Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Νίκολα Μπέρτι

Ο Ιταλός κεντρικός μέσος Νίκολα Μπέρτι (Nicola Berti), γεννήθηκε στις 14 Απριλίου του 1967, στο Σαλσοματζιόρε Τέρμε, μια πόλη της Εμίλια-Ρομάνα, κοντά στη Πάρμα. Η ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία, διήρκεσε τρεις δεκαετίες, κατά την οποία έπαιξε για αρκετούς διαφορετικούς συλλόγους: μετά το ξεκίνημα της καριέρας του με την Πάρμα, αργότερα αγωνίστηκε με τη Φιορεντίνα και κυρίως με την Ίντερ του Μιλάνου, όπου έγινε ένα σημαντικό στέλεχος στη μεσαία γραμμή της ομάδας, κατακτώντας έναν τίτλο της ιταλικής  Serie A και 3 Κύπελλα UEFA. Μετά από τη θητεία του στην Ιταλία, έκλεισε την καριέρα του, παίζοντας για τη Τότεναμ στην Αγγλία, την Αλαβές στην Ισπανία και την Νόρδερν Σπίριτ στην Αυστραλία. Παρά την αρχική έλλειψη του σε τεχνικές αρετές, κάτι το οποίο ανέπτυξε με την πάροδο του χρόνου, υπήρξε ένας δυναμικός ποδοσφαιριστής με θαυμάσια αντίληψη, επίμονος και εργατικός παίκτης, με καίρια και αποτελεσματικά μαρκαρίσματα, οξυδέρκεια, μεγάλη αντοχή και ιδανικός σε οργανωτικό ρόλο, εξελισσόμενος σε έναν παίκτη ικανό να παίζει οπουδήποτε στη μεσαία γραμμή! Θεωρείται ως ο ακρογωνιαίος λίθος για την ιταλική εθνική ομάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, φτάνοντας στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994 και τερματίζοντας στην 3η θέση στη διοργάνωση του 1990 στα γήπεδα της πατρίδας του.


Έμαθε τα μυστικά της μπάλας στις ακαδημίες της Πάρμα. Το 1982, στα 17 του χρόνια, ντεμπουτάρισε πλάι στους επαγγελματίες των «παρμένσι», στην Γ’ Κατηγορία, υπό τις οδηγίες του Αρίγκο Σάκι (Arrigo Sacchi), στους οποίους έμεινε για μία τριετία, κερδίζοντας την άνοδο στη Serie Β’ τη πρώτη του σεζόν εκεί, «φτιάχνοντας» τη φήμη του, αγωνιζόμενος κυρίως ως δεξιός μέσος. Επόμενος «σταθμός» του, το 1985, ήταν η Φιορεντίνα, όπου και έμαθε να παίζει ως κεντρικός χαφ, υπό την καθοδήγηση του Σουηδού τεχνικού Σβεν-Γκόραν Έρικσον (Sven-Göran Eriksson). Στα τρία χρόνια που ανήκε στους «Βιόλα» κατέγραψε 80 παρουσίες και 8 γκολ, πετυχαίνοντας να καθιερωθεί στις συνειδήσεις των ποδοσφαιρόφιλων.


Ακολούθησε το ακόμη μεγαλύτερο βήμα, υπογράφοντας στην Ίντερ, το 1988 για 3,6 εκατομμύρια λίρες. Κατά του πρώτη του σεζόν στο σύλλογο, σχημάτισε μια αξιοσημείωτη συνεργασία στη μεσαία γραμμή με Λόταρ Ματέους (Lothar Matthäus) και ήταν μέλος μιας ομάδας που κατέκτησε την ιταλική Serie A’ της περιόδου 1988/89, με ρεκόρ διαφοράς 11 βαθμών, υπό την προπονητική καθοδήγηση του Τζιοβάνι Τραπατόνι (Giovanni Trapattoni), χάνοντας μόνο δύο φορές και πετυχαίνοντας ρεκόρ συγκομιδής βαθμών, με 58 πόντους σε σύστημα 2 βαθμών στη νίκη. Ο ίδιος συνέβαλε με 7 γκολ στο πρωτάθλημα εκείνη την εποχή από τη μεσαία γραμμή.


Κατέκτησε επίσης το ιταλικό Σούπερ Καπ του 1989 και 3 φορές το Κύπελλο UEFA (1991, 1994, 1998), επίσης, φθάνοντας σ’ έναν επιπλέον τελικό, το 1997. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις επιτυχίες του συλλόγου από τη μεσαία γραμμή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, σκοράροντας τόσο στον τελικό του Κυπέλλου UEFA του 1991, όσο και το τελικό της ίδιας διοργάνωσης το 1994. Με τα χρώματα των «νερατζούρι» αγωνίστηκε για, ούτε λίγο ούτε πολύ, 10 σεζόν και σ’ αυτό το διάστημα χρησιμοποιήθηκε σε 229 αναμετρήσεις τους, σκοράροντας 29 γκολ και διατελώντας επίσης αρχηγός τους! Συνολικά, έπαιξε για την Ίντερ σε 311 αγώνες και σκόραρε 41 γκολ.


Έμεινε ελεύθερος και επέλεξε να δοκιμάσει την τύχη του στο εξωτερικό. Εντάχθηκε στην Τότεναμ, τον Ιανουάριο του 1998, με ελεύθερη μεταγραφή και στη μία χρονιά που φόρεσε τη φανέλα των «πετεινών», συμμετέχοντας σε 21 παιχνίδια με 3 γκολ, συνέβαλε αποφασιστικά ώστε η ομάδα όχι μόνο να παραμείνει στην Πρέμιερ Λιγκ αλλά και να κατακτήσει το Λιγκ Καπ! Όταν ο Τζορτζ Γκρέιαμ (George Graham) αντικαταστάθηκε από τον Κρίστιαν Γκρος (Christian Gross) ως προπονητής της Τότεναμ, του επετράπη να φύγει από το σύλλογο και να ενταχθεί με ελεύθερη μεταγραφή στη Ντεπορτίβο Αλαβές, για την οποία έπαιξε δύο περιόδους στην ισπανική La Liga, συμμετέχοντας σε 51 συναντήσεις της με 5 γκολ και έκλεισε την καριέρα του στην Αυστραλία και τη Νόρθερν Σπίριτ, το 2002.


Έχοντας  παίξει για εθνική Ιταλίας κάτω των 21 ετών,  τόσο στο αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1986, φτάνοντας στον τελικό, όσο και του 1988, υπό τον Τσέζαρε Μαλντίνι (Cesare Maldini), έκανε το ντεμπούτο του για την ανδρική ιταλική ομάδα, εναντίον της Νορβηγίας το 1988, κάτω από τις οδηγίες του Ατζέλιο Βιτσίνι  (Azeglio Vicini). Σκόραρε  το πρώτο γκολ του, εναντίον της Σκωτίας, στην τρίτη εμφάνισή του για τους «ατζούρι»


Ήταν στην ομάδα για το Παγκόσμιο Κύπελλο του  1990, όπου έπαιξε σε 4 αγώνες, φορώντας το № 10, συμπεριλαμβανομένου και του αγώνα για την 3η θέση, εναντίον της Αγγλίας, που η Ιταλία κέρδισε με 2-1. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, υπό τις οδηγίες του Αρίγκο Σάκι, έπαιξε σε όλους τους αγώνες συμπεριλαμβανομένου και του τελικού!  Εκπροσώπησε  την Ιταλία 39 φορές συνολικά, σκοράροντας 3 γκολ, από το 1988 έως το 1995.


Παρά την αρχική έλλειψη αξιόλογων τεχνικών αρετών, κατάφερε να τις βελτιώσει σε μεγάλο βαθμό στη μετέπειτα καριέρα του. Υπήρξε ένας ενεργητικός, επίμονος, τακτικά έξυπνος και δύσκολος στην αντιμετώπιση box-to-box μέσος, ο οποίος δεν είχε κανένα πρόβλημα να μαζεύει κάρτες, λόγω της επιθετικότητάς  του, αρκεί να κατέστρεφε το παιχνίδι του αντιπάλου. Σε αντίθεση με τους περισσότερους αμυντικούς μέσους, προτιμούσε να ασκεί πίεση στους αντιπάλους του σε πιο προηγμένους ρόλους στο κέντρο και πιο ψηλά στον αγωνιστικό χώρο και όχι κατά κύριο λόγο περιμένοντας μπροστά από την άμυνα της ομάδας του.


Ένας ψηλός, λεπτός και δυναμικός ποδοσφαιριστής, ήταν γνωστός κυρίως για το ρυθμό, την αντοχή, την ακούραστη εργασία και τη ποικιλία στο σουτ, κάτι το οποίο τον έκανε έναν ευέλικτο παίκτη, ο οποίος ήταν σε θέση να παίζει οπουδήποτε στη μεσαία γραμμή. Αυτές οι δεξιότητες,  του επέτρεψαν να βοηθά την ομάδα του, τόσο αμυντικά όσο και επιθετικά, ή ακόμη και να ξεκινά επιθέσεις, παίζοντας με μακρινές μπαλιές. Εκτός από την ικανότητά του να σπάει το παιχνίδι του αντιπάλου, ήταν επίσης αποτελεσματικός και στον αέρα. Αν και αρχικά έγινε γνωστός για τη φυσική φυσιογνωμική ομοιότητά του με τον Ιταλό Θρύλο Τζιάνι Ριβέρα (Gianni Rivera) στα νιάτα του, τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά του και το στυλ παιχνιδιού του, τον οδήγησαν αργότερα να συγκριθεί με το είδωλό του στη παιδική του ηλικία, τον Μάρκο Ταρντέλι (Marco Tardelli).


Τιμήθηκε με το Μετάλλιο της Τιμής της ιταλικής Δημοκρατίας για την προσφορά του στο ποδόσφαιρο. Σήμερα, εργάζεται ως τηλεσχολιαστής για λογαριασμό διαφόρων ραδιοτηλεοπτικών Μέσων και αρκετά συχνά συμμετέχει σε αγώνες παλαιμάχων.



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1982–1985: Società Sportiva Dilettantistica Parma Calcio 1913, 28 (0)
  • ·         1985–1988: Associazione Calcio Firenze Fiorentina, 80 (8)
  • ·         1988–1998: Football Club Internazionale Milano, 229 (29)
  • ·         1998/99: Tottenham Hotspur Football Club, 21 (3)
  • ·         1999–2001: Deportivo Alavés, 51 (5)
  • ·         2001/02: Northern Spirit (η σημερινή Gladesville Hornsby Football Association Spirit FC), 19 (2)
Σύνολο καριέρας: 428 (47)

Διεθνής

  • ·         1988–1995: Ιταλία, 39 (3)


Τίτλοι

Συλλογικοί

Με την Parma
  • ·         Πρωτάθλημα Γ’ Κατηγορίας Ιταλίας: 1983/84

Με την Inter
  • ·         Πρωτάθλημα Ιταλίας: 1988/89 και επιλαχών 1992/93
  • ·         Σούπερ Καπ Ιταλίας: 1989
  • ·         Κύπελλο UEFA: 3 (1990/91, 1993/94, 1997/98) και φιναλίστ 1996/97

Με την Tottenham Hotspur
  • ·         Λιγκ Καπ Αγγλίας: 1998/99

Διεθνείς

Με την Ιταλία
  • ·         Παγκόσμιο Κύπελλο: 3η θέση το 1990, φιναλίστ το 1994

Τιμές

  • ·         Ιππότης 5ης Κλάσης –Μετάλλιο της Τιμής της Ιταλικής Δημοκρατίας: 1991



ΠΗΓΗ: balleto.gr