Ο Πορτογάλος επιθετικός μέσος Ρούι
Κόστα (Rui Manuel César Costa), γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1972, στην
Αμαδόρα, στην ευρύτερη περιοχή της Λισαβόνας.
Ως ένας από τους Μεγαλύτερους Μέσους της γενιάς του, έπαιξε σε ένα
δημιουργικό ρόλο ως μεσοεπιθετικός, αλλά ήταν επίσης σε θέση να παίζει ως
οργανωτικός μέσος ή και πλέι-μέικερ, ή ακόμη και ως εξτρέμ. Καθ’ όλη της
ποδοσφαιρικής του καριέρας, ήταν γνωστός για την καλή τεχνική του κατάρτιση και
την εξαιρετική πάσα του, τα οποία τον έκαναν ικανό να βοηθά επιθετικά. Ήταν
επίσης εξαιρετικός χειριστής της μπάλας και με τα δύο πόδια. Το 2004,
ονομάστηκε από τον Πελέ στον κατάλογο «FIFA 100», ως ένας από τους 125 Μεγαλύτερους
Εν Ζωή Καλύτερους Ποδοσφαιριστές του Κόσμου στο πλαίσιο των εορτασμών για τα
100 Χρόνια της FIFA.
Με το παρατσούκλι «Il Maestro», πέρασε το μεγαλύτερο μέρος
της καριέρας του με την Μπενφίκα στην Πορτογαλία και τις Φιορεντίνα και Μίλαν
στην Ιταλία. Σε μια καριέρα που εκτάθηκε σε 17 χρόνια, κέρδισε πολλά τρόπαια
συμπεριλαμβανομένου ενός τίτλου Πρωταθλητή και ενός Κυπελλούχου Πορτογαλίας, ενός
τίτλου της ιταλικής Serie A τίτλο, 3 ιταλικών Κυπέλλων, ενός UEFA Champions
League και ενός Ευρωπαϊκού Super Cup. Συγκέντρωσε 94 διεθνείς συμμετοχές με την
εθνική πορτογαλική ομάδα, σκοράροντας 26 γκολ και εκπροσώπησε τη χώρα σε 3
Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο.
Μόλις στα 5 του χρόνια άρχισε να
ασχολείται με το ποδόσφαιρο. Μετά από κάποια χρόνια, ο μικρός Ρούι πήγε να
δοκιμαστεί στις ακαδημίες της Μπενφίκα. Εκείνη την περίοδο, υπεύθυνος των
ακαδημιών των «αετών της Λισσαβόνας», ήταν ο θρύλος του πορτογαλικού
ποδοσφαίρου και ίνδαλμα για κάθε νέο ποδοσφαιριστή της χώρας, ο Εουσέμπιο
(Eusébio), ο οποίος μετά από δέκα λεπτά προπόνησης ενθουσιάστηκε από τις
ικανότητες του πιτσιρικά και τον συμπεριέλαβε στην ομάδα νέων των «Αετών της
Λισαβόνας». Το 1990 δόθηκε δανεικός στην Φάφε για να αποκτήσει εμπειρίες, αλλά
και για να επιστρέψει έτοιμος για την πρώτη ομάδα.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1991, κερδίζει
τον πρώτο του τίτλο και μάλιστα με την Εθνική ομάδα της χώρας του. Η εύστοχη
εκτέλεση πέναλτι από τον ίδιο, χαρίζει στην Πορτογαλία το δεύτερο συνεχόμενο
Παγκόσμιο Κύπελλο κάτω των 21, μετά από εκείνο του 1989. Επιστρέφει θριαμβευτής
στη Μπενφίκα και δηλώνει αποφασισμένος για μεγάλα πράγματα, σχηματίζοντας μια
τρομερή συνεργασία στη μεσαία γραμμή με τον Ζοάο Πίντο (João Vieira Pinto). Οι
εμφανίσεις του κάθε χρόνο είναι όλο και πιο ενθαρρυντικές με αποτέλεσμα, κατά
τη διάρκεια των δύο τελευταίων σεζόν του με την Μπενφίκα, στην πρώτη περίοδό
του με τον σύλλογο, να κατακτήσει και τους πρώτους του τίτλους σε συλλογικό
επίπεδο. Το Κύπελλο Πορτογαλίας του 1993 και το πρωτάθλημα Πορτογαλίας του
1994, που ήταν και το τελευταίο πρωτάθλημα για τη Μπενφίκα για 11 χρόνια!
Ωστόσο, η Μπενφίκα μαστίζεται από οικονομικά προβλήματα και μία προσφορά της
τάξης περίπου των 6 εκατομμυρίων ευρώ από την ιταλική Φιορεντίνα σε καμία
περίπτωση δε θα μπορούσε να την αρνηθεί.
Έτσι λοιπόν, ο 22χρονος τότε Ρούι Κόστα,
μετακομίζει στην Ιταλία όπου έμελλε να γράψει τα κυριότερα κεφάλαια της
ολόχρυσης ποδοσφαιρικής του ιστορίας. Στο «Αρτέμιο Φράνκι» αγωνίζεται μέχρι το
καλοκαίρι του 2001, συμπληρώνοντας 7 χρόνια στην πόλη της Φλωρεντίας. Με τη
φανέλα των «Βιόλα», κατάφερε να κερδίσει τίτλους, διακρίσεις αλλά και δόξα.
Κατέκτησε 2 φορές το Κύπελλο Ιταλίας, το 1996 και το 2001, αλλά και το ιταλικό
Σούπερ Καπ, το 1996. Μάλιστα, ο Πορτογάλος μεσοεπιθετικός είχε και αρκετές
προσωπικές διακρίσεις στο διάστημα που αγωνιζόταν στη Φιορεντίνα. Δεν ήταν
λίγες οι φορές που ανακηρύχθηκε το καλύτερο 10άρι της αγωνιστικής, την ίδια
στιγμή που στο ιταλικό πρωτάθλημα υπήρχαν ποδοσφαιριστές όπως ο Ζινεντίν Ζιντάν
(Zinedine Zidane).
Με την αξία του πλέον να έχει εκτοξευθεί,
αποφάσισε να πάρει μεταγραφή σε μία
ομάδα που θα του προσέφερε τη δυνατότητα να κατακτήσει έναν ευρωπαϊκό τίτλο.
Και η ομάδα αυτή ήταν η Μίλαν! Μάλιστα, ο Φατίχ Τερίμ (Fatih Terim), πρώην
προπονητής του στη Φιορεντίνα, μόλις ανέλαβε τη Μίλαν, απαίτησε την απόκτησή
του. Όπερ κι εγένετο, έναντι 35 εκατομμυρίων ευρώ. Στο Μιλάνο, έμεινε μέχρι το 2006 και
κατόρθωσε να κερδίσει αυτό που του έλειπε τόσα χρόνια, έναν ευρωπαϊκό τίτλο. Με
τα χρώματα των «ροσονέρι» κατέκτησε το Τσάμπιονς Λιγκ το 2003, στον εμφύλιο
τελικό απέναντι στη Γιουβέντους, στο Ολντ Τράφορντ του Μάντσεστερ. Μέσα σε μια
5ετία, ιδιαίτερα εύφορη για τη Μίλαν, κατέκτησε το Κύπελλο Ιταλίας και το
ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ το 2003, καθώς επίσης το Πρωτάθλημα Ιταλίας και το ιταλικό
Σούπερ Καπ το 2004!
Στις 25 Μαΐου του 2006 και σε ηλικία 34 ετών,
πήρε την απόφαση να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη και στην αγαπημένη του
Μπενφίκα, για να κλείσει εκεί την πλούσια καριέρα του. Στους «Αετούς της
Λισσαβόνας» αγωνίστηκε για δύο σεζόν, έχοντας συνολικά 43 συμμετοχές και 5
γκολ. Σ’ αυτή τη διετία ήταν συμπαίκτης και με δύο Έλληνες ποδοσφαιριστές και
καλούς του φίλους, τον Γιώργο Καραγκούνη και τον Κώστα Κατσουράνη. Στις 11 Μαΐου του 2008, μετά το παιχνίδι με
τη Βιτόρια Σετούμπαλ, έπεσε η αυλαία για τον σπουδαίο ποδοσφαιριστή, Ρούι
Κόστα. Από την επόμενη μέρα, ανέλαβε καθήκοντα Τεχνικού Διευθυντή στη Μπενφίκα,
θέση που διατηρεί μέχρι και σήμερα.
Με τα χρώματα της Εθνικής Πορτογαλίας,
έζησε μεγάλες στιγμές. Σκόραρε 26 γκολ σε 94 διεθνή παιχνίδια, επιδόσεις που
τον κατατάσσουν 4ο από πλευράς συμμετοχών και 7ο
Υψηλότερο Σκόρερ στις λίστες των Πορτογάλων διεθνών. Παρέα με τον Λούις Φίγκο
(Luis Figo), τον Ζοάο Πίντο (Joao Pinto), τον Παουλέτα (Pauleta) και άλλους
μεγάλους της γενιάς του, κατέκτησε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κάτω των 20, το
1991. Στη συνέχεια όμως, παρότι είχαν εξαιρετική πορεία στην κατηγορία των
Νέων, δεν κατάφεραν να γευτούν κάποιο τίτλο και με τους Άνδρες. Ωστόσο, οι
διακρίσεις δεν έλειψαν. Συμμετείχε στο Euro του 1996 και έφτασε στα ημιτελικά
και τη 3η θέση στο Euro του 2000, αλλά και στον τελικό του Euro του 2004.
Συμμετείχε και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, στα γήπεδα της Κορέας και της
Ιαπωνίας. Η μοναδική φορά που αποβλήθηκε στην καριέρα του, ήταν σε ένα διεθνές
παιχνίδι εναντίον της Γερμανίας.
PALMARES
Περίοδος:
Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- 1977–1990: Sport Lisboa e Benfica
Επαγγελματική καριέρα
- 1990–1994: Sport Lisboa e Benfica, 78 (13)
- 1990/91: (δανεικός) → Associação Desportiva de Fafe, 38 (6)
- 1994–2001: Associazione Calcio Fiorentina, 215 (38)
- 2001–2006: Associazione Calcio Milan, 124 (4)
- 2006–2008: Sport Lisboa e Benfica, 43 (5)
Σύνολο καριέρας: 498 (66)
Διεθνής
- 1990: Εθνική Παίδων Πορτογαλίας, 4 (1)
- 1991: Εθνική Εφήβων Πορτογαλίας, 11 (1)
- 1992–1994: Εθνική Νέων Πορτογαλίας, 19 (7)
- 1993–2004: Πορτογαλία, 94 (26)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με
την Benfica
- Πρωτάθλημα Πορτογαλίας: 1993/94
- Κύπελλο Πορτογαλίας: 1992/93
- Σούπερ Καπ Πορτογαλίας (Cândido de Oliveira): 1993 και φιναλίστ το 1991
Με την Fiorentina
- Κύπελλο Ιταλίας: 2 (1995/96, 2000/01)
- Σούπερ Καπ Ιταλίας: 1996
Πρωτάθλημα Ιταλίας: 2003/04
- Κύπελλο Ιταλίας: 2002/03
- Σούπερ Καπ Ιταλίας: 2004
- UEFA Champions League: 2002/03
- Ευρωπαϊκό Super Cup: 2003
- Διηπειρωτικό Κύπελλο: φιναλίστ το 2003
Διεθνείς
Με
την Πορτογαλία
- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εφήβων: φιναλίστ 1990
- Παγκόσμιο Κύπελλο Νέων FIFA: 1991
- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ελπίδων: φιναλίστ 1994
- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: φιναλίστ το 2004 και 3η θέση το 2000
Προσωπικές Διακρίσεις
- Μέλος Καλύτερης Ενδεκάδας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 2 (1996, 2000)
- Μέλος Επιλέκτων FIFA: 1998
- Πρώτος στις ασίστ στο UEFA Champions League: 2002/03
- Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Ποδοσφαιριστών του Κόσμου, που συνέταξε το 2004 ο Πελέ, για τα 100 Χρόνια της FIFA
- Παίκτης της Χρονιάς για την Πορτογαλία (Cosme Damião Award): 2007
- Μέλος του Hall of Fame της AC Milan
Τιμές
- Αξιωματικός του Τάγματος του Πρίγκιπα Ερρίκου
ΠΗΓΗ: sportreview.gr