Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Σέζαρ Λουίς Μενότι: Ο Λιγνός

Ο Σέζαρ Λουίς Μενότι (César Luis Menotti) γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1938 στο Ροζάριο στην Αργεντινή. Μεγαλωμένος στην περιοχή Φίσερτον του Ροσάριο, αγωνίστηκε για τοπικούς συλλόγους στο Ροζάριο, τη Ράσινγκ Κλουμπ, τη Μπόκα Τζούνιορς, ενώ είχε και μια μικρή θητεία στη βραζιλιάνικη Σάντος.  Αγωνίστηκε επίσης για την εθνική ομάδα της Αργεντινής. Παράλληλα, αποφοίτησε ως χημικός μηχανικός. Αργότερα έγινε  ένας ανιχνευτής ταλέντων για την Ροσάριο Σεντράλ. Ταξίδεψε στο Μέξικο για να παρακολουθήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, έχοντας αποφασίσει να γίνει προπονητής. Ήταν ο οδηγός της Ουρακάν στον μοναδικό έως και σήμερα τίτλο του συλλόγου, ενώ παράλληλα πιστώνεται μια πλειάδα παικτών που μεσουράνησαν αργότερα στην Αργεντινή. Η Αργεντίνικη Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία αποφάσισε να προσφέρει στον Μενότι τη θέση του εθνικού προπονητή και αυτός οδήγησε την ομάδα στον πρώτο Παγκόσμιο Τίτλο της ιστορίας της. Διορίστηκε προπονητής της Μπαρτσελόνα το 1983, βοηθώντας την να κερδίσει το Κύπελλο Ισπανίας, το Κύπελλο της Ισπανικής Λίγκας και το Σούπερ Καπ Ισπανίας, πριν φύγει από τον σύλλογο το 1984. Έμεινε γνωστός ως «El Flaco» (Ο λιγνός), λόγω της σωματοκατασκευής του.


Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο σε ηλικία 20 ετών γύρω στο 1958 με 1959 στην ομάδα Αργεντίνο του Μάρκο Χουέρεζ, παίζοντας κυρίως ως επιθετικός και κάποιες φορές ως κεντρικός μέσος. Στην συνέχεια αγωνίστηκε στην δεύτερη ομάδα της Ροζάριο Σεντράλ συμμετέχοντας σε 6 ματς ως αλλαγή, περιμένοντας ως το 1960 για να πάρει κάποιες συμμετοχές στην πρώτη ομάδα της Ροζάριο. Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην πρώτη κατηγορία της Αργεντινής στις 3 Ιουλίου του 1960 στον αγώνα της Ροζάριο με την Μπόκα που έληξε με 3-1, με τον «Φλάκο» να μετρά συνολικά 4 συμμετοχές πριν μεταπηδήσει την σεζόν 1964/65 στην ομάδα της Ράσινγκ, όπου δεν κατακτά κάποιον τίτλο. Το 1965 ο Μενότι αγωνίζεται με την φανέλα της Μπόκα Τζούνιορς, πανηγυρίζοντας και τον πρώτο του τίτλο. Δεν έμελλε όμως να αγωνιστεί για πολύ στην Μπόκα λόγω της αποβολής του σε αγώνα με την Ρεάλ Μαδρίτης που στέρησε από την ομάδα του το κύπελλο «Μοχάμεντ ντε Μαρουέκος» (Trofeo Mohamed V).


Ο τότε πρόεδρος της ομάδας Αρμάνδο (Alberto José Armando) του καταλογίζει την απώλεια του τίτλου που τον οδηγεί μοιραία στην πόρτα της εξόδου. Το 1967 παίρνει μεταγραφή για την ομάδα της Νέας Υόρκης Τζένεραλς όπου δεν τον σηκώνει και πολύ το κλίμα και αποχωρεί για να αγωνιστεί τις επόμενες δυο σεζόν στην Βραζιλία και την Σάντος. Με τον Πελέ, που μεσουρανεί ήδη στην χώρα του καφέ, συνθέτουν ένα αχτύπητο δίδυμο που φτάνει μέχρι την κατάκτηση του πρωταθλήματος του 1968. Μετά την ολοκλήρωση μιας επιτυχημένης περιόδου, ο «Φλάκο» υπογράφει στην Γιουβεντούδ του Σάο Πάολο, όπου ολοκληρώνει πρόωρα την ποδοσφαιρική του καριέρα την περίοδο 1969/70.


Το ξεκίνημά του στην προπονητική, ο Σέζαρ Λουίς Μενότι, το πραγματοποίησε ως δεύτερος προπονητής σχεδόν με την λήξη της ποδοσφαιρικής του καριέρας στην Νιούελς Όλντ Μπόϊς, παίρνοντας το άτυπο βάπτισμα του πυρός για ότι έμελλε να ακολουθήσει. Κατά την διάρκεια της καριέρας του, ο κάθε προπονητής, εύχεται να κερδίσει έστω κι έναν τίτλο, ως επισφράγισμα της σκληρής δουλειάς που κάνει καθημερινά με τους παίκτες του στην προπόνηση. Την στιγμή που θα τον περιλούσουν με σαμπάνια οι παίκτες του στα αποδυτήρια, ή όταν θα τον σηκώσουν στα χέρια κάνοντας περήφανοι τον γύρο του θριάμβου, μπροστά σε εκστασιασμένους οπαδούς που ζητωκραυγάζουν έχοντας το όνομα του στα χείλη τους. Κάπως έτσι πρέπει να ένιωσε κι ο Σέζαρ Λουϊς Μενότι την περίοδο 1972/73 αφού με τους παίκτες της Ουρακάν έδρεψαν τους καρπούς των κόπων τους κερδίζοντας τον μοναδικό πρωτάθλημα στην ιστορία της Ουρακάν Κλάμπ ντε Ατλετικο από την ιδρυσή της το 1931 έως και σήμερα.


Από εκείνη την πρωταθληματική ομάδα δεν μνημονεύεται μόνο ο τίτλος του πρωταθλήματος, αλλά συνοδεύεται με την ανάδειξη μιας πλειάδας εξαιρετικών παικτών που συνέβαλλαν καταλυτικά προς τούτο. Μιλάμε για τους: Ρόκε Αβαγιάϊ (Roque Avallay), Ρενέ Χάουσμαν (René Houseman), Καρασκόσα (Jorge Carrascosa), Ομάρ Λαρόσα (Omar Larrosa), Μιγκέλ Μπρίντισι (Miguel Brindisi) και Κάρλος Μπάμπιγκτον (Carlos Babington). Στην διάρκεια αυτού του πρωταθλήματος η μεγαλύτερη σε έκταση νίκη επετεύχθη επί της παντοδύναμης τότε Μπόκα Τζούνιορς με σκόρ 5-0. Ο κορμός αυτής της ομάδας συγκρότησε αργότερα την εθνική ομάδα της Αργεντινής που ήπιε το νέκταρ από το παγκόσμιο κύπελλο του 1978 υπό την μπαγκέτα του «μαέστρου» Μενότι που γνώριζε καλά τους περισσότερους, παίρνοντας από κάθε παίκτη το 110 τοίς εκατό, λόγω της έφεσης που είχε στην διαχείριση δύσκολων προσωπικοτήτων.


Έχοντας την πλήρη αποδοχή του ποδοσφαιρικού κόσμου της Αργεντινής, ο «Φλάκο» το 1974, ουσιαστικά παίρνει το χρίσμα ώστε να καθίσει στην άκρη του πάγκου των «αλμπισελέστε», που θα οδηγούσε ως τα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Αργεντινής, με κερασάκι στην τούρτα την ανώτερη αναγνώριση για έναν προπονητή. Αυτή της κατάκτησης του Παγκοσμίου Κυπέλλου, που θα διεξαχθεί στην χώρα του ταγκό.


Το στάδιο «Μονουμεντάλ» (Estadio Monumental) είναι ασφυκτικά γεμάτο και έτοιμο από κάθε άποψη, να υποδεχθεί τον μεγάλο τελικό ανάμεσα στις δύο παραδοσιακές δυνάμεις του ποδοσφαίρου όπως είναι η Ολλανδία του απόλυτου ποδοσφαίρου του Γιόχαν Νέεσκενς (Johan Neeskens) και του μεγάλου δασκάλου Έρνστ Χάπελ (Ernt Happell) και από άλλη πλευρά, η Αργεντινή με αρκετά μικρό μέσο όρο ηλικίας και μεγάλους πρωταγωνιστές τον Μάριο Κέμπες (Mario Kempes) και τον αρχιτέκτονα Μενότι, με το πνεύμα ομοψυχίας και ενότητας να τον διακρίνει από την άκρη του πάγκου. Μεγάλος απών, ο μόλις 16 ετών τότε Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα (Diego Armando Maradona), ηγέτης της ομάδας νέων της «αλμπισελέστε» που με πόνο ψυχής απέκλεισε ο «Φλάκο» την τελευταία στιγμή, παίρνοντας στη θέση του τον Ομάρ Λαρόσα.


Για την ιστορία, η αρμάδα των Κέμπες, Ντανιέλ Πασαρέλα (Daniel Passarella) και Οσβάλντο Αρντίλες (Osvaldo Ardiles) επικράτησε με 3-1 στην παράταση των δυσκολοκατάβλητων Ολλανδών. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε πως λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα από τον τελικό στοιβάζονταν 5000 αντιφρονούντες από το δικτατορικό καθεστώς του Βιντέλα στην πρώην σχολή μηχανικών ναυπηγικής. Την στιγμή που ο ίδιος ο Βιντέλα κάνει την απονομή, με τους Ολλανδούς να αρνούνται να παραλάβουν τα μετάλλια τους από έναν τύραννο, σε μια πράξη αντίστασης απέναντι συνολικά στην διοργάνωση που χαρακτηρίστηκε ως «διοργάνωση ντροπή».


Το 1980 ο Μενότι λαμβάνει το βραβείο Κόνεξ και αποπειράται να γράψει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Ποδόσφαιρο: Παιχνίδι, Άθλημα και επάγγελμα», ενώ το 1978 εκδίδεται ένα βιβλίο που αναλύει τις τεχνικές μεθόδους του που οδήγησαν στον ανεπανάληπτο θρίαμβο της κατάκτησης του Μουντιάλ υπό τον τίτλο: «Πώς κέρδισα το μουντιάλ». Στις 12 Μαρτίου του 1983, αντικαθιστά στον πάγκο της Μπαρτσελόνα τον μεγάλο Γερμανό προπονητή Ούντο Λάτεκ (Udo Lattek) στον αγώνα ενάντια στην Μπέτις (1-1), κάνοντας έτσι ντεμπούτο στην Πριμέρα Ντιβιζιόν. Με τους «μπλαουγκράνα» σε τρία χρόνια παρουσίας κέρδίζει ένα πρωτάθλημα, ένα κύπελλο Ισπανίας κι ένα Σούπερ Κάπ, με όχι και τόσο «καλό ταμείο» συνολικά.


Το 1986 επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος μετά από αρκετό καιρό φορώντας την φόρμα του προπονητή αυτή την φορά. Το μόνο που καταφέρνει, ως τεχνικός ηγέτης της Μπόκα Τζούνιορς, είναι μετά από ενα δύσκολο και απαιτητικό πρωτάθλημα, η ομάδα των «φτωχών» να πλασαριστεί στην τέταρτη θέση, κερδίζοντας στο τελευταίο ματς την Ροζάριο Σεντράλ. Τη σεζόν 1987/88 κοουτσάρει την Ατλέτικο Μαδρίτης αλλά αποχωρεί πρόωρα μετά από μια ντροπιαστική ήττα για την ομάδα της Μαδρίτης από την μισητή Ρεάλ με 4-0. Επιστρέφει στην Αργεντινή το 1989 όπου αναλαμβάνει την ομάδα των «εκατομμυριούχων» Ρίβερ Πλέϊτ όταν αποτυγχάνει ξανά σε μια χρονιά με σειρά κακών εμφανίσεων.


Στην Ουρουγουάη και τον πάγκο της Πενιαρόλ προσπαθεί να βρεί ένα απάνεμο λιμάνι την επόμενη χρονιά, όμως απολύεται εκ νέου, μην μπορώντας να εμφυσήσει την φιλοσοφία του στην ομάδα. Τον Αύγουστο του 1991 αναλαμβάνει προπονητής στην Εθνική ομάδα του Μέξικο όντας επιφορτισμένος να «δώσει τα φώτα» του ως προς την ανάπτυξη παικτών, που θα μπορούσαν να αναδείξουν το Μεξικάνικο ποδόσφαιρο. Δίνοντας φυσικά την απαραίτητη ώθηση στην εξέλιξη της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου.Την περίοδο αυτή αναδεικνύονται παίκτες όπως ο Αλμπέρτο Γκαρσία Άσπε (Alberto García Aspe), ο Χόρχε Κάμπος (Jorge Campos) κι ο Καρλος Χερμοσίγιο (Carlos Hermosillo) που παίζουν σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα καλή πορεία της ομάδας ως το Μουντιάλ της Αμερικής.


Η πιο δύσκολη περίοδος για έναν καταξιωμένο προπονητή με πλούσια εμπειρία και παραστάσεις είναι όταν βαδίζει πρός την «δύση» και την ολοκλήρωση της μια πραγματικά γεμάτη καριέρα σαν αυτή που είχε αναμφίβολα να επιδείξει ο Σέζαρ Λουϊς Μενότι. Τα τελευταία του προπονητικά εγχειρήματα τον βρίσκουν να προπονεί  για μια φορά την Μπόκα Τζούνιορς το 1993 χωρίς κάτι αξιοσημείωτο, ενώ το 1996 αναλαμβάνει την Ιντεπεντιέντε παίρνοντας την 2η θέση στο πρωτάθλημα. Κάθεται στον πάγκο της ιταλικής Σαμπτόρια και απομακρύνεται λόγω συνεχόμενων κακών αποτελεσμάτων. Επιστρέφει άμεσα στην Ιντεπεντιέντε το 1996 στο πάγκο της οποίας μακροημερεύει παραδόξως, καθώς παραμένει ως το 1999, παρόλο που δεν καταφέρνει ούτε εκεί κάτι το αξιομηνμόνευτο, ενώ να πούμε πως παράλληλα με τις τελευταίες προπονητικές του περιπέτειες ξεκινά μια άτυπη καριέρα σχολιαστή αγώνων για την τηλεόραση.


Όπως οι εραστές στην ζωή, έτσι κι οι εραστές του ποδοσφαίρου δεν ξεχνούν από που ξεκίνησαν και ειδικά όταν έχουν ανδρωθεί ποδοσφαιρικά σε μια ομάδα,όπως στην περίπτωση του Μενότι, με την ομάδα της καρδίας του, την Ροζάριο Σεντράλ. Δεν θα μπορούσε να μην επιστρέψει αν του έδειχναν ότι τον χρειάζονται. Κάπως έτσι το 2002 λέει το μεγάλο ναι για να ζήσει μια ακόμη φορά εκείνο το πρώτο «σκίρτημα», την ιαχή των οπαδών σε κάθε γκολ, την αγωνία των «μαρτυρικών» τελευταίων λεπτών ενός ψυχοφθόρου αγώνα. Πάντα καπνίζοντας στην άκρη του πάγκου ή δίνοντας οδηγίες στους παίκτες του με όλο το σώμα να συμμετέχει.



Ο συγκεκριμένος το «πλήρωσε» βέβαια δυστυχώς καθώς εισήχθη το 2011 με έμφραγμα στο νοσοκομείο λόγω της χρόνιας εξαρτησής του από το κάπνισμα. Είχαν προηγηθεί άκρως «παθιασμένες» σεζόν ξανά στην Ιντεπεντιέντε (2005), το 2006 και το 2007 σε Πουέμπλα και Σάντος Λαγκούνα αντίστοιχα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Για εναν παθιασμένο και ασυμβίβαστο υπηρέτη της στρογγυλής θεάς όπως είναι ο Σέζαρ Λουϊς Μενότι, αξίζει μια θέση στο πάνθεον των θεών του ποδοσφαίρου.

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος (Club), Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • 1960–1963: Club Atlético Rosario Central, 86 (47)
  • 1964: Racing Club de Avellaneda, ? (?)
  • 1965/66: Club Atlético Boca Juniors, 18 (6)
  • 1967/68: New York Generals, ? (?)
  • 1968: Santos Futebol Clube, 1 (0)
  • 1969: Clube Atlético Juventus, ? (?)
Διεθνής
  • 1963: Αργεντινή, 2 (0)
Προπονητική καριέρα
  • 1970: Club Atlético Newell's Old Boys
  • 1972/73: Club Atlético Huracán
  • 1974-1982: Αργεντινή
  • 1983/84: Futbol Club Barcelona
  • 1986/87: Club Atlético Boca Juniors
  • 1987/88: Club Atlético de Madrid,
  • 1989: Club Atlético River Plate
  • 1990/91: Club Atlético Peñarol
  • 1991/92: Μέξικο 
  • 1993/94: Club Atlético Boca Juniors
  • 1996/97: Club Atlético Independiente
  • 1997: Unione Calcio Sampdoria,
  • 1997–1999: Club Atlético Independiente
  • 2002: Club Atlético Rosario Central
  • 2004: Club Atlético Independiente
  • 2006: Puebla Fútbol Club
  • 2007: Club de Fútbol Tecos de la Universidad Autónoma de Guadalajara

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Με την Μπόκα Τζούνιορς
  • Πρωτάθλημα Αργεντινής: 1965

Ως προπονητής

Με την Χουρακάν
  • Πρωτάθλημα Αργεντινής: Campeonato Metropolitano  1973
Με την Μπαρτσελόνα
  • Πρωτάθλημα Ισπανίας: 1983
  • Κύπελλο Ισπανίας: 1983
  • Σούπερ Καπ Ισπανίας: 1983

Διεθνείς

Με την Αργεντινή 
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: 1978
  • Παγκόσμιο Κύπελλο Νέων: 1979
Πηγή: joinsports.gr