Σάββατο 22 Απριλίου 2017

Χοσέ Τσαμότ

Ο Αργεντίνος κεντρικός ή και ακραίος, κυρίως αριστερός αμυντικός Χοσέ Τσαμότ (José Antonio Chamot Picart), γεννήθηκε στις 17 Μαΐου του 1969, στη Κονσεπσιόν ντελ Ουρουγουάη, μια πόλη στην επαρχία Έντρε Ρίος, στη δυτική όχθη του ποταμού Ουρουγουάη, περίπου 300 χιλιόμετρα βόρεια από το Μπουένος Άιρες. Καθ'όλη τη διάρκεια της ποδοσφαιρικής του καριέρας, έπαιξε για τη Ροζάριο Σεντράλ στην Αργεντινή, την Πίζα, τη Φότζια, τη Λάτσιο και τη Μίλαν στην Ιταλία και την Ατλέτικο Μαδρίτης στην Ισπανία. Θεωρείται ως ένας από τους Καλύτερους Αμυντικούς της δεκαετίας του 1990. Ψηλός (1,85 μ.), ανίκητος στις εναέριες «μονομαχίες», με γρήγορες επεμβάσεις, δυνατός στο ατομικό μαρκάρισμα, μαχητικός, αν και λίγο τραχύς, μπορούσε να αγωνιστεί και ως στόπερ.


Στα εφηβικά του χρόνια ασχολήθηκε εντατικά με τον στίβο, αλλά τον κέρδισε το ποδόσφαιρο, παίζοντας για τη Χιμνάσια της Κονσεπσιόν, έναν σύλλογο στη γενέτειρά του. Στα 15 του χρόνια, μετακόμισε στο Σαν Λορέντζο με την οικογένειά του και δοκιμάστηκε στη Ροζάριο Σεντράλ, πραγματοποιώντας μαζί της το επαγγελματικό του ντεμπούτο, το 1988, κάνοντας 19 εμφανίσεις τη πρώτη του χρονιά. Την επόμενη χρονιά ήρθε επίσης το πρώτο γκολ σε 29 εμφανίσεις. Μετά από 3 χρόνια στο Ροζάριο, σε συνολικά 58 παιχνίδια και 3 γκολ με την «Ακαντέμια Ροζαρίνα», στη σεζόν 1990/91, τον Νοέμβριο, μετά την 10η αγωνιστική στην Αργεντινή έκανε το ευρωπαϊκό άλμα, αποδεχόμενος την πρόταση του προέδρου της ιταλικής Πίζα, του Ρομέο Ανκονετάνι (Romeo Anconetani), που τον απέκτησε μαζί με τον Ντιέγκο Σιμεόνε (Diego Simeone), με τη διπλή αυτή αγορά των «σχεδόν άγνωστων» παικτών, στη συνέχεια να αποδεικνύεται «μεγάλο λαχείο» για την ομάδα της Τοσκάνης!


Διέπρεψε στις δύο περιόδους που έπαιξε στους «νερατζούρι», συμμετέχοντας σε 87 παιχνίδια τους με ένα γκολ και στη συνέχεια μεταγράφηκε στη Φότζια, όπου έμεινε μια σεζόν, εξελίσσοντας ακόμη περισσότερο το ταλέντο του, υπό τις οδηγίες του σπουδαίου Ζντένεκ Ζέμαν (Zdenek Zeman). Το καλοκαίρι του 1994, ύστερα από 30 εμφανίσεις για τους «ροσονέρι», χωρίς να σκοράρει και αφού ο Ζέμαν είχε αναλάβει τη Λάτσιο, τον πήρε μαζί του. Η θητεία του στους «λατσιάλι», διήρκεσε 4 χρόνια, και ήταν «γεμάτη», αφού συμμετείχε σε 100 αγώνες τους με ένα τέρμα, στη νίκη με 4-0 εναντίον της Τζένοα, στις 19 Μαρτίου του 1995, αναδεικνυόμενος Κυπελλούχος Ιταλίας το 1997/98. Όσο έπαιζε στη Λάτσιο, ξεκίνησε να παίζει και στην εθνική ομάδα, ενώ το 1998, μετά το τέλος ενός αγώνα, χτύπησε το χέρι του διαιτητή Πιερλουίτζι Κολίνα (Pierluigi Collina), με αποτέλεσμα την τιμωρία του για έργω εξύβριση!


Το 1998, μεταγράφηκε στην Ατλέτικο Μαδρίτης, όντας βασικό στέλεχος τους για μιάμιση περίοδο, κάνοντας 45 εμφανίσεις με ένα γκολ και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ιταλία για λογαριασμό της Μίλαν. Φόρεσε τη φανέλα της έως το 2003 καταγράφοντας 49 παρουσίες και πανηγυρίζοντας ένα ακόμη ιταλικό Κύπελλο και το Τσάμπιονς Λιγκ του 2003! Ακολούθησε για λίγο η ισπανική Λεγκανές, επιστρέφοντας την περίοδο 2004/05 στη Ροζάριο Σεντράλ, με τη φανέλα της οποίας κρέμασε ως ποδοσφαιριστής τα παπούτσια του, το 2006, μετά από συνολικά 376 παιχνίδια πρωταθλήματος και 7 γκολ.


Η πρώτη κλήση στην εθνική ομάδα, του δόθηκε πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, αλλά δεν έπαιξε σε κανένα από τα παιχνίδια. Έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική ομάδα της Αργεντινής, στις 23 Οκτωβρίου του 1993, στο πρώτο παιχνίδι των πλέι-οφ για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 εναντίον της Αυστραλίας. Συμμετείχε σε τρία Παγκόσμια Κύπελλα, το 1994 στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής,  το 1998 στη Γαλλία, ως ο βασικός αριστερός μπακ της ομάδας και το 2002 στις Κορέα-Ιαπωνία, όπου έπαιξε στον αγώνα με τη Σουηδία ως δεξιός μπακ, συμμετέχοντας συνολικά σε 9 αγώνες.


Έπαιξε επίσης στο Κόπα Αμέρικα του 1995 στην Ουρουγουάη και στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών της ίδιας χρονιάς και κέρδισε το αργυρό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996, όταν ήταν ένας από τους τρεις παίκτες άνω των 23 ετών που είχε δικαίωμα να χρησιμοποιήσει κάθε ομάδα. Έπαιξε συνολικά σε 43 παιχνίδια για την «αλμπιτσελέστε» σκοράροντας 2 γκολ, το πρώτο εναντίον της Χιλής στις 18 Μαΐου του 1994, ένα φιλικό αγώνα στο Σαντιάγο και το δεύτερο, εναντίον της Ιαπωνίας για την Φάση των ομίλων του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών, στις 8 Ιανουαρίου του 1995. Το τελευταίο του παιχνίδι του με τα εθνικά χρώματα, ήταν η ισοπαλία 1-1 με τη Σουηδία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002.


Στις 21 Ιουλίου του 2009, άρχισε την καριέρα του στους πάγκους, ως βοηθός προπονητή στη Ροζάριο Σεντράλ. Άφησε τον σύλλογο, στις 21 Μαρτίου του 2010. Από τον Ιούνιο του  2011 ήταν τεχνικός συνεργάτης του Ματίας Αλμέιδα (Matías Almeyda) στη Ρίβερ Πλέιτ, παραμένοντας στη θέση του ακόμη και μετά την απόλυση του Αλμέιδα. Τον Δεκέμβριο του 2015 διορίστηκε επικεφαλής των τμημάτων υποδομής της Ροζάριο Σεντράλ. Από το 1998, έχει αποκτήσει την ιταλική υπηκοότητα, χάρη στην σύζυγό του.


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1988–1991: Club Atlético Rosario Central, 48 (2)
  • ·         1991–1993: Associazione Calcio Pisa 1909, 87 (1)
  • ·         1993/94: Foggia Calcio, 30 (0)
  • ·         1994–1998: Società Sportiva Lazio, 100 (1)
  • ·         1998–2000: Club Atlético de Madrid, 45 (1)
  • ·         2000–2003: Associazione Calcio Milan, 49 (0)
  • ·         2003/04: Club Deportivo Leganés, 1 (0)
  • ·         2004–2006: Club Atlético Rosario Central, 4 (0)


Σύνολο καριέρας: 364 (5)

 Διεθνής

  • ·         1993–2002: Αργεντινή, 43 (2)

Τίτλοι

Με τη S.S. Lazio
  • ·         Κύπελλο Ιταλίας: 1997/98

Με τη A.C. Milan
  • ·         UEFA Champions League: 2002/03
  • ·         Κύπελλο Ιταλίας: 2002/03



ΠΗΓΗ: balleto.gr