Ο Ιταλός κεντρικός αμυντικός Ταρτσίσιο
Μπούρνιτς (Tarcisio Burgnich), γεννήθηκε στις 25 Απριλίου του 1939, στη Ρούντα,
μια πόλη της βορειοανατολικής Ιταλίας, ανάμεσα στο Ούντινε και την Τεργέστη. Καθ’
όλη την καριέρα του, έπαιξε για την Ουντινέζε, τη Γιουβέντους, τη Παλέρμο, την
Ίντερ του Μιλάνου, και τη Νάπολι. Παρόλο που κατέκτησε τίτλους με τη Γιουβέντους
και τη Νάπολι, είναι περισσότερο γνωστός για τη θητεία του με την Ίντερ, όντας
μέλος της «Grande Inter» (Μεγάλη Ίντερ) του προπονητή Χελένιο Χερέρα (Helenio
Herrera). Δημιούργησε ένα εκπληκτικό δίδυμο με τον θρυλικό Τζιασίντο Φακέτι (Giacinto
Facchetti) στην αμυντική γραμμή της ομάδας και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην
επιτυχία του αμυντικού συστήματος κατενάτσιο του Χερέρα, λόγω του ρυθμού, της
αντοχής του, των διεμβολιστικών ικανοτήτων και της αμυντικής δουλειάς,
κερδίζοντας 4 τίτλους της ιταλικής Serie A, 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών και 2
Διηπειρωτικά Κύπελλα. Σε διεθνές επίπεδο, εκπροσώπησε την εθνική ομάδα της
Ιταλίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960, τερματίζοντας στην 4η
θέση και σε 3 Παγκόσμια Κύπελλα, όντας φιναλίστ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970.
Ήταν επίσης μέλος της ομάδας που κατέκτησε το πρώτο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, στα γήπεδα
της πατρίδας του, το 1968.
Θεωρείται ένας από τους Μεγαλύτερους
Αμυντικούς την δεκαετία του 1960 και ένας απ’ τους Καλύτερους Ιταλούς της
ιστορίας. Ένας ευέλικτος παίκτης, μπορούσε να αγωνιστεί με την ίδια ευχέρεια σε
οποιαδήποτε θέση της άμυνας, όντας έμπειρος ως λίμπερο/»σκούπα», ως κεντρικός
αμυντικός, αλλά και ως δεξιός μπακ. Λόγω της εξαιρετικής σωματικής του
διάπλασης, του επίμονου στυλ παιχνιδιού του και της ταχύτητάς του, ο συμπαίκτης
του και αρχηγός της «Μεγάλης Ίντερ», ο Αρμάντο Πίκι (Armando Picchi) του κόλλησε
το παρατσούκλι «La Roccia» (Ο Βράχος). Έχει κροατικές ρίζες απ’ την πλευρά του
πατέρα του, δεδομένου ότι η πόλη του Ούντινε ήταν μέρος της Αυστρο-Ουγγρικής
Αυτοκρατορίας πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έκανε το ντεμπούτο του στην ιταλική Serie
A με την Ουντινέζε, στις 2 Ιουνίου του 1959, σε μια βαριά εκτός έδρας ήττα 0-7 από
τη Μίλαν. Μετά από 2 περιόδους στο Ούντινε, συμπαίκτης με τον Ντίνο Τζοφ (Dino
Zoff), μεταγράφηκε στη Γιουβέντους, με την οποία έκανε ντεμπούτο σε μια ήττα
0-3 από την Φιορεντίνα, στις 23 Οκτωβρίου του 1960. Κέρδισε τον τίτλο της Serie
A της περιόδου 1960/61, της μοναδικής του στο Τορίνο, παίζοντας σε 23 αγώνες της "Κυρίας", παίρνοντας μεταγραφή για την
Παλέρμο, στη Serie B. έπαιξε σε 34 ματς, σημείωσε ένα γκολ (εναντίον της Γιουβέντους και μεταγράφηκε στην Ίντερ του Μιλάνου, το 1962, όπου και
μεγαλούργησε.
Ήταν ένα πολύτιμο εργαλείο, ιδανικός
για το σύστημα «κατενάτσιο» που εφαρμόστηκε από την «Μεγάλη Ίντερ» του Χελένιο
Χερέρα τη δεκαετία του 1960. Έπαιξε σε 467 αγώνες, σε όλες τις διοργανώσεις,
για τους «νερατζούρι», σκοράροντας 6 γκολ, απολαμβάνοντας μια άκρως επιτυχημένη
περίοδο σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, κατακτώντας 5 ιταλικά
πρωταθλήματα, 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών και 2 Διηπειρωτικά Κύπελλα. Μετά από 12 σεζόν
με την Ίντερ, μεταγράφηκε στην Νάπολι, το 1974, για τις τρεις τελευταίες σεζόν
της καριέρας του, κερδίζοντας το Κύπελλο Ιταλίας και το Αγγλο-Ιταλικό Κύπελλο το 1976, πριν από
τη απόσυρσή του από την ενεργό δράση, το 1977. Συνολικά, έκανε 494 εμφανίσεις
στη Serie A σε ολόκληρη τη σταδιοδρομία του.
Έκανε το ντεμπούτο του στην εθνική
ομάδα της Ιταλίας, στις 10 Νοεμβρίου του 1963 σε μια εντός έδρας ισοπαλία 1-1
εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν ένας πυλώνας της ιταλικής εθνικής ομάδας
για περισσότερο από μια δεκαετία και βοήθησε στη κατάκτηση του Ευρωπαϊκού
Πρωταθλήματος του 1968. Ήταν επίσης στο ρόστερ της εθνικής Ιταλίας για το
Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, καθώς και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, φτάνοντας
στον τελικό, όπου ηττήθηκε 1-4 από τη Βραζιλία.
Στον ημιτελικό εναντίον της Δυτικής
Γερμανίας, που έχει μείνει στην Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία ως το «Παιχνίδι
του Αιώνα», κατάφερε να σκοράρει ένα γκολ, βοηθώντας την «σκουάντρα ατζούρα» να
αποκλείσει τους Γερμανούς με 4-3 μετά από παράταση. Πήρε μέρος και στο Παγκόσμιο
Κύπελλο του 1974. Συνολικά, εκπροσώπησε τους «Azzurri» 66 φορές μεταξύ του 1963
και του 1974, σκοράροντας 2 φορές.
Στον τελικό του του 1970, ήταν ο
προσωπικός φρουρός του Πελέ! «Είπα στον εαυτό μου πριν από το παιχνίδι, ότι “ …
αυτός είναι φτιαγμένος από δέρμα και κόκκαλα, ακριβώς όπως όλοι οι άλλοι.” Έκανα
λάθος!» Από τις 66 διεθνείς εμφανίσεις του, στις 58 έπαιξε παράλληλα με τον
Τζατσίντο Φακέτι: τις 45 ως αμυντικό δίδυμο και τις 13 σε πιο «ελεύθερο» ρόλο,
ενώ σε μία περίπτωση, το 1966 με την Αυστρία, είχε αντικατασταθεί από τον
εμβληματικό συμπαίκτη του!
Ο Ταρτσίσιο Μπούρνιτς, υπήρξε ένας δυνατός,
γρήγορος και ενεργητικός παίκτης και αναγνωρίζεται ως ένας από τις Μεγαλύτερους
Ιταλούς αμυντικούς της γενιάς του! Η ικανότητά του στον αέρα, η επιβολή από την
εξαιρετική σωματική του διάπλαση, η συνέπεια, η επιθετικότητα και το
αποτελεσματικό στυλ παιχνιδιού του, τού χάρισαν το παρατσούκλι «La Roccia» (Ο Βράχος),
αν και δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός. Έχοντας αγωνιστεί ως επιθετικός ή και ως κεντρικός
μέσος, στις απαρχές της καριέρας του, ήταν στρατηγικά ευέλικτος, πανέξυπνος και
σκληρός ποδοσφαιριστής, ιδιαίτερα έμπειρος και ικανός να βοηθά την ομάδα του,
τόσο επιθετικά όσο και αμυντικά. Έπαιξε σε διάφορες αμυντικές θέσεις σε ολόκληρη
τη σταδιοδρομία του, έχοντας αγωνιστεί ως κεντρικός αμυντικός, ως λίμπερο/«σκούπα»
(κυρίως στη μετέπειτα καριέρα του), ακόμα και ως ακραίος φουλ μπακ, όπου
διακρίθηκε ιδιαίτερα στο σύστημα κατενάτσιο του Χερέρα, λόγω του ρυθμού, της αντοχής
και της επιμονής.
Έφτιαξε ένα τρομερό δίδυμο, τόσο στην Ίντερ,
όσο και στην εθνική Ιταλίας με τον πιο επιθετικό αριστερό οπισθοφύλακα Τζατσίντο
Φακέτι, το οποίο θεωρείται ως ένα από τα Μεγαλύτερα Αμυντικά Ζευγάρια στην
ιστορία του ποδοσφαίρου. Αν και λιγότερο επιθετικός σε σχέση με τον Φακέτι,
όντας πιο αμυντικό μυαλό, γενικά ένας παραδοσιακός «ντεμοντέ αμυντικός», ήταν τρομερός
στα προσωπικά μαρκαρίσματα, με εξαιρετικές τοποθετήσεις, δύσκολο να νικηθεί σε
ένας μ’ έναν καταστάσεις. Ήταν επίσης γνωστός για τη πρόβλεψη των φάσεων και
τις αντιδράσεις του, καθώς και τη πειθαρχία και την αυτοσυγκέντρωση τόσο εντός
όσο και εκτός γηπέδου.
Μετά τη απόσυρσή του, εργάστηκε ως προπονητής
για σχεδόν είκοσι χρόνια, με σχετικά μικρή επιτυχία. Κατά τη διάρκεια αυτής της
20ετίας, οδήγησε τις Καταντζάρο,
Μπολόνια, Κόμο, Λιβόρνο, Φότζια, Λουκέζε, Κρεμονέζε, Τζένοα, Τερνάνα και Βιτσέντζα.
PALMARES
Περίοδος:
Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- · Udinese Calcio
Επαγγελματική καριέρα
- · 1958–1960: Udinese, 8 (0)
- · 1960/61: Juventus Football Club, 13 (0)
- · 1961/62: Unione Sportiva Città di Palermo, 31 (1)
- · 1962–1974: Football Club Internazionale Milano, 358 (5)
- · 1974–1977: Società Sportiva Calcio Napoli, 84 (0)
Σύνολο καριέρας: 494 (6)
Διεθνής
- · 1963–1974: Ιταλία, 66 (2)
Προπονητική καριέρα
- · 1978–1980: Associazione Sportiva Livorno Calcio
- · 1980/81: Unione Sportiva Catanzaro 1929
- · 1981/82: Bologna Football Club 1909
- · 1982–1984: Calcio Como
- · 1984–1986: Genoa Cricket and Football Club
- · 1986/87: Vicenza Calcio
- · 1987/88: Calcio Como
- · 1988/89: Unione Sportiva Catanzaro 1929
- · 1989–1991: Unione Sportiva Cremonese
- · 1991/92: Unione Sportiva Salernitana 1919
- · 1995–1997: Foggia Calcio
- · 1997/98: Genoa Cricket and Football Club
- · 1998/99: Associazione Sportiva Lucchese Libertas 1905
- · 1999–2000: Ternana Calcio
- · 2000/01: Delfino Pescara 1936
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με
την Juventus
- · Πρωτάθλημα Ιταλίας: 1960/61
Με
την Internazionale
- · Πρωτάθλημα Ιταλίας: 4 (1962/63, 1964/65, 1965/66, 1970/71)
- · Κύπελλο Πρωταθλητριών: 2 (1963/64, 1964/65)
- · Διηπειρωτικό Κύπελλο: 2 (1964, 1965)
Με
την Napoli
- · Αγγλο-Ιταλικό Κύπελλο: 1976
- · Κύπελλο Ιταλίας: 1975/76
Διεθνείς
Με
την Ιταλία
- · Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 1968
- · Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ 1970