Ο Σκοπιανός μέσος Τόνι Σαβέβσκι (Stanislav “Toni”
Savevski ), γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου του 1963, στην Μπίτολα λίγο πάνω από τα
σύνορα της Ελλάδας (νομός Φλωρίνης) με τα Σκόπια. Θεωρείται ένας από τους
Κορυφαίους Ξένους ποδοσφαιριστές που κόσμησαν με την παρουσία του τα ελληνικά
γήπεδα. Ξεκίνησε την καριέρα του στην τοπική Πέλιστερ της Μπιτόλα και σε ηλικία
17 ετών μεταγράφηκε στην Βαρντάρ Σκοπίων με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα
Γιουγκοσλαβίας το 1987. Τον Δεκέμβρη του 1988 πήρε μεταγραφή στην ΑΕΚ, στην
οποία παρέμεινε μέχρι το 2001, όταν και σταμάτησε την ποδοσφαιρική του καριέρα.
Έχει συνδέσει το όνομά του με την χρυσή περίοδο της ιστορίας της Ένωσης,
κατακτώντας 4 πρωταθλήματα, 3 κύπελλα, 1 Λιγκ Καπ και δύο Σούπερ Καπ.
Εξαιρετικός ποδοσφαιριστής με πολύ καλή τεχνική κατάρτιση, αποτέλεσε τον
ακρογωνιαίο λίθο, ένας από τους σημαντικότερους συντελεστές των επιτυχιών αυτής
της περιόδου. Είναι ο τρίτος κατά σειρά ξένος ποδοσφαιριστής σε συμμετοχές στο
ελληνικό πρωτάθλημα μετά τον Κριστόφ Βαζέχα (Krzysztof Warzycha) και τον
Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς (Predrag Đorđević). Αγωνίστηκε επίσης στην εθνική ομάδα
της Γιουγκοσλαβίας σε δύο αγώνες και στην εθνική ομάδα της ΠΓΔΜ σε εννέα
αγώνες.
Ξεκίνησε την καριέρα του στον σύλλογο της γενέτειράς του,
την Πέλιστερ της Μπιτόλα και το 1980, σε ηλικία 17 ετών, ως ένα από τα
μεγαλύτερα ταλέντα της χώρας, μεταγράφηκε στην Βαρντάρ Σκοπίων, η οποία αγωνιζόταν στην πρώτη κατηγορία του
Γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος. Έκανε το ντεμπούτο του στις 22 Νοεμβρίου του 1980,
στη 15η αγωνιστική της σεζόν 1980/81, σε μια νίκη εντός έδρας με 1-0
επί της Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Στη Βαρντάρ, αγωνίστηκε για μια οκταετία, κατακτώντας
το πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας το 1987 (σημ. 1). Ενάμισι περίπου χρόνο μετά, τον
Δεκέμβριο του 1988, πήρε μεταγραφή στην ΑΕΚ, κάνοντας έτσι το βήμα που θα
σημάδευε τόσο την δική του καριέρα όσο και την ιστορία της Ένωσης.
Στη «χρυσή» ΑΕΚ της δεκαετίας του 1990, υπήρξε συμπαίκτης
με ποδοσφαιριστές-μύθους της σύγχρονης ιστορίας της Ένωσης. Ο Στέλιος Μανωλάς, ο
Ντανιέλ Μπατίστα, ο Βασίλης Τσιάρτας, ο Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς (Refik
Šabanadžović), ο Τιμούρ Κετσπάγια (Temuri "Temur" Ketsbaia), ο
Μιχάλης Κασάπης, ο Βασίλης Δημητριάδης είναι μόνο μερικοί από αυτούς, όμως ο
Τόνι Σαβέβσκι ήταν πάντα ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, ένας παίκτης που ενώ ήρθε ως –κυριολεκτικά-
άγνωστος και κανείς δεν είχε μεγάλες απαιτήσεις από αυτόν, κατάφερε να συνδέσει
άρρηκτα το όνομα του με εκείνη την ομάδα του Ντούσαν Μπάγεβιτς (Dušan Bajević).
Γκολ που έχουν χαραγμένα στην μνήμη των φίλων της ομάδας
πέτυχε πολλά και στην Ευρώπη. Πιο χαρακτηριστικά αυτό στη Γλασκώβη, το
καλοκαίρι του 1994, κόντρα στην ισχυρή τότε Ρέιντζερς, που έδωσε τη νίκη και
επέτρεψε στην ΑΕΚ να συμμετάσχει για πρώτη φορά στους ομίλους του Τσάμπιονς
Λιγκ, εκείνο στους ομίλους απέναντι στους μετέπειτα φιναλίστ, Μίλαν και Άγιαξ,
ή ακόμα και αυτό κόντρα στη Δυναμό Δρέσδης στο μαγικό 5-3 της Νέας
Φιλαδέλφειας. Στους «κιτρινόμαυρους» παρέμεινε μέχρι το 2001 οπότε και
σταμάτησε την ποδοσφαιρική του καριέρα. Έχει συνδέσει το όνομά του με την χρυσή
περίοδο της ιστορίας της ΑΕΚ, όντας από τους σημαντικότερους συντελεστές των
επιτυχιών αυτής της περιόδου, με την οποία κατέκτησε συνολικά 4 πρωταθλήματα
(1989, 1992, 1993, 1994), 3 κύπελλα (1996, 1997, 2000), ένα Λιγκ Καπ (1990) και
2 Σούπερ Καπ (1989, 1996).
Συνολικά έχει αγωνιστεί σε 181 αγώνες για την Βαρντάρ
Σκοπίων πετυχαίνοντας 10 γκολ και σε 357 αγώνες με την ΑΕΚ, πετυχαίνοντας
συνολικά 52 γκολ. Μάλιστα, είναι ο 3ος κατά σειρά ξένος ποδοσφαιριστής σε συμμετοχές
στο ελληνικό πρωτάθλημα μετά τους Κριστόφ Βαζέχα και Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς.
Συνολικά στην καριέρα του με τους δύο συλλόγους έπαιξε σε 537 αγώνες και
σημείωσε 62 γκολ. Ο Σαβέβσκι έδωσε και
πήρε πολλά από την ΑΕΚ. Κάθε νίκη, κάθε ασίστ, κάθε γκολ στα ελληνικά γήπεδα,
του έδινε έναν πόντο αγάπης και ευγνωμοσύνης από τους φίλους των
«κιτρινόμαυρων». Στις ευρωπαϊκές διασυλλογικές διοργανώσεις, έπαιξε συνολικά 52
παιχνίδια στα οποία σκόραρε 6 γκολ. Αυτά αναλύονται σε 20 αγώνες και 5 γκολ στο
Κύπελλο Πρωταθλητριών/Τσάμπιονς Λιγκ, συμπεριλαμβανομένων των προκριματικών,
τον ίδιο αριθμό αγώνων με ένα γκολ στο Κύπελλο Κυπελλούχων και πάλι 16 αγώνες,
χωρίς να σημειώσει κάποιο τέρμα στο Κύπελλο UEFA/Europa League.
Μα αυτό που τον έκανε πραγματικά ξεχωριστό ήταν το
απαράμιλλο ήθος του, καθώς ποτέ κανείς δεν είχε παράπονο από τη συμπεριφορά
του. Αγαπήθηκε όσο λίγοι από τον κόσμο της Ένωσης, όμως το σημαντικότερο του
επίτευγμα ήταν ότι... ανάγκασε όλους τους Έλληνες φιλάθλους να τον σέβονται και
να τον θαυμάζουν! Υπήρξε παράδειγμα, με όλη τη σημασία της λέξης, τόσο εντός,
όσο και εκτός αγωνιστικού χώρου. Το
2004, στη γιορτή για τα 80 χρόνια της ΑΕΚ, βραβεύτηκε ως ο πιο Πετυχημένος Ξένος
ποδοσφαιριστής, ένα βραβείο που αποτελεί ένα μικρό "ευχαριστώ" για
όλα αυτά που πρόσφερε στην ομάδα.
Έκανε ντεμπούτο στην εθνική Γιουγκοσλαβίας, στις 24
Αυγούστου του 1988, σε μια φιλική νίκη 2-0, εναντίον της Ελβετίας. Συμμετείχε
και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ. Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας,
άρχισε να παίζει στην εθνική ομάδα της ΠΓΔΜ. Έκανε το ντεμπούτο του στις 12
Οκτωβρίου του 1994, σε μια ήττα 0-2 εκτός έδρας από την Ισπανία, για τα
προκριματικά του Euro 1996. Για την ΠΓΔΜ, αγωνίστηκε σε 9 αγώνες της, με τον τελευταίο να
έρχεται στις 3 Σεπτεμβρίου του 2000, στην Μπρατισλάβα, σε μια ήττα 0-2 από την
Σλοβακία, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002.
Το 2001, λίγες μέρες μετά την συντριβή από τον Ολυμπιακό
στο Κύπελλο, ο αείμνηστος Γιάννης Παθιακάκης αποχώρησε από τον πάγκο της ομάδας
και η λύση βρέθηκε εκ των έσω, με τον Σαβέβσκι. Καθοδήγησε την ΑΕΚ ως
προπονητής σε 15 ματς πρωταθλήματος και τις δύο ευρωπαϊκές αναμετρήσεις με τη
μεγάλη Μπαρτσελόνα. Είχε ως απολογισμό 11 νίκες, μία ισοπαλία και 3 ήττες,
προσπαθώντας να συμμαζέψει την κατάσταση. Φαινόταν πως ήρθε σε κόντρα με τις
μεγάλες βεντέτες της εποχής (Ντέμη Νικολαϊδη, Βασίλη Τσιάρτα, που
αντικαταστάθηκαν στο ματς με την Μπαρτσελόνα) και είχε τη στήριξη του κόσμου.
Οι διοικητικές ανακατατάξεις το καλοκαίρι και η έλευση
του Μάκη Ψωμιάδη, δεν επέτρεψαν πιθανότητα παραμονής του στον πάγκο της ΑΕΚ. Είχε
ένα σύντομο πέρασμα από την Κύπρο, οδηγώντας τον Απόλλωνα Λεμεσού, μέχρι το 2002 και στη
συνέχεια την Ομόνοια Λευκωσίας. Στους «τριφυλλοφόρους» έμεινε μέχρι το 2004,
κατακτώντας το πρωτάθλημα και το Σούπερ Καπ Κύπρου το 2003. Επέστρεψε στην ΑΕΚ
το 2004 για να αναλάβει την ομάδα νέων όπου και παρέμεινε ως το 2012. Την
περίοδο 2012/13, ήταν πάλι στην Κύπρο και πάλι για την Ομόνοια.
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- · Fudbalski klub Pelister Bitola
Επαγγελματική καριέρα
- · 1980–1988: Fudbalski klub Vardar Skopje, 181 (10)
- · 1989–2001: Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως (AEK), 356 (51)
Σύνολο καριέρας: 537 (61)
Διεθνής
- · 1988: Γιουγκοσλαβία, 2 (0)
- · 1994–2000: ΠΓΔΜ, 9 (0)
Προπονητική καριέρα
- · 2001: Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως (AEK)
- · 2001/02: Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Λεμεσού «Απόλλων»
- · 2002–2004: Αθλητικός Σύλλογος Oμόνοιας Λευκωσίας
- · 2004–2012: Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως (AEK) (Ομάδα Νέων)
- · 2012/13: Αθλητικός Σύλλογος Oμόνοιας Λευκωσίας
Τίτλοι
Ως ποδοσφαιριστής
Με την AEK
- · Πρωτάθλημα Ελλάδος: 4 (1988/89, 1991/92, 1992/93, 1993/94)
- · Κύπελλο Ελλάδος: 3 (1995/96, 1996/97, 1999-2000)
- · Λιγκ Καπ Ελλάδος: 1990
- · Σούπερ Καπ Ελλάδος: 2 (1989, 1996)
Ως προπονητής
Με την Ομόνοια Λευκωσίας
- · Πρωτάθλημα Κύπρου: 2002/03
- · Κύπελλο Κύπρου: 2002/03
Σημ. 1: Το
πρωτάθλημα του 1987 το κατέκτησε αρχικά η Βαρντάρ και αυτή ήταν που αγωνίστηκε
στο Κύπελλο Πρωταθλητριών της επόμενης περιόδου. Όμως, εκκρεμούσε εκδίκαση
ποινής που είχε επιβληθεί στην Παρτιζάν και αφορούσε αφαίρεση 6 βαθμών από το
πρωτάθλημα. Εν τέλει, η ποινή ακυρώθηκε και το πρωτάθλημα αποδόθηκε εκ των
υστέρων στην Παρτιζάν, αφού με αυτούς τους βαθμούς ξεπερνούσε στην βαθμολογία
την Βαρντάρ.
ΠΗΓΗ: sdna.gr