Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Ντάρκο Πάντσεφ: Η Κόμπρα

Ο Γιουγκοσλάβος, σκοπιανής καταγωγής, κεντρικός επιθετικός Ντάρκο Πάντσεφ (Darko Pančev), γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου του 1965, στα Σκόπια.  Ξεκίνησε την καριέρα του το 1982 στη Βαρντάρ στα Σκόπια. Το 1988 μεταγράφηκε στον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου, με τον οποίο κατέκτησε 3 φορές το πρωτάθλημα και μια φορά το Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας καθώς επίσης το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1991, όπως και το Διηπειρωτικό Κύπελλο την ίδια χρονιά,  αναδεικνυόμενος παράλληλα και Κορυφαίος Σκόρερ στην Ευρώπη. Η επίδοσή του, αμφισβητήθηκε έντονα με αποτέλεσμα να σταματήσει και ο διαγωνισμός της Χρυσής Μπάλας για μερικά χρόνια! Το βραβείο του δόθηκε ετεροχρονισμένα, 15 χρόνια αργότερα. Μετακόμισε το 1992 στην Ιταλία για λογαριασμό της Ίντερ, παίζοντας δανεικός από τον Ιανουάριο του 1994 έως το τέλος της σεζόν στην Γερμανία για την Λειψία. Μετά από άλλη μια σεζόν στην Ίντερ, την περίοδο 1995/96 πήγε στην Φορτούνα του Ντίσελντορφ και τελείωσε την καριέρα του το 1997 στην Σιόν στην Ελβετία. Με την Γιουγκοσλαβική εθνική ομάδα συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, σκοράροντας 2 γκολ σε τρεις συμμετοχές. Έκανε  27 διεθνείς για τη Γιουγκοσλαβία και 6 ακόμα για τη FYROM. H τρομερή εκτελεστική του δεινότητα και oi επιθετικές ικανότητες, του χάρισαν και το παρατσούκλι «Η Κόμπρα».


Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του, σε ηλικία 17 ετών, το 1982 με τη Βαρντάρ, όπου γρήγορα εξελίχθηκε σε έναν από τα πιο φοβερούς στράικερ του Γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος, με αποκορύφωμα να αναδειχθεί σε κορυφαίο σκόρερ τη περίοδο 1983/84. Η ικανότητα του και η φαινομενική ευκολία στην επίτευξη των γκολ, τον έκαναν έναν από τους πλέον περιζήτητους ποδοσφαιριστές για τους μεγαλύτερους συλλόγους στη γειτονική χώρα. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1988, ο 22χρονος Πάντσεφ, υπέγραψε στον Ερυθρό Αστέρα του Βελιγραδίου, ενώ κι ένας άλλος ταλαντούχος νεαρός, ο 21χρονος Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς, υπέγραφε επίσης στο σύλλογο κατά την ίδια μεταγραφική περίοδο. Όμως και οι δύο αμέσως κλήθηκαν να υπηρετήσουν την θητεία του στον Γιουγκοσλαβικό Λαϊκό Στρατό, κάτι που τους κράτησε μακριά από τους αγωνιστικούς χώρους για όλη τη σεζόν στο πρωτάθλημα. Έκανε το ντεμπούτο του για τη νέα του ομάδα το 1989 και έπαιξε τρεις πλήρεις σεζόν για τους «ερυθρόλευκους», σκοράροντας ένα απίστευτο αριθμό 84 γκολ σε 91 εμφανίσεις (!!!) στο πρωτάθλημα και κατακτώντας το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ομάδων Ευρώπης, αλλά και το Διηπειρωτικό Κύπελλο το 1991.


Η Βαρντάρ, όταν κατέκτησε τον τίτλο του 1986/87. Ο Ντάρκο Πάντσεφ είναι στους καθιστούς, ο μεσαίος, ο αρχηγός της ομάδας. Δεύτερος από αριστερά στους καθήμενους, δίπλα στον Πάντσεφ, είναι ο Τόνι Σαβέβσκι και ο πρώτος αριστερά στους ορθίους, ο Ιλίγια Ναϊντόφσκι κι αυτός πρωταθλητής Ευρώπης αργότερα με τον Ερυθρό Αστέρα.







Λόγω του πρωτοφανούς ρυθμού σκοραρίσματος, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ήταν ευρέως αναγνωρισμένος ως ένας από τις καλύτερους επιθετικούς στον κόσμο! Η τρομερή εκτελεστική του δεινότητα και οι επιθετικές του ικανότητες, είναι που του χάρισαν το παρατσούκλι «Η Κόμπρα» από αθλητικά  σέρβικα ΜΜΕ. Οι οπαδοί του Ερυθρού Αστέρα τον θυμούνται ως τον παίκτη που σκόραρε το νικητήριο πέναλτι στο Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1991, εναντίον της Μαρσέιγ, χαρίζοντας στο Αστέρα το πιο διάσημο τρόπαιο των ευρωπαϊκών διασυλλογικών διοργανώσεων για πρώτη φορά σε 50 χρόνια ιστορίας τους.


Στις 4 Μαρτίου του 1992, σημείωσε δύο γκολ για τον Ερυθρό Αστέρα, στη νίκη επί του Παναθηναϊκού με 2-0 στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, για το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Έγινε το επίκεντρο όταν, ερχόμενος στην Ελλάδα, έγραψε την εθνικότητα του ως «Μακεδονική». Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των Ελλήνων υπευθύνων και κρατήθηκε αρκετές ώρες προτού του επιτραπεί η είσοδος στη χώρα μας. Ήταν ο υψηλότερος σκόρερ στις κορυφαίες κατηγορίες των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων, τη σεζόν 1990/91 με 34 γκολ και θα έπρεπε να κερδίσει το ευρωπαϊκό «Χρυσό Παπούτσι». Ωστόσο, η UEFA αποφάσισε να αναστείλει τον διαγωνισμό, για μια εξαετία, λόγω ύποπτων επιτευγμάτων, με τις έρευνες να έχουν ξεκινήσει από το 1987, με αφορμή τη σκανδαλώδη εύνοια του Ρουμάνου Ροντιόν Καματάρου τις τελευταίες αγωνιστικές του ρουμανικού πρωταθλήματος της περιόδου 1986/87, αλλά και του Ντάρκο Πάντσεφ στο γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα της σεζόν 1990/91. Η καταγγελία για την υπόθεση Πάντσεφ προήλθε από την Κύπρο η οποία υποστήριζε πως ο σκοπιανός είχε πετύχει 19 γκολ και όχι 34. Ο Πάντσεφ τελικά πήρε το βραβείο, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στις 3 Αυγούστου του 2006 στα Σκόπια.


Στα μέσα του 1992, στα 27 του χρόνια, υπέγραψε στην Ίντερ του Μιλάνου, σε μια μεταγραφή υψηλού προφίλ κόστους 14 δις ιταλικών λιρετών (£ 7.000.000 στερλίνες) που καταβλήθηκαν στον Αστέρα! Φτάνοντας σε μια ομάδα που είχε τελειώσει την προηγούμενη σεζόν στο πρωτάθλημα σε μια απογοητευτική 8η  θέση -και η οποία οδήγησε σε σαρωτικές αλλαγές, με τη διάσημη Γερμανική τριανδρία του Λόταρ Ματέους (Lothar Herbert Matthäus), Γιούργκεν Κλίνσμαν (Jürgen Klinsmann) και Αντρέας Μπρέμε (Andreas "Andy" Brehme), να εγκαταλείπει το Σαν Σίρο, μαζί με τον  προπονητή, Λουίς Σουάρεθ (Luis Suárez Miramontes)- ο Πάντσεφ θεωρήθηκε το πρώτο αστέρι, ύστερα από τη λαμπερή φήμη του στη Γιουγκοσλαβία και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις  με τον Ερυθρό Αστέρα. Μετά την υπογραφή, ο τότε πρόεδρος των «νερατζούρι» Ερνέστο Πελεγκρίνι (Ernesto Pellegrini), τον σύγκρινε ακόμα και με τον Πάολο Ρόσι (Paolo Rossi), δίνοντας μια ένδειξη για το επίπεδο των προσδοκιών που είχαν από τον Σκοπιανό!


Μπαίνοντας σε μια ομάδα που, εκτός από τον νέο προπονητή Οσβάλντο Μπανιόλι (Osvaldo Bagnoli), επίσης, χαρακτηρίστηκε από πολλά νέα πρόσωπα, το λογικό θα ήταν, αυτές οι συνθήκες να λειτουργούσαν  υπέρ του, όσον αφορά την καθιέρωσή του στην 11άδα. Οι ανταγωνιστές του για τις θέση, ήταν όλοι νεοαφιχθέντες, όπως ο Ουρουγουανός Ρούμπεν Σόσα (Rubén Sosa) που ήρθε από την Λάτσιο, ο Ιταλός ήρωας του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990, Σαλβατόρε Σκιλάτσι (Salvatore Schillaci) που ήρθε από τη Γιουβέντους  και  ανάλογα με την διαμόρφωση, ακόμα και ο Ρώσος μεσοεπιθετικός Ιγκόρ Σαλίμοφ (Igor Shalimov) που ήρθε από τη Φότζια.


Ωστόσο, σε αντίθεση με τον πρόεδρο του συλλόγου, ο προπονητής Μπανιόλι δεν ήταν τόσο ευχαριστημένος με το στυλ παιχνιδιού του Πάντσεφ και ήδη κατά τη διάρκεια της προρτοιμασίας, κατηγόρησε τον παίκτη για την έλλειψη κίνησης. Μόλις ξεκινήσει η σεζόν, οι αγωνιστικές παραστάσεις του Πάντσεφ ήταν εντελώς εκτός των προσδοκιών. Ήταν εμφανές ότι ο Σκοπιανός αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα προσαρμογής στις σφιχτές ιταλικές άμυνες και η εκτελεστική του δεινότητα έγινε ξαφνικά ανύπαρκτη. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να οδηγηθούν στα άκρα οι σχέσεις του με τον Μπανιόλι, καθώς οι δυο τους άρχισαν να έχουν κατά μέτωπο συγκρούσεις, συχνά δημοσίως! Κατέφυγε  ακόμη και «ψεύτικες» ασθένειες, προκειμένου να μην καθίσει στον πάγκο.


Ο ιταλικός τύπος έγινε ιδιαίτερα επιθετικός στον παίκτη, εμπαικτικά τροποποιώντας το παρατσούκλι που του είχαν δώσει οι οπαδοί του Αστέρα, από «Η Κόμπρα» σε «Il Ramarro» (Η Πράσινη Σαύρα)! Περίμενε μέχρι μετά τη χειμερινή διακοπή για να πετύχει το πρώτο του γκολ στο πρωτάθλημα, εντός έδρας με την Ουντινέζε, τον Ιανουάριο του 1993. Παράλληλα, η Ίντερ κατάφερε μια αξιοπρεπή σεζόν στο πρωτάθλημα, κυρίως μέσα από τα γκολ του Ρούμπεν Σόσα, χωρίς να έχει ευρωπαϊκές υποχρεώσεις, τελειώνοντας το πρωτάθλημα στη 2η θέση πίσω από τη Μίλαν. Συνολικά, κατά τη διάρκεια της πρώτης του σεζόν, εμφανίστηκε σε μόλις 12 αγώνες πρωταθλήματος για τους» νερατζούρι», σκοράροντας ένα γκολ στο πρωτάθλημα, συν άλλα 4 γκολ σε 5 αγώνες για το Κύπελλο Ιταλίας.


Παρέμεινε μέλος Ίντερ για τη σεζόν 1993/94, παρόλο που ήταν εντελώς έξω από τη πρώτη ομάδα και η σχέση του με τον Μπανιόλι να επιδεινώνεται σε σημείο χωρίς επιστροφή! Επιπλέον, η άφιξη των £ 12 εκατομμυρίων στερλινών υπογραφή, του Ντένις Μπέργκαμπ (Dennis Nicolaas Maria Bergkamp) από τον Άγιαξ, υποβίβασε τον Σκοπιανό ακόμη περισσότερο. Δεν είχε καμία εμφάνιση στο πρωτάθλημα κατά το πρώτο μισό της σεζόν ούτε είχε πάρει μέρος στο Κύπελλο UEFA. Τον Ιανουάριο του 1994, κατά τη διάρκεια της χειμερινής διακοπής, πήγε δανεικός στη γερμανική Λειψία. Φτάνοντας σε μια ομάδα που πάλευε τον υποβιβασμό, ο Πάντσεφ σημείωσε 2 γκολ σε 10 αγώνες στο δεύτερο μισό της Μπουντεσλίγκα, με την ομάδα να μη καταφέρνει να σωθεί.


Επέστρεψε στο Σαν Σίρο μετά από τον εξάμηνο δανεισμό του, ελπίζοντας να αξιοποιήσει στο έπακρο τη 2η  ευκαιρία του. Παίζοντας υπό τον νέο προπονητή Οτάβιο Μπιάνκι (Ottavio Bianchi), ο 29χρονος ήταν σε καλό δρόμο για να το επιτύχει αυτό νωρίς στη σεζόν, σκοράροντας σε μια εντός έδρας νίκη 3-1 επί της  Φιορεντίνα και δύο εβδομάδες αργότερα, σε μια ήττα 1-2 εντός από τη Μπάρι. Ωστόσο, οι τραυματισμοί δεν τον βοήθησαν με αποτέλεσμα να κάνει μόνο 7 μόνο εμφανίσεις στο πρωτάθλημα κατά την διάρκεια της σεζόν. Στο Κύπελλο UEFA, εναντίον της Άστον Βίλα, έπαιξε το μοναδικό του παιχνίδι σε ευρωπαϊκή διοργάνωση όσο ήταν στην Ίντερ. Καθ 'όλη τη σεζόν, ολόκληρη η ομάδα ταλανιζόταν από μεγάλες εσωτερικέ διαμάχες και τελικά ο ιδιοκτήτης τη πούλησε στον μεγιστάνα του πετρελαίου Μάσιμο Μοράτι (Massimo Moratti), τον Μάρτιο του 1995. Στο τέλος της σεζόν, κατά τη διάρκεια της μεταγραφικής περιόδου του καλοκαιριού του 1995, ο Πάντσεφ πήρε μεταγραφή στην Φορτούνα του Ντίσελντορφ . Τελείωσε την καριέρα του παίζοντας στη ελβετική Σιόν το 1997.


Για την εθνική γιουγκοσλαβική ομάδα έπαιξε από το 1984 μέχρι το 1991, συμμετέχοντας σε 27 παιχνίδια και σκοράροντας 17 γκολ. Έπαιξε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 και σκόραρε δύο γκολ στη νίκη με 4-1 επί των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στη Φάση των Ομίλων. Αποδείχτηκε το μόνο διεθνές τουρνουά που έπαιξε, εξαιτίας της απαγόρευσης συμμετοχής της Γιουγκοσλαβίας στο Euro του 1992, λόγω του πολέμου στη Βοσνία, παρόλο που είχε καταφέρει να προκριθεί. Ήταν ο κορυφαίος σκόρερ της ηπείρου στα προκριματικά, με δέκα γκολ. Έπαιξε στο πρώτο επίσημο αγώνα της σκοπιανής εθνικής ομάδας, στις 13 Οκτωβρίου του 1993, εναντίον της Σλοβενίας. Έπαιξε σε συνολικά 6 διεθνή παιχνίδια της FYROM, σημειώνοντας ένα γκολ. Τον Νοέμβριο του 2003, στο  πλαίσιο του εορτασμού του Ιωβιλαίου της UEFA (50ετία), επιλέχτηκε ως ο Χρυσός Παίκτης της FYROM από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της χώρας όντας ο σημαντικότερος παίκτης τους τα τελευταία 50 χρόνια.


Μετά τη απόσυρσή του από το παιχνίδι, συνεργάστηκε με την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της πατρίδας του. Τον Ιούλιο του 2006, ανέλαβε ως αθλητικός διευθυντής της Βαρντάρ. Είναι ιδιοκτήτης ενός bar-restaurant που ονομάζεται «Devetka» (№ 9) στα Σκόπια.  Είναι παντρεμένος με την τραγουδίστρια Maja Grozdanovska-Pančeva και έχουν δύο κόρες: τη Nadica και τη Marija.



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1983–1988: Fudbalski Klub Vardar, 151 (84)
  • ·         1988–1992: Fudbalski Klub Crvena Zvezda, 91 (84)
  • ·         1992–1995: Football Club Internazionale Milano, 19 (3)
  • ·         1994: (δανεικός) → 1. Fußballclub Lokomotive Leipzig, 10 (2)
  • ·         1995/96: Düsseldorfer Turn- und Sportverein Fortuna 1895, 14 (2)
  • ·         1996/97: Football Club de Sion, 5 (0)
Σύνολο καριέρας: 290 (175)

Διεθνής

  • ·         1984–1991: Γιουγκοσλαβία, 27 (17)
  • ·         1993–1995: FYROM, 6 (1)

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με τη Vardar
  • ·         Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας: 1986/87
Με τον Ερυθρό Αστέρα
  • ·         Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας: 3 (1989/90, 1990/91, 1991/92)
  • ·         Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας: 1989/90
  • ·         Κύπελλο Πρωταθλητριών: 1990/91
  • ·         Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1991

Προσωπικές Διακρίσεις

  • ·         Χρυσή Μπάλα: επιλαχών 1991
  • ·         Πρώτος Σκόρερ Γιουγκοσλαβικού Πρωταθλήματος: 4 (1984, 1990, 1991, 1992)
  • ·         Χρυσό Παπούτσι: 1991
  • ·        Χρυσός Παίκτης για τη FYROM, ως ο Καλύτερος της 50ετίας, στο πλαίσιο των εορτασμών του Ιωβιλαίου (50ετηρίδα) της UEFA: 2003