Ο Έλληνας μέσος σε ανασταλτικό ρόλο, Κώστας Κατσουράνης, γεννήθηκε
στις 21 Ιουνίου του 1979, στη Χαλανδρίτσα της Αχαΐας. Ένας
ευέλικτος αμυντικός μέσος, κέρδισε το βραβείο του Καλύτερου Ποδοσφαιριστή της
Χρονιάς στην ελληνική Σούπερ Λίγκα το 2005 και το 2013, καθώς και το βραβείο
Κόσμε Νταμιάο (Cosme Damião), του Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς για τη Μπενφίκα, το
2008, κατά την διάρκεια της τριετούς θητείας του (2006-2009) στον τεράστιο
σύλλογο της πορτογαλικής πρωτεύουσας. Έχοντας ξεκινήσει το 1996 από την
Παναχαϊκή, μεταγράφηκε το 2002 στην ΑΕΚ, χωρίς όμως να καταφέρει να κατακτήσει
κάποιον τίτλο. Όταν επέστρεψε από την Πορτογαλία, εντάχθηκε για μια τριετία
στον Παναθηναϊκό με τον οποίο κατέκτησε το double την πρώτη του χρονιά. Συνέχισε για 1,5 περίοδο στον ΠΑΟΚ και το 2015,
ύστερα από μια μικρή θητεία στην Ινδία, αγωνίστηκε με τον Ατρόμητο, κλείνοντας
τη καριέρα του στο τέλος αυτής της χρονιάς, στην Αυστραλία με τα χρώματα της Χάιντελμπεργκ Γιουνάιτεντ.
Θεωρείται ως ένας από τους Καλύτερους
Έλληνες Ποδοσφαιριστές της γενιάς του και σε διεθνές επίπεδο, εκπροσώπησε την
ελληνική εθνική ομάδα από το 2002 έως το 2015. Ήταν ακρογωνιαίος λίθος της
εθνικής του Ότο Ρεχάγκελ (Otto Rehhagel), συμμετέχοντας στην κατάκτηση του
Euro του 2004, εκπροσωπώντας την Ελλάδα και στο Euro του 2008, στο Παγκόσμιο
Κύπελλο του 2010, στο Euro του 2012 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014. Με 116
εμφανίσεις, είναι μέλος μιας εξαιρετικά μικρής «λέσχης» των παικτών που είχαν
περισσότερες από 100 διεθνείς εμφανίσεις στην ιστορία της ελληνικής εθνικής
ομάδας.
Ξεκίνησε από το τοπικό πρωτάθλημα της Ε.Π.Σ. Αχαΐας με τη
Δόξα Χαλανδρίτσας στην Α΄ κατηγορία. Σε ηλικία 17 χρονών πήγε στην Παναχαϊκή,
με την οποία αγωνίστηκε για πρώτη φορά στο πρωτάθλημα της Α' Εθνικής την
περίοδο 1996/97. Την πρώτη του σεζόν στον ιστορικό σύλλογο της Πάτρας, έφτασε
στον ημιτελικό του ελληνικού Κυπέλλου, την Καλύτερη Επίδοση της Παναχαϊκής Όλων
των Εποχών στη διοργάνωση. Στη σεζόν 1997/98, έκανε 3 εμφανίσεις στο Κύπελλο
Ιντερτότο, σκοράροντας ένα γκολ, όταν η Παναχαϊκή τελείωσε 4η στους
5 στον όμιλό της. Πέρασε 6 σεζόν στην Πάτρα και από την 3η ήταν
βασικός. Την περίοδο 2002/03, στο τέλος του συμβολαίου του με την Παναχαϊκή,
είχε διαπραγματευτεί με τον Παναθηναϊκό, χωρίς όμως επιτυχία, αφού ο τότε
προπονητής των «πρασίνων», ο Φερνάντο Σάντος (Fernando Manuel Fernandes da
Costa Santos), αποφάσισε να υπογράψει τον Πορτογάλο Κάρλος Τσαΐνιο (Carlos
Chaínho), παίκτη ήξερε όταν ήταν στη Πόρτο. Ακολούθησαν συζητήσεις με τον
Ολυμπιακό, με τις συνομιλίες με τον
αντιπρόεδρο του συλλόγου, Γιώργο Λούβαρη να φαινόνταν τελικές. Όμως, όταν ο
Λούβαρης του ζήτησε να περιμένει μέχρι να επιστρέψει ο Σωκράτης Κόκκαλης από
ένα επαγγελματικό ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες για τις τελικές
διαπραγματεύσεις, ο πρώην πρόεδρος της ΑΕΚ, ο Χρυσόστομος Ψωμιάδης,
εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και έπεισε τον πολλά υποσχόμενο μέσο να υπογράψει
τριετές συμβόλαιο με την Ένωση.
Ερχόμενος από τον πάγκο, κάνοντας ένα εντυπωσιακό
ντεμπούτο για τον σύλλογο, έγινε αμέσως αναπόσπαστο τμήμα της ομάδας.
Συνεχίζοντας τη πρόοδό του, έγινε γρήγορα από τους Καλύτερους Παίκτες της
ομάδας, με μεγάλες επιδόσεις, τόσο στις εσωτερικές όσο και στις ευρωπαϊκές
διοργανώσεις. Χρησιμοποιούνταν κυρίως ως
κεντρικός μέσος, αλλά χρησιμοποιήθηκε επίσης και στα άκρα. Η περίοδος 2004/05
ήταν η πιο σημαντική στην καριέρα του στην ΑΕΚ, καθώς με τα 12 τέρματα που
σημείωσε σε 28 εμφανίσεις, αγωνιζόμενος ως αμυντικός μέσος, την οδήγησε σε μια
σκληρή μάχη για τον τίτλο, τερματίζοντας τελικά στην 3η θέση. Την
εποχή εκείνη η Βέρντερ Βρέμης εξέφρασε ισχυρό ενδιαφέρον για τον Έλληνα
αμυντικό μέσο, αλλά ο Κατσουράνης μαζί με τον τότε πρόεδρο Ντέμη Νικολαΐδη
αποφάσισε να απορρίψει την προσφορά. Τη περίοδο 2005/06, οδήγησε την ΑΕΚ στη 2η
θέση για το πρωτάθλημα και στην έξοδο
στο Champions League της επόμενης περιόδου. Τελικά, το καλοκαίρι του 2007, λόγω
και της οικτρής κατάστασης που βρισκόταν τότε από εσωτερικά προβλήματα η Ένωση,
αποχώρησε από την ΑΕΚ, ακολουθώντας τον Φερνάντο Σάντος στην Μπενφίκα, έναντι
αμοιβής 3,8 εκατομμυρίων ευρώ, συν τα έσοδα ενός φιλικού στην Αθήνα.
Υπέγραψε τετραετές συμβόλαιο με τους «Αετούς της
Λισαβόνας» στις 22 Ιουνίου του 2006, βρίσκοντας εκεί τον συμπαίκτη του στην
εθνική Γιώργο Καραγκούνη. Είπε ότι «Ακόμα και αν ο Φερνάντο Σάντος ή ο
Καραγκούνης δεν ήταν εδώ, εγώ θα ερχόμουν. Η Μπενφίκα για μένα είναι ένα από τα
κορυφαία κλαμπ της Ευρώπης και το απέδειξε στο Champions League. Είμαι εδώ για
να βοηθήσω την Μπενφίκα, η οποία επίσης θα με βοηθήσει στη διεθνή καριέρα μου».
Στο πρώτο του “classico” εναντίον της Πόρτο, κατάφερε να σκοράρει για την
Μπενφίκα με κεφαλιά μετά από κόρνερ, το δεύτερο γκολ που σκόραρε για την ομάδα
στο πρωτάθλημα σε λίγα παιχνίδια. Έγινε γρήγορα βασικό στέλεχος της ομάδας,
πετυχαίνοντας κάποια σημαντικά γκολ, ενώ ήταν επίσης ο αρχηγός της ομάδας σε
μερικές περιπτώσεις. Απέδειξε ότι ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς νεοεισελθόντες
στο πρωτάθλημα της περιόδου 2006/07, παίζοντας σε 29 ματς πρωταθλήματος και σκοράροντας
6 γκολ. Παρά το ενδιαφέρον από την Βαλένθια, τη Βέρντερ Βρέμης, τη Τότεναμ και τη
Γιουβέντους, η Μπενφίκα αρνήθηκε να τον παραχωρήσει, με την Γιουβέντους μάλιστα
να θέλει να τον ανταλλάξει με τον Τιάγκο (Tiago). Στις 14 Σεπτεμβρίου του 2007,
συμφώνησε σε παράταση του συμβολαίου του για άλλα δύο χρόνια. Κατά τη διάρκεια
της τελευταίας του σεζόν εκεί, του δόθηκε η τεράστια τιμή να είναι ο αρχηγός
της ομάδας. Στις 2 Μαρτίου του 2009, ονομάστηκε «Παίκτης της Χρονιάς» για την
Μπενφίκα και τιμήθηκε με το βραβείο Κόσμε Νταμιάο.

Τον Ιανουάριο του 2013 συμφώνησε να συνεχίσει την καριέρα
του στον ΠΑΟΚ, κάνοντας το ντεμπούτο του στις 6 Ιανουαρίου εναντίον του
Πανθρακικού. Πήρε το № 28 στη φανέλα του κα στις 24 Ιανουαρίου, σημείωσε το
πρώτο του γκολ για τον Δικέφαλο του Βορρά, στο ελληνικό Κύπελλο εναντίον της
Καλλιθέας. Στις 3 Μαρτίου, σκόραρε το πρώτο του γκολ στην ελληνική Super
League, στη νίκη με 4-2 εναντίον του Πανιωνίου. Δημιούργησε ένα ισχυρό δίδυμο
με τον Γκόρντον Σίλντενφελντ (Gordon Schildenfeld) στο κέντρο της άμυνας,
μειώνοντας σημαντικά τους κινδύνους για την εστία του ΠΑΟΚ. Στις 27 Αυγούστου
του 2013 σκόραρε εναντίον της Σάλκε για τα πλέι-οφ του Champions League σε μια ήττα
2-3. Στη σεζόν 2013/14 ονομάστηκε β’ αρχηγός του συλλόγου πίσω από τον Δημήτρη
Σαλπιγγίδη. Στις 27 Φεβρουαρίου του 2014 είχε αποβληθεί στο 69ο
λεπτό, στην ήττα με 0-3 στο Europa League από την Μπενφίκα, παίρνοντας ένα
ανεπανάληπτο standing ovation από τους οπαδούς της, καθώς αποχωρούσε από το γήπεδο, σε
αναγνώριση για τις χρονιές που πέρασε με τον μεγάλο πορτογαλικό σύλλογο. Παρέμεινε
για 1,5 χρόνο έχοντας συνολικά 48
συμμετοχές και 6 τέρματα στο πρωτάθλημα.

Στις 26 Δεκεμβρίου 2014 ανακοινώθηκε η συμφωνία του με
τον Ατρόμητο Αθηνών, όπου υπέγραψε συμβόλαιο εξάμηνης διάρκειας, με την
ολοκλήρωση του οποίου αποχώρησε από τον σύλλογο. Τον Σεπτέμβριο του 2015 ήρθε
σε συμφωνία με την αυστραλιανή Χάιντελμπεργκ Γιουνάιτεντ για να λάβει μέρος σε
έναν αγώνα για τον θεσμό του Κυπέλλου. Στις 29 Σεπτεμβρίου, μετά την ολοκλήρωση
της συνεργασίας του με τον αυστραλιανό σύλλογο, ανακοίνωσε την αποχώρησή του
από την ενεργό δράση.
Έκανε το διεθνές ντεμπούτο του για την Ελλάδα στις 20
Αυγούστου του 2003, εναντίον της Σουηδίας. Ήταν ένας από τους βασικούς
πρωταγωνιστές στον θρίαμβο της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004,
συμμετέχοντας και στους 6 αγώνες που έδωσε η ελληνική ομάδα. Εν συνεχεία πήρε
μέρος στους προκριματικούς του Μουντιάλ 2006, κατά τους οποίους σημείωσε το
πρώτο του τέρμα, στον αγώνα εναντίον του Καζακστάν. Έχει πάρει επίσης μέρος στο
Κύπελλο Συνομοσπονδιών του 2005, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2008, στο Παγκόσμιο
Κύπελλο του 2010 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2012, αγωνιζόμενος ως βασικός
σε όλους τους αγώνες των τελικών φάσεων. Στις 17 Οκτωβρίου του 2012, έφτασε σε
ένα ορόσημο σε διεθνές επίπεδο, καθώς έκανε την 100η του εμφάνιση με
τη φανέλα της εθνικής Ελλάδας, σε μια νίκη με 1-0 επί της Σλοβακίας στη
Μπρατισλάβα. Υπήρξε μέλος της αποστολής που συμμετείχε στο Μουντιάλ του 2014
στη Βραζιλία, αγωνιζόμενος σε 3 αγώνες, ενώ στις 19 Ιουνίου του 2014, έγινε ο
πρώτος Έλληνας παίκτης στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου που δέχθηκε κόκκινη
κάρτα, στο 38ο λεπτό του 2ου αγώνα της φάσης των ομίλων εναντίον
της Ιαπωνίας. Έγινε ο τέταρτος ποδοσφαιριστής που έφτασε τις 100 συμμετοχές με
τη «γαλανόλευκη» μετά τους Γιώργο Καραγκούνη, Θοδωρή Ζαγοράκη και Άγγελο
Μπασινά, ενώ βρίσκεται πλέον στην τρίτη θέση του σχετικού πίνακα με 116
συμμετοχές.

PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- · -1996: Α.Π.Σ. Δόξα Χαλανδρίτσας
Επαγγελματική καριέρα
- · 1996-2002: Παναχαϊκή Γυμναστική Ένωση, 123 (15)
- · 2002-2006: Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως (ΑΕΚ), 110 (29)
- · 2006-2009: Sport Lisboa e Benfica, 80 (10)
- · 2009-2012: Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος, 88 (18)
- · 2013/14: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ), 48 (6)
- · 2014: Football Club of Pune City, 14 (4)
- · 2015: Αθλητικός και Ποδοσφαιρικός Σύλλογος Αθηνών «Ατρόμητος», 22 (3)
- · 2015: Heidelberg United Football Club, 0 (0)

Σύνολο καριέρας: 485 (85)
Διεθνής
- · 2003-2015: Ελλάδα, 116 (10)
Τίτλοι
Με τη Benfica
- · Κύπελλο Πορτογαλίας: 2008/09
Με τον Παναθηναϊκό
- · Πρωτάθλημα Ελλάδος: 2009/10
- · Κύπελλο Ελλάδας: 2009/10
Διεθνείς
Με την Ελλάδα
- · Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 2004
Προσωπικές Διακρίσεις
- Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς για την Ελλάδα: 2005
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ: contra.gr