Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Γιουβέντους: Η Γηραιά Κυρία

Η ιστορία ξεκινά όταν μία παρέα μαθητών του κλασικού λυκείου «Μάσιμο Ντ’ Aντζέλιο» (“Liceo Classico Massimo d'Azeglio”) του Τορίνο, μαζεύτηκε μετά το σχολείο σ’ ένα παγκάκι στη «Λεωφόρο Βασιλέα Ουμπέρτο» (“Corso Re Umberto”), έναν από τους πιο διάσημους δρόμους στο κέντρο της πόλης του Τορίνο. Γοητευμένοι με την αγαπημένη συνήθεια των αγοριών σε όλες τις γειτονιές της Ευρώπης, το ποδόσφαιρο, ένα νέο παιχνίδι που είχε εισαχθεί πρόσφατα από την Αγγλία, ωθήθηκαν να δημιουργήσουν μια αθλητική ομάδα. Οι νεαροί ποδοσφαιριστές αποφάσισαν εκείνη τη μέρα να παίξουν εν ονόματι ενός ποδοσφαιρικού συλλόγου. Ίδρυσαν λοιπόν τη δική τους ποδοσφαιρική λέσχη και με αφορμή το νεαρό της ηλικίας τους, αφού ο μεγαλύτερος της παρέας ήταν 17 ετών, επέλεξαν να την ονομάσουν στα λατινικά... «Νεότητα». Λίγοι γνώριζαν ότι εκείνη τη Δευτέρα του Νοέμβρη, σηματοδοτήθηκε η επίσημη συγκρότηση ενός από τους πλέον επιτυχημένους και καταξιωμένους συλλόγους στον Κόσμο και γεννιόταν ένας από τους θρύλους του ποδοσφαίρου!

Η Γιουβέντους λοιπόν (από το λατινικό: iuventûs =νεολαία, επισήμως: Juventus Football Club), γνωστή και ως Γιούβε, είναι ένας ιταλικός ποδοσφαιρικός σύλλογος με έδρα το Τορίνο, τη πρωτεύουσα του Πιεμόντε, στη Βόρεια Ιταλία. Ιδρύθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1897, με το όνομα Σπορτ-Κλαμπ Γιουβέντους (Sport-Club Juventus), αρχικά ως αθλητικός σύλλογος, από μια ομάδα μαθητών της πόλης. Αρχικά, με ροζ φανέλα με μια μαύρη γραβάτα, από το 1903 τα χρώματά της είναι το λευκό και το μαύρο, εξ ου το παρατσούκλι της, «Μπιανκονέρι» (I Bianconeri” =Ασπρόμαυροι), και από το 2011 παίζει τους εντός έδρας αγώνες της στο «Γιουβέντους Στάντιουμ» (“Juventus Stadium”, γνωστό για λόγους χορηγίας ως “Allianz Stadium”), χωρητικότητας περίπου 42.000 θεατών, που χτίστηκε στη θέση του -από το 1990 έδρας της- «Στάντιο ντελε Άλπι» (“Stadio delle Alpi”).

Είναι ο 2ος αρχαιότερος ποδοσφαιρικός σύλλογος στην Ιταλία που εξακολουθεί να είναι ενεργός μετά τη Τζένοα (1893) και ο ένας από τους μόλις 3 στο ιταλικό ποδόσφαιρο που τ’ όνομά του ΔΕΝ σχετίζεται με γεωγραφικό προσδιορισμό -πόλη ή περιφέρεια! Οι άλλοι 2 είναι η Ίντερ του Μιλάνου και η Σαμπντόρια. Αγωνίζεται αδιάκοπα στην Κορυφαία ιταλική κατηγορία (σε διάφορες μορφές μέχρι την έναρξη της Σέριε A’ το 1929), από το ντεμπούτο της το 1900, μετά τη μετονομασία της σε “Foot-Ball Club Juventus”, με εξαίρεση τη σεζόν 2006/07, υπό τη διαχείριση της βιομηχανικής οικογένειας Ανιέλι (Agnelli), σχεδόν αδιάλειπτα απ’ το 1923! Η επιχειρηματική-αθλητική σχέση μεταξύ του συλλόγου και της δυναστείας, είναι η παλαιότερη και μακρύτερη στον ιταλικό αθλητισμό, καθιστώντας τη Γιουβέντους έναν από τους πρώτους επαγγελματικούς αθλητικούς συλλόγους «ante litteram» (προϋπάρχουσα του όρου/κατάστασης) στη χώρα, έχοντας καθιερωθεί ως μια σημαντική δύναμη σε εθνικό επίπεδο από τη δεκαετία του 1930 και σε ευρωπαϊκό από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, για να γίνει μια από τις 10 πλουσιότερες στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο όσον αφορά τον χρηματοοικονομικό τομέα για τον κύκλο εργασιών, την χρηματιστηριακή αξία και τα κέρδη, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, εισηγμένη στο ιταλικό Χρηματιστήριο από το 2001.

Με το παρατσούκλι «Η Γηραιά Κυρία» ("Vecchia Signora"), μέχρι και το 2021, είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους και καταξιωμένους συλλόγους στον Κόσμο, με 72 επίσημους τίτλους, ο πλέον Πολυνίκης και με τη μεγαλύτερη Αθλητική Παράδοση σε εθνικό επίπεδο, με 59 τρόπαια, που αναλύονται σε 36 τίτλους πρωταθλητή, 14 τίτλους Κυπελλούχου και 9 τίτλους Σούπερ-Καπ Ιταλίας, όντας ο κάτοχος του ρεκόρ για ΌΛΕΣ αυτές τις διοργανώσεις! Τα διεθνή της τρόπαια περιλαμβάνουν: 2 Διηπειρωτικά Κύπελλα, 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών/Τσάμπιονς Λιγκ, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων, 3 Κύπελλα ΟΥΕΦΑ (κοινό εθνικό ρεκόρ με την Ίντερ), 2 Σούπερ-Καπ ΟΥΕΦΑ και ένα Κύπελλο Ιντερτότο (κοινό εθνικό ρεκόρ με τις Μπολόνια, Ουντινέζε και Περούτζια). Κατά συνέπεια, είναι η Κορυφαία στην Ιστορική Κατάταξη της Ιταλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (FIGC), ενώ διεθνώς καταλαμβάνει την 6η θέση στην Ευρώπη και τη 12η Παγκοσμίως για τους περισσότερους Διεθνείς Τίτλους, με 11 τρόπαια, καθώς επίσης την 4η θέση στην ιστορική κατάταξη των «Διοργανώσεων της ΟΥΕΦΑ» (περιλαμβάνει και καταργημένες διοργανώσεις μεταξύ 1960 και 1990), η μόνη που τις έχει κατακτήσει ΟΛΕΣ, έχοντας βαθμολογηθεί με τον υψηλότερο «Συντελεστή ΟΥΕΦΑ» για 7 σεζόν, από την εισαγωγή του σχετικού συστήματος το 1979, τις περισσότερες για μια ιταλική ομάδα (από κοινού με την Μπαρτσελόνα, στη 2η θέση πίσω από τη Ρεάλ Μαδρίτης)!

Υπό τη καθοδήγηση του Τζιοβάνι Τραπατόνι (Giovanni Trapattoni), ο σύλλογος κατέκτησε 13 τρόπαια τη 10ετία πριν από το 1986, συμπεριλαμβανομένων 6 τίτλων πρωταθλήματος και 5 διεθνών, και έγινε ο πρώτος που κατέκτησε και τις 3 διασυλλογικές διοργανώσεις της ΟΥΕΦΑ: το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ 1976/77 (η πρώτη τροπαιούχος από τη Νότια Ευρώπη), το Κύπελλο Κυπελλούχων 1983/84 και το Κύπελλο Πρωταθλητριών 1984/85! Με τις ακόλουθες κατακτήσεις του Σούπερ-Καπ ΟΥΕΦΑ 1984 και του Διηπειρωτικού Κυπέλλου του 1985, έγινε ο πρώτος -και μέχρι σήμερα ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ στον Κόσμο- που έχει ολοκληρώσει κατακτήσεις ΌΛΩΝ των διαθέσιμων Διεθνών Τροπαίων σε Ηπειρωτικό και Παγκόσμιο επίπεδο, ένα επίτευγμα που το βελτίωσε περαιτέρω με το Κύπελλο Ιντερτότο το 1999, μετά από μια άκρως επιτυχημένη 5ετία υπό τη καθοδήγηση του Μαρσέλο Λίπι (Marcello Lippi), για να γίνει έτσι ο μόνος ιταλικός σύλλογος που έχει κατακτήσει κάθε διαθέσιμο τίτλο που διοργανώθηκε από την εθνική ή διεθνή Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία! Τον Δεκέμβριο του 2000, κατατάχθηκε 7η στην Ιστορική Κατάταξη των Καλύτερων Συλλόγων Παγκοσμίως από τη ΦΙΦΑ και το 2009 ταξινομήθηκε ως ο 2ος Καλύτερος Σύλλογος στην Ευρώπη για τον 20ο αιώνα από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας & Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS), μια οργάνωση που αναγνωρίζεται από τη ΦΙΦΑ, με βάση τις συλλογικές «Επιδόσεις σε Διεθνείς Διοργανώσεις», η υψηλότερη για έναν ιταλικό σύλλογο αμφοτέρων των κατατάξεων!

Παίκτες της έχουν κερδίσει 8 βραβεία «Χρυσής Μπάλας» (“Ballon d'Or”), 4 από αυτά σε διαδοχικές χρονιές (1982-1985, κορυφαία επίδοση από κοινού με τη Μπαρτσελόνα 2009-2012), μεταξύ αυτών ο πρώτος παίκτης που εκπροσώπησε την ιταλική Σέριε A’ στο θεσμό, ο Αργεντίνος Ομάρ Σίβορι (Enrique Omar Sívori), καθώς επίσης και ο Γάλλος Μισέλ Πλατινί (Michel François Platini), με τους 3 από τους 6 αποδέκτες να έχουν την ιταλική υπηκοότητα, όπως ο προερχόμενος από τη νεανική ομάδα της Πάολο Ρόσι (Paolo Rossi)! Έχουν επίσης κερδίσει 3 βραβεία «Παγκόσμιου Παίκτη της Χρονιάς» από τη ΦΙΦΑ (“FIFA World Player of the Year”), με νικητές όπως ο Ρομπέρτο Μπάτζιο (Roberto Baggio) και ο Ζινεντίν Ζιντάν (Zinédine Yazid Zidane), η 2η υψηλότερη ιταλική επίδοση (από κοινού με την Ίντερ), πίσω από τη Μίλαν. Επιπλέον, παίκτες της έχουν κερδίσει 12 βραβεία «Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς» (“Migliore calciatore assoluto AIC”) στη Σέριε A’, συμπεριλαμβανομένου του μόνου τερματοφύλακα που το κέρδισε, του Τζιανλουίτζι Μπουφόν (Gianluigi Buffon), ενώ 17 ποδοσφαιριστές της εντάχθηκαν στην «Ομάδα της Χρονιάς» (“Squadra dell’anno AIC”) της Σέριε A’, ρεκόρ και τα δύο. Τέλος, ο σύλλογος έχει προσφέρει τους περισσότερους παίκτες στην εθνική ομάδα της Ιταλίας –κυρίως σε επίσημες διοργανώσεις, σχεδόν αδιαλείπτως από το 1924(!)– οι οποίοι συχνά ήταν βασικά μέλη των ομάδων που οδήγησαν τη «Σκουάντρα Ατζούρα» στις διεθνείς της επιτυχίες, κυρίως στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1934, του 1982 και του 2006!

Η βάση των οπαδών της είναι η μεγαλύτερη σε εθνικό επίπεδο, με το 35% των προτιμήσεων (σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το Ινστιτούτο “Demos” τον Σεπτέμβριο του 2015), και μία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως. Αντίθετα από τους περισσότερους ευρωπαϊκούς συλλόγους, που αντλούν υποστηρικτές πέριξ των πόλεων προέλευσής τους, είναι ευρέως διαδεδομένη σε ολόκληρη τη χώρα και την ιταλική διασπορά, καθιστώντας τη Γιουβέντους σύμβολο «αντι-παροικισμού» («anticampanilismo») και «ιταλικότητας» («italianità» -προαγωγή του ιταλικού πνεύματος και πολιτισμού)! Με τη πάροδο του χρόνου, ο σύλλογος έχει μετατραπεί σ’ ένα -σχεδόν- σύμβολο του έθνους, λόγω της παράδοσης των επιτυχιών της, μερικές από τις οποίες είχαν σημαντική επίδραση στην ιταλική κοινωνία, ειδικά στην δεκαετία του 1930 και τη πρώτη μεταπολεμική δεκαετία,  σε συνάρτηση με την ιδεολογική, πολιτική και κοινωνικο-οικονομική προέλευση των υποστηρικτών της. Σύμφωνα με την εφημερίδα “La Repubblica” μάλιστα, θεωρείται πως η επιρροή της είναι ιδιαίτερα μεγάλη στις περιοχές της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας, μεγαλύτερη ακόμη και από το ίδιο το Τορίνο! Επιπλέον, είναι ένας από τους συλλόγους με τους περισσότερους οπαδούς Παγκοσμίως με περισσότερα από 290 εκατομμύρια -εκ των οποίων τα 41 εκατομμύρια βρίσκονται στην Ευρώπη- σύμφωνα με έκθεση της Εταιρείας Έρευνας Αθλητικής Αγοράς “Repucom SA” το 2014, με λέσχες φίλων της να υπάρχουν σε διάφορα μέρη της υφηλίου!

«Derby della Mole»

Η ιστορική αντίπαλος της είναι η συμπολίτισσα Τορίνο, με την οποία ανταγωνίζεται το «Ντέρμπι του Τορίνο» (“Derby di Torino”), περισσότερο γνωστό ως «Ντέρμπι ντελα Μόλε» (Derby della Mole), που πήρε το όνομά του από το «Μόλε Αντονελιάνα» (“Mole Antonelliana”), ένα σημαντικό κτίριο μνημειακών διαστάσεων, ορόσημο της πόλης και αρχιτεκτονικό σύμβολο της πρωτεύουσας του Πιεμόντε! Η αντιπαλότητα χρονολογείται από το 1906, καθώς η Τορίνο ιδρύθηκε τότε από δυσαρεστημένους παίκτες και προσωπικό της Γιουβέντους! Είναι το πρώτο ντέρμπι και η παλαιότερη σε εξέλιξη αναμέτρηση μεταξύ δύο ομάδων με έδρα την ίδια πόλη στο ιταλικό ποδόσφαιρο! Η αντιπαλότητα στην πόλη πήρε εξαρχής ταξικά χαρακτηριστικά με τους «Μπιανκονέρι» να εκπροσωπούν κατά κύριο λόγο τους συντηρητικούς αστούς, ενώ η «Γκρανάτα» συγκέντρωνε τη συμπάθεια του προλεταριάτου. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η κόντρα επαναπροσδιορίστηκε, αφού η Γιουβέντους, ούσα η ομάδα της FIAT, της εταιρείας στην οποία εργαζόταν ένα μεγάλο τμήμα μεταναστών από τη νότια Ιταλία, δημιούργησε μια νέα δεξαμενή οπαδών. Αντίθετα, η Τορίνο ταυτίστηκε με το αυθεντικό πνεύμα της πόλης και τις παραδόσεις του Πιεμόντε, διατηρώντας τη λαϊκή της υποστήριξη.

«Derby d'Italia»



Η πιο υψηλού επιπέδου αντιπαλότητά της είναι με την Ίντερ του Μιλάνου, με τις αναμετρήσεις μεταξύ των δύο συλλόγων να αναφέρονται ως «Ντέρμπι της Ιταλίας» (“Derby d'Italia”), όρος που οφείλεται στον θρυλικό δημοσιογράφο, Τζιάνι Μπρέρα (Gianni Brera), θέλοντας ν’ απεικονίσει μια κόντρα που ξεφεύγει απ’ όσα περικλείονται σε 90 αγωνιστικά λεπτά και που στην πραγματικότητα είναι πολλά περισσότερα από τα 126 χλμ. που απέχουν το Μιλάνο από το Τορίνο, χωρίζοντας τους δύο ποδοσφαιρικούς «πόλους» της Λομβαρδίας και του Πιεμόντε και που εκφραζόταν μέχρι πρότινος με την επιχειρηματική και πολιτική αντιπαράθεση δύο μεγάλων Ιταλικών Οικογενειών: των Μοράτι και των Ανιέλι! Πέραν της οπαδικής κόντρας, αφού είναι αυτοί με τη μεγαλύτερη υποστήριξη στην Ιταλία, ο αγωνιστικός ανταγωνισμός τους κλιμακώθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, ενισχύθηκε στις δεκαετίες του 1950 και 1960, και εντάθηκε τη δεκαετία του 1980 και στα τέλη της δεκαετίας του 1990! Έκτοτε η αντιπαλότητα έφτασε στα υψηλότερα επίπεδά της μετά την «επιστροφή» της Γιουβέντους στη Σέριε A’, αφού η εμπλοκή της στο «σκάνδαλο Καλτσιόπολι» (“Calciopoli”),  την οδήγησε σε υποβιβασμό τη σεζόν 2006/07, όντας μέχρι τότε οι μόνοι δύο ιταλικοί σύλλογοι που δεν είχαν υποβιβαστεί ποτέ από τη Κορυφαία ιταλική κατηγορία!

«il vero Derby d'Italia»

Για πολλούς όμως, το «Πραγματικό Ντέρμπι της Ιταλίας» (“il vero Derby d'Italia”), είναι ο αγώνας Γιουβέντους-Μίλαν, δεδομένου ότι αφορά τη κόντρα ανάμεσα στους δύο συλλόγους με τους περισσότερους τίτλους στην Ιταλία! Πέραν της οπαδικής αντιπαράθεσης, είναι οι 2 σύλλογοι-επιχειρηματικοί κολοσσοί με τον μεγαλύτερο κύκλο εργασιών και χρηματιστηριακή αξία στη χώρα, ως αντανάκλαση της αντιπαλότητας, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, που χωρίζει το Μιλάνο και το Τορίνο που, μαζί με τη Γένοβα αποτελούν το λεγόμενο «βιομηχανικό τρίγωνο» της κοινωνικοοικονομικής περιοχής της βορειοδυτικής Ιταλίας, που παράλληλα έχει και τη μεγαλύτερη αθλητική ανάπτυξη στη χώρα! Αμφότερες παλεύουν συχνά για τις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας, ενώ αναμετρήσεις τους ήταν καθοριστικές για την απονομή του τίτλου ακόμη και σε διεθνές επίπεδο, όπως ο τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ 2002/03, που μετά τη διαδικασία των πέναλτι, κατέληξε στους «Ροσονέρι»! Είναι η παλαιότερη από το 1901, αναμέτρηση σε εξέλιξη και το ντέρμπι με τα περισσότερα παιχνίδια στην Ιταλία!

«Rivalità calcistica Juventus vs AC Fiorentina»

Διατηρεί επίσης αντιπαλότητες με τη Φιορεντίνα και τη Νάπολι. Σε αντίθεση με τα περισσότερα ποδοσφαιρικά ντέρμπι, η αντιπαλότητα με τη Φιορεντίνα δεν οφείλεται στη γεωγραφική εγγύτητα, σε πολιτικές διαφορές ή μακροχρόνιο ανταγωνισμό, αλλά περισσότερο είναι μια εξέλιξη των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, που βασίζεται στον τοπικό πατριωτισμό, την πικρία από διάφορα περιστατικά αγωνιστικής «αδικίας» και τις κατηγορίες για «κλοπή» ποδοσφαιριστών! Η αντιπαλότητα έχει τροφοδοτηθεί από τις αμφιλεγόμενες αναμετρήσεις τους σε τελικούς Κυπέλλου και την μεταγραφική αγορά, αφού ένας παίκτης που μεταγράφεται από τη μια ομάδα στην άλλη, ειδικά από τη Φιορεντίνα στη Γιουβέντους, χαρακτηρίζεται συνήθως ως «προδότης» από τους οπαδούς, με πιο χαρακτηριστική τη μεταγραφή του Ρομπέρτο Μπάτζιο στη Γιούβε το 1990. Η αντιπαλότητα με τη Νάπολι προέρχεται από την ιστορική περιφερειακή αντιπαλότητα μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Ιταλίας, των οποίων οι αντίστοιχες πόλεις καταγωγής των συλλόγων, το Τορίνο και η Νάπολη είναι μεγάλα μητροπολιτικά και οικονομικά κέντρα. Η αντιπαλότητα, πέραν κάποιων μεταγραφών εκατέρωθεν, εντάθηκε τη δεκαετία του 1980 όταν η Νάπολι, πρωτοστατούντος του Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Armando Maradona) έγινε βασική διεκδικήτρια των ιταλικών τίτλων!

«Rivalità calcistica Juventus vs SS Napoli»

Οι αρχικές εμφανίσεις της ομάδας αποτελούνταν από ροζ φανέλες που έφεραν μια μαύρη γραβάτα ή παπιγιόν, ενώ το σορτς και οι κάλτσες ήταν μαύρες. Το 1903 αποφάσισαν να αλλάξουν τις φανέλες τους, επειδή με τα πλυσίματα το ροζ ξεθώριαζε. Η επικρατέστερη εκδοχή λέει ότι ένας Άγγλος ποδοσφαιριστής, που αγωνιζόταν τότε στην ομάδα ζήτησε βοήθεια από έναν συμπατριώτη φίλο του που ζούσε στο Νότιγχαμ. Αυτός τους έστειλε εμφανίσεις στα χρώματα της ομάδας που υποστήριζε, της Νοτς Κάουντι, σε χρώματα μαύρο και άσπρο σε κάθετες ρίγες, που οι ιθύνοντες αποφάσισαν να χρησιμοποιούν, καθώς «έδιναν» κύρος και «έδειχναν» δύναμη! Έκτοτε, η στολή της Γιουβέντους είναι μια ασπρόμαυρη φανέλα με κάθετες ρίγες, παραδοσιακά συνδυασμένη με λευκά σορτς και κάλτσες.

Με εξαίρεση τη σιλουέτα μιας όρθιας αχαλίνωτης ζέβρας, που αποδόθηκε σε στυλ op-art, το λαϊκό κίνημα τέχνης της δεκαετίας του 1970, και χρησιμοποιήθηκε σ’ ολόκληρη τη δεκαετία του 1980 (1979 – 1990), το αναγνωριστικό έμβλημα της Γιουβέντους από ιδρύσεώς της μέχρι το 2017, έχοντας υποστεί διάφορες σχετικά «ελαφρές» τροποποιήσεις, παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητο: ένας όρθιος οβάλ τύπου κύκλος, χωρισμένος με κάθετες ασπρόμαυρες γραμμές, με το όνομα του συλλόγου αποτυπωμένο στο πάνω μέρος, ενώ στο κάτω υπήρχε ο ταύρος, το σύμβολο της πόλης του Τορίνο, που σε διάφορες περιόδους ήταν μαύρος σε χρυσό, ή εναλλακτικά σε «μπλε της Σαβοΐας» φόντο, το τελευταίο ένας φόρος τιμής στην παράδοση του Τορίνο, ενώ χρυσό ήταν και το υφιστάμενο στέμμα, μία αναφορά στη “Augusta Tourinorum”, τη πόλη της ρωμαϊκής εποχής, που η σημερινή πρωτεύουσα του Πιεμόντε είναι η πολιτιστική της κληρονόμος! Διαχρονικά, υπήρχαν ένα και αργότερα δύο χρυσά αστέρια επάνω από το έμβλημα, τα «scudetto stella» που υποδήλωναν τη κατάκτηση δεκάδας πρωταθλημάτων, αφού η Γιουβέντους ήταν ο πρώτος σύλλογος στην ιστορία του ποδοσφαίρου που πρόσθεσε ένα χρυσό αστέρι πάνω από το σήμα της το 1958, για να αντιπροσωπεύσει τον 10ο ιταλικό τίτλο, έκτοτε δημοφιλής συνήθεια και σε άλλους συλλόγους!

Η προτελευταία τροποποίηση του εμβλήματος, έγινε το 2004, όταν στο επάνω μέρος του χωρισμένου με πέντε κάθετες ρίγες, δύο λευκές και τρεις μαύρες, κλασσικού όρθιου οβάλ τύπου κύκλου, τοποθετήθηκε η λέξη JUVENTUS, επάλληλα «μέσα» σ’ ένα λευκό, «τραπεζοειδούς» σχήματος κυρτό τμήμα, πάνω από μια χρυσή (ως ένδειξη τιμής) καμπυλότητα, ενώ στο κάτω μέρος του, υπήρχε ένα λευκό «σφαιροειδές» σχήμα που μέσα του, επάνω, υπήρχε η μαύρη σιλουέτα μιας τοιχογραφικής κορώνας και κάτω της, μέσα σε μια μαύρη «γαλλικού τύπου» ασπίδα, αποτυπωνόταν η λευκή σιλουέτα ενός όρθιου ταύρου, το έμβλημα της πόλης!

Από τη σεζόν 2017/18, ο σύλλογος υιοθέτησε ένα διαφορετικού τύπου έμβλημα, με στόχο μια ανανεωμένη εταιρική ταυτότητα, αφού στην πραγματικότητα είναι ένα λογότυπο που διαφοροποιείται πλήρως από το παραδοσιακό ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό εραλδικό συμβολισμό: είναι ένα εικονόγραμμα που αναπαράγει το στυλιζαρισμένο γράμμα "J", που αποτελείται από ασπρόμαυρες κάθετες ρίγες που, καμπυλώνοντας, «δημιουργούν την εντύπωση» προβολής του περιγράμματος μιας «γαλλικού τύπου» ασπίδας, παραπέμποντας ρητά ΚΑΙ στον συμβολισμό του ιταλικού “scudetto” (=σήμα-πρωτάθλημα), ενώ το σύνολο υπερκαλύπτεται με τη λέξη JUVENTUS. Σύμφωνα με τον πρόεδρό της Αντρέα Ανιέλι (Andrea Agnelli), το σήμα αντικατοπτρίζει «… τον τρόπο ζωής της Γιουβέντους». Τη σεζόν 2020/21, το λογότυπο διαφοροποιήθηκε ελαφρώς, με την εξάλειψη του ονόματος.

“I gobbi”

Το παρατσούκλι «Η Γηραιά Κυρία» είναι ένα λογοπαίγνιο σε σχέση με το όνομα της ομάδας στα λατινικά που σημαίνει νεότητα, αφού το «Γηραιά» είναι μία αναφορά στην ηλικία των παικτών-σταρ της Γιουβέντους στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ενώ το «Κυρία» είναι ο τρόπος/έκφραση με τον οποίο αναφέρονταν σε αυτήν οι οπαδοί της πριν το 1930. Ο σύλλογος έχει επίσης το παρατσούκλι «η Φιλενάδα της Ιταλίας» (“la Fidanzata d'Italia”), που της δόθηκε καθώς, έχοντας διαχρονικά υψηλό επίπεδο υποστήριξης στη Νότια Ιταλία, ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους οικονομικούς μετανάστες -κυρίως από τη Νάπολη και το Παλέρμο- που έφτασαν στο Τορίνο για να δουλέψουν στα εργοστάσια της FIAT. Άλλα παρατσούκλια περιλαμβάνουν το «[Λα] Μαντάμα» (“[La] Madama” -έκφραση του Πιεμόντε για το Κυρία), και το «Μπιανκονέρι» και «οι Ζέβρες» (“le zebre”), αμφότερα σε σχέση με τα χρώματά της. Υπάρχει και το «οι καμπούρες» (“I gobbi”), που χρησιμοποιείται -κυρίως- για τους οπαδούς της, και ενίοτε για τους παίκτες της ομάδας. Η ευρέως αποδεκτή προέλευση του όρου, χρονολογείται στη δεκαετία του 1950, όταν οι «Μπιανκονέρι» φορούσαν μια φανέλα μ’ ένα σχετικά μεγάλων διαστάσεων άνοιγμα στο στήθος, η οποία, όταν αυτοί έτρεχαν στο γήπεδο, δημιουργούσε μια διόγκωση στην πλάτη (σαν ένα είδος εφέ αλεξίπτωτου), κάνοντάς τους να φαίνονται σαν καμπουριασμένοι!

L'officina dei fratelli Eugenio ed Enrico Canfari, prima sede dello Sport-Club Juventus in corso Re Umberto 42, Torino (1897)

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΘΡΥΛΟΥ

Τα πρώτα χρόνια της Γιουβέντους, θύμιζαν σε όλα τους την παιδική αθωότητα. Χρήματα δεν υπήρχαν κι έτσι ο πρώτος χώρος, όπου φιλοξενήθηκαν τα… γραφεία του συλλόγου ήταν ένα συνεργείο ποδηλάτων της γειτονιάς. Το συνεργείο ανήκε στα αδέρφια και Εουτζένιο & Ενρίκε Κανφάρι (Eugenio & Enrice Canfari), οι οποίοι μάλιστα έμελλε να είναι και οι πρώτοι, που χρηματοδότησαν τον σύλλογο και θα γινόντουσαν, ο μεν Εουτζένιο ο πρώτος πρόεδρός της, ο δε Ενρίκο ο συγγραφέας της ιστορικής μνήμης του συλλόγου. Η Γιούβε, που τότε έπαιζε στο «Πιάτσα ντ’ Άρμι» (“Piazza D'Armi”), ένα γήπεδο στη περιοχή «Κροκέτα» (Crocetta) στο Τορίνο, εκείνη την εποχή είχε περισσότερο τα χαρακτηριστικά λέσχης και όχι ενός καθαρά ποδοσφαιρικού συλλόγου. Οι αδερφοί Κανφάρι θεώρησαν χρήσιμο τα μέλη της να έχουν ομοιόμορφες στολές τα οικονομικά περιθώρια όμως ήταν ιδιαίτερα στενά κι έτσι κατέληξαν στη λύση του ροζ πουκάμισου/φανέλας. Ο λόγος ήταν ότι το ράψιμο έβγαινε πιο φθηνό, ενώ και το ροζ εκείνη την περίοδο ήταν το φθηνότερο ύφασμα που μπορούσε να αγοράσει κάποιος! Κι έτσι η πρώτη στολή αποτελούνταν από ροζ πουκάμισα με μαύρες γραβάτες και μαύρα παντελόνια.

I fondatori-giocatori dello Sport-Club Juventus nella stagione 1897-1898, con camicia rosa e cravattino nero.

Μερικές φορές όμως η μοίρα φροντίζει, ώστε τα πράγματα να πάρουν από μόνα τους τη σειρά τους. Έτσι λοιπόν και η Γιουβέντους το 1899, μετονομάστηκε σε «Foot-Ball Club Juventus», έπαψε να είναι μία λέσχη και μετατράπηκε σε έναν αμιγώς ποδοσφαιρικό σύλλογο, που ήρθε για να πλαισιώσει την Προ Βερτσέλι, τη Τζένοα, την Αντρέα Ντόρια – που το 1946 έγινε το ένα συστατικό μέλος της Σαμπντόρια- και την Ουντινέζε. Το ιταλικό Πρωτάθλημα μετρούσε ήδη δύο χρόνια ύπαρξης και το 1900 πήρε μέρος σ’ αυτό και η Γιουβέντους, χωρίς όμως να σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία. Και μπορεί να έπαψε να είναι λέσχη, δεν έπαψε όμως να φορά τις στολές της λέσχης κι έτσι εξακολουθούσε να αγωνίζεται με μαύρα παντελόνια και ροζ πουκάμισα μέχρι και τρία χρόνια μετά την πρώτη της συμμετοχή στο Πρωτάθλημα. Πέραν του οικονομικού μέρους, η μια εκδοχή για την χρωματική αυτή επιλογή είναι πως οφειλόταν σε σφάλμα κατά την αποστολή των ενδυμασιών που παρήγγειλε ο σύλλογος, ενώ σύμφωνα με μια άλλη, το εν λόγω χρώμα επιλέχθηκε από την ανάγκη των μελών του συλλόγου να ξεχωρίζουν από τις άλλες ομάδες. Ολ’ αυτά μέχρι το 1903, όταν το ροζ έδωσε τη θέση του στη φανέλα με τις χαρακτηριστικές ασπρόμαυρες κάθετες ρίγες!

Una formazione della Juventus nel 1903, prima stagione con la maglia a strisce bianconere

Και γι’ αυτή την αλλαγή υπάρχουν εκδοχές. Σύμφωνα με τη μια, οι φανέλες από το πλύσιμο είχαν ξεθωριάσει τόσο πολύ που χρειάστηκαν αλλαγή. Ζητήθηκε λοιπόν, από τον Άγγλο Τζον Σάβατζ (Gordon Thomas ‘John’ Savage), τότε μέλος του συλλόγου και αργότερα διαιτητή και χονδρέμπορο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων στο Τορίνο, να αναζητήσει στην πατρίδα του μια ενδυμασία πιο ανθεκτική. Αυτός, καταγόμενος από το Νότιγχαμ, απευθύνθηκε σ’ έναν φίλο εκεί, οπαδό της Νοτς Κάουντι, ο οποίος έστειλε στο Τορίνο φανέλες με ασπρόμαυρες ρίγες, ανάλογες με αυτές που φορούσε η αγαπημένη του ομάδα! Σύμφωνα με την άλλη εκδοχή, ο ίδιος ο Τζον Σάβατζ, πρότεινε στον σύλλογο να ανανεώσει την εμφάνιση, αγοράζοντας από την Αγγλία ένα νέο μοντέλο φανελών, κόκκινες με λευκά περιγράμματα, παρόμοιο μ’ εκείνο που χρησιμοποιούσε η Νότιγχαμ Φόρεστ! Αφού του δόθηκε το πράσινο φως, αυτός ήρθε σε επαφή με μια κλωστοϋφαντουργία στο Νότιγχαμ, στέλνοντας την εντολή αγοράς, συνοδευόμενη από μια κακομεταχειρισμένη παλιά φανέλα, χρώματος ροζ με μαύρο. Ο υπάλληλος της εταιρείας, βλέποντας την ξεθωριασμένη ροζ φανέλα, θεώρησε ότι ήταν λευκή που «έβαψε» με τα πλυσίματα! Η -θεωρητική- σύμπτωση των χρωμάτων μ’ εκείνα της Νοτς Κάουντι, οδήγησε την αποστολή στην Ιταλία φανελών με ασπρόμαυρες κάθετες ρίγες, για τις οποίες λέγεται ότι όταν οι της Γιουβέντους άνοιξαν στο Τορίνο το δέμα δεν τους άρεσαν, αλλά με το πρωτάθλημα να πλησιάζει, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να τις υιοθετήσουν. Έκτοτε, η Γιούβε φόρεσε τα ασπρόμαυρα, τα οποία τη συντροφεύουν μέχρι σήμερα!

Una formazione della Juventus nella stagione 1904-1905, vincitrice del campionato italiano di Prima Categoria 1905. Da sinistra, in alto: G. Armano (I), P. A. Walty, O. Mazzia; al centro: D. Durante, G. Goccione, J. Diment; in basso: A. Barberis, C. V. Varetti, L. Forlano, J. Squair, D. Donna

ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΡΙΑ

Η εμφάνιση δεν ήταν η μόνη που άλλαξε στο σύλλογο. Την προεδρία ανέλαβε ο Άλφρεντ Ντικ (Alfred Dick), ένας Ελβετός επιχειρηματίας, ο οποίος ανέλαβε τα έξοδα και πραγματοποίησε και τις πρώτες μεταγραφές της: τον Ελβετό δεξιό χαφ Πολ Άρνολντ Γουόλτι (Paul Arnold Walty), τον Σκοτσέζο αριστερό χαφ Τζακ Ντίμεντ (Jack Diment) και τον Άγγλο επιθετικό Τζέιμς Σκουάιρ (James Squair). Τα χρήματα του Ελβετού μάλλον έπιασαν τόπο και σε συνδυασμό με τον Τζιοβάνι Γκοτσιόνε (Giovanni Enrico Goccione), που ήταν αρχηγός με τα όλα του για εκείνη την ομάδα, έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα. Στο τέλος του πρωταθλήματος η Γιουβέντους ήταν αυτή που στέφθηκε Πρωταθλήτρια, κατακτώντας τον πρώτο ιταλικό τίτλο της, μετά από έναν συναρπαστικό τριπλό τελικό με τη Τζένοα και τη US Μιλανέζε, έχοντας ένα βαθμό περισσότερο από την Τζένοα. Αυτό ήταν το πρώτο, αλλά και το τελευταίο Πρωτάθλημα της Γιουβέντους στην προ-Ανιέλι εποχή!

Juventus nella stagione 1907/08.

Την επόμενη σεζόν, ο Ντικ και κάποιοι από τους παίκτες, που ο ίδιος είχε φέρει στην ομάδα, αποχώρησαν, διαφωνώντας με την ακολουθούμενη πολιτική του συλλόγου, και λίγο αργότερα προχώρησαν στην ίδρυση της μετέπειτα «αιώνιας αντιπάλου» της «Γηραιάς Κυρίας», της Τορίνο. Μάλιστα, λίγο αργότερα η Τορίνο συγχωνεύθηκε με την άλλη ομάδα της πόλης, την Τορινέσε, κι έτσι η Γιουβέντους και η Τορίνο έμειναν μόνες στη πόλη καλλιεργώντας έκτοτε την αντιπαλότητά τους. Τα χρόνια που ακολούθησαν, δεν ήταν εύκολα για τη Γιουβέντους, όπως και για καμία από τις τότε υφιστάμενες ομάδες άλλωστε, μέχρι το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αφού δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν, τις ποδοσφαιρικές δυνάμεις της εποχής, τη μεγάλη τότε Προ-Βερτσέλι και την Καζάλε. Αμέσως μετά τον «Μεγάλο Πόλεμο», ωστόσο, οι «Μπιανκονέρι» επέστρεψαν ως πρωταγωνιστές: ο τερματοφύλακας Τζιοβάνι Τζιακόνε (Giovanni Giacone) και οι φουλ μπακ Οσβάλντο Νόβο (Oswaldo Novo) και Αντόνιο Μπρούνα (Antonio Bruna) ήταν οι πρώτοι παίκτες τους που φόρεσαν τη φανέλα της εθνικής ομάδας. Πρόεδρος ήταν ο ποιητής και λόγιος Κοραντίνο Κοραντίνι (Corradino Corradini), ο οποίος ήταν και ο συγγραφέας του ύμνου της που χρησιμοποιήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1960!

Una formazione della Juventus nella stagione 1920-1921. Da sinistra, in piedi: G. Giriodi, A. Bruna, G. Debernardi, O. Novo, C. Bigatto (I), G. Marchi (II), P. Gilli, G. Grabbi (più Costa e P. Ferraris, fuori quadro); accosciato: G. Giacone.

Η ΧΡΟΝΙΑ-ΣΤΑΘΜΟΣ

Η δεκαετία του 1920, ήταν αυτή της αναγέννησης της Γιουβέντους: ο Τζιαμπιέρο Κόμπι (Giampiero Combi), ένας από τους μεγαλύτερους τερματοφύλακες Όλων των Εποχών, έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα, η οποία έχει πλέον το δικό της γήπεδο, το 20.000 θεατών «Κόρσο Μαρσίγλια» (‘Stadio di Corso Marsiglia’ -το χρησιμοποίησε από το 1922 έως το 1933), με κερκίδες κατασκευασμένες από οπλισμένο σκυρόδεμα. Οι οπαδοί της αυξάνονται μέρα με τη μέρα, και εν ολίγοις, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για να ανέβει στην κορυφή του ιταλικού ποδοσφαίρου! Η ομάδα ενισχύθηκε και βασίστηκε σε παίκτες όπως ο Κόμπι, ο Βιρτζίνιο ή Βιρτζίλιο Ροζέτα (Virginio/Virgilio Rosetta), ο Φεντερίκο Μουνεράτι (Federico Munerati), ο Κάρλο Μπιγκάτο (Carlo Bigatto) και ο Τζιουζέπε Γκράμπι (Giuseppe Grabbi), ήλθε ο πρώτος πραγματικός προπονητής, ο Ούγγρος Τζένο Κάρολι (Jeno Karoly), και ο πρώτος ξένος πρωταθλητής, επίσης Ούγγρος, ο αριστερός μέσος Φέρεντς Χίρζερ (Ferenc Hirzer).

Una foto di Edoardo Agnelli. 1930

Μπορεί η Γιουβέντους σήμερα να έχει μετατραπεί σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγαντα, το γεγονός όμως, που πραγματικά σημάδεψε την ιστορία της δεν ήταν άλλο από την ανάληψη της προεδρίας από τον Εντοάρντο Ανιέλι (Edoardo Agnelli, 1892-1935) στις 24 Ιουλίου του 1923. Ο Εντοάρντο, ήταν το δεύτερο παιδί μετά από μια αδελφή, την Ανισέτα Κατερίνα (Aniceta Caterina, 1889 - 1928) του Τζιοβάνι Ανιέλι (Giovanni Agnelli, 1866-1945), που μέχρι και σήμερα είναι ένα όνομα-ορόσημο για την ιταλική βιομηχανία και οικονομία, καθώς ήταν ο ιδρυτής της πρώτης ιταλικής αυτοκινητοβιομηχανίας, της γνωστής μας FIAT! Τρία χρόνια μετά την ανάληψη της προεδρίας από την οικογένεια Ανιέλι, τη σεζόν 1925/26 η Γιουβέντους κατέκτησε το δεύτερο πρωτάθλημά της, -μετά από 21 χρόνια!- πραγματοποιώντας μια εκπληκτική σεζόν, μετά από έναν συναρπαστικό τελικό με την Μπολόνια. Αυτό όμως ήταν ίσως το λιγότερο! Το σημαντικότερο για τη Γιούβε ήταν πως πλέον με τους Ανιέλι στο πλευρό της δεν είχε να φοβηθεί τίποτα και για πολλά χρόνια δε χρειάστηκε να σκεφτεί καν το ενδεχόμενο οικονομικών προβλημάτων. Κι αν η δεκαετία του 1920 ήταν η δεκαετία της αλλαγής για τη Γιουβέντους, η αμέσως επόμενη ήταν η δεκαετία των τίτλων!

Una formazione della Juventus nella stagione 1925/26.

Στην Ιταλία του μεσοπολέμου, το ποδόσφαιρο γνωρίζει ραγδαίες αλλαγές, σημαντικότερη εκ των οποίων είναι ότι το «καμπιονάτο», με την ίδρυση της Σέριε Α’ το 1929, έγινε πλέον επαγγελματικό! Και η Γιουβέντους εντυπωσιάζει! Κατακτά το Πρωτάθλημα πέντε (!) συνεχόμενες φορές, από το 1930 έως το 1935 και γίνεται η απόλυτη κυρίαρχος στο ιταλικό ποδόσφαιρο και στις τάξεις των Ιταλών φιλάθλων! Πρωταγωνιστές της «Χρυσής Πενταετίας» ("Quinquennio d'oro") είναι ο τεχνικός Κάρλο Καρκάνο (Carlo Carcano) και οι πρωταθλητές παίκτες του διαμετρήματος των Ραϊμούντο Όρσι (Raimundo Bibiani Orsi), Ουμπέρτο Καλιγκάρις (Umberto Caligaris), Λουίς Μόντι (Luis Felipe Monti), Ρενάτο Τσεζαρίνι (Renato Cesarini), Μάριο Βαργλιέν/‘Ι’- (Mario Varglien/Ι) και Τζιοβάνι Βαργλιέν/’ΙΙ’ (Giovanni Varglien ‘Nini’/II), Λουίτζι Μπερτολίνι (Luigi Bertolini), Τζιοβάνι Φερράρι (Giovanni Ferrari) και Φελίτσε Μπορέλ/’ΙΙ’ (Felice Placido Borel/II). Εκείνη τη δεκαετία, η Γιούβε είχε και τις πρώτες εμπειρίες της στο διεθνές ποδόσφαιρο, συμμετέχοντας στο Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης, πρόγονο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Οι «Μπιανκονέρι» δεν είχαν τύχη, αλλά σε 4 περιπτώσεις προκρίθηκαν στα ημιτελικά.

La rosa della Juventus nella stagione 1934-1935, 1ª classificata nel campionato italiano di Serie A e semifinalista in Coppa dell'Europa Centrale, in posa all'interno dello stadio Mussolini di Torino. Da sinistra, in piedi: U. Caligaris, L. Ramella, G. Gabetto, L. Cason, R. Cesarini, G. Ferrari, C. Valinasso, A. Diena (II), V. Rosetta (capitano), M. Varglien (I), L. Bertolini, F. Borel (II); accosciati: A. Foni, P. Serantoni, T. Depetrini, A. Tiberti, G. Varglien (II), L. Monti.

Άλλωστε η Γιουβέντους εκείνης της εποχής αποτελούσε τη βάση της Εθνικής Ιταλίας, η οποία στο Μουντιάλ του 1934 στέφθηκε Παγκόσμια Πρωταθλήτρια στο στάδιο «Μπενίτο Μουσολίνι» [“Stadio Municipale Benito Mussolini” -είναι το μετέπειτα γνωστό «Κομουνάλε» (“Stadio Comunale”), σημερινό «Ολυμπιακό Στάδιο Γκράντε Τορίνο» (“Stadio Olimpico Grande Torino”), έδρα της μέχρι το 1990] των 65.000 θέσεων, που είχε κατασκευαστεί για τη διοργάνωση και που ήδη από το 1933 φιλοξενούσε τη «Κυρία». Το 1935  όμως, σήμανε την απαρχή αρνητικών εξελίξεων για τη Γιούβε. Τον Μάρτιο, ο Ραϊμούντο Όρσι, εγκατέλειψε την ομάδα, επιστρέφοντας στην Αργεντινή, ενώ μυστηριωδώς «εξαφανίστηκε» και ο άνθρωπος που τη δημιούργησε, ο Κάρλο Καρκάνο. Τα χειρότερα όμως τα επεφύλασσε το επερχόμενο καλοκαίρι!

Giovanni Agnelli nel 1940

Στις 14 Ιουλίου του 1935, οι Γιουβεντίνοι έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους! Ο Εντοάρντο Ανιέλι, στα 43 του χρόνια, σκοτώθηκε σε δυστύχημα με το υδροπλάνο του, που τον μετέφερε από τη Γένοβα στο Τορίνο, και από τη μία μέρα στην άλλη όλα άλλαξαν! Ο 14χρονος τότε Τζιάνι (Giovanni “Gianni” -"l'Avvocato"- Agnelli, 1921-2003) δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αναλάβει το τεράστιο «χρέος» που άφηνε ο πατέρας του στους οπαδούς της Γιούβε! Μια μικρή παρένθεση εδώ. Ο Εντοάρντο Ανιέλι απέκτησε 7 παιδιά, 4 κορίτσια και 3 αγόρια. Πρώτο ήταν η Κλάρα (Clara, 1920-2016), ο Τζιάνι ήταν το δεύτερο παιδί και πρώτος απ’ τ’ αγόρια, τρίτο ήταν η Σουζάνα (Susanna, 1922-2009), τέταρτο η Μαρία Σόλε (Maria Sole, 1925), πέμπτο η Κριστιάνα (Cristiana, 1927), έκτο ήταν ο Τζιόρτζιο (Giorgio, 1929-1965), με πολλά προβλήματα υγείας και έβδομο ήταν ο Ουμπέρτο (Umberto, 1934-2004), ο πατέρας του σημερινού προέδρου της Αντρέα, που πλέον είναι ο μόνος που φέρει το επώνυμο του προπάτορα Τζιοβάνι Ανιέλι! Κλείνει η παρένθεση.

Gianni Agnelli e Giovanni Agnelli Senior 

Η επόμενη δεκαπενταετία, συνεπικουρούμενου και του Παγκοσμίου Πολέμου, η «Γηραιά Κυρία» έχασε πολύ από τη δύναμή της και τα δύο Κύπελλα που κατέκτησε το 1938 και το 1942 δεν ήταν σε καμία περίπτωση αρκετά να απαλύνουν την πίκρα του κόσμου, που έβλεπε την αγαπημένη του ομάδα να παραπαίει. Ευτυχώς για τη Γιουβέντους όμως, το μήλο έπεσε κάτω από τη μηλιά για την περίπτωση της οικογένειας Ανιέλι! Το 1945, λίγο πριν τον θάνατό του, ο προπάτορας Τζιοβάνι Ανιέλι, έχρισε διάδοχό του, παραδίδοντας τα ηνία της δυναστείας στον εγγονό του, τον μεγαλύτερο γιο του Εντοάρντο, τον Τζιάνι, που μαζί με τα ηνία της ΦΙΑΤ, το 1947 έγινε πρόεδρος και τη Γιουβέντους! Κάτι η αγάπη που του μετέδωσε για την ομάδα ο πατέρας του και περισσότερο η θέληση του να ολοκληρώσει το ημιτελές έργο του, ώθησαν τον 30χρονο πλέον Τζιάνι να δώσει συνέχεια σ’ αυτό που είχε ξεκινήσει σχεδόν 30 χρόνια πριν…

Genova, stadio Luigi Ferraris, 9 febbraio 1958. Il "Trio Magico" d'attacco della Juventus — da sinistra: l'italo-argentino Omar Sívori (Ballon d'Or 1961), l'italiano Giampiero Boniperti e il gallese John Charles — esce dal campo nella vittoriosa trasferta contro il Genoa (1-3) valevole per la 20ª giornata del campionato italiano di Serie A 1957/58.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ «SCUDETTO STELLA»

Στα τέλη λοιπόν της δεκαετίας του 1940, ο Τζιάνι Ανιέλι αποφάσισε να αλλάξει εκ νέου σελίδα στην ιστορία της Γιούβε. Προσέλαβε τον Άγγλο Τζέσι Κάρβερ (Jesse Carver) στην τεχνική ηγεσία της ομάδας και έφερε στο Τορίνο το δανέζικο δίδυμο των Τζον Χάνσεν (John Hansen) και Καρλ Πράεστ (Karl Aage Præst), οι οποίοι άρχισαν να κάνουν πολύ καλή «ποδοσφαιρική» παρέα σε ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια της «Γηραιάς Κυρίας» και του ιταλικού ποδοσφαίρου που άκουγε στο όνομα, Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι (Giampiero Boniperti)! Και η Γιουβέντους επέστρεψε στις επιτυχίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Αποτέλεσμα; 100 γκολ κατά τη διάρκεια της σεζόν 1949/50, από την πολύ μεγάλη εκείνη Γιουβέντους, η οποία κατέκτησε το Πρωτάθλημα μετά από 15 χρόνια συγκεντρώνοντας πέντε βαθμούς περισσότερους από τη Μίλαν, η οποία όμως είχε πετύχει 18 γκολ περισσότερα από τη Γιούβε!

Il presidente Umberto Agnelli e il capitano Boniperti sollevano la Coppa Italia 1959/60

Η απώλεια του τίτλου την επόμενη σεζόν 1950/51, οδήγησε τον Κάρβερ πίσω στην Αγγλία και έφερε στο Τορίνο τον ουγγρικής καταγωγής Γκέοργκι Σάροζι (György Sárosi), ο οποίος έκανε καλά τη δουλειά του, μιας και τη σεζόν 1951/52 η «Σινιόρα» κατέκτησε και πάλι το “scudetto”. Το 1954, ο Τζιοβάνι Ανιέλι αποχώρησε από την προεδρία, η οποία την επόμενη χρονιά πέρασε στον αδελφό του Ουμπέρτο. Ένας νέος θριαμβευτικός κύκλος ξεκίνησε, που με τον ερχομό του Αργεντίνου (αργότερα με ιταλική υπηκοότητα) Ομάρ Σιβορί και του Ουαλού Τζον Τσαρλς (William John Charles), οδηγούν τη Γιουβέντους στη πρώτη θέση στο πρωτάθλημα του 1958, για να γίνει έτσι η πρώτη ομάδα που κατακτά το ιταλικό Πρωτάθλημα για 10η φορά και υπερηφανεύεται ως ο πρώτος σύλλογος στην Ιταλία, κάτοχος του επονομαζόμενου «scudetto stella», βάζοντας το πρώτο αστεράκι στη φανέλα της, μια συνήθεια που καθιέρωσε η Γιούβε και έκτοτε κάθε αστέρι στις φανέλες των ομάδων συμβολίζει την κατάκτηση δέκα πρωταθλημάτων!

Una formazione della Juventus nella stagione 1966/67.

Πλέον, ακόμη και το μέχρι πρότινος μακρινό όνειρο της ευρωπαϊκής διάκρισης γίνεται πραγματικότητα και τη σεζόν 1958/59 η Γιούβε συμμετέχει για πρώτη φορά στο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Μία συμμετοχή την οποία ωστόσο οι Γιουβεντίνοι μάλλον έχουν ήδη ξεχάσει, μιας και η ομάδα τους αποκλείστηκε από τον πρώτο κιόλας γύρο από την αυστριακή Βίνερ. Την επόμενη σεζόν, η «Γηραιά Κυρία» κατέκτησε ξανά το Πρωτάθλημα και πήρε μια ακόμη ευκαιρία στην Ευρώπη. Και πάλι όμως η ευρωπαϊκή πορεία σταματά στον πρώτο γύρο με θύτη αυτήν τη φορά την ΤΣΣΚΑ Σόφιας. Και πάλι ο τίτλος στο Τορίνο την επόμενη χρονιά και πάλι στο Κύπελλο Πρωταθλητριών η Γιούβε. Αυτή τη φορά η πορεία της ήταν πολύ καλύτερη καθώς αποκλείοντας τον Παναθηναϊκό και την Παρτιζάν, έφτασε μέχρι και τον προημιτελικό, όπου και αποκλείστηκε από τη «Βασίλισσα» Ρεάλ Μαδρίτης. Το 1965, η Γιουβέντους έφτασε στον πρώτο της ευρωπαϊκό τελικό, αυτόν του Κυπέλλου Εκθέσεων. Φιλοξένησε τη Φερεντσβάρος στο Τορίνο και μπορεί να έπαιζε μέσα στο σπίτι της, ωστόσο οι Ούγγροι ήταν αυτοί, που πανηγύρισαν τον τίτλο στο τέλος! Το πάθος για ευρωπαϊκή διάκριση είχε γίνει πλέον εμμονή για διοίκηση, παίκτες και προπονητές.

Da sinistra: i calciatori della Juventus, Francesco Morini e Sandro Salvadore, in allenamento al Campo Combi di Torino nel 1972, sotto lo sguardo del tecnico Čestmír Vycpálek.

Το χειρότερο δε, ήταν, ότι δύο εκ των πλέον μισητών αντιπάλων της, η Μίλαν και η Ίντερ, χωρίς να έχουν φτάσει στο επίπεδο της και στις επιτυχίες της εντός συνόρων, είχαν ήδη κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών! Η μειονεκτική θέση της συνεχίστηκε και στην επόμενη συμμετοχή της στο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Ο τελευταίος τίτλος τη δεκαετία του 1960 κατακτήθηκε τη σεζόν 1966/67, υπό την προεδρία του Βιτόρε Κατέλα (Vittore Catella) και με τον Χεριμπέρτο Χερέρα (Heriberto Herrera Udrizal) πλέον στον πάγκο της. Αυτή τη φορά έφτασε μέχρι και την ημιτελική φάση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, αποκλείστηκε όμως και πάλι, αυτήν τη φορά από την Μπενφίκα του μεγάλου Εουσέμπιο (Eusébio da Silva Ferreira). Αλλά με την αρχή της δεκαετίας του 1970, η ιστορία της Γιουβέντους γίνεται ακόμα πιο ένδοξη. Ο Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι, έχει πλέον κρεμάσει τα παπούτσια του, αλλά δεν σταματά να ηγείται της ομάδας: πριν, ως αρχηγός της στο γήπεδο και από τις 13 Ιουλίου του 1971, πλέον από το γραφείο του, αφού αναλαμβάνει πρόεδρος της!

Η ΕΠΟΧΉ ΜΠΟΝΙΠΕΡΤΙ

Ο Ιταλός ποδοσφαιράνθρωπος φρόντισε να βγάλει ασπροπρόσωπους τους Ανιέλι για την επιλογή τους. Η «Εποχή Μπονιπέρτι» ξεκίνησε με δύο κατακτήσεις στο πρωτάθλημα, στη σεζόν 1971/72 και την επόμενη. Το 1971, η Γιουβέντους έφτασε και στον τελικό του Κυπέλλου Εκθέσεων, έχασε όμως και πάλι το τρόπαιο από τη Λιντς. Η ευρωπαϊκή καταξίωση είχε γίνει εμμονή για τους Ανιέλι, που έβλεπαν Μίλαν και Ίντερ να έχουν κατακτήσει ήδη δύο φορές το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Ο Τσέχος Τσέστμιρ Βίσπαλεκ (Čestmír Vycpálek) κάθησε στον πάγκο της ομάδας με αποστολή να φτιάξει επιτέλους ένα σύνολο, που θα φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης. Υπό την αρωγή του Μπονιπέρτι, έφτασε στο Τορίνο μία αρμάδα νέων ποδοσφαιριστών, μεταξύ των οποίων ο Φάμπιο Καπέλο (Fabio Capello), ο Σάντρο Σαλβαντόρε (Sandro Salvadore), ο Φράνκο Κάουζιο (Franco Causio) και ο Ρομπέρτο Μπέτεγκα (Roberto Bettega). Η Γιουβέντους παίρνει και πάλι το Πρωτάθλημα, εξακολουθεί όμως να έχει πρόβλημα στη θέση κάτω από τα δοκάρια. Ο Μπονιπέρτι έχει τη λύση και γι’ αυτό, μία λύση, που ακούει στο όνομα Ντίνο Τζοφ (Dino Zoff), που έμελλε να μείνει στο Τορίνο για 11 ολόκληρα χρόνια. 

Sandro Salvadore, per dodici stagioni baluardo della difesa della Juventus, in azione contro l'Independiente nel corso della Coppa Intercontinentale 1973

Η «Γηραιά Κυρία» ήταν πλέον έτοιμη να αντιμετωπίσει τα ευρωπαϊκά μεγαθήρια και να φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης. Και θα το έκανε, αν στον τελικό του Βελιγραδίου δεν έβρισκε μπροστά της τον Άγιαξ του Άμστερνταμ που με τ’ ολοκληρωτικό του ποδόσφαιρο, δεν άφηνε περιθώριο σε κανέναν αντίπαλο! Έτσι κι έγινε. Ο Αίαντας του Γιόχαν Κρόιφ (Hendrik Johannes ‘Johan’ Cruyff) επικράτησε της Γιούβε με 1-0 και κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Βέβαια, η Γιουβέντους πήρε την ευκαιρία της και την επόμενη χρονιά, μιας και κατέκτησε εκ νέου το Πρωτάθλημα. Αυτή τη φορά όμως πέταξε την ευκαιρία στον κάλαθο των αχρήστων και μόνο τη φιναλίστ της περασμένης σεζόν δε θύμιζε, καθώς αποκλείστηκε από τον πρώτο κιόλας γύρω από τη Διναμό Δρέσδης! Πλέον ήταν ώρα για αλλαγή. Με τον Κάρλο Παρόλα (Carlo Parola) στον πάγκο και την αμυντική της γραμμή σημαντικά ενισχυμένη με τους Γκαετάνο Σιρέα (Gaetano Scirea), Κλαούντιο Τζεντίλε (Claudio Gentile) και Αντονέλο Κουκουρέντου (Antonello Cuccureddu), οι Γιουβεντίνοι αρχίζουν να ονειρεύονται και πάλι. Ωστόσο, ο αποκλεισμός τους από τον πρώτο κιόλας γύρο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με θύτη την Γκλάντμπαχ λειτούργησε ως κακός οιωνός, αφού ακολούθησε και η απώλεια του “scudetto” στο τέλος της σεζόν από τη συντοπίτισσα Τορίνο!

L'allenatore Giovanni Trapattoni alla Juventus nella seconda metà degli anni 70 del XX secolo.

Μολονότι Γιουβέντους και Μίλαν δεν έχουν ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις, μια σημαντική ανταλλαγή τη δεκαετία του 1970 διαδραμάτισε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην αλλαγή σελίδας της «Γηραιάς Κυρίας». Το 1976, ο παλαίμαχος άσος των «ροσονέρι» και μέχρι εκείνη τη στιγμή βοηθός προπονητή στον πάγκο τους, ο Τζιοβάνι Τραπατόνι, κέρδισε την εμπιστοσύνη του Μπονιπέρτι και μετακόμισε από το Μιλάνο στο Τορίνο, φέρνοντας μάλιστα μαζί του τον Ρομέο Μπενέτι (Romeo Benetti), ο οποίος έγινε ανταλλαγή με τον Φάμπιο Καπέλο. Ο Τραπατόνι δημιούργησε με τα χρόνια έναν ανίκητο στρατό! Πρώτα βασιζόμενος στους σχετικά παλιούς Τζιουζέπε Φουρίνο (Giuseppe Furino) και Πιέτρο Αναστάζι (Pietro Anastasi), αλλά στους Τζοφ, Σιρέα, Καούζιο, Τζεντίλε και Μπετέγκα, και αμέσως μετά εστιάζοντας σε ιδιαίτερα  ταλαντούχους νέους Ιταλούς, τον Μάρκο Ταρντέλι (Μarco Tardelli), τον Αντόνιο Καμπρίνι (Antonio Cabrini), τον Πάολο Ρόσι κ.α.! Παρά το γεγονός όμως, ότι είχε να χειριστεί το καλύτερο υλικό του ιταλικού ποδοσφαίρου εκείνης της εποχής, ως γνήσιος οπαδός του κατενάτσιο, επέμεινε στο να χτίζει τη Γιουβέντους με αρχή και τέλος την άμυνά της! Πολλοί μπορεί να τον κατηγόρησαν γι’ αυτό, ο ίδιος όμως δικαιώθηκε, καθώς την ίδια κιόλας χρονιά κατέκτησε το πρωτάθλημα!

Torino, stadio Comunale, 4 maggio 1977. L'attaccante bianconero Roberto Bettega supera in elevazione il difensore biancorosso Agustín Gisasola, nel corso della sfida tra Juventus e Athletic Bilbao (1-0) valevole per la finale di andata della Coppa UEFA 1976/77.

Το μεγαλύτερο του πάντως επίτευγμα δεν ήταν αυτό, αλλά το ότι μετά από τόσα χρόνια έδωσε σάρκα και οστά στο μεγαλύτερο όνειρο των Ανιέλι, φέροντας τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο στο Τορίνο για τη Γιούβε το 1977! Παρότι βέβαια δεν επρόκειτο για το βαρύτιμο τρόπαιο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, για μία ομάδα που επί δέκα ολόκληρα χρόνια, έχοντας εν τω μεταξύ σαρώσει τους τίτλους στην Ιταλία, να αγωνίζεται να πετύχει τον ευρωπαϊκό στόχο και μόλις και μετά βίας να σταυρώνει νίκη εκτός συνόρων, η κατάκτηση του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, μπορεί άνετα να εξομοιωθεί με αυτήν του «μεγάλου» κυπέλλου. Η Γιουβέντους εκείνη τη χρονιά, απέκλεισε όποιον βρέθηκε μπροστά της -μεταξύ αυτών και την ΑΕΚ- και πήρε το τρόπαιο σπίτι της επικρατώντας στο διπλό τελικό της Αθλέτικ του Μπιλμπάο! 

Torino, stadio Comunale, 6 maggio 1984. Al termine della sfida tra Juventus e Avellino (1-1) valevole per la 29ª giornata del campionato italiano di Serie A 1983-1984, la squadra bianconera festeggia negli spogliatoi la matematica conquista del suo 21º scudetto; da sinistra: Marco Tardelli, il capitano Gaetano Scirea, il direttore sportivo (ed ex calciatore juventino) Francesco Morini e Roberto Tavola.

Όλα ήταν πλέον έτοιμα, ώστε το όνειρο των Ανιέλι να φτάσει στην κορύφωσή του: να δουν δηλαδή την ομάδα να φέρνει και το πρώτο τη τάξει τρόπαιο της Ευρώπης στο «Κομουνάλε». Το 1978, η Γιούβε προσπάθησε, έφτασε μέχρι και τον ημιτελικό, έχοντας αποκλείσει μεταξύ άλλων τον παλιό της γνώριμο Άγιαξ, ο οποίος δεν θύμιζε σε τίποτα σχεδόν τον Αίαντα του «Ιπτάμενου Ολλανδού», αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει το εμπόδιο της Κλαμπ Μπριζ του Ερνστ Χάπελ (Ernst Franz Hermann Happel). Ο Τραπατόνι, στον οποίο ανήκε εξ ολοκλήρου η ευθύνη της ευρωπαϊκής αποτυχίας, κατάφερε να εξιλεωθεί με την κατάκτηση ενός ακόμη πρωταθλήματος. Την επόμενη σεζόν όμως, δε στάθηκε τόσο τυχερός  αφού η Γιούβε αποκλείστηκε στον πρώτο γύρο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών από τη Ρέιντζερς, ενώ έχασε και το πρωτάθλημα από τη Μίλαν. Στη συνέχεια, το 1980, μετά το «άνοιγμα» των συνόρων, δόθηκε η δυνατότητα να ενισχυθεί με τη συμβολή ξένων πρωταθλητών. Ο πρώτος είναι ο Λίαμ Μπρέιντι (Liam Brady), ένας Ιρλανδός μέσος με βελούδινα πόδια και κοφτερό μυαλό, ο οποίος κατηύθυνε τον ρυθμό του παιχνιδιού και σκόραρε πολύτιμα γκολ. Το τελευταίο του, στις 16 Μαΐου του 1982, στο Καταντζάρο με πέναλτι, έδωσε στη Γιούβε το 20ο της “scudetto”, δίνοντάς της παράλληλα το δικαίωμα να ράψει το δεύτερο αστέρι στη φανέλα της.

Michel Platini

ΈΝΑΣ ΓΑΛΛΟΣ ΣΤΟ ΤΟΡΙΝΟ

Στην Ευρώπη όμως, η ιστορία επαναλαμβάνεται και ο ένας αποκλεισμός διαδέχεται τον άλλο! Ώσπου στις 11 Ιουλίου του 1982, στη Μαδρίτη η Ιταλία έγινε η νέα Παγκόσμια Πρωταθλήτρια για 3η φορά στην ιστορία, χάρη στη «Γηραιά Κυρία», αφού η 11άδα της ήταν «γεμάτη» Γιουβέντους: οι Τζοφ, Τζεντίλε, Καμπρίνι, Σιρέα, Ταρντέλι, Ρόσι, είναι οι πυλώνες της «σκουάντρα ατζούρα» που σηκώνουν το κύπελλο μπροστά από τον Πρόεδρο της ιταλικής Δημοκρατίας, τον Σάντρο Περτίνι (Sandro Pertini). Ο Ρόσι είναι επίσης ο Κορυφαίος Σκόρερ του τουρνουά, με 6 γκολ σε 7 παιχνίδια, κερδίζοντας τη «Χρυσή Μπάλα» στο τέλος της χρονιάς, τη δεύτερη -καθαρόαιμη- ιταλική στην ιστορία μετά τον Τζιάνι Ριβέρα (Giovanni "Gianni" Rivera). Εκείνα τα χρόνια, το βραβείο του Κορυφαίου Ευρωπαίου Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς του «France Football», είχε βρει το «σπίτι» του στο Τορίνο! Στη μετα-μουντιαλική σεζόν, ο αριθμός των ξένων που μπορούσαν να μεταγραφούν στις ιταλικές ομάδες, ανεβαίνουν στους δύο και αμέσως μετά τη διοργάνωση, ο Ανιέλι κάνει την κίνηση «ματ» και φέρνει στο Τορίνο τα αστέρια της εποχής: τον Πολωνό Ζμπίγκνιου Μπόνιεκ (Zbigniew Kazimierz Boniek) και κυρίως τον  Γάλλο Μισέλ Πλατινί! Η Γιούβε φαντάζει πλέον ανίκητη!

Michel Platini, Zbigniew Boniek e Paolo Rossi

Και επιτέλους το αποδεικνύει και στα ευρωπαϊκά γήπεδα. Ο Γάλλος είναι ο απόλυτος πρωταθλητής. Κομψός στις κινήσεις του, παίζει με το κεφάλι ψηλά, «εκτοξεύει» 50άρες πάσες, βρίσκοντας από απόσταση στα πόδια των συμπαικτών του και σκοράρει! Σκοράρει πολύ! Ειδικά με φάουλ! Ο «Λε Ρουά» (“Le Roi” =Ο Βασιλιάς) κερδίζει τόσο τον τίτλο του Πρώτου Σκόρερ όσο και την κατάταξη της «Χρυσής Μπάλας» για τρία συνεχόμενα χρόνια, μαγεύοντας το κοινό απ’ όλο τον κόσμο. Κάτι το απαράμιλλο ταλέντο του Πλατινί, κάτι το ότι το πάθημα έγινε μάθημα, καθώς ο Τραπατόνι, παρότι δεν άλλαξε μυαλά και επέμενε στην αμυντική φιλοσοφία, άφησε κατά μέρος την αναχρονιστική νοοτροπία του κατενάτσιο, που δεν έβγαλε και πουθενά, αφήνοντας το ταλέντο να μιλήσει! Ο τελικός της Αθήνας του 1983 είχε βαφτεί ασπρόμαυρος πριν καλά-καλά αρχίσει. Οι 50.000 «τιφόζι» που βρέθηκαν στην ελληνική πρωτεύουσα για να πανηγυρίσουν τον τίτλο σε συνδυασμό με την ασύγκριτη διαφορά ποιότητας των Ιταλών με το Αμβούργο, έχριζαν τη Γιουβέντους απόλυτο φαβορί. Επειδή όμως η μπάλα έχει περίεργα κέφια, η μεγάλη Γιουβέντους του Πλατινί και του Ρόσι καταφέρνει να χάσει το τρόπαιο από τους Γερμανούς! Και ολόκληρο το Τορίνο είναι απαρηγόρητο… «Αφού δεν κερδίσαμε τώρα, δε θα έχουμε ποτέ ξανά την ευκαιρία», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο Μπονιπέρτι μετά τον τελικό της Αθήνας!… 

Juventus at European Cup Final 1983 vs SV Hamburg: (back row, l-r) Gaetano Scirea, Dino Zoff, Michel Platini, Roberto Bettega, Sergio Brio, Claudio Gentile; (front row, l-r) Massimo Bonini, Paolo Rossi, Zbigniew Boniek, Antonio Cabrini, Marco Tardelli

ΤΟ ΚΥΠΕΛΛΟ ΠΟΥ «ΣΤΟΙΧΕΙΩΣΕ»

Το 1984 η «Σινιόρα» κερδίζει και πάλι το Πρωτάθλημα, ενώ κατακτά και το Κύπελλο Κυπελλούχων, νικώντας με 2-1 τη Πόρτο στον τελικό της Βασλείας. Παρηγοριά στον άρρωστο δηλαδή, όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται, γιατί αρρωστημένη είχε καταντήσει η εμμονή που είχαν οι «μπιανκονέρι» για το Κύπελλο Πρωταθλητριών! Οι οπαδοί της ομάδας παίρνουν μία γεύση, όταν η «Σινιόρα» κατακτά το Σούπερ Καπ Ευρώπης απέναντι στη Λίβερπουλ τον Ιανουάριο του 1985 με 2-0 στον τελικό, αντίπαλο με την οποία έμελλε να τεθεί αντιμέτωπη λίγους μήνες μετά στον τελικό της κορυφαίας διοργάνωσης στις Βρυξέλλες, σε έναν από τους πιο ιστορικούς -αλλά για τους ΤΕΛΕΙΩΣ λάθος λόγους- τελικούς στην ποδοσφαιρική ιστορία!

Juventus 1-0 Liverpool, 1985 European Cup Final, Heysel Stadium, Brussels, 29th May 1985.

Το «Allora, allora, arriva la Siniora» («Να τη, φτάνει η Κυρία») των τιφόζι, γίνεται: «Allora, allora la copa alla Siniora» (σ.σ. «Και τώρα το Κύπελλο στην Κυρία»). Το Κύπελλο όμως είχε πραγματικά στοιχειώσει τους Γιουβεντίνους. Δεν εξηγείται αλλιώς το πώς τελέστηκε εν μέσω μίας ποδοσφαιρικής γιορτής μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού! Ένα ανύπαρκτο πέναλτι που δόθηκε στους Ιταλούς -μιας και η πριν τον αγώνα ανθρώπινη τραγωδία, είχε ως αποτέλεσμα την ποδοσφαιρική αδικία εις βάρος τηςΛίβερπουλ- και εκτέλεσε ο Μισέλ Πλατινί, καθώς και η κατάκτηση του τροπαίου από τη Γιούβε, δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να ελαφρύνουν τον πόνο που προκάλεσε ο χαμός 7 Άγγλων και 32 Ιταλών οπαδών που «δολοφονήθηκαν» από τους Άγγλους χούλιγκαν και άφησαν τη ζωή τους στο Χέιζελ των Βρυξελλών! Ένα γεγονός, που σημάδεψε ανεξίτηλα το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και στέρησε για 5 ολόκληρα χρόνια τη συμμετοχή των αγγλικών ομάδων από κάθε ευρωπαϊκή διοργάνωση!

The KOP banner during the Anfield game against Juventus in 2005 during the minute's silence

Ήταν σαν να πρόσταξε θυσία η μοίρα για να ξορκίσει τα φαντάσματα 25 ολόκληρων χρόνων! Σαν να έπρεπε να πληρωθεί με αίμα ο πόθος κι η λαχτάρα ενός συλλόγου να φτάσει στην κορυφή. Η Γιουβέντους έδωσε τη ζωή της -στην κυριολεξία- προκειμένου να φτάσει στο δικό της Έβερεστ! Το αν ένα τρόπαιο, όποιο κι αν είναι αυτό, μπορεί ποτέ να αξίζει όσο 39 ζωές νέων ανθρώπων, δεν μπορεί ποτέ να τεθεί καν σαν ερώτημα! Η ζωή όμως μερικές φορές απαντά με τον πιο σκληρό και παράδοξο τρόπο! Ήταν μια επιτυχία που δεν έδωσε καμία χαρά, αλλά επέτρεψε στους «Μπιανκονέρι» να πετάξουν στο Τόκιο το χειμώνα, για να παίξουν στον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου. Ο αντίπαλος ήταν η Αργεντίνος Τζούνιορ, και ο τίτλος κερδήθηκε στα πέναλτι. Η Γιουβέντους ήταν Παγκόσμια Πρωταθλήτρια! Στον θρίαμβο του Τόκιο, ο Πλατινί είναι αυτός που εκτέλεσε το τελευταίο πέναλτι, το καθοριστικό, αφού στην κανονική διάρκεια, ακυρώθηκε άδικα ένα από τα πιο όμορφα γκολ στην ιστορία του ποδοσφαίρου! Θα παίξει άλλη μια χρονιά και στη συνέχεια, το 1987 θα αποσυρθεί από τα γήπεδα για να ακολουθήσει μια καριέρα ως προπονητής πρώτα και στη συνέχεια ως μάνατζερ, και θα γίνει το 2007 πρόεδρος της ΟΥΕΦΑ.

Ballon d'Or 1983 - 1984 - 1985: Michel Platini

Τη σεζόν 1985/86 η Γιουβέντους κερδίζει ένα ακόμη πρωτάθλημα, το τελευταίο της «εποχής Μπονιπέρτι», ενώ έφτασε μέχρι και την προημιτελική φάση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου και αποκλείστηκε από την Μπαρτσελόνα. Στο τέλος της χρονιάς ο Τζιοβάνι Τραπατόνι μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια αφήνει τη «Γηραιά Κυρία» και μετακομίζει στο Μιλάνο για να αναλάβει την Ίντερ. Δύο σημαντικές αποχωρήσεις, αλλά καμία σπουδαία άφιξη στο Τορίνο, είχαν σαν αποτέλεσμα μία από τις λιγότερο συναρπαστικές εποχές στην ιστορία της! Επί 9 χρόνια η Γιουβέντους απλά παρακολουθεί, αρχικά τη Νάπολι του Ντιέγκο Μαραντόνα και εν συνεχεία τη Μίλαν του Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi) να κατακτούν τίτλους και ειδικά τους «ροσονέρι» να σαρώνουν και στην Ευρώπη!

Avellino, stadio Partenio, 16 maggio 1990. Da sinistra: Dino Zoff e Stefano Tacconi, rispettivamente allenatore e portiere della Juventus, posano negli spogliatoi con il trofeo della Coppa UEFA 1989/90 vinta al termine della finale di ritorno contro la Fiorentina (0-0).

Ωστόσο, ήλθαν κάποιοι σημαντικοί τίτλοι: το 1990, οι «Μπιανκονέρι» έφτασαν στη διπλή κατάκτηση του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ και του Κυπέλλου Ιταλίας. Προπονητής ήταν ο Ντίνο Τζοφ, ο οποίος στην πρώτη του περίοδο αξιοποίησε την πολύτιμη συνεργασία του μεγάλου συμπαίκτη και φίλου του, Γκαετάνο Σιρέα. Η μοίρα, ωστόσο, έσπασε αυτόν τον σταθερό δεσμό: κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Πολωνία για να παρακολουθήσει τους μελλοντικούς αντιπάλους της Γιουβέντους στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, ο Σιρέα χάνει τη ζωή του σε ένα τραγικό αυτοκινητιστικό δυστύχημα! Ήταν 3 Σεπτεμβρίου του 1989, μια ημερομηνία που κανένας οπαδός της Γιουβέντους δεν θα ξεχάσει ποτέ!

La rosa e lo staff tecnico della Juventus per la stagione 1994-1995. Da sinistra, in alto: Massimo Carrera, Ciro Ferrara, Alessio Tacchinardi, Robert Jarni, Fabrizio Ravanelli, Jürgen Kohler, Sergio Porrini, Moreno Torricelli; al centro: Antonio Conte, Luca Fusi, Gianluca Francesconi (ceduto a stagione in corso), Narciso Pezzotti (allenatore in seconda), Marcello Lippi (allenatore), Ivano Bordon, (preparatore dei portieri), Giampiero Ventrone (preparatore atletico), Giancarlo Marocchi, Alessandro Orlando (acquistato a stagione in corso), Paulo Sousa; in basso: Giunta (massaggiatore), Angelo Di Livio, Didier Deschamps, Angelo Peruzzi, Roberto Baggio (capitano), Michelangelo Rampulla, Gianluca Vialli, Alessandro Del Piero, Giordano (massaggiatore).

Η ΓΙΟΎΒΕ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΉ ΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ

Στις 12 Φεβρουαρίου του 1990, ο Μπονιπέρτι άφησε την προεδρία στον δικηγόρο Βιτόριο Τσιουζάνο (Vittorio Caissotti di Chiusano/ Vittorio Chiusano). Τρία χρόνια αργότερα, η Γιούβε κατέκτησε το 3ο κύπελλο ΟΥΕΦΑ, αλλά η επιτυχία στο πρωτάθλημα, ήταν απούσα για πάρα πολύ καιρό. Το 1994 ξεκίνησε μια νέα κατάσταση σε διοικητικό/εταιρικό επίπεδο: πρόεδρος παρέμεινε ο Τσιουζάνο, αλλά οι εκτελεστικοί/επιχειρησιακοί ρόλοι ανατέθηκαν στους Ρομπέρτο Μπέτεγκα, Αντόνιο Τζιραούντο (Antonio Giraudo) και τον Λουτσιάνο Μότζι (Luciano Moggi). Το 23ο πρωτάθλημα ήρθε τη περίοδο 1994/95, ελέω Μαρσέλο Λίπι, του νέου τεχνικού της Γιούβε, που δικαίωσε απόλυτα τους Ανιέλι για την επιλογή τους να του εμπιστευθούν τα ηνία της ομάδας. Ο Λίπι ευτύχησε να διαθέτει μια πλήρη ομάδα: τον Άντζελο Περούτσι (Angelo Peruzzi) στο τέρμα, Τσίρο Φεράρα (Ciro Ferrara) στην άμυνα, τους Πάουλο Σόουζα (Paulo Manuel Carvalho Sousa) και Ντιντιέ Ντεσάμπ (Didier Claude Deschamps) στη μεσαία γραμμή και επιθετικός, δίπλα σε καθιερωμένους ηγέτες όπως ο Τζιανλούκα Βιάλι (Gianluca Vialli) και ο Ρομπέρτο Μπάτζιο, ξεχωρίζει ένας νεαρός που έφτασε τη προηγούμενη χρονιά από την Πάντοβα, διαθέτει αξιόλογη τεχνική και αμέσως δείχνει έντονη προσωπικότητα. Το όνομά του είναι Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο (Alessandro Del Piero), φόρεσε τα ασπρόμαυρα μέχρι το τέλος της καριέρας του και ξεπέρασε κάθε ρεκόρ στην ιστορία της Γιουβέντους!

Ballon d'Or 1993: Roberto Baggio

Δίπλα σ’ αυτούς οι Μορένο Τοριτσέλι (Moreno Torricelli), Αλέσιο Τακινάρντι (Alessio Tacchinardi), Αντόνιο Κόντε (Antonio Conte), Φαμπρίτσιο Ραβανέλι (Fabrizio Ravanelli), Άντζελο Ντι Λίβιο (Angelo Di Livio) κ.α. συνέθεταν ένα σύνολο ονειρικό. Το “scudetto” έρχεται με την πρώτη προσπάθεια, όπως και το Κύπελλο Ιταλίας. Είναι μια ατελείωτη πρόκληση με την Πάρμα, στην οποία η Γιούβε παραχωρεί μόνο το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Η χρονιά ήταν θριαμβευτική, αλλά σημαδεύτηκε από την τραγωδία του Αντρέα Φορτουνάτο (Andrea Fortunato), ο οποίος πέθανε από ανίατη ασθένεια στις 25 Απριλίου 1995. Με τη κατάκτηση του πρωταθλήματος, η Γιούβε επιστρέφει τελικά για να αναπνεύσει ξανά τον αέρα του -πλέον- Τσάμπιονς Λιγκ! Τη σεζόν 1995/96, η «Σινιόρα» έχασε το πρωτάθλημα από τη Μίλαν, όμως στα προημιτελικά της Κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης αποκλείει τη Ρεάλ Μαδρίτης, ενώ στους ημιτελικούς, αποκλείει τη γαλλική Ναντ. Ο τελικός διεξήχθη στη Ρώμη, εναντίον του τρέχοντα πρωταθλητή Ευρώπης, Άγιαξ. Ήταν 22 Μαΐου του 1996, το ματς τελείωσε 1-1, όπως και η ημίωρη παράταση και στη συνέχεια, στα πέναλτι, οι «Μπιανκονέρι» δεν έχασαν ούτε ένα, ενώ ο Άντζελο Περούτζι απέκρουσε δύο. Ο Βλάντιμιρ Γιούγκοβιτς (Vladimir Jugović) πήγε για την τελευταία εκτέλεση με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. Αυτό το χαμόγελο, μετά από λίγα δευτερόλεπτα, μετατράπηκε σε κραυγή χαράς. Η Γιούβε ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης!

Juventus at 1996 UEFA Champions League Final. UP (l>r) Moreno Torricelli, Antonio Conte, Ciro Ferrara, Fabrizio Ravanelli, Angelo Peruzzi, DOWN (l>r) Paulo Sousa, Gianluca Pessotto, Didier Deschamps, Alessandro Del Piero, Gianluca Vialli, Pietro Vierchowod

Την επόμενη χρονιά η ανανέωση ήταν βαθιά: στην επίθεση, ο Βιάλι και ο Ραβανέλι έφυγαν, και ήλθαν ο Αλέν Μπόκσιτς (Alen Bokšić), ο Κριστιάν Βιέρι (Christian Vieri) και ο Νικόλα Αμορούσο (Nicola Amoruso). Στην άμυνα και στη μεσαία γραμμή οι δύο καινοτομίες είναι ο Πάολο Μοντέρο (Rónald Paolo Montero Iglesias) και ο Ζινεντίν Ζιντάν. Οι «Μπιανκονέρι» επιστρέφουν στην κορυφή του Κόσμου, με την νίκη απέναντι στη Ρίβερ Πλέιτ που υπογράφει ο Ντελ Πιέρο στον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου του Τόκιο. Εκείνη τη σεζόν κατακτήθηκε εκ νέου το “scudetto” και το Σούπερ-Καπ ΟΥΕΦΑ, εις βάρος της Παρί Σεν Ζερμέν, δυστυχώς όμως, στο Μόναχο, η ευρωπαϊκή επιβεβαίωση δραπετεύει: η Μπορούσια Ντόρτμουντ, έχοντας στη σύνθεσή της τους πρώην Γιουβεντίνους, Αντρέας Μέλερ (Andreas “Andy” Möller) και Πάουλο Σόουζα κερδίζει. Η απογοήτευση στο Τσάμπιονς Λιγκ επαναλήφθηκε και την επόμενη χρονιά, όταν στο Άμστερνταμ οι «Μπιανκονέρι» ηττήθηκαν στον τελικό από τη Ρεάλ Μαδρίτης

Juventus at 1997 UEFA Champions League Final. UP (l>r) Ciro Ferrara, Mark Iuliano, Sergio Porrini, Christian Vieri, Angelo Peruzzi, Paolo Montero DOWN (l>r) Zinedine Zidane, Angelo Di Livio, Didier Deschamps, Vladimir Jugović, Alen Bokšić

Το πρωτάθλημα, ωστόσο, εξακολουθεί να λέει η Γιούβε, παρασυρμένη από τα κατορθώματα των Φιλίππο Ιντζάγκι (Filippo ‘Pippo’ Inzaghi),  Έντγκαρ Ντάβιτς (Edgar Steven Davids) και Ντελ Πιέρο. Ο ίδιος ο Ντελ Πιέρο, την επόμενη σεζόν υφίσταται έναν πολύ σοβαρό τραυματισμό στο Ούντινε, στις 8 Νοεμβρίου του 1998. Η Γιουβέντους, χωρίς τον φάρο της, επιβραδύνει την πορεία και στον πάγκο βλέπουμε την εναλλαγή μεταξύ Λίπι και Κάρλο Αντσελότι (Carlo Anceloti). Κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ξεσπά και το σκάνδαλο ντόπινγκ στο Τορίνο, όταν ο τεχνικός της Ρόμα, Ζντένεκ Ζέμαν (Zdeněk Zeman), κατηγόρησε τη Γιουβέντους για χορήγηση απαγορευμένων ουσιών στους ποδοσφαιριστές της. Οι διαφορές των δύο ομάδων λύθηκαν στα δικαστήρια, ουδέποτε πάντως αποδείχθηκε κάτι από αυτά που υποστήριζε ο Ζέμαν.

Η αρχή της νέας χιλιετίας βρήκε τη Γιούβε χωρίς τον Λίπι, οποίος, ακριβώς όπως και ο «Τραπ», έφυγε για να αναλάβει την Ίντερ. Με τη διαφορά, όμως, ότι αυτός επέστρεψε το 2001, παίρνοντας τα ηνία μιας ομάδας που, έχοντας χάσει τον Ιντζάγκι και τον Ζιντάν, μπορεί να υπολογίζει στις πολύτιμες προσθήκες των Τζιανλουίτζι Μπουφόν, Μαρσέλο Σάλας (José Marcelo Salas Melinao), Νταβίντ Τρεζεγκέ (David Sergio Trezeguet), Λιλιάν Τουράμ (Ruddy Lilian Thuram-Ulien) και Πάβελ Νέντβεντ (Pavel Nedvěd). Το πρωτάθλημα 2001/02 έχει ένα συναρπαστικό τέλος: την τελευταία μέρα η Ίντερ προηγείται απέναντι στη Ρώμη με τη Λάτσιο. Η Γιούβε στο Ούντινε, ξεκίνησε πολύ δυνατά και καθάρισε το παιχνίδι σε ένα τέταρτο. Αντίθετα, η Ίντερ παραπαίει, ανακάμπτει, χάνει και βυθίζεται! Από τη μια η απέραντη χαρά του Ντελ Πιέρο και του Τρεζεγκέ, και από την άλλη τα δάκρυα του Ρονάλντο, είναι οι εικόνες που σημαδεύουν την ιστορία του πρωταθλήματος № 26. Η Γιουβέντους κατακτά τον τίτλο και την επόμενη σεζόν, αλλά είναι η μόνη χαρά μιας κατά τα άλλα θλιβερής χρονιάς: στις 24 Ιανουαρίου του 2003, ο Πατριάρχης Τζιοβάνι Ανιέλι πεθαίνει και όλοι οι άνθρωποι της Γιουβέντους βυθίζονται σε βαθύ πένθος, ενώ τον Μάιο ήρθε η ήττα στα πέναλτι από τη Μίλαν στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, που διεξήχθη στο Μάντσεστερ.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Λίπι αφήνει και πάλι τον πάγκο της «Γηραιάς Κυρίας» για να αναλάβει αυτήν τη φορά τη «σκουάντρα ατζούρα» με την οποία, κατέκτησε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στα γήπεδα της Γερμανίας το 2006 και στον πάγκο της ομάδας έρχεται ένας παλιός γνώριμος, ο Φάμπιο Καπέλο. Ιστορικό ορόσημο για την εταιρεία είναι η 15η Ιουλίου του 2003, όταν η Γιουβέντους υπογράφει συμφωνία με τον δήμο του Τορίνο για την απόκτηση των δικαιωμάτων επιφανείας για 99 χρόνια του «Στάντιο ντελε Άλπι», όπου θα κατασκευαστεί το νέο της γήπεδο. Εν τω μεταξύ, τον Αύγουστο, η ομάδα παίζει το Σούπερ-Καπ Ιταλίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και παίρνει εκδίκηση από τη Μίλαν. Το πάρτι, ωστόσο, είναι βραχύβιο, γιατί εκείνες τις μέρες πεθαίνει ο πρόεδρος της, ο Βιτόριο Τσιουζάνο. Στη θέση του, ορίστηκε ο Φράντσο Γκράντε Στίβενς (Franzo Grande Stevens), αντιπρόεδρος της FIAT. Η σεζόν 2003/04 δείχνει επιτυχημένη αλλά την άνοιξη, ο σύλλογος χτυπιέται από άλλο ένα πένθος: στις 27 Μαΐου του 2004 πεθαίνει και ο Ουμπέρτο Ανιέλι.

ΤΟ «ΚΑΛΤΣΙΟΠΟΛΙ» ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΟΔΟΣ…

Το 2004, στην ομάδα καταφθάνουν ο Βραζιλιάνος Έμερσον (Emerson Ferreira da Rosa), ο Φάμπιο Καναβάρο (Fabio Cannavaro) και ο Σουηδός επιθετικός Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς (Zlatan Ibrahimović). Στην Ευρώπη υπάρχει έλλειψη ικανοποίησης, αλλά στην Ιταλία η Γιούβε είναι ασταμάτητη και κατακτά δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα, συντρίβοντας τα ρεκόρ και εκμηδενίζοντας τους αντιπάλους της.  Ωστόσο, κατά τα τελευταία στάδια της σεζόν 2005/06, η εταιρεία εμπλέκεται σε έρευνα που προέκυψε από τηλεφωνικές υποκλοπές. Ήταν Μάιος του 2006, όταν η ιταλική αστυνομία ξεκίνησε να διενεργεί έρευνα σχετικά με τις δραστηριότητες της ιταλικής εταιρίας μάνατζερ «GEA World». Τα προβλήματα για τη Γιούβε ξεκίνησαν όταν είδαν το φως της δημοσιότητας συνομιλίες του γενικού διευθυντή της, Λουτσιάνο Μότζι, ο οποίος φαινόταν να συμφωνεί με άλλα πρόσωπα του ιταλικού ποδοσφαίρου για τον επηρεασμό αγώνων, οι οποίοι κατά το πλείστον, δεν  αφορούσαν τη Γιουβέντους! Η υπόθεση, γνωστή ως «Καλτσιόπολι» ("Calciopoli"), φέρνει βαθιές αλλαγές στο εσωτερικό του συλλόγου, στην κορυφή του οποίου διορίζονται ο Τζιοβάνι Κομπόλι Γκίγκλι (Giovanni Cobolli Gigli) ως πρόεδρος και ο Ζαν-Κλοντ Μπλανκ (Jean-Claude Blanc) ως Διευθύνων Σύμβουλος.

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η Γιουβέντους υποβιβαζόταν στην Γ’(!) Κατηγορία, υποχρεούνταν να ξεκινήσει το επόμενο Πρωτάθλημα με μείον 30 βαθμούς(!), της αφαιρέθηκαν τα δύο τελευταία της πρωταθλήματα, τα οποία «δόθηκαν» στην Ίντερ, αποκλειόταν από το Τσάμπιονς Λιγκ της επόμενης σεζόν, υποχρεωνόταν να παίξει τρεις αγώνες χωρίς το κοινό της, και θα κατέβαλε πρόστιμο ύψους 1 εκ. ευρώ! Μετά την έφεση, το κέρδος της ήταν να παίξει την επόμενη σεζόν στη Β’ κατηγορία, ενώ οι βαθμοί μειώθηκαν στους μείον 9 και ακυρώθηκαν και οι χρηματικές ποινές. Σχεδόν όλοι οι ποδοσφαιριστές της ομάδας, το έβαλαν στα πόδια. Οι Καναβάρο, Ιμπραΐμοβιτς, Λιλιάν Τουράμ, Πατρίκ Βιεϊρά (Patrick Vieira) και Τζανλούκα Τζαμπρότα (Gianluca Zambrotta) φεύγουν και αφήνουν πίσω τους συντρίμμια. Μαζί τους έφυγε και ο Καπέλο και ο Ντιντιέ Ντεσάμπ είναι ο νέος προπονητής που ξεκινά ξανά με τον σκληρό πυρήνα των πιο αντιπροσωπευτικών πρωταθλητών της: ο Ντελ Πιέρο, ο Μπουφόν και ο Μάουρο Καμορανέζι (Mauro Camoranesi), φρέσκοι από τον Παγκόσμιο Τίτλο που κατέκτησαν στο Βερολίνο, μαζί με τους Τρεζεγκέ και Νέντβεντ «πέφτουν» να μαζέψουν τα κομμάτια.

Μετά από όλα αυτά, η «Γηραιά Κυρία» τη περίοδο 2006/07 βρίσκεται στη Σέριε Β’. Η περιπέτειά της κρατά ένα χρόνο, αλλά πέρα από το αγωνιστικό μέρος, υπάρχουν κι άλλα που «βασανίζουν» την «Γηραιά Κυρία» στη δυσκολότερη σεζόν της! Η 15η Δεκεμβρίου του 2006 είναι μια θλιβερή ημερομηνία στη ιστορία της Γιουβέντους: δύο 17χρονοι από την ομάδα Νέων, ο Αλέσιο Φεραμόσκα (Alessio Ferramosca) και ο Ρικάρντο Νέρι (Riccardo Neri), χάνουν τη ζωή τους σε ένα τραγικό δυστύχημα στο προπονητικό κέντρο του Βινόβο, 14 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Τορίνο. Με μια βαθιά θλίψη στην καρδιά τους, οι πρωταθλητές «Μπιανκονέρι» επιστρέφουν στο γήπεδο την επόμενη εβδομάδα και κερδίζουν μια καθοριστική νίκη στη Μπολόνια για την επιστροφή στη Σέριε A, η οποία είναι αφιερωμένη στη μνήμη των δύο αγνοουμένων. Στο τέλος της σεζόν ο Άλεξ Ντελ Πιέρο είναι ο πρώτος σκόρερ της Serie B, αφού έγινε ο απόλυτος κάτοχος ρεκόρ όσον αφορά τα γκολ που σημείωσε με τη Γιούβε.

Τα σημάδια από τη μεγάλη αυτή ταλαιπωρία ήταν εμφανή τις επόμενες σεζόν, καθώς Πρωτάθλημα και διάκριση στο Τσάμπιονς Λιγκ, για τέσσερα χρόνια μετά το σκάνδαλο, παρέμεναν άγνωστες λέξεις για τη Γιούβε. Ο Κλαούντιο Ρανιέρι (Claudio Ranieri), ο Τσίρο Φεράρα που τον αντικατέστησε και ο διάδοχός του Αλμπέρτο Τζακερόνι μαζί με την επιστροφή του Καναβάρο και την άφιξη των Φάμπιο Γκρόσο (Fabio Grosso), Φελίπε Μέλο (Felipe Melo) και Ντιέγκο (Diego Ribas da Cunha), δεν κατάφεραν να δώσουν κάποιο τίτλο στη «Γηραιά Κυρία». Το σημείο καμπής στην εταιρεία, ήταν ο διορισμός του Αντρέα Ανιέλι ως προέδρου στις 19 Μαΐου του 2010, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία. Με την άφιξή του έφερε βαθιές αλλαγές στην εταιρεία, ανανεώνοντας τη διοικητική δομή. Η Γιουβέντους κατάφερε να επιστρέψει τελικά στην κορυφή του ιταλικού πρωταθλήματος τη σεζόν 2011/12, όταν κατέκτησε -ανεπίσημα- το 30ο της πρωτάθλημα, υπό την τεχνική καθοδήγηση του Αντόνιο Κόντε (Antonio Conte), και σημαντικό όνομα τον Αντρέα Πίρλο (Andrea Pirlo).

Λόγω όμως της διαμάχης της με την Ιταλική Ομοσπονδία, η οποία της αφαίρεσε τον τίτλο της σεζόν 2004/05 και δεν της απένειμε τον τίτλο της σεζόν 2005/06, λόγω της εμπλοκής της στο σκάνδαλο «Καλτσιόπολι», την «άφησε» επισήμως με 28! Ένεκα τούτου, ο σύλλογος επέλεξε να μην «φορέσει» καθόλου αστέρια την επόμενη σεζόν στη φανέλα του. Η Γιουβέντους κατέκτησε τελικά τον 30ο  της τίτλο τη σεζόν 2013/14, κερδίζοντας έτσι το δικαίωμα να φορέσει το τρίτο της αστέρι, αλλά ο σύλλογος ανέστειλε τη χρήση τους «… έως ότου μια άλλη ομάδα κατακτήσει το 20ο της πρωτάθλημα, αποκτώντας το δικαίωμα να «ράψει» κι αυτή δύο αστέρια», αλλά και «… για να τονίσουμε την ανωτερότητα της Γιουβέντους», όπως δήλωσε ο σύλλογος! Για τη σεζόν 2015/16, η Γιουβέντους επανέφερε τα αστέρια και πρόσθεσε το τρίτο στη φανέλα της, πέραν από τον συμβολισμό του “Coppa Italia” για την κατάκτηση του 10ου Κυπέλλου Ιταλίας την προηγούμενη σεζόν!

Την ασπρόμαυρη φανέλα της Γιουβέντους έχουν φορέσει κι άλλα γνωστά και μεγάλα ονόματα του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, όπως οι: Ζοζέ Αλταφίνι (José João Altafini), Ρομπέρτο Μπονινσένια (Roberto Boninsegna), Χέλμουτ Χάλερ (Helmut Haller), Μίκαελ Λάουντρουπ (Michael Laudrup), Κλάουντιο Πραντέλι (Claudio Cesare Prandelli), Ιαν Ρας (Ian James Rush), Σαλβατόρε Σκιλάτσι (Salvatore Schillaci), Άλντο Σερένα (Aldo Serena), Λουτσιάνο Σπινόζι (Luciano Spinosi), Στέφανο Τακόνι (Stefano Tacconi), Ιγκόρ Τούντορ (Igor Tudor), Μαρσέλο Ζαλαγιέτα (Marcelo Danubio Zalayeta), κ.α.


Τίτλοι (2021)

Εθνικοί

  • Πρωταθλήματα Ιταλίας/Σέριε Α’: (x36) 1905, 1925/26, 1930/31, 1931/32, 1932/33, 1933/34, 1934/35, 1949/50, 1951/52, 1957/58, 1959/60, 1960/61, 1966/67, 1971/72, 1972/73, 1974/75, 1976/77, 1977/78, 1980/81, 1981/82, 1983/84, 1985/86, 1994/95, 1996/97, 1997/98, 2001/02, 2002/03, 2011/12, 2012/13, 2013/4, 2014/15, 2015/16, 2016/17, 2017/18, 2018/19, 2019/20
    • Επιλαχούσα: (x21) 1903, 1904, 1906, 1919/20, 1937/38, 1945/46, 1946/47, 1952/53, 1953/54, 1962/63, 1973/74, 1975/76, 1979/80, 1982/83, 1986/87, 1991/92, 1993/94, 1995/96, 1999/2000, 2000/01, 2008/09.
  • Σέριε Β’: (x1) 2006/07
  • Κύπελλα Ιταλίας: (x14) 1937/38, 1941/42, 1958/59, 1959/60, 1964/65, 1978/79, 1982/83, 1989/90, 1994/95, 2014/15, 2015/16, 2016/17, 2017/18, 2020/21
    • Φιναλίστ: (x6) 1972/73, 1991/92, 2001/02, 2003/04, 2011/12, 2019/20.
  • Σούπερ-Καπ Ιταλίας: (x9) 1995, 1997, 2002, 2003, 2012, 2013, 2015, 2018, 2020
    • Φιναλίστ: (x7) 1990, 1998, 2005, 2014, 2016, 2017, 2019.

Ευρωπαϊκοί

  • Κύπελλο Πρωταθλητριών/Τσάμπιονς Λιγκ: (x2) 1984/85, 1995/96
    • Φιναλίστ: (x7) 1972/73, 1982/83, 1996/97, 1997/98, 2002/03, 2014/15, 2016/17.
  • Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: (x1) 1983/84
  • Κύπελλο ΟΥΕΦΑ: (x3) 1976/77, 1989/90, 1992/93
    • Φιναλίστ: (x1) 1994/95.
  • Σούπερ-Καπ ΟΥΕΦΑ: (x2) 1984, 1996
  • Κύπελλο Ιντερτότο: (x1) 1999
  • Κύπελλο Διεθνών Εκθέσεων:
    • Φιναλίστ: (x2) 1964/65, 1970/71

Παγκόσμιοι

  • Διηπειρωτικά: (x2) 1985, 1996
    • Φιναλίστ: (x1) 1973.