Ο Έλληνας
μέσος Στάθης Χάιτας, γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου του 1940, στον Άγιο Γεώργιο της
Ιστιαίας, στην Εύβοια. Τρομερός παίχτης με σπουδαία προσόντα, εξαιρετικός με
την μπάλα στα πόδια, διέθετε απίστευτη αντοχή, ήταν ταχύς, ενώ μπορούσε να
σκοράρει αρκετά συχνά, κυρίως από μέση και μακρινή απόσταση. Αποτελεί τη σημαία του Πανιωνίου, καθώς αγωνίστηκε
με τα κυανέρυθρα σχεδόν σε ολόκληρη τη καριέρα του. Κατέχει μέχρι σήμερα το
ρεκόρ συμμετοχών στην ιστορία του Πανιωνίου με 460 συμμετοχές, ενώ συνολικά
στην Α' Εθνική έχει 480 παιχνίδια και 70 γκολ.
Το
1956, ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα, στο Κουκάκι και δούλευε σε
ηλεκτρολογείο, ενώ έκανε προπονήσεις με τον Εθνικό Κουκακίου. Μια μέρα έκανε…
κοπάνα από τη δουλειά, ώστε να δοκιμαστεί στο Αιγάλεω. Αν και υπέγραψε
συμβόλαιο με την ομάδα των δυτικών προαστίων δεν ξαναπήγε, ενώ απολύθηκε και
από το μαγαζί όπου εργαζόταν! Οφείλει τη μεγάλη καριέρα του, στον Γιώργο
Γιαννακόπουλο (παίχτη του Αιγάλεω και του Παναθηναϊκού αργότερα), αφού τον έπεισε να υπογράψει συμβόλαιο στο
Κουκάκι. Το 1958, βλέποντας τον αδερφό
του Γιώργου, τον Γιάννη Γιαννακόπουλο, να παίζει στον Πανιώνιο, ζήλεψε και
ήθελε και αυτός να κάνει το ίδιο.
Ξεκίνησε
από τον Εθνικό Κουκακίου και μόλις έγινε 18 ετών, ο προπονητής του Πανιωνίου,
Νίκος Ζαρκάδης τον έφερε στην ομάδα και υπέγραψε συμβόλαιο, με πριμ ένα
σακουλάκι σαπούνια (!) και την υπόσχεση ότι θα του πλήρωναν το φροντιστήριο!
Αρχικά, εντάχθηκε στην τρίτη ομάδα του συλλόγου, με προπονητή τον παλιό
τερματοφύλακα, τον θρύλο Νίκο Πεντζαρόπουλο, με την οποία κατέκτησε τον τίτλο
και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ με 11 γκολ, Η καλή απόδοσή του είχε ως αποτέλεσμα
να κληθεί και στη δεύτερη ομάδα, με την οποία συμμετείχε σε έξι αγώνες και στο
τέλος της περιόδου και στην πρώτη ομάδα, στην οποία αγωνίστηκε σε τρεις αγώνες.
Ντεμπούτο έκανε εναντίον της ομάδας της ΑΕΚ. Ηττήθηκαν με 1-0, ενώ έχασε την
ευκαιρία του αγώνα, όταν ακούγοντας ένα σφύριγμα από την εξέδρα σούταρε χλιαρά,
προλαβαίνοντας να διώξει σωτήρια πάνω στη γραμμή ο Βερνέζης. Μετά το τέλος του
αγώνα τα άκουσε από τον προπονητή του, Γιάννη Χέλμη: «Πρώτα βάζουμε το γκολ και
μετά βλέπουμε αν σφύριξε ο διαιτητής...», του είπε χαρακτηριστικά.
Με
τον Πανιώνιο αγωνίστηκε στην Α΄ Εθνική από το 1959/60 ως το 1976/77, με μια
μικρή διακοπή την περίοδο 1974/75 που αγωνίστηκε στη Λάρισα, έχοντας ως
σπουδαιότερη στιγμή στην καριέρα του, τη δεύτερη θέση στο πρωτάθλημα του
1970/71, με προπονητή τον Άγγλο Τζο Μάλετ (Joe Mallett), πίσω από την ΑΕΚ και
μπροστά από τον φιναλίστ του Γουέμπλεϊ, Παναθηναϊκό. Έφτασε δυο φορές ως τον
τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας, το 1961 που ηττήθηκε στον τελικό από τον Ολυμπιακό
με 0-3 και το 1967 που ηττήθηκε στον τελικό από τον Παναθηναϊκό με 0-1. Ο
μοναδικός τίτλος που κατέκτησε ήταν το Βαλκανικό κύπελλο του 1971 (1-0, 2-1 την
Μπέσα Δυρραχίου). Στην Ευρώπη η σημαντικότερη στιγμή ήταν την περίοδο 1971-72
για το Κύπελλο UEFA. Έγινε η πρώτη ελληνική ομάδα που κατάφερε να αποκλείσει
αντίστοιχη από την Ισπανία: στον πρώτο γύρο, τo θύμα ήταν η ισχυρή Ατλέτικο
Μαδρίτης με ήττα 1-2 εκτός και νίκη με 1-0 εντός. Στη συνέχεια, όμως, συνετρίβη
από την Ουγγρική Φερεντσβάρος με 6-0, όπου αποβλήθηκαν πολλοί εκνευρισμένοι
παίκτες, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της ομάδας από τις ευρωπαϊκές
διοργανώσεις.
Το
1974, έπεσε η διοίκηση του Τσολακάκη και διαλύθηκε όλη η σπουδαία ομάδα καθώς
οι Γιώργος Δέδες, Μπάμπης Ιντζόγλου, Γιώργος Σκρέκης και Βίκτωρας Θεοφιλόπουλος
πήγαν στην ΑΕΚ, ενώ ο Χάιτας στη Λάρισα. Οι Σταμάτης Βουρδαμής και Θανάσης
Ιντζόγλου που τον ακολούθησαν, δεν έπαιξαν καθόλου, αφού ήταν και οι δυο
τιμωρημένοι από τον Ασλανίδη, ο πρώτος επειδή χαστούκισε διαιτητή και ο
δεύτερος επειδή είχε... απαγάγει μια κοπέλα! Στην ΑΕΛ συνεργάστηκε με δυο
προπονητές. Αρχικά τον Κότσεφ και μετά τον Νταν Γεωργιάδη. Παρόλο που
γνωριζόταν με τον Έλληνα τεχνικό, καθώς μαζί ανεβαίνανε από την Αθήνα στη
Θεσσαλική πρωτεύουσα και παρόλο που τον ήξερε και από την Εθνική, έπαιζε μόνο
ένα ημίχρονο («για να παίξουν κι άλλοι», όπως έλεγε), ενώ με τον Βούλγαρο είχε
παίξει 20 ματς.
Ένα χρόνο μετά, επανήλθε στην Προεδρία ο
Τσοκαλάκης και ο Χάιτας επέστρεψε στην ομάδα της καρδιάς του, τον Πανιώνιο,
κλείνοντας εκεί την σπουδαία καριέρα του δυο χρόνια μετά. Είναι ο κάτοχος του
ρεκόρ συμμετοχών του συλλόγου με 460 αγώνες. Συνολικά αγωνίστηκε σε 480 αγώνες
πρωταθλήματος στην Α' Εθνική και πέτυχε 70 γκολ, επίδοση σε συμμετοχές που τον
κατατάσσει, μαζί με τον Μίμη Παπαϊωάννου, στην 6η θέση όλων των εποχών.
Το
1965 αποτέλεσε μεταγραφικό στόχο του Ολυμπιακού, ο οποίος πρόσφερε 800.000
δραχμές για την απόκτησή του αλλά τελικά η μεταγραφή δεν πραγματοποιήθηκε. Το
ίδιο συνέβη και το 1966, όταν τον ζήτησε ο Παναθηναϊκός, μιας και ο σύλλογός
του ζητούσε 1.200.000 δραχμές. Το 1969 αναδείχθηκε Κορυφαίος Ποδοσφαιριστής της
Χρονιάς από το Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου και το ίδιο έτος τιμήθηκε με το Χρυσό
Σταυρό του Πανιωνίου, που είναι η ανώτατη διάκριση του συλλόγου.
Ήταν
βασικό στέλεχος της Εθνικής Ενόπλων το 1962, όταν κατέκτησε την πρώτη θέση στον
ευρωπαϊκό όμιλο και προκρίθηκε στην τελική φάση του παγκοσμίου πρωταθλήματος
ΣΙΣΜ, όπου κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Ενόπλων.
Φόρεσε
25 φορές τη γαλανόλευκη φανέλα, σκοράροντας μια φορά, ενώ είναι πρώτος σε
συμμετοχές από όλους τους παίχτες του Πανιωνίου. Ντεμπούτο έκανε στις 13 Μαΐου του 1964, στο
νικηφόρο εντός έδρας 3-1 με την Αιθιοπία (φιλικό) και αποχαιρέτησε την Εθνική
στις 21 Απριλίου του 1971, στην εκτός έδρας ήττα με 0-3 από την Αγγλία για τα
προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Πέτυχε το μοναδικό του γκολ στον ισόπαλο
με 1-1 με τη Φινλανδία για τα προκριματικά του παγκοσμίου κυπέλλου, στις 10
Μαΐου του 1967, όταν ισοφάρισε στο 39’.
Αγωνίστηκε ως αρχηγός σε δυο αγώνες με αντίπαλο την Αυστραλία, έχοντας
απολογισμό μια ήττα με 0-1 (19 Ιουλίου) και μια ισοπαλία 2-2 (23 Ιουλίου).
Αξιοσημείωτο είναι πως στον δεύτερο αγώνα η Ελλάδα παρατάχτηκε με πέντε (5)
παίκτες του Πανιωνίου, κάτι που δεν έχει συμβεί ξανά (Σαραλιώτης, αδερφοί
Ιντζόγλου, Χάιτας και Δέδες). Το μεγαλύτερο παιχνίδι για τον Χάιτα έγινε στις
11 Δεκεμβρίου του 1968 στο 4-2 με αντίπαλο την Πορτογαλία του Εουσέμπιο. Ο
Γεωργιάδης επικρίθηκε, επειδή τον προτίμησε αντί του Καραφέσκου, αλλά ο Στάθης
τον δικαίωσε κάνοντας θρυλική εμφάνιση.
Αργότερα
εργάστηκε ως προπονητής, αρχίζοντας από τον πάγκο του Ιωνικού. Ακολούθησαν οι:
Προοδευτική, Φωστήρας, Αθηναϊκός, Ατρόμητος, Αιγάλεω και Καλλιθέα. Επίσης ήταν
προπονητής του Πανιωνίου στους νικηφόρους αγώνες μπαράζ για την παραμονή στην
Α΄ Εθνική το 1983 (εναντίον του Μακεδονικού) και το 1984 (εναντίον του ΠΑΣ
Γιάννινα).
PALMARES
Περίοδος:
Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική
καριέρα
- 1956-1958: Εθνικός Κουκακίου
- 1958/59: Πανιώνιος Γυμναστικός Σύλλογος Σμύρνης
Επαγγελματική καριέρα
- 1959-1974: Πανιώνιος Γυμναστικός Σύλλογος Σμύρνης, 418 (67)
- 1974-1975: Αθλητική Ένωση Λάρισας, 20 (1)
- 1975-1977: Πανιώνιος Γυμναστικός Σύλλογος Σμύρνης, 42 (2)
Σύνολο καριέρας: 480 (70)
Διεθνής
- 1964-1971: Ελλάδα, 24 (1)
Τίτλοι
- Κύπελλο Ελλάδος: φιναλίστ: 2 (1961, 1967)
- Πρωτάθλημα Ελλάδος: επιλαχών 1970/71
- Βαλκανικό Κύπελλο: 1971
Προσωπικές Διακρίσεις
- Καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής της χρονιάς: 1969
- Ρεκόρ συμμετοχών Πανιωνίου σε αγώνες Α΄ Εθνικής: 460 (1959-1978)
- Χρυσός Σταυρός Πανιωνίου: 1969
ΠΗΓΗ:
evrytanika.gr