Ο Σοβιετικός, ρώσικης και πιο συγκεκριμένα τατάρικης
καταγωγής τερματοφύλακας Ρινάτ Ντασάεφ
(Rinat Fayzrakhmanovich Dasayev), γεννήθηκε στις 13 Ιουνίου του 1957, στο Αστραχάν της Νότιας Ρωσίας, στο Δέλτα του
Βόλγα στη Κασπία Θάλασσα. Ψηλός (1,89
μ.), ευλύγιστος, με σπουδαία αντίληψη, καταπληκτικά ρεφλέξ και ηγετικές
ικανότητες, θεωρείται ο 2ος
Καλύτερος Ρώσος Τερματοφύλακας, άξιος διάδοχος του Κορυφαίου Γκολκίπερ Όλων
των Εποχών και συμπατριώτη του, Λεβ Γιασίν (Lev Yashin). Ένας από τους Καλύτερους
στον Κόσμο στη δεκαετία του 1980, του απονεμήθηκε το βραβείο του Καλύτερου
Τερματοφύλακα της Χρονιάς το 1988, από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και
Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS). Από τον ίδιο φορέα, το 1999, εξελέγη ο 16ος
Μεγαλύτερος Ευρωπαίος Τερματοφύλακας του 20ου Αιώνα, μαζί με τον Ιταλό Τζιανπιέρο Κόμπι (Gianpiero Combi)
και ο 19ος στον Κόσμο. Το 2004, ονομάστηκε από τον Πελέ (Edson
Arantes do Nascimento, ‘’Pelé’’) ως ένας από τους 125 Μεγαλύτερους Εν Ζωή Ποδοσφαιριστές
του Κόσμου, στο πλαίσιο των εορτασμών των 100 Ετών της FIFA.
Με τα παρατσούκλια
«Το Σιδηρούν Παραπέτασμα» και «Η γάτα», ήταν τερματοφύλακας της Σπαρτάκ Μόσχας
κατά το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του 1980, κατακτώντας 2 φορές το
σοβιετικό πρωτάθλημα, το 1979 και το 1987 και ονομάστηκε 6 φορές ως ο Καλύτερος
Σοβιετικός Τερματοφύλακας, ενώ το 1982 ονομάστηκε Σοβιετικός Ποδοσφαιριστής της
Χρονιάς. Αποσύρθηκε στις αρχές της δεκαετίας το 1990, μετά τη λήξη του
συμβολαίου του με την ισπανική Σεβίλλη. Έπαιξε για τη σοβιετική εθνική ομάδα στους
Ολυμπιακούς Αγώνες του 1980 και εμφανίστηκε στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1982, του
1986 και του 1990, φτάνοντας και στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1988,
κάνοντας 91 διεθνείς εμφανίσεις από το 1979 έως το 1990, ο 2ος
ρέκορντμαν συμμετοχών για τη Σοβιετική Ένωση.
Σαν παιδί ασχολήθηκε με την κολύμβηση, συμμετέχοντας σε Σοβιετικούς
διαγωνισμούς για παιδιά, αλλά ύστερα από μια χειρουργική επέμβαση στο χέρι του,
εγκατέλειψε την κολύμβηση και στα 9 του
χρόνια γράφτηκε στα τμήματα υποδομής του συλλόγου της γενέτειράς του, της
Βόλγκαρ του Αστραχάν. Ξεκίνησε επαγγελματικά με τον σύλλογο αυτό, κάνοντας ντεμπούτο
στις 5 Αυγούστου του 1975, σε μια ήττα 0-2, εκτός έδρας με την Τέρεκ του
Γκρόζνι. Την επόμενη χρονιά, συμμετείχε σε 26 από τα 40 παιχνίδια της παίρνοντας
θέση βασικού, εκτοπίζοντας τον Γιούρι Μάκοφ (Youri Makov).
Έπαιξε για τελευταία φορά με την Βόλγκαρ, στις 11
Σεπτεμβρίου του 1977, αφού ανακάλυψαν το ταλέντο του οι άνθρωποι της Σπαρτάκ
Μόσχας, η οποία μόλις είχε υποβιβαστεί στη Β’ Κατηγορία του σοβιετικού
πρωταθλήματος, πείθοντάς τον να ενταχθεί στο ρόστερ της. Άρπαξε την ευκαιρία
από τα μαλλιά και παρότι υπεβλήθη σε εγχείρηση μηνίσκου και στα δύο γόνατα
(!!!), σε ηλικία 20 ετών ήταν ήδη αναντικατάστατος κάτω από τα δοκάρια των
«ερυθρολεύκων»! Υπό την τεχνική καθοδήγηση του Κοσταντίν Μπέσκοφ (Konstantin
Beskov), τη εποχή εκείνη η Σπαρτάκ ανταγωνιζόταν έντονα τη Διναμό Κιέβου του
Βαλερί Λομπανόφσκι (Valeriy Lobanovskyi). Έμεινε, στο ρόστερ της Σπαρτάκ έως το
1988 και σε αυτό το διάστημα πήρε μέρος σε 335 αναμετρήσεις, πανηγύρισε ένα
πρωτάθλημα Β’ κατηγορίας, το 1977 και άλλα 2 πρωταθλήματα Α’ κατηγορίας, το 1979
και το 1987, ενώ παράλληλα ντεμπουτάρισε και στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα
της ΕΣΣΔ, το 1979.
Το 1988, εκμεταλλευόμενος τις πολιτικές της γκλάσνοστ και
της περεστρόικα που προωθήθηκαν από τον τελευταίο ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης,
τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, κατάφερε να φύγει από την ΕΣΣΔ και να πάρει μεταγραφή
για την Ισπανία, για λογαριασμό της Σεβίλλης, χάρη σε μία από τις τέσσερις άδειες
(ένα είδος του laissez-passer) που χορηγήθηκαν από το σοβιετικό Υπουργείο
αθλητισμού, αφήνοντας τη γυναίκα και την κόρη του στη Σοβιετική Ένωση. Η
Σεβίλλη, εκταμίευσε 2 εκατομμύρια δολάρια για να τον κάνει δικό της, ποσό ρεκόρ
για γκολκίπερ και για τα δεδομένα της εποχής.
Παρότι ήταν ο ογκόλιθος των ρωσικών καρέ και θεωρούνταν
από τους καλύτερους του κόσμου, ο ομοσπονδιακός προπονητής, Βάλερι Λομπανόφσκι
(Valeriy Lobanovskyi), έδεινε μια αποστροφή σε όλους αυτούς οι οποίοι έφυγαν
από την ΕΣΣΔ για να αγωνιστούν στο εξωτερικό, δείχνοντας τη προτίμηση στους
παίκτες που παρέμειναν πίσω και ειδικότερα σε αυτούς της Διναμό Κιέβου.
Ποδοσφαιριστές όπως ο Αλεξάντερ Ζαβάροφ (Oleksandr Zavarov), ο Σεργκέι
Αλεΐνινκοφ (Sergei Aleinikov) και ο Βαγκίζ Κιντιατούλιν (Vagiz Khidiyatullin),
αντιμετώπισαν προβλήματα και μάλιστα τον Ντασάεφ τον απέκλεισε από την συνέχεια
του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990, έπειτα από τον πρώτο αγώνα, την ήττα από τη
Ρουμανία με 0-2, στις 9 Ιουνίου του 1990, κάτι που επέφερε την οριστική ρήξη
στις, έτσι κι αλλιώς, τεταμένες σχέσεις των 2 ανδρών.
Έφτασε στη Σεβίλλη, στις 21 Νοεμβρίου του 1988 και στις
30 Νοεμβρίου έκανε το ντεμπούτο του στο ισπανικό πρωτάθλημα, εναντίον της Ρεάλ
Μαδρίτης, σε μια ισοπαλία 1-1, κάνοντας ένα από τα καλύτερα παιχνίδια του στην
Ισπανία. Λίγες εβδομάδες αργότερα, η σύζυγος και η κόρη του έφτασαν στη
Σεβίλλη, αλλά επέτρεψαν σχεδόν αμέσως πίσω, επειδή ο μισθός του δεν είναι
αρκετός για να κρατήσει και τους 3 στην Ιβηρική χώρα. Τον Οκτώβριο του 1989,
έγινε ο αρνητικός πρωταγωνιστής με μια κακή απόδοση σε αγώνα εναντίον της Ρεάλ
Μαδρίτης, σε ένα παιχνίδι που η Σεβίλλη ηττήθηκε 2-5 στη Σεβίλλη. Οι
«νερβιονένσες», εκείνο τον καιρό πάλευαν για να παραμείνουν στην Πριμέρα
Ντιβισιόν. Παράλληλα και άλλα γεγονότα εκεί σηματοδότησαν αρνητικά τη ζωή του,
τόσο στον αθλητικό τομέα όσο και στην οικογένεια. Αυτό τον επηρέασε σε μεγάλο
βαθμό, δεχόμενος αρκετά γκολ, χάνοντας τη θέση βασικού και πέφτοντας σύντομα σε
κατάθλιψη.
Φαινόμενα αλκοολισμού εμφανίστηκαν, λόγω και της
εγκατάλειψής του από τη γυναίκα του και την κόρη του, γεγονός που επηρέασε τον
σπουδαίο παίκτη, ο οποίος άρχισε να χάνει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Σύντομα
έγινε ο τέταρτος ξένος, ενώ στη διάρκεια αυτής της περιόδου, είχε ένα πρώτο
αυτοκινητιστικό ατύχημα που προκλήθηκε από τη κατάχρηση αλκοόλ, σπάζοντας το
χέρι του. Ο σύλλογος του πρότεινε να πάει στην Ελβετία για αποθεραπεία, αλλά ο
ίδιος το αρνήθηκε. Παροπλισμένος και μη μπορώντας να αντέξει τη γελοιοποίηση,
αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο λίγο αργότερα, τον Μάρτιο του 1991 και στο τέλος
της σεζόν, λιγότερο από 34 ετών, αποχώρησε από την ενεργό δράση. Είχε προλάβει
να συμμετάσχει σε 59 ματς του ισπανικού συλλόγου.
Χρίσθηκε 91 φορές διεθνής με την ΕΣΣΔ, με τις συμμετοχές
αυτές να τον κατατάσσουν στη δεύτερη θέση των σοβιετικών παικτών με τις
περισσότερες διεθνείς παρουσίες, μετά τον Όλεγκ Μπλαχίν (Oleh Blokhin)! Ο πρώτος αγώνας του για την εθνική ομάδα
της ΕΣΣΔ, πραγματοποιήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1979, εναντίον της Ανατολικής Γερμανίας (1-0). Κατέκτησε
το Χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980 και ήταν από
τις αποκαλύψεις στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982, διακρινόμενος ιδιαίτερα στο
ματς της φάσης των ομίλων με τη Σκωτία, όπου η Σοβιετική ομάδα αποκλείστηκε από
τους ημιτελικούς στην διαφορά τερμάτων από την Πολωνία. Στις 10 Οκτωβρίου του
1984 έπαιξε τον πρώτο του αγώνα ως αρχηγός της Σοβιετικής Ένωσης, σε μια
ισοπαλία 1-1 με την Νορβηγία, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του
1986 στο Μέξικο.
Μέλος των «Υπερηχητικών του Λομπανόφσκι», παίζοντας
εκπληκτικά στο ματς με τη Γαλλία, έφτασε μέχρι τους 8 όπου αποκλείστηκε από το
Βέλγιο. Φιναλίστ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1988, δέχτηκε ένα από τα καλύτερα
γκολ στην Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία από τον Μάρκο Βαν Μπάστεν (Marco Van Basten) στον τελικό. Με τα προβλήματα του
1990, λόγω της μεταγραφής στη Σεβίλλη, έπαιξε το τελευταίο επίσημο παιχνίδι του
τον Νοέμβριο του 1990, στη πρώτη συνάντηση χωρίς την εμβληματική ιστορική ακροστοιχίδα
«CCCP» στη φανέλα, δεδομένου ότι το Υπουργείο του σοβιετικού αθλητισμού είχε
αποφασίσει να την εξαλείψει. Από τις 91 διεθνείς αγώνες μεταξύ 1979 και 1990, στις
43 ήταν ο αρχηγός της ομάδας και δέχτηκε 68 γκολ. Έγινε ο τελευταίος
τερματοφύλακας που ήταν αρχηγός για την ΕΣΣΔ. Αγωνίσθηκε και με τα χρώματα της Μικτής
Κόσμου το 1987 και το 1988.
Ψηφίστηκε Κορυφαίος Παίκτης της ΕΣΣΔ για τη χρονιά 1982
και Καλύτερος Τερματοφύλακας του Κόσμου
για το 1988, από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου
(IFFHS). Από τον ίδιο φορέα, το 1999, εξελέγη ο 16ος Μεγαλύτερος
Ευρωπαίος Τερματοφύλακας του 20ου
Αιώνα, μαζί με τον Ιταλό
Τζιανπιέρο Κόμπι και ο 19ος στον Κόσμο. Το 2004, ονομάστηκε από τον
Πελέ ως ένας από τους 125 Μεγαλύτερους Εν Ζωή Ποδοσφαιριστές του Κόσμου, στο
πλαίσιο των εορτασμών των 100 Ετών της FIFA. Ονομάστηκε επίσης και 6 φορές ως ο
Καλύτερος Σοβιετικός Τερματοφύλακας από το περιοδικό «Ogonyok», το 1980, το 1982,
το 1983, το 1985, το 1987 και το 1988. Το 2015, βραβέυτηκε με το Χρυσό
Παπούτσι, ως ένας Θρύλος του Ποδοσφαίρου.
Όταν επέστρεψε στη Ρωσία αμέσως μετά την απόσυρσή του, είχε
ένα δεύτερο τροχαίο ατύχημα στη Μόσχα που προκλήθηκε και πάλι από κατάχρηση
αλκοόλ. Χτύπησε σ’ έναν τοίχο και νοσηλεύτηκε στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Μετά
από μια μακρά περίοδο αποκατάστασης, η πρώτη σύζυγός του, η γυμνάστρια Νέλι
Γκάας, του ζήτησε διαζύγιο και γύρισε στην Ισπανία, ανοίγοντας Σχολή
Γυμναστικής στη Σαραγόσα, στερώντας του τις κόρες του. Η μεγαλύτερη κόρη τους,
η Elmira είναι πρωταθλήτρια Ισπανίας στη ρυθμική γυμναστική. Έχουν και την
Χριστίνα.
Επέστρεψε κι αυτός στην Ισπανία και άνοιξε ένα κατάστημα
αθλητικών ειδών, το οποίο πήγαινε καλά, αλλά ο ίδιος εξαφανίστηκε απότομα και
χάθηκαν τα ίχνη του για μερικά χρόνια. Τον αναζήτησε η μεγάλη ρώσικη εφημερίδα “Pravda”,
που τον βρήκε να ζει σε μια όχι καλή κατάσταση. Από το 1994, άρχισε να συζεί με
την ισπανίδα, Maria del Mar, την οποία παντρεύτηκε το 2002, έχοντας ένα γιο από
τον πρώτο της γάμο. Απέκτησαν 2 δίδυμες κόρες, την Beatrice και την Αλία,
γεννημένες στις 09/04/2003 και ένα γιο, τον Salim, γεννημένο τον Σεπτέμβριο του
2006. Αποφάσισε να επιστρέψει στην Ρωσία, όπου φίλοι από την Σπαρτάκ Μόσχας τον
βοήθησαν να επιστρέψει πίσω στο ποδόσφαιρο, βοηθώντας τον να αποτοξινωθεί από
το αλκοόλ, χωρίς όμως να μπορέσει να καταφέρει να απαλλαγεί πλήρως από την
κατάθλιψη που τον στοιχειώνει ακόμα.
Σήμερα, εργάζεται ως προπονητής τερματοφυλάκων στα
τμήματα υποδομής της Σπαρτάκ Μόσχας. Στο παρελθόν είχε το ίδιο πόστο στην
Τορπέντο Μόσχας, την οποία υπηρέτησε και ως βοηθός προπονητή. Ακόμη, υπήρξε και
μέλος του τεχνικού τιμ της εθνικής Ρωσίας.
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές
(Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- · 1975: Football Club Volgar Astrakhan
Επαγγελματική καριέρα
- · 1976–1977: Football Club Volgar Astrakhan, 26 (0)
- · 1977–1988: Football Club Spartak-Moscow, 335 (0)
- · 1988–1991: Sevilla Fútbol Club, 59 (0)
Σύνολο καριέρας: 420 (0)
Διεθνής
- · 1979–1990: Σοβιετική Ένωση, 91 (0)
Προπονητική καριέρα
- · 2003–2005: Ρωσία (βοηθός)
- · 2007/08: Football Club Torpedo Moscow (βοηθός)
- · 2012- : Football Club Torpedo Moscow (προπονητής τερματοφυλάκων)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με τη Spartak Moscow
- · Πρωτάθλημα Σοβιετικής Ένωσης: 2 (1979, 1987) και επιλαχών: 5 (1980, 1981, 1983, 1984, 1985)
- · Κύπελλο Σοβιετικής Ένωσης: φιναλίστ 1981
Διεθνείς
Με τη Σοβιετική Ένωση
- · Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: φιναλίστ 1988
Προσωπικές Διακρίσεις
- · Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς για τη Σοβιετική Ένωση: 1982
- · Καλύτερος Τερματοφύλακας του Κόσμου από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου: 1988
- · Χρυσό Παπούτσι ως Ένας Θρύλος του Ποδοσφαίρου: 2015
- · Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου που συνέταξε το 2004 ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA
Στοιχεία από το balleto.gr