Ο Έλληνας οργανωτικός ή και επιθετικός μέσος, Γιώργος Κούδας γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου του 1946 στον Άγιο Παύλο Θεσσαλονίκης. Άριστος τεχνίτης της μπάλας, πολύ καλός οργανωτής και εξίσου καλός σκόρερ. Οι περίτεχνες ενέργειές του, τον έκαναν εξαιρετικά αγαπητό στους φιλάθλους του ΠΑΟΚ όπου αγωνίστηκε από το 1963 έως το 1984, όντας στα εφηβικά τμήματα του συλλόγου, ήδη από το 1958. Οι φίλοι του ΠΑΟΚ τον αποκαλούσαν «Μεγαλέξανδρο». Το καλοκαίρι του 1966 αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό, στον οποίο ουδέποτε αγωνίστηκε σε επίσημο αγώνα, γιατί δεν δόθηκε συγκατάθεση από τη διοίκηση του ΠΑΟΚ, αφού δεν υπήρχαν ακόμη τα επαγγελματικά συμβόλαια. Αυτό, είχε σαν αποτέλεσμα να μείνει για περίπου 2 χρόνια εκτός αγωνιστικής δράσης και εκείνη την ιστορία να προκαλεί μια βεντέτα μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων, που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπέρασε τα όρια του γελοίου.
Αγωνίστηκε σε 504 αγώνες πρωταθλήματος και σημείωσε 133 γκολ, ενώ στο κύπελλο σε 70 συμμετοχές σκόραρε 27 γκολ. Συνολικά μαζί με τους ευρωπαϊκούς αγώνες και τους φιλικούς έχει αγωνιστεί 780 φορές με τη φανέλα του ΠΑΟΚ, σκοράροντας 220 τέρματα. Κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας την περίοδο 1975/76 και 2 κύπελλα Ελλάδας, το 1972 και 1974. Ως αρχηγός της ομάδας, ευτύχησε ο ίδιος να σηκώσει πρώτος αυτά τα τρόπαια. Τον Σεπτέμβριο του 1995 δόθηκε προς τιμήν του φιλικός αγώνας στο γήπεδο της Τούμπας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, στον οποίο αγωνιζόμενος στα πρώτα λεπτά του αγώνα έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στην εθνική ομάδα, σε ηλικία 49 ετών!
Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο από τις παιδικές ομάδες του
ΠΑΟΚ, από το 1958, στα 12 του χρόνια. Επαγγελματικά, ξεκίνησε να αγωνίζεται το
1963. Ήταν άριστος τεχνίτης της μπάλας, πολύ καλός οργανωτής και εξίσου καλός
σκόρερ. Οι περίτεχνες ενέργειές του τον έκαναν εξαιρετικά αγαπητό στους
φιλάθλους του ΠΑΟΚ, στον οποίο αγωνίστηκε σε όλη του την επαγγελματική καριέρα
και τον υπηρέτησε έως το 1984.
Στις 14 Ιουλίου του 1966 όμως, ο Γιώργος Κούδας, που ήταν
τότε το μεγάλο αστέρι του ΠΑΟΚ, βρέθηκε στον Πειραιά για να συζητήσει με τους
παράγοντες του Ολυμπιακού. Μάγευε τους οπαδούς στην Τούμπα και παράλληλα
εργαζόταν για να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα. Ένα χρόνο πριν, η ομάδα
του είχε αποφασίσει να βοηθήσει την οικογένειά του ανοίγοντας ένα ουζερί στον
πατέρα του, Ιωάννη. Όμως, μετά τους πρώτους μήνες, η διοίκηση, όπως έχει
γραφτεί, άφησε ανεξόφλητα γραμμάτια και έτσι δημιουργήθηκε ένα χρέος 150.000
δραχμών, το οποίο επιβάρυνε το νεαρό ποδοσφαιριστή.
Έτσι, παράλληλα με το οικονομικό πρόβλημα της οικογένειας, εμφανίστηκαν άνθρωποι από τον Πειραιά. Ο ενδιάμεσος του υποσχέθηκε ικανοποιητικό μισθό και τη δημιουργία ενός ουζερί για τον πατέρα του. Έτσι, στις 14 Ιουλίου η είδηση της καθόδου του στον Πειραιά προκάλεσε αντιδράσεις. Η διοίκηση του ΠΑΟΚ ξεκαθάρισε ότι ο παίκτης δεν παραχωρείται με κανένα τίμημα. Άλλωστε, εκείνη την εποχή ένας ποδοσφαιριστής έπαιρνε μετεγγραφή μόνο εάν έλεγε το «ναι» και η ομάδα του. Εάν πάντως αυτός δεν ήθελε να παραμείνει στην ομάδα που αγωνιζόταν, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σταματήσει το ποδόσφαιρο.
Μία ημέρα αργότερα, εκπρόσωπος του Ολυμπιακού δήλωσε άγνοια για το θέμα και τόνισε ότι «ο Ολυμπιακός δεν προτίθεται να διαταράξει τις φιλικές σχέσεις του με τον ΠΑΟΚ» και την επόμενη μέρα παράγοντες των ερυθρόλευκων δήλωσαν ότι υπεύθυνος για την αναστάτωση που δημιουργήθηκε, ήταν ο ποδοσφαιριστής. Ωστόσο, εκείνος ήταν παρών στο διοικητικό συμβούλιο του Ολυμπιακού στις 18 Ιουλίου και σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής του προτάθηκε μισθός 8.000 δραχμών.
Γι’ αυτό και ο πατέρας του, ακριβώς την ίδια μέρα, έστειλε
επιστολή στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και κατηγόρησε τον ΠΑΟΚ για
ασυνέπεια. Ζήτησε συγνώμη από τους φιλάθλους για την απόφαση που είχε πάρει να
στείλει το γιο του στον Πειραιά. «Το παιδί μου έχει δημιουργήσει χρέος σε
μετρητά και γραμμάτια άνω των 150.000 δραχμών. Αυτό το μαγαζί έκαμαν στον
Κούδα», αναφερόταν, μεταξύ άλλων, στην επιστολή. Και στις εφημερίδες της Αθήνας
δημοσιευόταν δήλωση του ποδοσφαιριστή που έλεγε ότι «δεν πρόκειται να ξαναπαίξω
στον ΠΑΟΚ».
Λίγες ημέρες αργότερα ο ποδοσφαιριστής έστειλε επιστολή στις εφημερίδες της συμπρωτεύουσας και δήλωνε, μεταξύ άλλων, «εγώ και η οικογένειά μου υπομείναμε πολλά και φτάσαμε σε σημείο να στερηθούμε ακόμη και την τροφή. Τα υπομείναμε γιατί αγαπούσαμε και εξακολουθούμε να αγαπούμε τον ΠΑΟΚ. Για μένα και την οικογένειά μου είναι η δεύτερη θρησκεία. Πέραν όμως, από όλα αυτά, δεν ανέχομαι από κανέναν να αποκαλεί εμένα και την οικογένειά μου εκβιαστές… Το σωματείον “Ολυμπιακός” εις το οποίο μόνος μου ζήτησα να πάω, έχει τόσο στενές φιλικές σχέσεις με τον αγαπημένο μου ΠΑΟΚ, ώστε να παρέχει εγγυήσεις ότι θα με προσέξει… Γνωρίζετε άλλωστε ότι για τη μεταγραφή μου εγώ δεν αξίωσα τίποτα από το νέο μου σωματείο τον Ολυμπιακό».
Ο Κούδας άρχισε να αγωνίζεται με τη φανέλα του Ολυμπιακού και να αποθεώνεται από τους φιλάθλους όμως τιμωρήθηκε με αποκλεισμό 15 ημερών
έπειτα από απαίτηση του ΠΑΟΚ. Από τότε δεν ξαναφόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού.
Αντιθέτως, παρουσιάστηκε στο Λιμενικό Σώμα για να εκτίσει τη θητεία του. Στα
δύο χρόνια που ακολούθησαν κάθε επίσκεψη του Ολυμπιακού στη Θεσσαλονίκη
μετατρεπόταν σε εφιάλτη για εκείνους.
Τον Απρίλιο του 67 όταν ξέσπασε η δικτατορία μία από τις προτεραιότητες του γενικού γραμματέα Αθλητισμού, Κωνσταντίνου Ασλανίδη, ήταν να βάλει τέλος στην «υπόθεση Κούδα» και παράλληλα στον πόλεμο μεταξύ «βορείων και νοτίων». Ο γενικός γραμματέας του ΠΑΟΚ απειλούνταν ακόμη και με εξορία, σε περίπτωση που δεν συναινούσε τελικά στη μεταγραφή. Μετά από διάφορες προτάσεις, ο γ.γ. του ΠΑΟΚ, απάντησε: «Επανάσταση κάνατε, βγάλτε μια διαταγή και πάρτε τον. Εγώ δεν υπογράφω».
Έτσι, τον Αύγουστο του 1968, ο Γιώργος Κούδας πέρασε το
κατώφλι των γραφείων του ΠΑΟΚ και από τότε και για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια
μεγαλούργησε με την ομάδα της Θεσσαλονίκης. Οδήγησε το σύλλογο σε τρόπαια και
διακρίσεις, πάντα προτάσσοντας το ήθος και το ταλέντο του και γι’ αυτό τον
αποκάλεσαν «Μεγαλέξανδρο» του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Στο διάστημα 1967-1982 ο Γιώργος Κούδας υπήρξε διεθνής 43
φορές με την εθνική Ελλάδας, ενώ υπήρξε μέλος της στην τελική φάση του
ευρωπαϊκού πρωταθλήματος του 1980 στην Ιταλία. Κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο
Ποδοσφαίρου Ενόπλων 1968 με την εθνική Ενόπλων. Επίσης αγωνίστηκε με την εθνική
Νέων στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα το 1965 σε δύο αγώνες πετυχαίνοντας ισάριθμα
τέρματα, καθώς και στην εθνική Ελπίδων, με την οποία το 1969 κατέκτησε το
Βαλκανικό Κύπελλο.
Τον Σεπτέμβριο του 1995 δόθηκε προς τιμήν του φιλικός αγώνας στο γήπεδο της Τούμπας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, στον οποίο αγωνιζόμενος στα πρώτα λεπτά του αγώνα έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στην εθνική ομάδα, σε ηλικία 49 ετών. Συνήθως τα φιλικά προς τιμήν ενός μεγάλου παίκτη, διεξάγονται λίγο καιρό αφότου ο τελευταίος κρεμάσει τα παπούτσια του. Δηλαδή όσο ακόμα είναι «φρέσκα» τα κατορθώματά του στις μνήμες των φιλάθλων που είχαν την τύχη να τον δουν αγωνιζόμενο. Η ΕΠΟ θυμήθηκε να τιμήσει τον Γιώργο Κούδα για την προσφορά του στον ΠΑΟΚ και το ποδόσφαιρό μας εν γένει, έντεκα ολόκληρα χρόνια από την ημέρα που είπε «αντίο» στην ενεργό δράση.
Φυσικά το φιλικό που διεξήχθη το 1995 το άξιζε και με το παραπάνω ο Κούδας κι ας άργησε η διεξαγωγή του. Κι ας δόθηκε το ερέθισμα από την τοποθέτησης μπρούτζινης προτομής του παλαίμαχου άσου στο γήπεδο της Τούμπας, κάτι που απαιτούσε να συνδυαστούν τα αποκαλυπτήρια με ένα event που θα έφερνε κόσμο στο γήπεδο. Πράγματι, το φίλαθλο κοινό της Θεσσαλονίκης γέμισε τις εξέδρες του γηπέδου του ΠΑΟΚ (κόπηκαν περίπου 30.000 εισιτήρια), ο Κούδας δάκρυσε από συγκίνηση όταν αποκαλύφθηκε η προτομή, αλλά δεν ήξερε ότι λίγα λεπτά αργότερα θα γινόταν ο κάτοχος τριών περίεργων ρεκόρ στην ιστορία της Εθνικής Ελλάδας!
Κι αυτό γιατί η ομοσπονδία έδειξε μάλλον υπερβάλλοντα ζήλο,
μια και αντί να καλέσει ως αντίπαλο της Εθνικής τον ΠΑΟΚ ή κάποια ομάδα
επιλέκτων (όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιστάσεις), διοργάνωσε... επίσημο
φιλικό παιχνίδι! Προσκάλεσε την κανονική εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, με
ξένο διαιτητή, ο οποίος φυσικά συνέταξε φύλλο αγώνα το οποίο έστειλε κανονικά
στη FIFA! Έτσι, η συμβολική παρουσία του Κούδα στα πρώτα 19 λεπτά της
αναμέτρησης λογίστηκε ως... κανονική συμμετοχή, όπως και των υπολοίπων παικτών
της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, νίκησε με 2-0)!
Έτσι, ο Κούδας δημιούργησε... άθελά του μία σειρά από ρεκόρ.
Κατ' αρχάς έγινε ο γηραιότερος παίκτης που φόρεσε ποτέ τη φανέλα της Εθνικής,
μια και τότε ήταν 48 ετών και 302 ημερών! Ήταν επίσης η πρώτη φορά που χρίστηκε
διεθνής κάποιος ποδοσφαιριστής που δεν αγωνιζόταν σε σύλλογο και τέλος, ήταν η
πρώτη φορά που υπήρξε τόσο μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ δύο διεθνών
συμμετοχών του ίδιου παίκτη. Πριν από τις 20 Σεπτεμβρίου 1995, ο Κούδας είχε
παίξει για τελευταία φορά στην Εθνική 13,5 χρόνια νωρίτερα: στον αγώνα Ελλάδα -
Σοβιετική Ένωση 0-2, στις 10 Μαρτίου 1982!
Πέρα από τα κατά λάθος ρεκόρ, υπήρχε και μία συμβολική
σκηνή. Όταν ο Κούδας βγήκε ως αλλαγή στο 19', παραχώρησε τη θέση του στον
23χρονο, τότε, Βασίλη Τσιάρτα, ο οποίος μάλιστα φορούσε τη φανέλα με το 10,
όπως και ο παλαίμαχος άσος του ΠΑΟΚ. Ο Ναουσαίος μέσος δικαίωσε και με το
παραπάνω όσους τον θεωρούσαν διάδοχο του «Μεγαλέξανδρου», μια και εξελίχθηκε σε
ηγέτη της επόμενης γενιάς της Εθνικής Ελλάδας και είχε σημαντική συμβολή στην
κατάκτηση του Euro 2004.
Σήμερα, ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής, όπως λένε άνθρωποι που
τον ξέρουν, παρακολουθεί ποδόσφαιρο αλλά ασχολείται με την επιχείρηση που έχει
ανοίξει από το 1986 στη συμπρωτεύουσα. Πρόκειται για μια επιχείρηση με πυτζάμες
και εσώρουχα. Στον ελεύθερό του χρόνο παρακολουθεί και ασχολείται με το
ποδόσφαιρο ενώ όποτε προλαβαίνει, πηγαίνει και στην ακαδημία που έχει, αλλά όχι
τόσο συχνά, όπως διευκρινίζει. Το χόμπι του παραμένει το ποδόσφαιρο και θεωρεί
ότι τα παιδιά που έχουν ταλέντο, πρέπει να το συνεχίσουν.
Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής όταν «κρέμασε» τα παπούτσια του,
δέχθηκε προτάσεις για να ασχοληθεί με την προπονητική, όμως δεν το έκανε γιατί
δεν μπορούσε, όπως λέει, να συμβιβάζεται.
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- 1958-1963: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός ΌμΙλος Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ)
Επαγγελματική καριέρα
- 1963-1984: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός ΌμΙλος Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ), 504 (134)
- 1967-1982: Ελλάδα, 43 (4)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με τον ΠΑΟΚ
- Πρωτάθλημα Ελλάδος: 1976
- Κύπελλο Ελλάδος: 2 (1972, 1974)
Πηγή: newsbeast.gr – sportdog.gr