Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Ροντιόν Καματάρου

Ο Ρουμάνος κεντρικός επιθετικός Ροντιόν Καματάρου (Rodion “Doru” Gorun Cămătaru), γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1958, στη Στρεχάγια, μια πόλη της νοτιοδυτικής Ρουμανίας, κοντά στα σύνορα με τη Σερβία και τη Βουλγαρία.  Έκανε το ντεμπούτο του στη ρουμάνικη Divizia Α με την Ουνιβερσιτατέα Κραϊόβα το 1974. Πέρασε 12 σεζόν με τον σύλλογο, κατακτώντας τα πρωταθλήματα του 1980 και του 1981. Το 1986, μεταγράφηκε στη Ντιναμό Βουκουρεστίου, όπου έγινε ο Κορυφαίος Σκόρερ του πρωταθλήματος τη πρώτη του σεζόν με 44 γκολ σε 33 παιχνίδια. Σε μια αμφιλεγόμενη υπόθεση, σκόραρε 18 γκολ στους τελευταίους 6 αγώνες αυτής της σεζόν. Αρχικά, αυτό τον έχρισε Κορυφαίο Σκόρερ των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων με 44 γκολ, πάνω από τον Αυστριακό Άντον Πόλστερ (Anton Polster) που είχε 39. Τιμήθηκε με το ευρωπαϊκό Χρυσό Παπούτσι, ωστόσο αργότερα η επίδοση αμφισβητήθηκε. Παρ 'όλα αυτά, είχε την άδεια για να κρατήσει ένα αντίγραφο του τροπαίου. Αποσύρθηκε το 1993, έχοντας παίξει στο Βέλγιο και την Ολλανδία από το 1989. Ψηλό σέντερ φορ (1,88), γεροδεμένος (87 κ.), διακρίθηκε για την αποτελεσματικότητά του. Παραμένει ένας από τους Μεγαλύτερους Σκόρερ που έβγαλε η Βαλκανική χώρα. Έκανε 73 διεθνείς συμμετοχές και σκόραρε 21 γκολ για τη ρουμανική εθνική ομάδα, εκπροσωπώντας τη χώρα του στο Euro του 1984 και το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990.


Έκανε τα πρώτα του βήματα στο ποδόσφαιρο, σε ηλικία 12 ετών, στις χαμηλότερες ρουμάνικες κατηγορίες με τον σύλλογο της γενέτειράς του, τη Προγκρέσουλ της Στρεχάγια. Στα 16 του χρόνια, το 1974, εντάχθηκε στις τάξεις της Ουνιβερσιτατέα Κραϊόβα. Στις 10 Νοεμβρίου του 1974, έκανε το ντεμπούτο του στη Α’ Κατηγορία, σε μια ισοπαλία 1-1 εναντίον της CFR Κλουζ.  Αν και έπαιξε μερικά παιχνίδια στην πρώτη σεζόν του στον σύλλογο, εδραιώθηκε ως βασικός από τη περίοδο 1975/76. Τη περίοδο 1980/81 βοήθησε στην κατάκτηση του ρουμάνικου πρωταθλήματος με 23 γκολ, όντας 2ος σκόρερ εκείνη τη χρονιά, πίσω από τον Μαρίν Ράντου (Marin Radu), της Άρτζες Πιτέστι με 28 γκολ. Τις ακόλουθες περιόδους διατήρησε ένα καλό μέσο όρο αρκετών τερμάτων, ο οποίος βοήθησε τον σύλλογο να μείνει σε υψηλές θέσεις στη βαθμολογία, καθιστώντας τον έναν από τους ισχυρότερους εκείνα τα χρόνια. Αγωνίστηκε για 12 περιόδους με την Ουνιβερσιτατέα, κατακτώντας τους τίτλους πρωταθλήματος το 1980 και το 1981 και τέσσερα Κύπελλα Ρουμανίας (1977, 1978, 1981, 1983).


Το 1986, μεταγράφηκε στην Ντιναμό Βουκουρεστίου, όπου αναδείχθηκε Κορυφαίος Σκόρερ του ρουμάνικου Πρωταθλήματος, αλλά και της Ευρώπης, τη πρώτη σεζόν του, με 44 γκολ σε 33 παιχνίδια! Τιμήθηκε με το ευρωπαϊκό Χρυσό Παπούτσι από τη γαλλική εφημερίδα-θεσμοθέτη «Λ’ Εκίπ» (Lquipe =Η Ομάδα). Ωστόσο, ο Αυστριακός Τόνι Πόλστερ (Toni Polster) της Αούστρια Βιέννης, 2ος Κορυφαίος Ευρωπαίος Σκόρερ εκείνη τη περίοδο, αρνήθηκε να πάρει το ασημένιο βραβείο, καταγγέλλοντας την επίδοση του Καματάρου, ως προϊόν δόλιου ανταγωνισμού, προερχόμενο μάλιστα από την Ρουμάνικη Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία! Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που δόθηκαν από τη Ρουμάνικη Ομοσπονδία, ο Καματάρου είχε σημειώσει 20 γκολ στα τελευταία 6 παιχνίδια που έπαιξε, ενώ η ομάδα του κατάφερε μόνο μία νίκη και δύο ισοπαλίες, ΧΩΡΙΣ να υπάρχει οποιοδήποτε επιπλέον επίσημο αρχείο των συναντήσεων αυτών!


Στο υπόλοιπο της θητείας του με την Ντιναμό δεν κατάφερε να πλησιάσει το ρεκόρ των 44 γκολ, αλλά διατήρησε ένα σχετικά καλό ρεκόρ σκοραρίσματος το 1987/88 με 17 γκολ και το 1988/89 με 15 γκολ. Το 1990 αποφασίστηκε να μοιραστεί το βραβείο με τον Πόλστερ, κρατώντας το έπαθλο, μιας και ο θεσμοθέτης δεν μπορούσε να αποδείξει ότι η Ομοσπονδία είχε παραποιήσει τα στοιχεία (Δείτε τις σημειώσεις στο τέλος). Συνεχίζει να  αναγνωρίζεται στη Ρουμανία ως ο 2ος Κορυφαίος Σκόρερ σε μια περίοδο της Α’ Κατηγορίας, πίσω μόνο από τον Ντούντου Γκεοργκέσκου (Dudu Georgescu), ο οποίος σκόραρε 47 γκολ στη σεζόν 1976/77! Σε 47 ευρωπαϊκά παιχνίδια, σκόραρε 7 γκολ και με 198 γκολ σε 378 παιχνίδια πρωταθλήματος είναι πάλι ο 2ος Κορυφαίος Σκόρερ Όλων των Εποχών στην Divizia Α’, πάλι πίσω από τον Γκεοργκέσκου! 


Έχοντας παίξει στο Βέλγιο με την Σαρλερουά, σε 29 αγώνες με 6 γκολ τη σεζόν 1989/90 και 3 χρόνια στην Ολλανδία, με τη Χεέρενφεν, συμμετέχοντας σε 63 παιχνίδια με 23 γκολ, εγκατέλειψε την ενεργό δράση, το 1993. Σκόραρε το τελευταίο του γκολ ως επαγγελματίας, στον τελικό του Κυπέλλου Ολλανδίας, στις 20 Μαΐου του 1993, στην ήττα από τον Άγιαξ με 2-6. Σε 413 παιχνίδια στις κορυφαίες κατηγορίες των πρωταθλημάτων που αγωνίστηκε, σημείωσε 206 γκολ.


Αγωνίστηκε σε 75 παιχνίδια για τη ρουμάνικη εθνική ομάδα, σκοράροντας 22 γκολ. Έκανε το ντεμπούτο του στις 13 Δεκεμβρίου του 1978, εναντίον της Ελλάδας. Πήρε μέρος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1984 στη Γαλλία και χρησιμοποιήθηκε και στις 3 συναντήσεις στη φάση των ομίλων. Για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, ο προπονητής Έμεριχ Γένεϊ (Emerich Jenei) τον είχε στην 22άδα, αλλά δεν τον χρησιμοποίησε. Το τελευταίο παιχνίδι για την εθνική ομάδα, το έπαιξε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1990, στη Γλασκόβη εναντίον της Σκωτίας, σκοράροντας το τελευταίο διεθνές γκολ του, για τα προκριματικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1992. Δύο φιλικές αναμετρήσεις εναντίον της δεύτερης ομάδας της Ουγγαρίας το 1980 και της ομάδας Νέων του Ισημερινού το 1984, εξαιρέθηκαν από το επίσημο μητρώο των αγώνων της ρουμανικής εθνικής ομάδας το 2007. Εξαιρουμένων αυτών των συναντήσεων, σκόραρε 21 γκολ σε 73 αγώνες.


Έχει ολοκληρώσει με επιτυχία ένα πτυχίο στα οικονομικά. Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, διετέλεσε πρόεδρος της Ουνιβερσιτατέα Κραϊόβα, από το 1994 έως το 1996 και στη συνέχεια υπηρέτησε τον σύλλογο από διάφορες θέσεις. Μεταξύ του 2004 και του 2007 ήταν δημοτικός σύμβουλος στην πόλη της Κραϊόβα με το Δημοκρατικό Κόμμα.



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • ·         1970–1974: Progresul Strehaia

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1974–1986: Fotbal Club Universitatea Craiova, 288 (122)
  • ·         1986–1989: Fotbal Club Dinamo București, 89 (76)
  • ·         1989/90: Royal Charleroi Sporting Club, 29 (6)
  • ·         1990–1993: Sportclub Heerenveen, 63 (23)

Σύνολο καριέρας: 469 (227)

Διεθνής

  • ·         1978–1990: Ρουμανία, 75 (22)

 

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με την Universitatea Craiova
  • ·         Πρωτάθλημα Ρουμανίας: 2 (1979/80, 1980/81) και επιλαχών 2 (1981/82, 1982/83)
  • ·         Κύπελλο Ρουμανίας: 4 (1976/77, 1977/78, 1980/81, 1982/83) και φιναλίστ 2 (1974/75, 1984/85)

Με τη Dinamo Bucarest
  • ·         Πρωτάθλημα Ρουμανίας: επιλαχών 3 (1986/87, 1987/88, 1988/89)
  • ·         Κύπελλο Ρουμανίας: φιναλίστ 2 (1986/87, 1988/89)

Με τη Heerenveen
  • ·         Κύπελλο Ολλανδίας: φιναλίστ 1992/93

Προσωπικές Διακρίσεις

  • ·         Πρώτος Σκόρερ Ρουμάνικου Πρωταθλήματος: 1986/87 (44 γκολ)
  • ·         Πρώτος Σκόρερ Ευρωπαϊκών Πρωταθλημάτων: 1987 με 44 γκολ


Σημειώσεις:

Από το 1991 έως το 1996, με αφορμή την, τρόπον τινά, εικαζόμενη παρατυπία ή εύνοια στον Ροντιόν Καματάρου τις τελευταίες αγωνιστικές του ρουμάνικου πρωταθλήματος της σεζόν 1986/87, αλλά και την παρόμοια περίπτωση του Ντάρκο Πάντσεφ (Darko Pančev) στο γιουγκοσλάβικο πρωτάθλημα της σεζόν 1990/91, με σκοπό να αναδειχθούν με ΚΑΘΕ ΤΡΟΠΟ Κορυφαίοι Σκόρερ στην Ευρώπης, το βραβείο αδρανοποιήθηκε και δεν υπήρξαν βραβεύσεις από τη γαλλική αθλητική εφημερίδα-θεσμοθέτη «L' Équipe». 

Η πραγματική αιτία ήταν η δημιουργία δεκάδων νέων πρωταθλημάτων αμφίβολης δυναμικότητας, έπειτα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, που αλλοίωναν το γενικό αποτέλεσμα, δεν απέδιδαν δικαιοσύνη και -ουσιαστικά- δεν  ευνοούσαν τις “πανάκριβες” Λίγκες. Από την περίοδο 1996/97, την απονομή του επάθλου ανέλαβε η European Sports Media (ESM = Ευρωπαϊκή Ένωση Αθλητικού Τύπου), εισάγοντας κλίμακα δυναμικότητας που καθορίζεται με βάση την κατάταξη της UEFA. Το σύστημα βαθμολογίας δίνει:
  1. 2 βαθμούς για κάθε γκολ στα πρωταθλήματα που βρίσκονται στις θέσεις 1 έως 8 με βάση την κατάταξη της UEFA.
  2. 1,5 βαθμό για κάθε γκολ στα πρωταθλήματα που βρίσκονται στις θέσεις 9 έως 21.
  3. 1 βαθμό για κάθε γκολ στα πρωταθλήματα που βρίσκονται από την 22η θέση και μετά.