ήταν και η βράβευσή του, για τρεις χρονιές, με την «Ασημένια
Μπάλα» στην πατρίδα του), απόλαυσε φήμη και ανταμείφθηκε με άκοπο χρήμα. Από τα
χέρια του πρέπει να πέρασαν, υποστηρίζουν οι γνώστες του βραζιλιάνικου και του
διεθνούς ποδοσφαίρου, δύο ποταμοί από δολάρια. Και από το κρεβάτι του παρέλασαν
εκατοντάδες (ωραίες και φλογερές) γυναίκες. Διάσημες, celebrities, αλλά και
άσημες.
Όπως
πολλοί άλλοι απροσάρμοστοι και κολασμένοι άσοι του ποδοσφαίρου, χαρισματικοί,
πλην «ανορθόδοξοι» και ασυμβίβαστοι, έτσι και ο Φρανσίσκο Μαρίνιο, δεν σκέφτηκε
ποτέ δύο φορές πριν κάνει το λάθος. Σαν άλλος Τζορτζ Μπεστ ή μάλλον, σαν άλλος
Γκαρίντσα (άλλωστε στην ίδια ομάδα, την Μποταφόγκο, άρχισαν και οι δύο την καριέρα
τους, με διαφορά 17 ετών περίπου), βούτηξε, ψυχή τε και σώματι, στη γλυκιά...
κόλαση. Των ξεφαντωμάτων, της σπατάλης, του αλκοόλ, του «φυσικού» καπνού. Και
σε αμέτρητες λάγνες γυναικείες αγκαλιές.
Ο
Φρανσίσκο Μαρίνιο πέθανε στις 31 Μαΐου
του 2014, στο Ζοάο Πεσόα του Παρανά, από αιμορραγία του πεπτικού, στα 62 του
χρόνια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο άλλοτε Λατινοαμερικάνος playboy της
μπάλας, ο πάλαι ποτέ πόθος τόσων και τόσων («επώνυμων» και «ανώνυμων»)
γυναικών, ήταν ένα αξιοθρήνητο, ανθρώπινο ερείπιο. Ρυτιδωμένος, με ξεπλυμένα
ασπρόξανθα (και πάντα μακριά) μαλλιά, πάμπτωχος και άστεγος, πάλευε σκληρά να
επιβιώσει. Αλκοολικός, με ηπατίτιδα C. Μια τραγική καρικατούρα ενός άλλοτε
σφριγηλού ειδώλου. Ούτε στοιχειωδώς δεν κατάφερνε να συντηρήσει τα… 13 του
παιδιά (εξώγαμα όλα, από διαφορετικές μανάδες, «σπαρμένα» σε διάφορες πόλεις
της Βραζιλίας), κάνοντας τον παρκαδόρο στη διάσημη τουριστική παραλία του
Νατάλ.
Οπότε,
ασυζητητί, μπροστά στη μάχη του για τη ζωή δεν είχε καμία σημασία, πια, ότι
ξεχάστηκε στην επανορθωτική περιοχή της Πολωνίας. Ούτε ότι «έφαγε» η ομάδα του
εκείνο το καταραμένο γκολ από τον Λάτο. Το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, ο
Φρανσίσκο το «πλήρωσε», προϊόντος του χρόνου, με αποπομπή από την εθνική
Βραζιλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978.
PALMARES
Εφηβική
καριέρα
- 1968–1969: Riachuelo AC (Natal, RN)
Επαγγελματική καριέρα
- 1969/70: ABC Futebol Clube, 25 (4)
- 1970–1972: Clube Náutico Capibaribe, 60 (8)
- 1972–1977: Botafogo de Futebol e Regatas, 74 (10)
- 1977/78: Fluminense Football Club, 28 (10)
- 1979: New York Cosmos , 24 (8)
- 1980: Fort Lauderdale Strikers, 19 (3)
- 1980–1983: São Paulo Futebol Clube, 54 (2)
- 1983/84: Bangu Atlético Clube, 6 (0)
- 1984/85: Fortaleza Esporte Clube, 14 (1)
- 1985/86: América Futebol Clube de Natal, 7 (0)
- 1986/87: Los Angeles Heat 16 (2)
- 1987/88: BC Harlekin Augsburg
Σύνολο καριέρας: 327 (48)
Διεθνής
- 1972–1975: Βραζιλία, 28 (4)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με την ABC
- Campeonato Potiguar: 1971
Με την São Paulo
Διεθνείς
Με
την Βραζιλία
- Παγκόσμιο Κύπελλο: 4η θέση το 1974
- Copa Roca: 1976
- Copa Rio Branco: 1976
Προσωπικές Διακρίσεις
- Καλύτερος Παίκτης για την Βραζιλία στην θέση του από το περιοδικό Placar: 3 (1972,1973, 1981)
- Παίκτης της Χρονιάς στην Νότιο Αμερική: 2η θέση το 1974
ΠΗΓΕΣ: enet.gr - goal.philenews.com