Ο (Δυτικο)-Γερμανός επιθετικός Καρλ-Χάινς Ρουμενίγκε (Karl-Heinz "Kalle" Rummenigge), γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1955 στο Λίπσταντ, μια κωμόπολη της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, περίπου 60 χλμ. ανατολικά του Ντόρτμουντ. Είχε τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας με την Μπάγερν Μονάχου, κατακτώντας το Διηπειρωτικό Κύπελλο, το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ομάδων Ευρώπης, καθώς και δύο τίτλους πρωταθλητή και ισάριθμους Κυπελλούχου Δυτικής Γερμανίας. Μέλος της εθνικής ομάδας της Δυτικής Γερμανίας, κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980, ενώ ήταν βασικό μέλος των ομάδων που ήταν φιναλίστ στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1982 και του 1986, σκορτάροντας στον δεύτερο τελικό, στο Μέξικο. Τιμήθηκε 2 φορές ως Ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς. Είναι σήμερα ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου της Μπάγερν Μονάχου, καθώς και πρόεδρος της Ένωσης των Ευρωπαϊκών Συλλόγων.
Ξεκίνησε το
ποδόσφαιρο από τα 5 του χρόνια (!) και έπαιξε για 11 χρόνια στην ερασιτεχνική
ομάδα της γενέτειράς του, τη Μπορούσια
του Λίπσταντ, στην οποία αγωνίστηκαν τόσο ο πατέρας του, Χάινριχ ως επιθετικός,
όσο και τα αδέλφια του, ο Βόλφγκανγκ, που έφθασε μέχρι τη Β΄ κατηγορία της
Μπουντεσλίγκα και ο Μίκαελ, στα δικά του βήματα κι ας υπολειπόταν σε ταλέντο! Στα
14 χρόνια του μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς ολοκληρωμένο ποδοσφαιριστή.
Ξεχώριζε φανερά από τα παιδιά της ηλικίας του. Ψηλός με καλή τεχνική κατάρτιση,
κοφτή ντρίπλα και ευθύβολα σουτ έδειχνε ότι θα κάνει καριέρα. Όλοι ήταν
χαρούμενοι εκτός από τη μητέρα του που δεν ήθελε να τον αποχωριστεί. Όταν
φάνηκε ότι η τοπική Μπορούσια Λίπσταντ δεν μπορούσε να καλύψει τις φιλοδοξίες
του άρχισαν οι προτάσεις. Πρώτη χτύπησε τη πόρτα η Σάλκε, αλλά η μητέρα είπε
όχι. Έπεφτε πολύ μακριά η έδρα της για το γιό της που στο μεταξύ είχε γίνει
δεινός σκόρερ.
Στα 19 του χρόνια όμως, το 1974, ήρθε η
τότε πρωταθλήτρια Ευρώπης, Μπάγερν του Μονάχου! Του έδωσε ένα ποσό που
αντιστοιχεί σε σημερινά € 10.000 ευρώ, πείθοντάς τον να κάνει το τεράστιο άλμα
και ν' αφήσει τη δουλειά του στη Λαϊκή Τράπεζα της γενέθλιας πόλης του και να
ενταχθεί στο δυναμικό της. Αυτό που διαπίστωσαν άπαντες στη Βαυαρία, ήταν πως
επρόκειτο για έναν παίκτη με εξαιρετική τεχνική κατάρτιση, με έφεση στις
ντρίμπλες, που ήταν ήδη ώριμος ποδοσφαιρικά και το 1976 σε ηλικία μόλις 21 ετών
σήκωνε, απέναντι στη Σεντ Ετιέν, το 2ο συνεχόμενο για αυτόν Κύπελλο
Πρωταθλητριών, το 3ο σερί για το σύλλογο, όντας στο πλευρό των ήδη
καταξιωμένων Γκερντ Μίλερ (Gerd Müller) και Ούλι Χένες (Uli Hoeness). Την ίδια
χρονιά ήταν επίσης μέλος της ομάδας που επικράτησε στον τελικό του Διηπειρωτικού
Κυπέλλου, εναντίον της βραζιλιάνικης Κρουζέιρο του Μπέλο Οριζόντε.
Τον Οκτώβριο του 1976, το νέο αστέρι
του γερμανικού ποδοσφαίρου ανέτειλε ακόμα περισσότερο καθώς πραγματοποίησε το
ντεμπούτο του με την «Νασιονάλμαντσαφτ», τη γερμανική εθνική ομάδα, ενώ έναν
χρόνο αργότερα σημείωσε το πρώτο του γκολ με τη φανέλα με το εθνόσημο, στη
φιλική νίκη επί της Ιταλίας με 2-1 στο Βερολίνο. Στην πρώτη του πενταετία στο
Μόναχο (1974-1979) ο Ρουμενίγκε, είχε μία καθ’ όλα αξιοπρόσεκτη παρουσία με 47
γκολ στο πρωτάθλημα και 61 σε όλες τις διοργανώσεις, ωστόσο η αγωνιστική του
εκτόξευση ήρθε από το 1979 και έπειτα, όταν στον πάγκο της Μπάγερν βρισκόταν ο
(μετέπειτα τεχνικός του ΠΑΟΚ), Παλ Τσερνάι (Pál Csernai).
Ο Μαγυάρος τεχνικός συνέβαλε τα
μέγιστα στην αγωνιστική βελτίωση του Ρουμενίγκε ενώ σημαντικό ρόλο σε αυτό
έπαιξε και ο Πάουλ Μπράιτνερ (Paul Breitner), με τον Γερμανό διεθνή μέσο να συνθέτει για
αρκετά χρόνια ένα δίδυμο-φωτιά με τον «Κάλε» (Kalle -το παρατσούκλι του
Ρουμενίγκε) που... υποχρέωσε την γερμανική "Bild" να εφεύρει την
ονομασία «Μπραϊτνίγκε» (Breitnigge) από την ένωση των δύο επιθέτων,
χαρακτηρίζοντας με αυτό την ίδια τη Μπάγερν (FC Breitnigge)! Οι δύο αυτοί
παίκτες ταίριαξαν απίστευτα πάνω στο χορτάρι και η πιο μεγάλη κερδισμένη από
την αρμονική αυτή συνεργασία ήταν φυσικά η ομάδα που τους είχε στο δυναμικό
της, η Μπάγερν.
Η χρονιά-σταθμός για τον Ρουμενίγκε ήταν
το 1980, καθώς μέσα σε 12 μήνες σάρωσε τους τίτλους σε ομαδικό και ατομικό
επίπεδο που του επέτρεψαν να ξεκινήσει το χτίσιμο του ποδοσφαιρικού του μύθου.
Κέρδισε για πρώτη φορά τον τίτλο του Πρώτου Σκόρερ στο γερμανικό πρωτάθλημα με
26 γκολ αλλά και αυτόν της Μπουντεσλίγκα με τη Μπάγερν, πήρε το περιβραχιόνιο
του αρχηγού της εθνικής Γερμανίας από τον Μπέρναρντ Ντιτς (Bernard Dietz),
συνέθεσε ένα δολοφονικό επιθετικό δίδυμο μαζί με τον Χορστ Χρούμπες (Horst
Hrubesch) και πανηγύρισε με τα «πάντσερ» το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στα γήπεδα της
Ιταλίας, ενώ τον Δεκέμβριο, η χρονιά ολοκληρώθηκε με τον πλέον ονειρεμένο τρόπο
για αυτόν, παραλαμβάνοντας τα βραβεία του Γερμανού Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς,
αλλά και της Χρυσής Μπάλας, δηλαδή του Ευρωπαίου Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς!
Η συνέχεια ήταν εξίσου εντυπωσιακή
καθώς πήρε άλλους 3 εθνικούς τίτλους με τους Βαυαρούς, το πρωτάθλημα του 1981 και 2 Κύπελλα Γερμανίας το
1982 και το 1984, κατέκτησε 2ο διαδοχικό βραβείο Χρυσής Μπάλας ενώ
αναδείχτηκε δύο ακόμα χρονιές, το 1981 και το 1984, με 29 και 26 γκολ
αντίστοιχα, κορυφαίος σκόρερ του γερμανικού πρωταθλήματος! Όσον αφορά στις
μοναδικές "ανορθογραφίες" στο εξαιρετικό βιογραφικό του Ρουμενίγκε,
αυτές ήταν 2 και ήρθαν μέσα σε διάστημα λίγων μηνών μέσα στο 1982. Αρχικά, δεν
μπόρεσε να σηκώσει το 3ο του Κύπελλο Πρωταθλητριών με τη Μπάγερν,
καθώς ο γερμανικός σύλλογος ηττήθηκε στον τελικό από την Άστον Βίλα, παρά το
γεγονός ότι ο ίδιος ήταν ο Πρώτος Σκόρερ της διοργάνωσης με 6 γκολ, ενώ στο Παγκόσμιο
Κύπελλο της Ισπανίας, η Δυτική Γερμανία έφτασε πολύ κοντά στον 3ο
Παγκόσμιο Τίτλο της, μετά από εκείνους που είχε πάρει ήδη το 1954 και το 1974,
αλλά έμεινε μόνο με τη χαρά της συμμετοχής στον τελικό.
Ο λαβωμένος από τραυματισμό Ρουμενίγκε,
είχε συγκινήσει στον αλησμόνητο ημιτελικό κόντρα στη Γαλλία, στη περίφημη
«Νύχτα της Σεβίλλης», όταν μπήκε ως αλλαγή στην παράταση με την Γερμανία πίσω
στο σκορ 1-3! Με ένα καθοριστικό γκολ του μείωσε σε 2-3, ο Κλάους Φίσερ (Klaus
Fischer) ισοφάρισε στην εκπνοή, το ματς πήγε στα πέναλτι! Οι Γερμανοί πήραν την
πρόκριση στον τελικό αλλά εκεί φάνηκε ελάχιστα. Κάτι οι πόνοι που συνέχιζαν να
τον ταλαιπωρούν, κάτι η σοφή επιλογή της «αλεπούς των πάγκων», του Ιταλού
εκλέκτορα Έντσο Μπέαρτζοτ (Enzo Bearzot) να τοποθετήσει πάνω στον «Κάλε» τον
νεαρό Τζουζέπε Μπέργκομι (Giuseppe Bergomi), έγειραν την πλάστιγγα υπέρ της
Ιταλίας, η οποία με ένα εντυπωσιακό β’ ημίχρονο, νίκησε 3-1 τους Γερμανούς και
κατέκτησε τον τίτλο.
Με το πέρασμα των χρόνων ωστόσο η φήμη του είχε γιγαντωθεί! Τη σεζόν 1983/84, φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού της Μπάγερν, διαδεχόμενος τον Μπράιτνερ και μεγάλοι ευρωπαϊκοί σύλλογοι είχαν μπει στην... ουρά, έχοντας κάνει πρόταση στους Βαυαρούς για να τον αποκτήσουν. Ο ίδιος, ήταν ερωτευμένος με την πόλη που τον είχε υιοθετήσει ποδοσφαιρικά και είχε επενδύσει μέρος των κερδών του για ένα υπερπολυτελές σπίτι στο Μόναχο που στέγαζε εκείνον και την εκλεκτή της καρδιάς του, τη Μαρτίνα. Όμως, το 1984, η πίστη του στους Βαυαρούς δοκιμάστηκε σκληρά!
Ο άνθρωπος που είχε αποτελέσει το
ποδοσφαιρικό του ίνδαλμα όταν ήταν μικρός, ο Σάντρο Ματσόλα (Sandro Mazzola),
ήταν πλέον παράγοντας στην Ίντερ και ασκούσε πρέσινγκ στη Μπάγερν για να τον ντύσει στα «νερατζούρι», προσφέροντας
πολλά χρήματα στους Βαυαρούς αλλά και ένα "πριγκιπικό" συμβόλαιο για
τον 29χρονο πλέον στράικερ. Κάπως έτσι κάμφθηκαν οι αντιστάσεις του και τελικά
πήρε τη μεγάλη απόφαση να βγει εκτός γερμανικών συνόρων, για πρώτη φορά στην
καριέρα του, με την Ίντερ να δαπανά το ποσό-ρεκόρ των € 5.700.000 ευρώ για να
τον αποσπάσει από την Μπάγερν.
Αν και προερχόταν από 5 σούπερ παραγωγικές σεζόν, έχοντας 155 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις και σε καμία σεζόν δεν έπεσε κάτω από τα 20 τέρματα (!), ο Ρουμενίγκε δεν μπόρεσε να είναι ο ίδιος και στην Ίντερ, καθώς οι αρκετοί συχνοί μυϊκοί τραυματισμοί (κυρίως) αλλά και οι δυσκολίες του να προσαρμοστεί πλήρως στο ιταλικό πρωτάθλημα, δεν του επέτρεψαν ποτέ να βρεθεί στο επίπεδο φόρμας που επιθυμούσε αλλά και που είχε αποδείξει πολλάκις ότι μπορούσε να φτάσει.
Στην πρώτη του χρονιά είχε 8 γκολ στο
Campionato, στη δεύτερη 13 και στην τρίτη μόλις 3 και όταν το 1987
συνειδητοποίησε πως η περιπέτειά του στην Ιταλία είχε φτάσει στον τερματικό της
σταθμό, ξέσπασε δημόσια λέγοντας:
«Πληρώνω για όλους. Είναι ο άχαρος ρόλος, η άλλη πλευρά του νομίσματος, που εσείς οι Ιταλοί προσφέρετε σε εμάς τους ξένους».
Λόγια πικρά από έναν
"νικημένο" πρωταθλητή, ο οποίος έναν χρόνο πριν, στις 29 Ιουνίου του 1986,
είχε δώσει το 95ο και τελευταίο του παιχνίδι με το αντιπροσωπευτικό
συγκρότημα της χώρας. Όχι όμως οποιοδήποτε παιχνίδι αλλά τον δεύτερο συνεχόμενο
τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου, ο οποίος είχε και πάλι την ίδια άσχημη κατάληξη για
τους Γερμανούς όπως 4 χρόνια νωρίτερα στη Μαδρίτη.
Στον τελικό στο "Estadio Azteca" στο Μέξικο Σίτι, η Αργεντινή του Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Armando Maradona), είχε προηγηθεί με 2-0, ο Ρουμενίγκε είχε μειώσει σε 2-1 και ο Ρούντι Φέλερ (Rudi Völler) είχε ισοφαρίσει σε 2-2, για να έρθει όμως η ψυχρολουσία στο φινάλε!
«Έμεναν μόνο 9’ λεπτά για το τέλος του αγώνα και εμείς βγήκαμε ανόητα στην επίθεση για να πετύχουμε το 3ο γκολ και να κλειδώσουμε το ματς. Θα μπορούσαμε να μείνουμε ικανοποιημένοι με το 2-2 και να πάμε στην παράταση. Αντί να γίνει αυτό, κατάφεραν να μας βάλουν 3ο γκολ σε αντεπίθεση, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Και έτσι εγώ, που στην καριέρα μου έχω κατακτήσει σχεδόν τα πάντα, θα πρέπει να κουβαλώ πάντα αυτό το "αβάσταχτο" σχεδόν» …
αναφέρει χαρακτηριστικά για εκείνο το
ματς ο Καρλ-Χάινς Ρουμενίγκε.
Το 1987 λοιπόν, ο Ρουμενίγκε κλείνει
το κεφάλαιο Ίντερ μετά τη λήξη της συνεργασίας του με τους Μιλανέζους και
μετακινείται στην Ελβετία, υπογράφοντας διετές συμβόλαιο με τη Σερβέτ της
Γενεύης. Την πρώτη του χρονιά πετυχαίνει 10 γκολ σε 28 ματς, αλλά τη 2η
τα νούμερά του "απογειώνονται" και με 24 "κανονιές" σε 32
ματς, παίρνει τον τελευταία ατομικό τίτλο στην ποδοσφαιρική του καριέρα, αυτόν
του Κορυφαίου Σκόρερ της σεζόν στο ελβετικό πρωτάθλημα. Οι τίτλοι τέλους έπεσαν
για αυτόν το 1989, με τον "Βασιλιά Κάλε" να παραμένει όμως συνεχώς
στην επικαιρότητα εδώ και 25 χρόνια.
Με τη Δυτικογερμανική εθνική ομάδα έκανε
ντεμπούτο, στις 6 Οκτωβρίου του 1976, σε μια φιλική νίκη 2-0 επί της Ουαλίας, στο
Κάρντιφ. Πήρε μέρος στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1978 στην Αργεντινή, του 1982
στην Ισπανία και του 1986 στο Μεξικό. Το 1978, η Δυτική Γερμανία αποχώρησε στη Δεύτερη
Φάση του τουρνουά. Το 1982 και το 1986, η ομάδα ήταν φιναλίστ την Ιταλία και
την Αργεντινή. Πήρε επίσης μέρος σε δύο Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα. Στη διοργάνωση
του 1980 στην Ιταλία, η Δυτική Γερμανία νίκησε το Βέλγιο στον τελικό με 2-1 και
κατέκτησε το τρόπαιο. Το τουρνουά του 1984 στη Γαλλία, είναι χαραγμένο ως ένα
από τα πιο αποτυχημένα της γερμανικής εθνικής ομάδας, καθώς αποκλείστηκαν στη Φάση
των Ομίλων. Συνολικά, μεταξύ του 1976 και του 1986, συγκέντρωσε 95 διεθνείς συμμετοχές
και σκόραρε 45 γκολ για τη Δυτική Γερμανία, εκ των οποίων το ένα στον τελικό του
Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986. Σημείωσε επίσης ένα χατ-τρικ, σ’ ένα παιχνίδι της
Φάση των Ομίλων εναντίον της Χιλής, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982. Η τελευταία
διεθνής συμμετοχή του ήταν ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986, στις 29
Ιουνίου, στην ήττα από την Αργεντινή με 2-3, στο Μέξικο Σίτι.
Από το 1990 μέχρι το 1994 δούλεψε για
τον γερμανικό τηλεοπτικό σταθμό ‘’ARD’’, ως σχολιαστής αγώνων της εθνικής
ομάδας της χώρας του, ενώ το 1991, η Μπάγερν έκανε κάλεσμα σε αυτόν και στον Φραντζ
Μπκενμπάουερ (Franz Beckenbauer) να αναλάβουν το ρόλο των αντιπροέδρων του
συλλόγου. Όταν ο «Κάιζερ» έγινε πρόεδρος, ο Ρουμενίγκε παρέμεινε μοναδικός
αντιπρόεδρος μέχρι το 2002, οπότε και διορίστηκε Πρόεδρος του Διοικητικού
Συμβουλίου του (τότε) πρόσφατα εταιρικοποιημένου ποδοσφαιρικού τμήματος του
συλλόγου! Σύμφωνα με τον σύλλογο, « … υπό την ιδιότητά του ως πρόεδρος είναι
υπεύθυνος για τις εξωτερικές σχέσεις, τα νέα μέσα επικοινωνίας και εκπροσωπεί
την εταιρεία συμμετέχοντας στους εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς»! Στη θέση αυτή
βρίσκεται μέχρι και σήμερα. Παράλληλα ασκεί και καθήκοντα του προέδρου του
Συνδέσμου των Ευρωπαϊκών Συλλόγων.
Ο αδελφός του Μίκαελ Ρουμενίγκε (Michael
Rummenigge) ήταν επίσης επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, κυρίως επιθετικός, με
αξιοσημείωτη καριέρα στη Μπάγερν Μονάχου (1982-1988) και τη Μπορούσια
Ντόρτμουντ (1988-1994), ενώ διεθνώς, εκπροσώπησε τη Δυτική Γερμανία 2 φορές,
μεταξύ 1983 και 1986. Με τη σύζυγό του, Μαρτίνα έχουν 3 γιους και 2 κόρες που
γεννήθηκαν μεταξύ του 1980 και του 1991.
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- · 1963–1974: Sportverein Borussia 08 Lippstadt
Επαγγελματική καριέρα
- · 1974–1984: Fußball‑Club Bayern, München, 310 (162)
- · 1984–1987: Football Club Internazionale Milano, 64 (24)
- · 1987–1989: Servette Football Club Genève, 50 (34)
Σύνολο καριέρας: 424 (220)
Διεθνής
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με τη Bayern Munich
- · Κύπελλο Πρωταθλητριών: 2 (1975, 1976) και φιναλίστ 1982
- · Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1976
- · Πρωτάθλημα Δυτικής Γερμανίας: 2 (1980, 1981)
- · Κύπελλο Δυτικής Γερμανίας: 2 (1982, 1984)
- · Σούπερ Καπ Δυτικής Γερμανίας: 1982
Διεθνείς
Με τη Δυτική Γερμανία
- · Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 1980
- · Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ: 2 (1982, 1986)
Προσωπικές Διακρίσεις
- · Πρώτος σκόρερ στη Bundesliga: 1980 (26 γκολ), 1981 (29 γκολ), 1984 (26 γκολ)
- · Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 1980
- · Ποδοσφαιριστής της χρονιάς στη Γερμανία: 1980
- · Χρυσή Μπάλα: 1980, 1981
- · Πρώτος Σκόρερ Κυπέλλου Πρωταθλητριών: 1981 (6 γκολ)
- · 2ος Σκόρερ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982: 5 γκολ
- · 3ος Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1982
- · Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1982
- · Πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα Ελβετίας: 1989 (24 γκολ)
- · Ξένος Ποδοσφαιριστής της χρονιάς στο πρωτάθλημα Ελβετίας: 1989
- · Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου που συνέταξε το 2004 ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA
- · Χρυσό Παπούτσι ως Ένας Θρύλος του Ποδοσφαίρου: 2009
Προσωπικά Ρεκόρ
- · Είναι ο 11ος σε συμμετοχές παίκτης για τη Γερμανία (συμπεριλαμβανομένων και 3 από την Ανατολική Γερμανία)
- · Είναι ο 5ος πιο επιτυχημένη επιθετικός για τη Γερμανία (συμπεριλαμβανομένου ενός από την Ανατολική Γερμανία)
- · Είναι ο 10ος πιο παραγωγικός σκόρερ Όλων των Εποχών στη Μπουντεσλίγκα
- · Είναι ο 2ος πιο παραγωγικός σκόρερ Όλων των Εποχών στο πρωτάθλημα για τη Μπάγερν Μονάχου μετά τον Gerd Müller