Στις 21 Νοεμβρίου του 1973, έγινε το πιο περίεργο ματς στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Πρόκειται για τη φαρσοκωμωδία που έστησε ο Αουγκούστο Πινοσέτ (Augusto Pinochet), ο στυγνός Χιλιανός δικτάτορας που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τη δημοτικότητα του ποδοσφαίρου, στήνοντας το σκηνικό για ένα ένα ματς που ουσιαστικά δεν έγινε ποτέ!
Και το οποίο απέδειξε τη δύναμη του αθλήματος και την ανάγκη της χρήσης του από την πολιτική για λόγους προφανείς. Στο Εθνικό Στάδιο της Χιλής, στην πρωτεύουσα της χώρας, Σαντιάγκο, η γηπεδούχος υποδεχόταν τη Σοβιετική Ένωση στη ρεβάνς του 0-0 της Μόσχας, στον δρόμο για τα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Δυτικής Γερμανίας. Για να καταλάβει κανείς, όμως, τη διακωμώδηση του αθλήματος εκείνο το απόγευμα, πρέπει να πάμε σχεδόν δύο μήνες πίσω από την ημερομηνία αυτή και να δούμε τα γεγονότα που οδήγησαν εκεί. Στις 15 Σεπτεμβρίου, όταν έπρεπε να γίνει η ρεβάνς της ισοπαλίας στην πρώτη συνάντηση, η Χιλή βρισκόταν στην πιο ταραχώδη περίοδο της νεότερης ιστορίας της. Το πραξικόπημα του στρατηγού Πινοσέτ, που ανέτρεψε τον σοσιαλιστή Σαλβαδόρ Αλιέντε (Salvador Allende), κρατούσε ακόμα τη χώρα πάνω σε φλόγες.
Η αντίσταση των σοσιαλιστών σε ολόκληρη την επικράτεια και κυρίως στο λιμάνι του Βαλπαραΐζο είχε πλέον καμφθεί και για τη λατινοαμερικανική χώρα άρχιζε η πιο μαύρη περίοδος. Χιλιάδες νεκροί και αγνοούμενοι, με το «Estadio Nacional» να είναι η κατακόμβη για πολλούς από αυτούς. Το γήπεδο που το 1962 αποτέλεσε την έδρα του τελικού του Μουντιάλ, 11 χρόνια μετά είχε μετατραπεί σε κατακόμβη. Εκεί το στρατιωτικό καθεστώς συγκέντρωνε όλους τους αντιπάλους του. Οι ανακρίσεις ήταν πολύωρες και σκληρές και στη συνέχεια οι πιο τυχεροί έμεναν έγκλειστοι. Πολλούς άλλους, όμως, τους εκτελούσαν με συνοπτικές διαδικασίες.
Οι Σοβιετικοί είδαν μέσα από το πολιτικό πρίσμα τη μεγάλη ευκαιρία να πάνε στα τελικά άνευ αγώνα. Είχαν άλλωστε εξαιρετική ομάδα, με την πρώτη φουρνιά σπουδαίων παικτών που ο Βαλερί Λομπανόφσκι (Valeriy Lobanovskyi) είχε αναδείξει στην Ντιναμό Κιέβου, με Όλεγκ Μπλαχίν (Oleg Blokhin), Βλαντιμίρ Ονισένκο (Vladimir Onishchenko) και Βίκτορ Κολοτόφ (Viktor Kolotov) επικεφαλής. Άλλωστε, στο Κρεμλίνο θεωρούσαν πρωτοφανές σκάνδαλο το ότι η ομάδα τους, που είχε τερματίσει με άνεση πρώτη στον όμιλό της, έπρεπε να δώσει και μπαράζ πρόκρισης! Έτσι προέβαλαν λόγους άρνησης να δώσουν τη ρεβάνς με τη Χιλή, σε μία χώρα που αποδεδειγμένα καταπατούσε τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Απευθύνθηκαν, μάλιστα, στην αρμόδια ομοσπονδία τους, την UEFA, και ζήτησαν να αναβληθεί το ματς. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εξελίχθηκε ένα παιχνίδι εντυπώσεων. Η UEFA ζήτησε από τη FIFA να μη διεξαχθεί το ματς, ο πρόεδρός της, ο Ιταλός Αρτέμιο Φράνκι (Artemio Franchi), πίεσε πολύ, αλλά ο αείμνηστος σερ Στάνλεϊ Ράους (Stanley Rous), επικεφαλής της FIFA για πολλά χρόνια, είχε τα δικά του προβλήματα. Διαισθανόταν την προεδρία του να κινδυνεύει στην κορυφαία ομοσπονδία, διότι για πρώτη φορά η επανεκλογή του δεν στηριζόταν αυτόματα, αλλά γινόταν lobby διαδοχής του από τον Βραζιλιάνο Ζοάο Χαβελάνζε (João Havelange) με την υποστήριξη του Χορστ Ντάσλερ (Horst Dassler), ισχυρού άνδρα της "adidas", που επί χρόνια δημιουργούσε την αυτοκρατορία του και κινούσε τα νήματα πίσω από τις εξελίξεις.
Μάλιστα, ο Χαβελάνζε είχε έννομο συμφέρον και ενδιαφέρον να γίνει το ματς κανονικά στη Λατινική Αμερική και πίεζε με στόχο την εξασφάλιση των ψήφων από το μπλοκ της ηπείρου του. Η απόφαση του Ράους έγερνε προς αυτό που ζητούσαν οι Ευρωπαίοι: ένα ουδέτερο γήπεδο! Οι Σοβιετικοί είπαν «όχι» και σε αυτό αρχικά. Χρειάστηκε η πειθώ του Φράνκι, που δεν ήθελε ως επικεφαλής της UEFA να φανεί πως η ομοσπονδία του είναι αρνητική στο αίτημα, για να αλλάξουν γνώμη οι αξιωματούχοι στη Σοβιετική Ένωση και να αποδεχτούν την πρόταση.
Ακολούθησε, όμως, μία έντονη πίεση της Βραζιλίας -κυρίως- και της Ουρουγουάης, που υποστήριξαν τον Πινοσέτ. Άλλωστε, δικτατορίες είχαν και αυτές οι χώρες, οπότε δεν τους... έμοιαζε κάτι περίεργο αυτό που συνέβαινε στη Χιλή! Ο Ράους αποφάσισε να στείλει δύο αξιωματούχους της FIFA στο Σαντιάγκο, για να κρίνουν αν όλα ήταν υπό έλεγχο. Εκεί παίχτηκε ολόκληρο το παιχνίδι. Οι άνθρωποι της διεθνούς ομοσπονδίας είδαν μία τεράστια λιμουζίνα να τους περιμένει στο αεροδρόμιο, έμειναν στην προεδρική σουίτα του καλύτερου ξενοδοχείου της πόλης, ξεναγήθηκαν στα αξιοθέατα και στο γήπεδο τους πήγαν μόνο σε κάποια επιλεγμένα σημεία! Το εμπιστευτικό έγγραφό τους προς τον Ράους, που αποκάλυψαν οι «Times» ένα χρόνο αργότερα, έμοιαζε λες και έγραφαν άρθρο για κάποιο τουριστικό περιοδικό! «Όλα είναι στην εντέλεια, μία όμορφη χώρα με καλές συγκοινωνίες και δρόμους και το γήπεδο που χρησιμοποιείται αυτή την περίοδο ως ανακριτικό κέντρο σύντομα θα εκκενωθεί και θα είναι έτοιμο να παραδοθεί για αθλητικές δραστηριότητες»!
Ύστερα από αυτή την επίσκεψη-φάρσα, ο Ράους συγκάλεσε την εκτελεστική επιτροπή της FIFA. Στις 9 Νοεμβρίου ο κύβος ερρίφθη. Το ματς θα γινόταν κανονικά στις 21 του μήνα στο Σαντιάγκο. Ο Πινοσέτ είχε τη μεγαλύτερη ευκαιρία για άρτο και θεάματα. Κάλεσε με αφίσες και απεριόριστη τηλεοπτική προπαγάνδα όλο τον κόσμο στο γήπεδο με δωρεάν εισιτήριο!
Κάποιες φωνές που αντιτάχθηκαν πνίγηκαν εν τη γενέσει τους. Όποιοι αρνήθηκαν να χειροκροτήσουν τη μέρα του ματς μέσα στο γήπεδο γνώρισαν τη θηριωδία του καθεστώτος. Μερικούς, αφού τους επιβίβασαν σε ελικόπτερα, τους πέταξαν από ψηλά στα παγωμένα νερά του Ειρηνικού, ως νουθεσία στους λοιπούς αντιφρονούντες.
Η ώρα του ματς πλησίαζε και όλα ήταν έτοιμα. Στη φυσούνα οι παίκτες της Χιλής αντιλαμβάνονται πως δεν υπάρχει αντίπαλος! Ο αρχηγός Φρανσίσκο Βαλντέζ (Francisco Valdés) ρωτάει τον συνταγματάρχη που στέκεται μαζί τους στην έξοδο τι συμβαίνει. Μόλις ακούει πως δεν έχουν έρθει οι Σοβιετικοί αρνείται να βγάλει την ομάδα στο γήπεδο! Τότε ο στρατιωτικός τοποθετεί το περίστροφο στον κρόταφο του σέντερ μπακ Ελίας Φιγκερόα (Elías Figueroa), που ήταν δίπλα του, και τον ρωτάει κοιτώντας τον στα μάτια: «Επιμένεις;». Η απάντηση ήταν χαραγμένη στο φοβισμένο βλέμμα όλων!
Η ρωμαϊκή αρένα ήταν έτοιμη. Οι θεατές χειροκροτούν και η Χιλή μπαίνει στο γήπεδο, μαζί και οι διαιτητές. Οι Σοβιετικοί όμως; Άφαντοι! Δεν είχαν πάει, διότι η απόφαση της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας τους ήταν να μη δώσουν δικαίωμα στην κυβέρνηση Πινοσέτ να θεωρηθεί νόμιμη. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει πως ο Αρτέμιο Φράνκι τους είχε υποσχεθεί πως δεν θα έχουν κυρώσεις και το ματς θα επαναληφθεί. Κάτι που -εννοείται- δεν έγινε ποτέ!
Η Χιλή μπήκε, λοιπόν, και πήρε θέσεις, ο διαιτητής σφύριξε και το ματς άρχισε! Χωρίς αντιπάλους οι ποδοσφαιριστές της γηπεδούχου άλλαξαν μπαλιές και σε κενό τέρμα ο Βαλντέζ σκόραρε. Μόλις η παρωδία τελείωσε και οι παίκτες πανηγύρισαν την… επιτυχία, ο διαιτητής ως όφειλε έκλεισε το φύλλο αγώνα. Η Χιλή προκρινόταν ύστερα από δώδεκα χρόνια σε Μουντιάλ. Όμως η όλη φαρσοκωμωδία έπληττε καίρια την εικόνα του σπορ σε όλο τον κόσμο. Το Reuters τράβηξε σκηνές και τις έστειλε στα κανάλια όλης της υφηλίου. Ανάλογα με το καθεστώς, παίχτηκαν και σχολιάστηκαν! Σε εμάς, για παράδειγμα, λίγες μέρες μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, η χούντα του Παπαδόπουλου, πνέοντας τα λοίσθια και έχοντας κηρύξει στρατιωτικό νόμο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, έδωσε εντολή το θέμα να αναφερθεί ως... λιποψυχία των Σοβιετικών, χωρίς αναφορά στα λοιπά γεγονότα!
Όταν το καθεστώς του Πινοσέτ το 1988 διεξήγαγε δημοψήφισμα για «ναι» ή «όχι» στο νέο σύνταγμα που είχε ψηφίσει, χρησιμοποίησε πολλούς από εκείνη την ομάδα του 1974 ως κράχτες. Δικτατορία ή δημοκρατία, η απάντηση ήταν προφανής και ο Πινοσέτ, παρά τη νοθεία που προσπάθησε να κάνει, έχασε πανηγυρικά! Ο Κάρλος Κάζελι (Carlos Caszely), φορ της Χιλής στο Μουντιάλ -αποβλήθηκε το 1974 κατά των Γερμανών στην πρεμιέρα και η μητέρα του φυλακίστηκε ως συνέπεια της πράξης του γιου της- υπήρξε καταλυτικός παράγων στο να χάσει ο Πινοσέτ εκείνη την κόντρα. Ο Κάζελι τόλμησε να βγει στην τηλεόραση και να έχει τη μητέρα του δίπλα του, λέγοντας στον κόσμο την ιστορία και ζητώντας να καταψηφίσει τον δικτάτορα. Ο Πινοσέτ είχε προλάβει να αμνηστεύει τον… εαυτό του ως ισόβιος γερουσιαστής! Για χρόνια κινήθηκε σε διάφορες χώρες και οι δημοκράτες της Χιλής απαίτησαν να εκδοθεί τελικά σε κάποια χώρα που να μπορεί να τον δικάσει! Για λόγους υγείας βρετανικό δικαστήριο τον απάλλαξε από οποιαδήποτε κατηγορία και δεν πλήρωσε ποτέ έως τον θάνατο του για τις θηριωδίες του καθεστώτος του.
Παντοτινά, όμως, οι συνειδήσεις τον έχουν καταδικάσει. Το ίδιο και η ιστορία. Όχι μόνο η πολιτική, αλλά και η ποδοσφαιρική. Για βιασμό παρά φύσιν του ίδιου του σπορ, λόγω της παρωδίας εκείνου του απογεύματος το 1973.
Από την "SportDay" του Σαββάτου, 24 Νοεμβρίου 2007