Ο Ιταλός αμυντικός, σε ερασιτεχνικό επίπεδο και αργότερα
προπονητής, Αρίγκο Σάκι (Arrigo Sacchi), γεννήθηκε την 1η Απριλίου
του 1946, στο Φουζινιάνο της Εμίλια-Ρομάνα, κοντά στη Ραβένα. Δεν ήταν ποτέ του
επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και για πολλά χρόνια εργάστηκε ως πωλητής
παπουτσιών. Αυτό οδήγησε στη πιο διάσημη ρήση του, απευθυνόμενος σε όσους
αμφισβήτησαν τα προσόντα του: «Ποτέ δεν κατάλαβα ότι για να γίνει κάποιος
αναβάτης θα πρέπει πρώτα να υπάρξει ένα άλογο!». Έχει το παρατσούκλι «Ο
Προφήτης του Φουζινιάνο». Ήταν δύο φορές προπονητής της Μίλαν (1987-1991, 1996/97),
με μεγάλη επιτυχία. Κέρδισε τον τίτλο στην ιταλική Serie A, στο ντεμπούτο του,
τη σεζόν 1987/88 και στη συνέχεια κυριάρχησε στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο
κερδίζοντας 2 σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών, το 1989 και το 1990. Η Μίλαν είναι η
τελευταία ομάδα που έγινε Πρωταθλήτρια Ευρώπης και υπερασπίστηκε επιτυχώς τον
τίτλο την επόμενη σεζόν.
Από το 1991 έως το 1996 ήταν προπονητής της εθνικής Ιταλίας,
οδηγώντας τη στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1994, μόνο για να χάσει από
τη Βραζιλία σε ένα πέναλτι. Θεωρείται ως
ένας από τους Μεγαλύτερους Προπονητές Όλων των Εποχών και η ομάδα της Μίλαν της
περιόδου 1987-1991, θεωρείται ευρέως ως μία από τις Μεγαλύτερες Ομάδες σε
συλλογικό επίπεδο που έπαιξε ποτέ το παιχνίδι και από μερικούς ως η Μεγαλύτερη της
Ποδοσφαιρικής Ιστορίας. Τον Ιανουάριο του 2017, ονομάστηκε ως ένας από τους 10
Μεγαλύτερους Προπονητές από την ίδρυση της UEFA, το 1954.
Δεν υπήρξε ποτέ του ένας
επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, έχοντας παίξει σε ερασιτεχνικά σωματεία για
μερικά χρόνια. Για πολλά χρόνια εργάστηκε ως πωλητής παπουτσιών και η
αναρρίχησή του στην ιταλική ποδοσφαιρική σκηνή, άρχισε το 1987, όταν ο Σίλβιο
Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi) τον επέλεξε ως νέο προπονητή της Μίλαν. Ο
Σάκι, έκανε μια πραγματική επανάσταση στη μορφή της τεχνικής του παιχνιδιού και
της κατάρτισης, όσο ήταν προπονητής των «ροσονέρι». Επικέντρωνε το παιχνίδι, με
απόλυτη προσοχή στην άμυνα, η οποία όμως προσθέτει πίεση συστηματικά στη μεσαία
γραμμή. Έγινε διάσημος για τις «βαριές» και απαιτητικές προπονήσεις του,
εφαρμόζοντας τακτικές αρχές που σχετίζονταν με το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο των
Ολλανδών.
Κέρδισε το πρωτάθλημα της σεζόν
1987/88, στο ντεμπούτο του και στη συνέχεια κυριάρχησε το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο
κερδίζοντας 2 σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών, το 1989 και το 1990. Η Μίλαν είναι η
τελευταία ομάδα που έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης υπερασπιζόμενη επιτυχώς τον
τίτλο της την επόμενη σεζόν. Κατά την πρώτη του θητεία στη Μίλαν, η ομάδα πήρε
το παρατσούκλι «Οι Αθάνατοι» και θεωρείται ως η καλύτερη ομάδα σε επίπεδο
συλλόγων, Όλων Των Εποχών, σύμφωνα με μια online δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε
από το βρετανικό περιοδικό «World Soccer» το 2007!
Ο σωτήρας
Όταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ανέλαβε τα ηνία της προεδρίας της
το 1986, η Μίλαν βρισκόταν σε κατάσταση πλήρους αποσύνθεσης. Υποβιβασμένη δύο
φορές τα προηγούμενα χρόνια, η μια λόγω εμπλοκής στο διαιτητικό σκάνδαλο ‘’Totonero’’
και η άλλη απλώς γιατί ήταν άθλια αγωνιστικά, δίχως να έχει κερδίσει τίτλο για
8 χρόνια και με ένα χρέος-μεγατόνων για τότε, 23 εκ. σημερινών ευρώ, ο σύλλογος
αναζητούσε απεγνωσμένα το δικό του Μεσσία. Ο Μπερλουσκόνι, ανερχόμενος τότε
επιχειρηματίας των ΜΜΕ, είχε από τότε τη συνήθεια να εκμεταλλεύεται τη
δημοσιότητα που προσφέρει απλόχερα το ποδόσφαιρο και να τη χρησιμοποιεί για
χάρη της πολιτικής του ανέλιξης, καθώς πλην της αγοράς της Μίλαν, βάφτισε
αργότερα το κόμμα του με τον προβοκατόρικο τίτλο, "Forza Italia".
Εκμεταλλευόμενος την τηλεοπτική απορρύθμιση της εποχής,
κατάφερε να στήσει μια δική του "αυτοκρατορία της επικοινωνίας", που
ανταγωνιζόταν επάξια εκείνη του Εβραίου μεγιστάνα Ρούπερτ Μέρντοχ. Τα αμύθητα
ποσά που του πρόσφερε η διάδοση της καλωδιακής και της δορυφορικής τηλεόρασης
έκαναν τον Μπερλουσκόνι πανίσχυρο εντός κι εκτός Ιταλίας, συνεπώς έμοιαζε ο
πλέον κατάλληλος άνθρωπος για να αναστήσει το πάλαι ποτέ μεγαθήριο του
ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, πράγμα που φρόντισε να επιβεβαιώσει εξ αρχής. Η
εντυπωσιακή του εμφάνιση με ελικόπτερο στην προπόνηση της ομάδας στο
"Μιλανέλο" λίγο πριν αναλάβει την προεδρία, ήταν ένα μικρό δείγμα για
τις εκπλήξεις που θα έρχονταν στη συνέχεια.
Το καλοκαίρι του 1986, η παρ’ ολίγον χρεοκοπημένη Μίλαν
έκανε τη μία μεταγραφή πίσω από την άλλη αποκτώντας παίκτες-κλειδιά των
επόμενων χρόνων. Οι Ρομπέρτο Ντοναντόνι, Τζιοβάνι Γκάλι και Ντανιέλε Μασάρο,
ντύθηκαν «ροσονέρι» και η έξοδος στο Κύπελλο UEFA της σεζόν 1987/88 ήταν απλώς
και μόνο το ξεκίνημα. Οι μεταγραφικές βόμβες της ομάδας του Μπερλουσκόνι
συνεχίστηκαν και το επόμενο καλοκαίρι. Ο Ολλανδός επιθετικός και κάτοχος του
Χρυσού Παπουτσιού, Μάρκο φαν Μπάστεν, άφηνε τον Άγιαξ για λογαριασμό του
ιταλικού συλλόγου, και ο Ρουντ Γκούλιτ γινόταν και αυτός κάτοικος Μιλάνου
στοιχίζοντας το ποσό-ρεκόρ των 6 εκ. λιρών, (σπάζοντας εκείνο του Μαραντόνα στη
Νάπολι με 5 εκ. λίρες). Οι παίκτες-σταρ όμως, δεν εξασφαλίζουν την επιτυχία αν
δεν υπάρχει ένας ικανός προπονητής, και ο Μπερλουσκόνι τον βρήκε στο πρόσωπο
του Αρίγκο Σάκι.
Ο υποδηματοποιός προπονητής
Σαν ποδοσφαιριστής δεν έκανε ούτε για την ομάδα της
ιδιαίτερης πατρίδας του, τη Φουζινιάνο. Οι προπονητικές του όμως ικανότητες,
ήταν ξεχωριστές. Ο Αρίγκο Σάκι είχε δείξει τα διαπιστευτήρια του όταν,
καθήμενος στον πάγκο της Πάρμα, οδήγησε τους "τζαλορόσι" από την Γ’ Κατηγορία
της Ιταλίας στην Serie A, κερδίζοντας διαδοχικές ανόδους σε δύο χρόνια και
αποκλείοντας τη Μίλαν του «καβαλιέρε» στο Κύπελλο Ιταλίας του 1987. Ο
Μπερλουσκόνι αποφάσισε την επόμενη χρονιά να τον φέρει στο Μιλάνο, κι εκεί ο
φιλόδοξος Σάκι, θα έθετε σε εφαρμογή τις ποδοσφαιρικές του ιδέες.
Ο ιταλικός τύπος αντιμετώπισε την πρόσληψή του με
χαρακτηριστικό σκεπτικισμό, καθώς όπως υποστήριζαν πολλοί, δεν είχε καμία
αξιοσημείωτη καριέρα ποδοσφαιριστή πίσω του και πριν ασχοληθεί με την
προπονητική δούλευε σαν υποδηματοποιός. Η απάντησή του αποστομωτική:
"Δεν χρειάζεται να ήσουν άλογο για να είσαι επιτυχημένος αναβάτης»".
Το ίδιο
αφοπλιστική ήταν και η ομιλία του προς στους παίκτες, στην πρώτη προπόνηση της
ομάδας.
«Μπορεί εγώ να προέρχομαι από το Φουζινιάνο, αλλά εσείς τι έχετε κερδίσει στην καριέρα σας;»
ρώτησε τους ακριβοπληρωμένους αστέρες και η
πραγματική απάντηση φυσικά στο ερώτημά του ήταν: «Σχεδόν τίποτα». Αφού πέρασε
με επιτυχία τα mind-games περί της αξιοπιστίας του και έχοντας την εμπιστοσύνη
του προέδρου, έθεσε σε πρώτο πλάνο τις ποδοσφαιρική του φιλοσοφία.
Συνεχής εναλλαγή θέσεων, απύθμενη επιθετικότητα,
μετόπισθεν από γρανίτη χάρη στους πανέξυπνους αμυντικούς του, με το εγκεφαλικό
παιχνίδι του Μπαρέζι να κάνει τη διαφορά και πάνω απ ' όλα, ένα ασταμάτητο
πρεσάρισμα του αντιπάλου με περιορισμό του χώρου. Κρυφό όπλο: η συγχρονισμένη
εφαρμογή του τεχνητού οφ-σάιντ που ασκείτο στην εντέλεια υπό την καθοδήγηση του
Μπαρέζι. Το πρότυπο του Σάκι; Μα ποιο άλλο: «Μου άρεσαν οι μεγάλες ομάδες, όπως
η Χόνβεντ, η Ρεάλ Μαδρίτης, η Βραζιλία αλλά αυτή που μου έκοψε την ανάσα ήταν η
εθνική Ολλανδίας των ‘70s. Ένιωθα ότι έπρεπε να δω όλο το γήπεδο για να κατανοήσω
πλήρως τι ακριβώς έκαναν».
Φράνκο Μπαρέζι και Μάουρο Τασότι δέσποζαν στην άμυνα
παρέα με τον νεαρό Πάολο Μαλντίνι, ο εργατικός Κάρλο Αντσελότι στο κέντρο με
τον Ρομπέρτο Ντοναντόνι και τον Φράνκο Κολόμπο πλάγια στα χαφ, και στην επίθεση
ο Μάρκο φαν Μπάστεν με τον κάτοχο της Χρυσής Μπάλας, Ρουντ Γκούλιτ, ένας
θανατηφόρος συνδυασμός δύναμης και τεχνικής. Κατηχούμενος λοιπόν από την
φιλοσοφία του Άγιαξ και των "Οράνιε" των '70s, και βασιζόμενος στην
ιταλική άμυνα συν την ολλανδική έμφυτη δημιουργικότητα, έφτιαξε μια ομάδα που
έπαιζε το πιο σύγχρονο και ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο στον πλανήτη.
Η πρώτη αυτή χρονιά του Σάκι όμως δεν ήταν εύκολη. Ο φαν
Μπάστεν αντιμετώπιζε πρόβλημα στον αστράγαλο με αποτέλεσμα να χάσει αρκετά
παιχνίδια και η πρωταθλήτρια Νάπολι του Μαραντόνα προπορευόταν στη μεγαλύτερη
διάρκεια της κούρσας του πρωταθλήματος. Ωστόσο, η προσθήκη του Φρανκ Ράικαρντ
το χειμώνα ανέβασε κατακόρυφα την ποιότητα της ομάδας, οι Γκούλιτ και Πιέτρο-Πάολο
Βίρντις έδιναν τις λύσεις στο σκοράρισμα και τρεις στροφές πριν το φινάλε, οι
«ροσονέρι» εκμεταλλεύτηκαν τη γκέλα των «παρτενοπέι» στη Βερόνα και
θρονιάστηκαν στην κορυφή. Στο τελευταίο ματς με την Κόμο η Μίλαν κατέκτησε και
μαθηματικά τον 11ο τίτλο στην ιστορία της, βάζοντας τέλος στην ξηρασία των
άγονων χρόνων και ο Σάκι με τους ποδοσφαιριστές του είχαν κάθε λόγο να
αισθάνονται πανευτυχείς.
Ο Μπερλουσκόνι, δύο χρόνια μετά την ανάληψη της προεδρίας
δικαιωνόταν για τις επιλογές του και έξαλλα πανηγύρια ξεσηκώθηκαν στην
"κοκκινόμαυρη" πλευρά της πόλης του Μιλάνο. Ο τίτλος του λοιπόν του
1987/88, πρώτος μετά από 10 ολόκληρα χρόνια, έκανε το "Σαν Σίρο" να
φορέσει τα γιορτινά του και υποδεχθεί τους ποδοσφαιριστές και τον προπονητή σε
μια μοναδική φιέστα. Η Μίλαν είχε επιστρέψει.
Η Ευρώπη με ανοιχτό το στόμα
Η κατάκτηση του πρωταθλήματος έφερναν την ιταλική ομάδα
στα σαλόνια του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου μια δεκαετία μετά την τελευταία της
συμμετοχή. Σε αντίθεση με τότε, η Μίλαν ξεκινούσε τη σεζόν εκείνη ως ένα από τα
φαβορί του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και τους τρεις χαρισματικούς Ολλανδούς της να
έρχονται πεινασμένοι για διασυλλογικές διακρίσεις μετά και την κατάκτηση του
EURO το καλοκαίρι του 1988, φορώντας τα πορτοκαλί. Στον πρώτο γύρο η βουλγαρική
Βιτότσα ξεπεράστηκε με συνοπτικές διαδικασίες και στους "16" ήρθε το
πρώτο μεγάλο τεστ για τους ποδοσφαιριστές του Αρίγκο Σάκι.
Ο πρωταθλητής Γιουγκοσλαβίας Ερυθρός Αστέρας ήταν μια
ανερχόμενη δύναμη που έβαζε τις βάσεις για τη μεγάλη ομάδα των επόμενων χρόνων
και διέθετε μια πλειάδα νεαρών παικτών με εκρηκτικό ταλέντο όπως οι Ντέγιαν
Σαβίσεβιτς και Ντράγκαν "Πίξι" Στοΐκοβιτς. Το 1-1 στο "Σαν
Σίρο", ήταν η απόδειξη για τις δυσκολίες που περίμεναν τους Ιταλούς κόντρα
στον μαχητικό Αστέρα. Στη ρεβάνς του "Μαρακανά", οι ερυθρόλευκοι από
τη Γιουγκοσλαβία προηγήθηκαν με 1-0 χάρη σε τέρμα του Σαβίσεβιτς και η Μίλαν
έπαιζε με 9 λόγω αποβολής των Βίρντις και Αντσελότι. Ωστόσο η θεά Τύχη
χαμογέλασε διάπλατα στους "ροσονέρι" καθώς σαν από… θεϊκή παρέμβαση,
πυκνή ομίχλη κατέκλυσε το γήπεδο και ο διαιτητής Ντίτερ Πάουλι διέταξε στο 57ο
λεπτό τη διακοπή του ματς, το οποίο θα γινόταν την επόμενη ημέρα.
Οι δυο ομάδες ξεκίνησαν και πάλι από το 0-0, με τη Μίλαν
αυτή τη φορά να είναι πιο υποψιασμένη και αφού ο επόπτης δεν είδε το
καταφανέστατο γκολ από την προσπάθεια του Μανάρι, προηγήθηκε με κεφαλιά του φαν
Μπάστεν. Ο Αστέρας ισοφάρισε 4 λεπτά αργότερα με γκολ του μεγάλου Ντράγκαν
Στοΐκοβιτς, ύστερα από εκπληκτική πάσα του μελλοντικού "Μιλανέζου"
Ντέγιαν Σαβίσεβιτς. Ο σοκαριστικός τραυματισμός του Ντοναντόνι (χρειάστηκε
τραχειοτομή για να επιβιώσει) πριν τη λήξη του ημιχρόνου τάραξε αμφότερους τους
ποδοσφαιριστές, και στα υπόλοιπα 45 λεπτά το σκορ κόλλησε στο 1-1. Η παράταση
δεν έβγαλε νικητή, και στα πέναλτι ο πορτιέρο της Μίλαν, Τζιοβάνι Γκάλι,
σταμάτησε τις προσπάθειες των Σαβίσεβιτς και Μρκέλα, στέλνοντας την ομάδα του
στους "8".
Το πρωτάθλημα ήταν χαμένη υπόθεση καθώς η συμπολίτισσα
Ίντερ παρουσιάστηκε πιο αποφασιστική, και το βάρος έπεσε στην Ευρώπη. Όπως και
με τον Ερυθρό Αστέρα, η πρόκριση επί της Βέρντερ Βρέμης του Ότο Ρεχάγκελ ήρθε
δια πυρός και σιδήρου με ένα γκολ-πέναλτι του φαν Μπάστεν στα δύο παιχνίδια, να
δίνει τη λύση.
Η βραδιά της εκτόξευσης
Υπάρχουν παιχνίδια οριακά, στη διαδικασία της κορύφωσης
σπουδαίων ομάδων, που θαρρείς και είναι το εφαλτήριο της ανόδου για τη συνέχεια.
Στην πορεία της Μίλαν ήταν η ρεβάνς του "Σαν Σίρο" με το έτερο φαβορί
για την κατάκτηση του τροπαίου, τη Ρεάλ Μαδρίτης, για τα ημιτελικά της
διοργάνωσης. Η ισοπαλία στο πρώτο ματς του "Μπερναμπέου", αδικούσε
τους Ιταλούς, που ήταν καλύτεροι και είχαν λανθασμένα ακυρωμένο γκολ του
Γκούλιτ στο 1-1. Ο επαναληπτικός όμως στο Μιλάνο, εξελίχθηκε όπως ελάχιστοι
μπορούσαν να φανταστούν.
Η Μίλαν εμφανίστηκε καταιγιστική, με το σκορ να είναι 3-0
στο ημίχρονο και 5-0 στο 59’, διαλύοντας κυριολεκτικά τους Ισπανούς.
Ντοναντόνι, Γκούλιτ και φαν Μπάστεν ήταν ασυγκράτητοι και η άμυνα των
Μαδριλένων συνθλίφτηκε κάτω από τις κατά κύματα επιθέσεις των παικτών του
Αρίγκο Σάκι. Οι "ροσονέρι" κατέβασαν ρυθμούς και συντήρησαν το 5-0
που είχε γραφτεί μισή ώρα πριν τη λήξη, σε μια βραδιά εκ των ενδοξοτέρων στην
ιστορία της Μίλαν και από τις πιο ντροπιαστικές σε αυτήν της Ρεάλ Μαδρίτης.
Ο τελικός των Ολλανδών και της τηλεόρασης
Επιστροφή σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών ύστερα από 29
ακριβώς χρόνια, όταν η ομάδα του Νερέο Ρόκο είχε νικήσει τον ανερχόμενο Άγιαξ και
έφερε την κούπα στο Μιλάνο. Αντίπαλος αυτή τη φορά ήταν η Στεάουα
Βουκουρεστίου, που είχε κάνει και πάλι την υπέρβασή της όπως και τρία χρόνια
νωρίτερα, όταν έφτασε στον τελικό και πήρε το τρόπαιο κόντρα στην Μπαρτσελόνα.
Η Ρουμάνοι είχαν κρατήσει τον βασικό κορμό της ομάδας του 1986 και είχαν ακόμη
ένα βέλος στη φαρέτρα τους, έναν πιτσιρικά ονόματι Γκεόργκι Χάτζι που με τις
κινήσεις του χάζευε τους αντιπάλους.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι παραλίγο να πάθει καρδιακό επεισόδιο,
όταν έμαθε πως το παιχνίδι κινδυνεύει να μείνει χωρίς τηλεοπτική κάλυψη, διότι
οι τεχνικοί της ισπανικής τηλεόρασης βρίσκονταν σε απεργία και επιστράτευσε
στρατιωτικό αεροπλάνο μεταφέροντας δικές του κάμερες και τεχνικούς από τους σταθμούς
που είχε στη διάθεση του. Στις 24 Μαΐου του 1989, περίπου 100.000 άτομα από τις
κερκίδες του "Καμπ Νόου" και άλλα 300.000.000 από την τηλεόραση ελέω
Μπερλουσκόνι, παρακολούθησαν την αναμέτρηση που θα έκρινε τον τίτλο του
Πρωταθλητή Ευρώπης.
Στο χορτάρι του καταλανικού γηπέδου παρουσιάστηκε μία
μόνο ομάδα και αυτή ήταν η Μίλαν, που όντας ισοπεδωτική, σκόρπισε στα τέσσερα
σημεία του ορίζοντα τη Στεάουα. Οι "ροσονέρι" έπιασαν από το λαιμό
τους αντιπάλους τους, σφυροκοπώντας ανελέητα την εστία του Σίλβιου Λουνγκ, με
το σκορ να είναι ήδη 3-0 στο ημίχρονο. Η ρουμανική άμυνα κοίταγε τους Γκούλιτ
και φαν Μπάστεν να δημιουργούν τη μια ευκαιρία πίσω απ’ την άλλη να σημειώνουν
από 2 γκολ, με το τελικό 4-0 να μοιάζει φτωχό για να περιγράψει τη διαφορά
κλάσης των δύο ομάδων. Ο τερματοφύλακας των ηττημένων Σίλβιου Λουνγκ δήλωσε
μετά το τέλος του ματς:
"Ένιωσα εξαντλημένος. Στην καριέρα μου ποτέ άλλοτε δεν μου έκαναν τόσα πολλά σουτ".
«Την επομένη της νίκης μας επί της Στεάουα ξύπνησα με ένα συναίσθημα που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ. Είχα μια ασυνήθιστα γλυκιά γεύση στο στόμα. Συνειδητοποίησα ότι ήταν η αποθέωση ενός έργου ζωής»
είχε πει ο 44χρονος τότε κόουτς.
Η Μίλαν, ήταν Πρωταθλήτρια Ευρώπης για τρίτη φορά στην
ιστορία της και τα πανηγύρια που έλαβαν χώρα στα αποδυτήρια του "Καμπ
Νόου" δεν ήταν τίποτα μπροστά στο ατέλειωτο γλέντι που στήθηκε στον
ιταλικό βορρά. Ο Σάκι και οι παίκτες γύρισαν στο Μιλάνο θριαμβευτές, κι όλη η
φίλαθλη κοινή γνώμη αποθέωνε τη δική του Μίλαν που είχε αφήσει άφωνη το
ποδοσφαιρικό κοινό στη Γηραιά Ήπειρο.
Η κορυφή της Ευρώπης είναι ξανά "κοκκινόμαυρη"
Μεταγραφική ενίσχυση ιδιαίτερη δεν χρειαζόταν και οι
μόνες αξιοσημείωτες μεταγραφές ήταν εκείνες των πιτσιρικάδων Φουζέρ και Σιμόνε.
Ο Κοστακούρτα ήταν πλέον έτοιμος για να πάρει θέση δίπλα στον Μπαρέζι, ο
Ντοναντόνι με τον Μαλντίνι έχοντας βιώσει τέτοιες παραστάσεις σε τόσο νεαρή
ηλικία λογίζονταν ήδη ως έμπειροι, και η σεζόν 1989/90 ξεκινούσε με τις
καλύτερες προϋποθέσεις. Ο πρώτος τελικός του Ευρωπαϊκού Σούπερ Καπ κόντρα στην
Μπαρτσελόνα του προπονητή Γιόχαν Κρόιφ, έφερε ξανά τους Ιταλούς στο γήπεδο που
γεύτηκαν τη δόξα του Πρωταθλητριών, οι οποίοι και έφυγαν όρθιοι και με το 1-1
στις αποσκευές τους. Στη ρεβάνς του Μιλάνου, το γκολ του Εβάνι έδωσε ένα ακόμη
τρόπαιο επί θητείας Αρίγκο Σάκι.
Το Δεκέμβρη, η Μίλαν θα ταξίδευε στο Τόκιο για το
ραντεβού του Διηπειρωτικού Κυπέλλου με την Ατλέτικο Νασιονάλ από το Μεντεγίν. Η
αστοχία του φαν Μπάστεν και η μαχητικότητα των Κολομβιανών κρατούσαν το ματς
στο 0-0 με αποτέλεσμα οι δυο ομάδες να οδηγηθούν στην παράταση, όπου ένα λεπτό
πριν τη λήξη, ο Εβάνι, όπως και με τη Μπαρτσελόνα, έδωσε τη λύση σκοράροντας με
απευθείας φάουλ. Η Πρωταθλήτρια Ευρώπης και Κόσμου δεν έλεγε να βάλει φρένο
στις διακρίσεις. Συν τοις άλλοις, ο σπουδαίος Μάρκο φαν Μπάστεν κέρδιζε για
δεύτερη σερί χρονιά τη Χρυσή Μπάλα, με την τριάδα να συμπληρώνουν και πάλι δύο
συμπαίκτες του στη Μίλαν (Γκούλιτ και Ράικαρντ το ’88, Μπαρέζι και Ράικαρντ το
’89).
Στο πρωτάθλημα προβλεπόταν σκληρή μονομαχία με τη Νάπολι
του Ντιέγκο Μαραντόνα και στο Κύπελλο Πρωταθλητριών η συνάντηση με τη Ρεάλ
Μαδρίτης που "διψούσε" για εκδίκηση ήταν η πιο δύσκολη, μέχρι εκείνη
τη στιγμή, αποστολή για την ομάδα του Αρίγκο Σάκι. Στο πρώτο ματς, η συμπαγής
της άμυνα και η ατομική ικανότητα των επιθετικογενών της παικτών, έφερε ένα
"καθαρό" 2-0 με τα γκολ να προέρχονται και τις δύο φορές από
προσπάθειες των Ράικαρντ και φαν Μπάστεν.
Στον επαναληπτικό της Μαδρίτης η Μίλαν δεινοπάθησε, με το
"Μπερναμπέου" να παίρνει φωτιά όταν ο "Γύπας" Εμίλιο
Μπουντραγκένιο έκανε το 1-0 λίγο πριν λήξει το ημίχρονο. Οι Ιταλοί δε «μάσησαν»
από το αντιαθλητικό παιχνίδι των Ισπανών και τελικώς πήραν την πρόκριση χάρη
στο σκορ του πρώτου αγώνα. Επίσης δύσκολη ήταν η σειρά με τη βελγική Μέχελεν
ενώ και ο Γκούλιτ θα έχανε μεγάλο μέρος της χρονιάς λόγω τραυματισμού. Η λευκή
ισοπαλία στην ομώνυμη πόλη άφηνε ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα για τη ρεβάνς του
"Σαν Σίρο". Μέσα σε φανταστική ατμόσφαιρα, η Μιλάν πίεσε από την αρχή
για βάλει ένα γκολ που θα έλυνε τα πόδια των ποδοσφαιριστών. Τα νεύρα ήταν
πολλά με μία αποβολή για την κάθε ομάδα, και τους Ιταλούς να παίρνουν τελικώς
την πρόκριση στην παράταση με τέρματα των φαν Μπάστεν και Μασάρο.
Μια απ’ τα ίδια και στα ημιτελικά με τη Μπάγερν. Η νίκη
στο Μιλάνο με 1-0 ισοφαρίστηκε στο Μόναχο από το γκολ του Στρουντζ, και οι
"ροσονέρι" καλούνταν και πάλι να διεκδικήσουν την πρόκριση στην
παράταση. Η λόμπα-γκολ του αφανούς ήρωα Μποργκονόβο στο 101’ αποδείχτηκε
σωτήρια, και το τελικό 2-1 με το τέρμα του ΜακΙναλι έστελνε ξανά την -πολύ
σκληρή για να πεθάνει- Μίλαν στον τελικό, όπου θα υπερασπιζόταν τον τίτλο της. Η
υπερπροσπάθεια στο Κύπελλο Πρωταθλητριών είχε οδυνηρές παρενέργειες στο
πρωτάθλημα, καθώς τέσσερις μέρες μετά την πρόκριση επί της Μπάγερν, η ήττα στη
Βερόνα γκρέμισε τη Μίλαν από την κορυφή όπου συγκατοικούσε με τη Νάπολι, και η
ομάδα του Ντιέγκο πήρε τελικά τον τίτλο για δεύτερη φορά στην ιστορία της.
Η δικαίωση του αδικημένου
Ο Φρανκ Ράικαρντ, τερμάτισε τρίτος και στις δύο
τελευταίες ψηφοφορίες για την ανάδειξη του νικητή της Χρυσής Μπάλας. Το
ασταμάτητο τρέξιμο του, η ακριβής του πάσα και ο απαράμιλλος δυναμισμός του
ήταν σημεία αναφοράς στο παιχνίδι της Μίλαν του Σάκι. Ωστόσο τα γκολ του φαν
Μπάστεν ήταν εκείνα που φυσιολογικά τραβούσαν την προσοχή. Στον τελικό του
"Πράτερ" της Βιέννης, τον Μάιο του 1990 κόντρα στην Μπενφίκα, ο Μάρκο
δεν μπορούσε να βρει δίχτυα και ο Γκούλιτ δεν είχε βρει ακόμα πατήματα μετά τον
τραυματισμό του, οπότε ανέλαβε δράση ο τρίτος Ολλανδός της παρέας.
Τα λεπτά περνούσαν και η πορτογαλική άμυνα δεν έλεγε να
λυγίσει, όταν ο Ράικαρντ παίζοντας υποδειγματικά το ένα-δύο με τον φαν Μπάστεν,
βγήκε φάτσα με τον τερματοφύλακα της Μπενφίκα, Σιλβίνο, και πέτυχε το γκολ που
έδωσε στη Μίλαν τη νίκη όπως και το 1963 απέναντι στους "αετούς", και
βεβαίως το δεύτερο συνεχόμενο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Μπορεί να κλάταραν
κυριολεκτικά στις εγχώριες διοργανώσεις, χάνοντας και στους τελικούς του Κυπέλλου
Ιτάλιας από τη Γιουβέντους, στην Ευρώπη όμως οι ποδοσφαιριστές του Αρίγκο Σάκι
έδειξαν χαρακτήρα και κλάση φέρνοντας την 4η κούπα με "μεγάλα
αυτιά" στην ιστορία του συλλόγου, αν και δεν έπεισαν όπως την προηγούμενη
χρονιά.
Τα φώτα σβήνουν, η παράσταση τελειώνει
Νομοτελειακό φαινόμενο αποτελεί το γεγονός ότι μετά την
κορύφωση έρχεται η παρακμή. Το repeat του Ευρωπαϊκού Σούπερ Καπ και του
Διηπειρωτικού κόντρα σε Σαμπντόρια και Ολίμπια Ασουνσιόν αντιστοίχως, δεν
έκρυβε το τέλμα που βυθιζόταν αργά αργά η Μίλαν. Σοβαρές μεταγραφές μεταγραφές
δεν έγιναν, το όνομα του Σάκι άρχιζε να παίζει δυνατά για τον πάγκο της εθνικής
Ιταλίας, στο πρωτάθλημα βρέθηκε όλες κι όλες 5 αγωνιστικές συνολικά στην κορυφή
και μέσα σ’ όλα ο φαν Μπάστεν τσακώθηκε με τον προπονητή. Η σταγόνα όμως που
ξεχείλισε το ποτήρι με τα δεινά εκείνης τη σεζόν, ήταν ο επαναληπτικός του
"Βελοντρόμ" με τη Μαρσέιγ, στις 20 Μαρτίου του ’91.
Η Μίλαν είχε παραχωρήσει ισοπαλία στο πρώτο παιχνίδι, και
στη Γαλλία βρέθηκε να χάνει 1-0 με γκολ του Κρις Γουόντλ στο 75’. Δυο λεπτά
πριν τη λήξη ο φωτισμός του γηπέδου έπαθε βλάβη με αποτέλεσμα να διακοπεί το
παιχνίδι. Εις μάτην φώναζε ο διαιτητής Κάρλσον τους παίκτες της ιταλικής ομάδας
να βγουν από τα αποδυτήρια όταν αποκαταστάθηκε η ζημιά. Η ξεροκεφαλιά τελικά
των "ροσονέρι", που αρνήθηκαν να επιστρέψουν και να ολοκληρώσουν το
ματς, έφερε ήττα με 3-0 στα χαρτιά και καμπάνα από την UEFA με αποκλεισμό ενός
έτους από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Ο Σάκι, όπως αναμενόταν, αποχώρησε για
να αναλάβει την εθνική Ιταλίας, η Μίλαν θα συνέχιζε και τα επόμενα χρόνια να
πρωταγωνιστεί, αλλά ποτέ ξανά με τον ίδιο ξεχωριστό τρόπο που είχε εμφυτεύσει
στους παίκτες του ο Ιταλός τεχνικός.
Από το 1991 έως το 1996 ήταν επικεφαλής προπονητής της
Ιταλίας και την οδήγησε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994, όπου
ηττήθηκε από τη Βραζιλία στα πέναλτι. Ήταν συχνά στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος για τις μεθόδους του και τις ιδέες του. Είχε πολλές διαφωνίες με
τους οπαδούς και με μερικούς από τους παίκτες του! Τον Σεπτέμβριο του 2007, η
«Times» τον ονόμασε καλύτερο Ιταλό προπονητή όλων των εποχών και 11ο συνολικά
σε όλο τον κόσμο. Το 2011 έγινε μέρος του ιταλικού ποδοσφαιρικού Hall of Fame.
Σημασία
Ο Φάμπιο Καπέλο διαδέχθηκε τον Σάκι στην τεχνική ηγεσία
των "ροσονέρι" και στηριζόμενος στην ίδια καλή άμυνα αλλά με
διαφορετική μεσοεπιθετική γραμμή, κατόρθωσε να φτιάξει ένα σύνολο που σάρωσε τα
πρωταθλήματα εντός Ιταλίας (58 συνεχόμενα ματς αήττητη στη Serie A) και πήγε σε
3 τελικούς Champions League, κερδίζοντας τον έναν, κόντρα στη Μπαρτσελόνα με
4-0, στην Αθήνα. Ωστόσο, αν και η Μίλαν του Καπέλο είχε βασιστεί στις επιτυχίες
εκείνης του Σάκι, διέφερε αρκετά. Η εφαρμογή του πρέσινγκ και η διάταξη έμειναν
όμοια με πριν αλλά ο "δον" Φάμπιο εμφύσησε μια αμυντική σκοπιμότητα
αδιανόητη για τις ιδεαλιστικές απόψεις του Σάκι.
Ο πλέον κατάλληλος για να εκφράσει άποψη, ο Πάολο
Μαλντίνι, φρόντισε να βάλει τέλος στο θέμα ποια από τις δύο ήταν ανώτερες: «Η
Μίλαν του 1989, ήταν η καλύτερη που έχω αγωνιστεί στη καριέρα μου». Ήταν, γιατί
έκανε τους Ευρωπαίους φιλάθλους, αλλά και τους φίλους του ποδοσφαίρου
γενικότερα, να θυμηθούν σε τι επίπεδα ομορφιάς μπορεί να φτάσει το άθλημα που
λέγεται ποδόσφαιρο, μετά τον Άγιαξ και την εκπληκτική Ολλανδία στο πρώτο μισό
των "seventies".
Αυτό ο Αρίγκο Σάκι το είχε καταλάβει καλύτερα απ ‘ όλους.
Ξέφυγε από τα στενά και προσκολλημένα στην αμυντική λειτουργία ιταλικά πρότυπα
και υπακούοντας στους ποδοσφαιρικούς του μέντορες μπόλιασε τους παίκτες του με
την υποχρέωση όχι για απλώς να νικούν, αλλά να το πράττουν πειστικά. Τα λόγια
του προς τον Μάρκο φαν Μπάστεν αποδεικνύουν τι ακριβώς κρυβόταν πίσω από τη
Μίλαν του Σάκι.
«Ο Μάρκο (σ.σ. φαν Μπάστεν) με ρωτούσε συχνά γιατί εκτός από το να κερδίζουμε έπρεπε να το κάνουμε με πειστικό τρόπο. Πριν λίγα χρόνια το περιοδικό France Football έκανε έναν κατάλογο με τις δέκα καλύτερες ομάδες στην ιστορία. Η δική μου Μίλαν βρισκόταν εκεί. Το World Soccer έκανε το ίδιο και η δική μου Μίλαν ήταν 4η, πίσω από τις Ουγγαρία του 1954, τη Βραζιλία του 1970 και την Ολλανδία του 1974, αλλά αυτές ήταν εθνικές ομάδες. Πήρα τα περιοδικά και είπα στον Μάρκο: Να γιατί πρέπει να κερδίζεις με πειστικό τρόπο»!
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές
(Γκολ)
Καριέρα
- 1964–1977: Fusignano CF
- 1977–1979: Associazione Calcio Bellaria Igea Marina
Προπονητική καριέρα
- 1985–1987: Società Sportiva Dilettantistica Parma Calcio 1913
- 1987–1991: Associazione Calcio Milan
- 1991–1996: Italy
- 1996/97: Associazione Calcio Milan
- 1998/99: Club Atlético de Madrid
- 2001: Società Sportiva Dilettantistica Parma Calcio 1913
- 2004–2005: Real Madrid Club de Fútbol (διευθυντής του ποδοσφαιρικού τμήματος)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με την Parma
- Πρωτάθλημα Γ’ Κατηγορίας Ιταλίας: 1986
Με την Milan
- Πρωτάθλημα Ιταλίας: 1987/88
- Σούπερ Καπ Ιταλίας: 1988
- Κύπελλο Πρωταθλητριών: 2 (1988/89, 1989/90)
- Ευρωπαϊκό Supercup: 2 (1989, 1990)
- Διηπειρωτικό Κύπελλο: 2 (1989, 1990)
- Κύπελλο Ιταλίας: φιναλίστ 1989/90
Διεθνείς
Με την Ιταλία
- Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ1994
Προσωπικές Διακρίσεις
- Seminatore d'Oro: 2 (1988, 1989)
- Προπονητής της Χρονιάς από το αγγλικό περιοδικό «World Soccer»: 1989
- Μέλος του Hall of Fame του ιταλικού ποδοσφαίρου: 2011
ΠΗΓΗ: sport24.gr