Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Μάρκο Ταρντέλι

Ο Ιταλός αμυντικός μέσος Μάρκο Ταρντέλι (Μarco Tardelli), γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου του 1954, στο Καπάνιε ντι Καρέτζινε της Τοσκάνης. Σε συλλογικό επίπεδο, έπαιξε για αρκετούς ιταλικούς συλλόγους, ξεκινώντας την καριέρα του στην Πίζα, συνεχίζοντας στη Κόμο, τη Γιουβέντους και την Ίντερ, πριν αποσυρθεί με την ελβετική Σεν Γκάλεν. Έκανε μια πολύ επιτυχημένη καριέρα με τη Γιουβέντους, κατακτώντας 5 τίτλους πρωταθλητή και 2 Κυπελλούχου Ιταλίας και τους 4 σημαντικούς ευρωπαϊκούς διασυλλογικούς τίτλους (Κύπελλα Πρωταθλητριών, Κυπελλούχων, UEFA και το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ) και έγινε ο ένας από τους πρώτους τρεις παίκτες που κέρδισαν και τις τρεις κύριες διοργανώσεις της UEFA, μαζί με τους συμπαίκτες του στη Γιουβέντους και την εθνική Ιταλίας, τους Αντόνιο Καμπρίνι (Antonio Cabrini) και Γκαετάνο Σιρέα (Gaetano Scirea). Νικητής του Παγκοσμίου Κυπέλλου, γνώρισε την επιτυχία και με την ιταλική εθνική ομάδα, εκπροσωπώντας τη «σκουάντρα ατζούρα» σε 3 Παγκόσμια Κύπελλα (1978, 1982 και 1986), κατακτώντας την διοργάνωση του 1982, ενώ ήταν στη 4η θέση το 1978. Συμμετείχε και στο Euro του 1980.


Θεωρούμενος ως ένας από τους Μεγαλύτερους Ιταλούς Μέσους και ένας από τους Καλύτερους Παίκτες της γενιάς του, ήταν ένας ενεργητικός, δύσκολος στην αντιμετώπιση αλλά τεχνικά ικανότατος μέσος, ο οποίος ήταν γνωστός για την δυνατότητά του να συνεισφέρει τόσο επιθετικά όσο και αμυντικά στο παιχνίδι. Το 2004, ονομάστηκε 37ος στη δημοσκόπηση της UEFA στο πλαίσιο του εορτασμού του Χρυσού Ιωβιλαίου της (πεντηκονταετηρίδα). Εγκαταστάθηκε στο ιταλικό ποδοσφαιρικό Hall of Fame το 2015. Ως προπονητής, εργάστηκε κατ’ αρχήν με τις μικρές εθνικές ιταλικές ομάδες, για ν’ αναλάβει αργότερα αρκετούς συλλόγους στην Ιταλία πριν υπηρετήσει ως προπονητής της ιταλικής εθνικής ομάδας Νέων, κατακτώντας τους Μεσογειακούς Αγώνες του 1997 και το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 2000, προτού επιστρέψει σε συλλογικό επίπεδο. Μεταξύ 2004 και 2005 οδήγησε την εθνική ομάδα της Αιγύπτου, ενώ από το 2008 έως το 2013 υπηρέτησε ως βοηθός του Τζιοβάνι Τραπατόνι (Giovanni Trapattoni) στην εθνική ομάδα της Ιρλανδίας.


Ξεκίνησε την καριέρα του, το 1972 στη Πίζα, στην ιταλική Serie C, στην οποία έμεινε έως το 1974. Συνέχισε για μια σεζόν, την 1974/75 στη Κόμο, στη  Serie Β, στην οποία συνέβαλλε τα μέγιστα για την άνοδό της στη Serie A! Στην Κόμο, ο Ταρντέλι διακρίθηκε ως ο καλύτερος αμυντικός της κατηγορίας, με ιδιαίτερη έφεση στις προωθήσεις στην αντίπαλη περιοχή και η απόκτησή του από τη Γιουβέντους, το καλοκαίρι του 1975, ήταν μια επιτυχία, αφού ο Τζιαμπέρο Μπονιπέρτι (Giampiero Boniperti), ο τότε πρόεδρος και παλαιός παίκτης της Γιούβε, κατάφερε να τον κλέψει την τελευταία στιγμή από την Ίντερ.


Πήρε το βάπτισμα του πυρός σ’ ένα παιχνίδι της Γιουβέντους εναντίον της Βερόνα, στις 5 Οκτωβρίου του 1975, στη νίκη με 2-1 και έγινε σχεδόν αμέσως βασικός στους πρωταθλητές Ιταλίας, που και εκείνη τη χρονιά διέθεταν ένα πλήθος καταξιωμένων παικτών, όπως ο Ντίνο Τζοφ (Dino Joff), ο Φραντσέσκο Μορίνι (Francesco Morini), ο Φάμπιο Καπέλο (Fabio Capello), ο Φράνκο Καούζιο (Franco Causio) και ο Ρομπέρτο Μπέτεγκα (Roberto Bettega), αλλά και αναδυόμενων, όπως ο Γκαετάνο Σιρέα (Gaetano Scirea) και ο Κλαούντιο Τζεντίλε (Claudio Gentile)!

Προπονητής του Ταρντέλι, στην πρώτη του χρονιά στο Τορίνο, ήταν η παλιά δόξα του συλλόγου, ο Κάρλο Παρόλα (Carlo Parola). Όμως, η δεκαετία στην οποία αγωνίστηκε με τη «ριγέ» φανέλα, ταυτίστηκε κυριολεκτικά με την εποχή Τζιοβάννι Τραπατόνι (Giovanni Trapattoni), ο οποίος ανέλαβε τα ηνία της ομάδας το 1976! Βλέποντας τα χαρίσματα του Μάρκο, τη μαχητικότητά του, την αντοχή του, τα εξουθενωτικά τάκλιν, αλλά και τις τεχνικές ικανότητές του, ο Τραπατόνι, τον μετέθεσε από τα άκρα της άμυνας, όπου αγωνιζόταν, στο κέντρο του γηπέδου, προδιαγράφοντας έτσι την καταξίωσή του ανάμεσα στους κορυφαίους παίκτες του κόσμου της δεκαετίας εκείνης.


Στη 10ετή παρουσία του στο "Κομουνάλε", ο Ταρντέλι είχε την τύχη να κερδίσει ότι ονειρεύεται ένας ποδοσφαιριστής:  5 πρωταθλήματα (1977, 1978, 1981, 1982 και 1984) και 2 κύπελλα Ιταλίας (1979, 1983), καθώς επίσης το Κύπελλο UEFA του 1977, το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1984, το ευρωπαϊκό  Super Cup την ίδια χρονιά και το Κύπελλο Πρωταθλητριών, στο ‘’ματωμένο’’ Χέιζελ το 1985! Συνέδεσε το όνομά του με το μοναδικό και καθοριστικό γκολ του πρώτου τελικού του Κυπέλλου UEFA εναντίον της Αθλέτικ του Μπιλμπάο, στο Τορίνο το 1977, ενώ συμμετείχε και στον άτυχο τελικό του Πρωταθλητριών εναντίον του Αμβούργου στην Αθήνα το 1983. Έγινε ένας από τους τρεις πρώτους παίκτες ποτέ που κέρδισε και τις τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές διοργανώσεις, μαζί με τους συμπαίκτες του Αντόνιο Καμπρίνι και Γκαετάνο Σιρέα. Φόρεσε τη ασπρόμαυρη φανέλε σε 259 παιχνίδια πρωταθλήματος, σημειώνοντας 35 γκολ, σε άλλα 55 κυπέλλου με 8 γκολ, αλλά και σε 62 παιχνίδια για τις ευρωπαϊκές διασυλλογικές  διοργανώσεις με 8 γκολ. Συνολικά, σε 376 συμμετοχές σημείωσε 51 γκολ!


Έφυγε, γιατί δεν υπήρχε η συγκατάβαση από τον Μπονιπέρτι, που τον θεωρούσε κουρασμένο και ήθελε να του αναθέσει ένα άλλο ρόλο. Μετά τη Γιουβέντους, ο Ταρντέλι κατέληξε στο Μιλάνο και αγωνίστηκε με την Ίντερ, για 2 χρόνια, από το 1985 έως το 1987, χωρίς να κατακτήσει κάποιο τρόπαιο. Τέλειωσε την καριέρα του το 1988 φορώντας τη φανέλα της ελβετικής Σεντ Γκάλεν.


Γεμάτη δάφνες ήταν η καριέρα του και στην εθνική ομάδα, με αποκορύφωμα, την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1982 στην Ισπανία. Φόρεσε για πρώτη φορά τη γαλάζια φανέλα, μέσα στο "Κομουνάλε", στο νικηφόρο 3-1 επί της Πορτογαλίας, στις 7 Απριλίου του 1976. Αγωνίστηκε συνολικά σε 81 παιχνίδια και σκόραρε 6 φορές, την περίοδο από το 1976 έως το 1985. Πήρε μέρος σε 3 Παγκόσμια Κύπελλα, αυτά του 1978, του 1982 και του 1986, ενώ συμμετείχε και στην Τελική Φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 1980 στην Ιταλία, όπου μάλιστα πέτυχε και το νικητήριο και μοναδικό για τη «σκουάντρα ατζούρα» τέρμα, στη Φάση των Ομίλων εναντίον της Αγγλίας.


Η καταξίωση με την εθνική ομάδα ήρθε στην Αργεντινή το 1978, όπου μαζί με τον έτερο «μπιανκονέρο» Ρομέο Μπενέτι (Romeo Benetti), συγκρότησαν ένα χαλύβδινο κέντρο. Η ιστορία όμως του επιφύλασσε την πιο χρυσή στιγμή, 4 χρόνια αργότερα, στην Ισπανία, όταν υπό την καθοδήγηση του Έντσο Μπέαρτζοτ (Enzo Bearzot), σήκωσε το πολυτιμότερο ποδοσφαιρικό τρόπαιο αυτού του πλανήτη! Πέρα από την επιβλητική παρουσία του στο κέντρο, σημείωσε και 2 γκολ, αρχικά το αποφασιστικό 1-0 στο 2-1 εναντίον της Αργεντινής, αλλά και το κρίσιμο 2ο γκολ, στον θρίαμβο με 3-1 επί της Δυτικής Γερμανίας στον τελικό. Χωρίς αμφιβολία αυτό το γκολ του τελικού έγινε το σύμβολο της νίκης εκείνης της διοργάνωσης!


Ο Ταρντέλι, αφού προηγήθηκε άψογη συνεργασία ανάμεσα στους Γκαετάνο Σιρέα και Μπρούνο Κόντι (Bruno Conti), δέχτηκε τη μπάλα και τη κάρφωσε στη αριστερή γωνία της γερμανικής εστίας, με βολέ λίγο έξω από την αντίπαλη περιοχή και στη συνέχεια, αφού εκτινάχτηκε σαν ελατήριο, εκστασιασμένος από το γκολ που είχε πετύχει, ξεκίνησε ένα ανεπανάληπτο σλάλομ με σφιγμένες τις γροθιές του, τρέχοντας σαν μανιακός προς τον ιταλικό πάγκο, κουνώντας το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, κραυγάζοντας "Γκοοοοοολ", χαρίζοντάς μας έτσι έναν από τους κορυφαίους πανηγυρισμούς στην ποδοσφαιρική ιστορία!
 
Η στιγμή του σουτ, υπό την πίεση του Bernd Förster και την προβολή του 
Manfred Kaltz! Κάτω, ότι επακολούθησε! Πίσω, πανηγυρίζει ο  Gaetano Scirea!
«Που πήγαινα; Πραγματικά δεν ξέρω. Τρελάθηκα. Ήταν η αποκορύφωση της ευτυχίας! Τα παιδιά μου δίνουν χαρά αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί στη ζωή και στον αθλητισμό με αυτή την συγκεκριμένη στιγμή»,
δήλωνε για τον διάσημο πανηγυρισμό, που αποτελεί μέρος τις ιστορίας του ιταλικού, αλλά και του παγκόσμιου ποδοσφαίρου και έχει γίνει γνωστός ως: "L' Urlo di Tardelli" (Η Κραυγή του Ταρντέλι)! Το 2014, αυτός ο πανηγυρισμός του, ονομάστηκε ως η 4η  Μεγαλύτερη Στιγμή στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων από το BBC! Έπαιξε το τελευταίο διεθνές παιχνίδι του για την Ιταλία, εναντίον της Νορβηγίας, τον Σεπτέμβριο του 1985 και επίσης, υπηρέτησε ως αρχηγός της εθνικής Ιταλίας μεταξύ 1983 και 1985!


Ο Μάρκο Ταρντέλι υπήρξε ένας σκληρός, αλλά τεχνικά επιδέξιος και κομψός αμυντικό μέσος, ικανός να συνεισφέρει αμυντικά αλλά και επιθετικά. Σε μια εποχή που η Ιταλία ήταν γνωστή για την αμυντική της τακτική (catenaccio), ήταν ένας αρκετά κοντρολαρισμένος ποδοσφαιριστή και θεωρήθηκε ως ένας από τους Καλύτερους Μέσους στον κόσμο κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ένας γρήγορος, σταθερός και ενεργητικός παίκτης, με πολύ καλά πόδια, θεωρείται επίσης ένας από τους Μεγαλύτερους Ιταλούς Μέσους Όλων των Εποχών και ήταν γνωστός για την τακτική νοημοσύνη του, την ευελιξία και την εργατικότητά του, προσόντα που του επέτρεψαν να παίζει οπουδήποτε στη μεσαία γραμμή, ή ακόμα και ως αμυντικός ή και ως φουλ μπακ, λόγω της ικανότητάς του στις διεκδικήσεις της μπάλας. Αν και ήταν γνωστός κυρίως για το ρυθμό, την αντοχή και τις αμυντικές του ικανότητές, διέθετε επίσης πολύ δυνατό σουτ και ήταν ικανός να σουτάρει και να μεταβιβάζει την μπάλα με τα δύο πόδια, παρά το γεγονός ότι ήταν φυσικός δεξιοπόδαρος. Εκτός από τις ποδοσφαιρικές του ικανότητές, διακρίθηκε επίσης για την ηγεσία του καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του και ήταν γνωστός ως αποφασιστικός παίκτης. Το 2007, οι «Times» τον τοποθέτησαν 10ο στη λίστα τους με τους «50 Σκληρότερους Ποδοσφαιριστές της Ιστορίας».


Μετά την απόσυρσή του, ακολούθησε την προπονητική. Για 2 χρόνια, ως το 1990 ανέλαβε την εθνική Ιταλίας κάτω των 16 ετών και στη συνέχεια για 3 χρόνια, χρημάτισε βοηθός του Τσέζαρε Μαλντίνι (Cesare Maldini) στην εθνική κάτω των 21 ετών. Το 1993 ανέλαβε σύλλογο και συγκεκριμένα την Κόμο στη Serie C1 (Γ’ Κατηγορία), την οποία και ανέβασε στη Serie B για να συνεχίσει το 1995 στην Τσεζένα. Αφού δούλεψε για ένα διάστημα βοηθός του Μαλντίνι στην εθνική Ιταλίας το 1997, επέστρεψε το 1998 στην εθνική κάτω των 21 ετών και την οδήγησε στην κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος.


Το 2000 του ανατέθηκε το τιμόνι της Ίντερ, η οποία αναζητούσε απεγνωσμένα ένα πρωτάθλημα. Δεν τα κατάφερε, τερματίζοντας στην 5η θέση και μετά την απόλυσή του, αφού στο ενδιάμεσο είχε κάποια περάσματα και από άλλους πάγκους, ανάμεσα στους οποίους και της Αιγύπτου, διετέλεσε σύμβουλος της διοίκησης της αγαπημένης του Γιουβέντους το 2006. Τον Φεβρουάριο του 2008 τα βήματά του συναντήθηκαν ξανά με αυτά του Τζιοβάνι Τραπατόνι και ανέλαβε βοηθός του στον πάγκο της εθνικής Ιρλανδίας, με την οποία έχασε την τελευταία στιγμή στο μπαράζ με τη Γαλλία την ευκαιρία να βρεθεί στα γήπεδα της Νοτίου Αφρικής το καλοκαίρι του 2010.


Ο απολογισμός της ποδοσφαιρικής καριέρας του Μάρκο Ταρντέλι είναι θετικότατος. Έδωσε πάρα πολλά στη Γιουβέντους αλλά και στην εθνική Ιταλίας και εισέπραξε πολλά. Ένας ποδοσφαιριστής πολύπλευρος, ικανός να προσαρμόζεται σε περισσότερους ρόλους, χαρακτηριστικά που είχε φανερώσει ήδη από την Κόμο. Με το παιχνίδι του παρείχε σιγουριά στη δημιουργία αλλά και στην καταστροφή του αντίπαλου παιχνιδιού, ήταν δηλαδή δημιουργός αλλά και φύλακας των μετόπισθεν και τα κατάφερε και στα δυο.


Είχε ατσαλένια πνευμόνια και δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς από πού έπαιρνε τέτοια αντοχή ένας τόσο λεπτεπίλεπτος αθλητής. Κατέπληξε για τις φυσικές ικανότητές του αλλά και για την απλότητα χειρισμού της μπάλας. Ήταν σπουδαίος σκόρερ, ικανός και επικίνδυνος σουτέρ και το παιχνίδι του χαρακτηριζόταν από πολύ υψηλό αγωνιστικό και τεχνικό χαρακτήρα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν ένας που τα έκανε όλα έτσι ώστε οι οπαδοί να λένε ότι «με αυτόν παίζουμε σα να είμαστε δώδεκα».


Το «Juventus-Imagini e storie» σε αφιέρωμά του έγραψε για τον Μάρκο Ταρντέλι ότι ... «γεννήθηκε επαναστάτης, παιδί του ενστίκτου, πουλάρι που τρέχει ελεύθερο στο γρασίδι των σταδίων». Ο λόγος του μεγάλου συμπαίκτη του Μισέλ Πλατινί (Michel Platini) πιστοποιεί όλα τα παραπάνω: «Είναι πολύ ισχυρός χαρακτήρας, αποτελεί το βαρόμετρο της ομάδας. Έχει τη νοοτροπία αγωνιστή και κάποτε πολεμιστή». Ο Μάρκο Ταρντέλι, πέρα από κάθε αντίλογο, στη 10ετή παρουσία του στο Τορίνο, αναδείχτηκε σε σύμβολο της ομάδας και συνεισέφερε στο να γίνει πιο μεγάλη η Γιούβε, κερδίζοντας τα πάντα!


PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα
  • ·         1972–1974: Associazione Calcio Pisa 1909, 41 (4)
  • ·         1974/75: Calcio Como, 36 (2)
  • ·         1975–1985: Juventus Football Club, 259 (35)
  • ·         1985–1987: Football Club Internazionale Milano, 43 (2)
  • ·         1987/88: Fussballclub St. Gallen 1879, 14 (0)

Σύνολο καριέρας: 393 (43)

Διεθνής
  • ·         1976–1986: Ιταλία, 81(6)


Προπονητική καριέρα
  • ·         1988–1990: Εθνική Παίδων Ιταλίας (U-16)
  • ·         1990–1993: Εθνική Νέων Ιταλίας (U-21) (βοηθός)
  • ·         1993–1995: Calcio Como
  • ·         1995/96: Associazione Calcio Cesena
  • ·         1997–2000: Εθνική Νέων Ιταλίας (U-21)
  • ·         2000/01: Football Club Internazionale Milano
  • ·         2002/03: Football Club Bari 1908
  • ·         2004/05: Αίγυπτος
  • ·         2005/08: Unione Sportiva Arezzo
  • ·         2008–2013: Δημοκρατία της Ιρλανδίας (βοηθός)


Τίτλοι
Ως ποδοσφαιριστής
Συλλογικοί
Με τη Juventus
  • ·         Πρωτάθλημα Ιταλίας: 5 (1976/77, 1977/78, 1980/81, 1981/82, 1983/84)
  • ·         Κύπελλο Ιταλίας: 1978–79, 1982–83
  • ·         Κύπελλο UEFA: 1976/77
  • ·         Κύπελλο Κυπελλούχων: 1983/84
  • ·         Ευρωπαϊκό  Super Cup: 1984
  • ·         Κύπελλο Πρωταθλητριών: 1984/85


Διεθνείς
Με την Ιταλία
  • ·         Παγκόσμιο Κύπελλο: 1982



Προσωπικές Διακρίσεις
  • ·         Στη 37η θέση ως Καλύτερος Ευρωπαίος στο πλαίσιο του εορτασμού του Ιωβιλαίου της UEFA
  • ·         Μέλος Επιλέκτων FIFA: 1979
  • ·         Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 1980
  • ·         Μέλος του Hall of Fame του Ιταλικού Ποδοσφαίρου: 2015


Ως προπονητής
Διεθνείς
Με την εθνική Νέων Ιταλίας (U-21)
  • ·         Μεσογειακοί Αγώνες: 1997
  • ·         Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νέων: 2000