Ο Ιταλός κεντρικός αμυντικός Αλεσάντρο Κοστακούρτα
(Alessandro "Billy" Costacurta), γεννήθηκε στις 24 Απριλίου του 1966,
στο Τζεράγκο κον Οράγκο, της Λομβαρδίας, κοντά στο Βαρέζε. Καθ' όλη την συλλογική
ποδοσφαιρική του καριέρα, για πάνω από 20 χρόνια, μεταξύ του 1986 και του 2007,
αγωνίστηκε με τη Μίλαν, καθώς και μια σύντομη θητεία ως δανεικός στη Μόντσα.
Είναι πιο γνωστός για το ρόλο του στο πλευρό του Φράνκο Μπαρέζι (Franco Baresi), του Πάολο Μαλντίνι (Paolo Maldini) και του Μάουρο Τασότι (Mauro
Tassotti), που αποτελεί μία από τις Μεγαλύτερες Άμυνες στην ιταλική Serie A και
το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και αυτής του 1990, υπό
τον Αρίγκο Σάκι (Arrigo Sacchi) και τον Φάμπιο Καπέλο (Fabio Capello). Κυρίως
λειτουργούσε ως κεντρικός αμυντικός, όντας ο Κορυφαίος εκφραστής της θέσης, έχοντας
την μοναδική ικανότητα να «διαβάζει» τις φάσεις, ώστε να βρίσκεται στην
κατάλληλη θέση εγκαίρως, ενώ μάρκαρε δυνατά, στενά και αποτελεσματικά τον
αντίπαλο. Ιδιαίτερα σοβαρός και σταθερός, χάρη στην έντονη προσωπικότητα και
την ακτινοβολία του έκανε άπαντες να τον σέβονται! Παίκτης-πρότυπο για τους
νεότερούς του, διετέλεσε αρχηγός του μεγάλου μιλανέζικου συλλόγου, ενώ ήταν συν
τοις άλλοις και άψογος επαγγελματίας.
Πήρε τη διεθνή αναγνώριση, κατακτώντας 7 τίτλους της
ιταλικής Serie A και 5 τρόπαια Κυπέλλου Πρωταθλητριών/Τσάμπιονς Λιγκ σε όλη τη
σταδιοδρομία του, μαζί με πολλούς άλλους τίτλους. Αποσύρθηκε από το
επαγγελματικό ποδόσφαιρο στην ηλικία των 41 ετών, σκοράροντας στο τελευταίο
παιχνίδι του, κάτι που τον καθιστά τον γηραιότερο σκόρερ στην ιταλική Serie A. Μαζί με τους συμπαίκτες του στη Μίλαν, υπήρξε
επίσης ένα σημαντικό μέλος της ιταλικής εθνικής ομάδας κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του 1990. Έκανε 59 διεθνείς εμφανίσεις για την Ιταλία, σκοράροντας 2
γκολ και συμμετείχε σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα (το 1994 και το 1998 ), καθώς και
ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, το 1996. Με την Ιταλία, έφτασε στον τελικό του
Παγκοσμίου Κυπέλλου του στο 1994, στο οποίο ηττήθηκε από τη Βραζιλία στα
πέναλτι.
Σε ηλικία 13 ετών, γράφτηκε στα τμήματα υποδομής της
Μίλαν. Επτά χρόνια αργότερα προωθήθηκε πλάι στους επαγγελματίες της, όμως
αμέσως δόθηκε δανεικός στη Μόντσα, στην ιταλική Serie C1 κατά την περίοδο
1986/87 για να «ψηθεί». Έπαιξε μία σεζόν στους «μπιανκορόσι», διαπρέποντας και
κατόπιν επέστρεψε στους «ροσονέρι», παίρνοντας αμέσως φανέλα βασικού. Έκανε την
πρώτη του εμφάνιση στην ιταλική Serie A, στις 25 Οκτωβρίου του 1987, στον αγώνα
Βερόνα-Μίλαν, για την 6η αγωνιστική της σεζόν. Η Μίλαν κερδίσει τον
αγώνα με 1-0, καθώς και τον τίτλο εκείνη τη χρονιά, αλλά ο Κοστακούρτα είχε περιορισμένες
ευκαιρίες εκείνη την περίοδο, λόγω της παρουσίας του πιο έμπειρου Φιλίπο Γκάλι
(Filippo Galli) στη θέση του. Έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην αμυντική γραμμή
της Μίλαν στον τίτλο της σεζόν 1993/94, όταν δέχτηκε 15 γκολ όλη τη σεζόν,
τελειώνοντας με την καλύτερη άμυνα στην Ιταλία.
Ανήκε στον ιστορικό σύλλογο του Μιλάνου ως το 2007, όταν
και κρέμασε τα παπούτσια του, στα 41 του χρόνια! Σε αυτό το διάστημα
χρησιμοποιήθηκε σε 662 αναμετρήσεις σε όλες τις διοργανώσεις (458 στην Serie A,
78 στο Κύπελλο Ιταλίας, 108 στις ευρωπαϊκές διασυλλογικές διοργανώσεις, 5
συμμετοχές σε τελικούς Διηπειρωτικού Κυπέλλου, 6 σε τελικούς ιταλικού Σούπερ
Καπ και 7 σε τελικούς του Ευρωπαϊκού Super Cup), όντας ο 3ος στη
σχετική λίστα, πίσω από τους πρώην συμπαίκτες του αμυντικούς Φράνκο Μπαρέζι (2ος
με 719) και Πάολο Μαλντίνι (Κορυφαίος με 902) και σημείωσε όλα κι όλα 3 τέρματα.
Το πρώτο του στην ήττα με 1-3 στο Ντέρμπι του Μιλάνου από την Ίντερ, στις 13 Μαρτίου του 1990, το 2ο
στη νίκη με 4-1 επί της Ρόμα στο Σαν Σίρο, στις 3 Νοεμβρίου του 1991, όπου
σκόραρε το τέταρτο γκολ στον αγώνα και το 3ο όταν σκόραρε στην ήττα
με 2-3 από την Ουντινέζε στον τελευταίο αγώνα της καριέρας του.
Με τη Μίλαν κατέκτησε
7 πρωταθλήματα (1988, 1992, 1993, 1994, 1996, 1999 & 2004), ένα Κύπελλο
(2003) και 5 Σούπερ Καπ Ιταλίας (1988, 1992, 1993, 1994 & 2004), καθώς
επίσης 5 Κύπελλα Πρωταθλητριών/Τσάμπιονς Λιγκ (1989, 1990, 1994, 2003 & 2007),
4 Ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ (1989, 1990, 1994 & 2003) και δύο Διηπειρωτικά
Κύπελλα (1989 & 1990)! Το 2006, έγινε ο γηραιότερος ποδοσφαιριστής που
αγωνίστηκε ποτέ στο Champions League, στο Μιλάνο στη νίκη της Μίλαν με 1-0 επί
της ΑΕΚ, στις 21 Νοεμβρίου, σε ηλικία 40 ετών και 213 ημερών, σπάζοντας το
προηγούμενο ρεκόρ που κατείχε ο Βέλγος τερματοφύλακας Ντάνι Βερλίντεν (Dany
Verlinden), ηλικίας 40 ετών και 116 ημερών. Αργότερα, αυτό το ρεκόρ έσπασε από τον
Μάρκο Μπαλότα (Marco Ballotta), ο οποίος στις 11 Δεκεμβρίου του 2007, έπαιξε στον
αγώνα Ρεάλ Μαδρίτης-Λάτσιο, σε ηλικία 43 ετών και 253 ημερών.
Έφτασε ακόμα σε 3 τελικούς Champions League, όπου ηττήθηκε
(1992/93 από την Ολιμπίκ Μαρσέιγ, 1994/95
από τον Άγιαξ και 2004/05 από τη Λίβερπουλ) φτάνοντας σε συνολικά οκτώ
τελικούς. Έφτασε επίσης σε δύο συνεχόμενους τελικούς Διηπειρωτικού Κυπέλλου,
όπου ηττήθηκε με 2-3 από τη Σάο Πάουλο το 1993 και 0-2 από την Βελέζ του Σάρσφιλντ
(όπου αποβλήθηκε στο 85ο λεπτό) το 1994. Ηττήθηκε επίσης στους τελικούς του Ευρωπαϊκού Super
Cup του 1993 από την Πάρμα και του Διηπειρωτικού Κυπέλλου του 2003 από την
Μπόκα Τζούνιορς.
Το μόνο μελανό σημείο αυτής της απίστευτης καριέρας , είναι
ότι λόγω καρτών έχασε σημαντικούς αγώνες της Μίλαν, όπως τον τελικό του
Τσάμπιονς Λιγκ του 1994 με τη Μπαρτσελόνα. Με την πάροδο των ετών εκτοπίστηκε
από το βασικό σχήμα από νεότερους συναδέλφους του, αλλά πρέπει να σημειωθεί πως
μόνο τη πρώτη και τη τελευταία από τις αγωνιστικές χρονιές του στους «ροσονέρι»
είχε μονοψήφιο αριθμό παρουσιών! Αποσύρθηκε από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο
στην ηλικία των 41 ετών, στις 19 Μαΐου του 2007 και στον τελευταίο αγώνα του
για τη Μίλαν, σκόραρε ένα γκολ από πέναλτι στην ήττα με 2-3 ήττα από την
Ουντινέζε, κάτι που τον καθιστά τον γηραιότερο σκόρερ στην ιταλική Serie A, σε
ηλικία 41 ετών και 25 ημερών, υπερβαίνοντας το προηγούμενο ρεκόρ που κατέχει ο
θρυλικός Σίλβιο Πιόλα (Silvio Piola), ο οποίος στον αγώνα Νοβάρα-Μίλαν, στις 7
Φεβρουαρίου του 1954, σκόραρε ένα γκολ, σε ηλικία 40 ετών, 6 μηνών και 9
ημερών. Έγινε επίσης, ο γηραιότερος παίκτης εντός παιδιάς (πλην δηλαδή του
τερματοφύλακα) που αγωνίστηκε σε έναν αγώνα της ιταλικής Serie A. Οι μόνοι
παίκτες που έχουν παίξει σε μεγαλύτερη ηλικία ήταν όλοι τερματοφύλακες: ο Μάρκο
Μπαλότα σε ηλικία 44 ετών και 38 ημερών, ο Αλμπέρτο Φοντάνα (Alberto Fontana),
41 ετών και 297 ημερών, ο Φραντσέσκο Αντονιόλι (Francesco Antonioli), 41 ετών
και 243 ημερών και ο Ντίνο Τζοφ (Dino Zoff), 41 ετών και 76 ημερών.
Κλήθηκε για πρώτη φορά από τον Ατζέλιο Βιτσίνι (Azeglio
Vicini) στις 22 Δεκεμβρίου του 1990, αλλά έκανε το ντεμπούτο του για στην ιταλική
εθνική ομάδα στις 13 Νοεμβρίου του 1991, στην ηλικία των 25 ετών, σε μια
ισοπαλία 1-1 εναντίον της Νορβηγίας στη Γένοβα. Έκανε 59 διεθνείς συμμετοχές με την «σκουάντρα ατζούρα», σημειώνοντας
2 γκολ. Σκόραρε το πρώτο του γκολ για
την Ιταλία στις 4 Ιουνίου του 1992, από ένα πέναλτι, σε μια νίκη 2-0 εναντίον
της Ιρλανδίας, στο φιλικό τουρνουά “Κύπελλο ΗΠΑ”, όπου τερμάτισε στη 2η
θέση. Πήρε μέρος στο Ευρωπαϊκό
Πρωτάθλημα του 1996 και σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα. Σ’ αυτό του 1994, ήταν ο
ακρογωνιαίος λίθος της πορείας των «ατζούρι» προς τον τελικό, ωστόσο, έχοντας
ήδη χάσει τον τελικό του Champions League αυτής της χρονιάς, λόγω καρτών, έχασε
και τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου και πάλι λόγω καρτών, έχοντας πάρει μια
κίτρινη κάρτα στον ημιτελικό εναντίον της Βουλγαρίας. Πήρε μέρος και στο Παγκόσμιο
Κύπελλο του 1998, όταν και με το τέλος της πορείας στα προημιτελικά, αποσύρθηκε
από το διεθνές ποδόσφαιρο.
Θεωρείται από πολλούς ειδικούς του ποδοσφαίρου, τους προπονητές
και τους παίκτες ως ένας από τους Μεγαλύτερους Αμυντικούς της ιστορίας. Δημιούργησε
μερικές από τις πιο Τρομερές Αμυντικές Γραμμές Όλων των Εποχών, κατά τη
διάρκεια της εκτεταμένης καριέρα του στη Μίλαν, μαζί με αμυντικούς-θρύλους όπως
τον Πάολο Μαλντίνι, τον Φράνκο Μπαρέζι, τον Μάουρο Τασότι, τον Φιλίπο Γκάλι, τον
Κριστιάν Πανούτσι (Christian Panucci) και τον Αλεσάντρο Νέστα (Alessandro Nesta). Ήταν ένας στρατηγικά ευέλικτος
αμυντικός, ο οποίος διακρίθηκε σε οποιοδήποτε σημείο κατά μήκος της άμυνας, κάτι
το οποίο του επέτρεψε να έχει μια μακρά και ιδιαίτερα επιτυχημένη πορεία, τόσο
σε συλλογικό όσο και διεθνές επίπεδο, κατακτώντας πολλά τρόπαια. Παρά το
γεγονός ότι κατά κύριο λόγο έπαιξε ως κεντρικός αμυντικός, παράλληλα με τον
Φράνκο Μπαρέζι σε όλη τη σταδιοδρομία του, αγωνίστηκε μερικές φορές σε ρόλο
λίμπερο/«σκούπας», ως full-back σε
κάθε πλευρά, ακόμη και ως αμυντικός μέσος.
Ήταν ένας πλήρης, εργατικός και έμπειρος αμυντικός, ο
οποίος ήταν επίσης προικισμένος με καλή πάσα και ικανότητα μεταβίβασης, διαθέτοντας
μια στέρεη τεχνική και καλή πρώτη επαφή, αν και δεν ήταν ο πιο επιδέξιος
παίκτης με την μπάλα, κάτι που του επέτρεψε να παίρνει άνετα την κατοχή και να
αρχίζει τις επιθετικές παραστάσεις από την αμυντική γραμμή. Υπήρξε ένας
επίμονος αμυντικός με γρήγορες αντιδράσεις, ο οποίος ήταν γνωστός κυρίως για
την εξαιρετική τακτική ευφυΐα του, καθώς και τη γρηγοράδα του. Αποτελεσματικός
στον αέρα, είχε μια εξαιρετική ικανότητα να διαβάζει το παιχνίδι και να προβλέπει
τις φάσεις, παρά την σχετική έλλειψη ρυθμού, της σωματικής δύναμης και των
αθλητικών χαρακτηριστικών. Ήταν ένας εξαιρετικά ακριβής και προσεκτικός
ποδοσφαιριστής, ο οποίος διακρίθηκε τόσο σε προσωπικά μαρκαρίσματα, καθώς και
σε σύστημα ζώνης, λόγω των εξαιρετικών θέσεων, της οργανωτικότητάς του, της επικοινωνίας,
της ευαισθητοποίησης και της ικανότητάς του να παίζει αποτελεσματικά την παγίδα
του τεχνικού οφσάιντ. Παρά το γεγονός ότι ήταν αμυντικός, υπήρξε ένας εξαιρετικός
εκτελεστής πέναλτι, που συχνά πήρε κρίσιμες εκτελέσεις για την ομάδα του. Επίσης,
ξεχώρισε για την τάξη του, την ηγεσία και τον επαγγελματισμό στον αγωνιστικό
χώρο, καθώς και τη μακροζωία του σε όλη την καριέρα του. Τον Ιούλιο του 2014, ο
συμπατριώτης του και νικητής της Χρυσής Μπάλας του 2006, ο Φάμπιο Καναβάρο (Fabio Canavarro) τον περιγράφει ως τον Καλύτερο Αμυντικό
με τον οποίο είχε παίξει ποτέ.
Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση εντάχθηκε στο
τεχνικό τιμ της Μίλαν. Μερικούς μήνες αργότερα αποχώρησε και ανέλαβε τα ηνία
της Μάντοβα, τα οποία όμως δεν κράτησε για πολύ. Αρκετά συχνά σχολιάζει τα ποδοσφαιρικά
δρώμενα σε διάφορα ΜΜΕ της χώρας του.
Είναι παντρεμένος με την πρώην Μις Ιταλία Martina Colombari και έχει ένα γιο, τον Achille. Είναι γνωστός
για τη κριτική του εναντίον της ομοφοβίας και τις διακρίσεις εις βάρος των
γυναικών. Σε μια συνέντευξή του το 2012, στην ιταλική εφημερίδα “Il Corriere
della Sera”, δήλωσε ότι οι ποδοσφαιριστές θα πρέπει να μπορούν να δηλώνουν
ανοιχτά τη σεξουαλικότητά τους.
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές
(Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- · 1979–1986: Associazione Calcio Milan
Επαγγελματική καριέρα
- · 1986–2007: Associazione Calcio Milan, 458 (3)
- · 1986/87: (δανεικός) → Società Sportiva Dilettantistica Monza 1912, 30 (0)
Σύνολο καριέρας: 488 (3)
Διεθνής
- · 1991–1998: Ιταλία, 59 (2)
Προπονητική καριέρα
- · 2007/08: Milan (τεχνικό επιτελείο)
- · 2008/09: Mantova
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με την Milan
- · Πρωτάθλημα Ιταλίας: 7 (1987/88, 1991/92, 1992/93, 1993/94, 1995/96, 1998/99, 2003/04)
- · Κύπελλο Ιταλίας: 2002/03
- · Σούπερ Καπ Ιταλίας: 5 (1988, 1992, 1993, 1994, 2004)
- · Κύπελλο Πρωταθλητριών/UEFA Champions League: 5 (1988/89, 1989/90, 1993/94, 2002/03, 2006–07)
- · Ευρωπαϊκό Super Cup: 4 (1989, 1990, 1994, 2003)
- · Διηπειρωτικό Κύπελλο: 2 (1989, 1990)
Διεθνείς
Με την Ιταλία
- · Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ 1994
Προσωπικές Διακρίσεις
- · Premio Nazionale Carriera Esemplare "Gaetano Scirea": 2000[39]
- · Στην θέση #50 για τον εορτασμό του Ιωβιλαίου της UEFA
- · Μέλος του Hall of Fame της A.C. Milan
Κάποια στοιχεία από το balleto.gr