Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Ερνστ Ότσβιρκ

Ο Αυστριακός κεντρικός μέσος και αργότερα προπονητής Ερνστ Ότσβιρκ (Ernst Ocwirk), γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου του 1926, στην Βιέννη. Θεωρείται ως ένας από τους Μεγαλύτερους Αυστριακούς ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ποδοσφαιρικής και προπονητικής του καριέρας μεταξύ της Αυστρίας και της Ιταλίας, τόσο σαν παίκτης όσο και σαν μάνατζερ για την Αούστρια Βιέννης και τη Σαμπντόρια. Υπήρξε μέλος της εθνικής ομάδας της Αυστρίας, την οποία οδήγησε σε μια 3η θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, όντας παράλληλα ο αρχηγός της. Οι Βρετανοί του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Clockwork» (Κλοκγουόρκ -Ο Κουρδιστός), λογοπαίγνιο με τ’ όνομά του αλλά και λόγω των εκπληκτικών ικανοτήτων του στην οργάνωση του παιχνιδιού. Αναφέρεται συχνά ως ο τελευταίος από τους παλιούς παραδοσιακούς σέντερ χαφ.  Ήταν γνωστός για το τεχνικό στυλ του παιχνιδιού του, την ηγετική του προσωπικότητα και την άριστη επιθετική και αμυντική του συνεισφορά. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης της εποχής, τον είχαν χαρακτηρίσει ως «τον καλύτερο centerhalf στον κόσμο!». Θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους αυστριακούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών και ένας από τους μεγαλύτερους κεντρικούς μέσους όλων των εποχών.


Ξεκίνησε την καριέρα του ως σέντερ φορ. Ο πρώτος του σύλλογος, ήταν η ομάδα της γειτονιάς του, η FC Σταντλάου, το 1938. Στη συνέχεια έπαιξε για την Φλοριντσντόρφερ AC, όπου από τον προπονητή του, πρώην αυστριακό διεθνή Γιόζεφ Σμίστικ (Josef Smistik), μεταπήδησε στο κέντρο. Ο Σμίστικ προσπάθησε να τον φέρει στην πρώην ομάδα του, την Ραπίντ Βιέννης, αλλά τη κούρσα για την μεταγραφή του, την κέρδισε ο αιώνιος αντίπαλός της, η FK Αούστρια, στην οποία υπέγραψε το 1947. Για  μια δεκαετία, υπηρετώντας την Αούστρια, έγινε ένας από τους πιο εξέχοντες ποδοσφαιριστές για τον σύλλογο, βοηθώντας την να κατακτήσει 5 αυστριακούς τίτλους  πρωταθλητή και 3 κύπελλα.


Το 1956, ο Αλμπέρτο Ραβανό (Alberto Ravano) τον έφερε στην Σαμπντόρια και ήταν ο δεύτερος Αυστριακός που αγωνίστηκε στην Serie A, μετά από Ένγκελμπερτ Κένινγκ (Engelbert König), από την δεκαετία του 1940 και παρέμεινε ο τελευταίος στη Serie A μέχρι το 1980, όταν ο Χέρμπερτ Προχάσκα (Herbert Prohaska) ήλθε στην Ίντερ. Ο Ότσβιρκ αγωνίστηκε για 5 σεζόν στον σύλλογο της Γένοβα, της οποίας έγινε ο αρχηγός της, επιτυγχάνοντας μια 4η θέση στο πρωτάθλημα το 1961, τη υψηλότερη εκείνα τα χρόνια. Το 1961, επέστρεψε στην Αούστρια για να παίξει τις τελευταίες 2 σεζόν της καριέρας του, κατακτώντας το double της περιόδου 1961/62.


Συμμετείχε σε 62 αγώνες της εθνικής Αυστρίας και σκόραρε 6 γκολ για τη χώρα του. Έκανε το ντεμπούτο του το 1947, πριν εμφανιστεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948, στο Λονδίνο. Το 1953, επιλέχθηκε για την ομάδα της Μικτής Κόσμου, για το παιχνίδι με την Αγγλία (4-4), για τον εορτασμό των 90 ετών της Αγγλικής Ομοσπονδίας. Λόγω των διεθνών επιτυχιών του, κέρδισε 2 φορές την τιμή να ονομαστεί αρχηγός των ομάδων της Μικτής Κόσμου.


Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, ήταν ο αρχηγός της Αυστρίας, αγωνιζόμενος και στα 5 παιχνίδια της ομάδας του, βοηθώντας την να κατακτήσει την 3η θέση, την καλύτερη στην ιστορία τους στα Παγκόσμια Κύπελλα. Σκόραρε 2 γκολ κατά τη διάρκεια του τουρνουά, το πρώτο στην νίκη 3-0 στον αξέχαστο προημιτελικό εναντίον της Ελβετίας και στην νίκη με 3-1 στον αγώνα για την 3η θέση, εναντίον της Ουρουγουάης.


Αμέσως μετά τη απόσυρσή του από το ποδόσφαιρο, ανέλαβε προπονητής στην Σαμπντόρια, την οποία προπονούσε από το 1962 έως το 1965, ενώ στη συνέχεια, ήταν για μια 5ετία προπονητής στην Αούστρια Βιέννης. Διετέλεσε επίσης προπονητής της γερμανικής Κολωνίας, οδηγώντας την στον τελικό του Κυπέλλου Γερμανίας τη περίοδο 1970/71 και για 2 σεζόν μέχρι το 1973 οδήγησε την Αντμίρα Βάκερ του Ινσμπρουκ.


Ο Ερνστ Ότσβιρκ, πέθανε στις 23 Ιανουαρίου του 1980, σε ηλικία μόλις 53 ετών, στο Κλάιν-Πόχλαρν, στην Αυστρία, από σκλήρυνση κατά πλάκας, την ίδια ημερομηνία που αυτοκτόνησε ο τεράστιος Ματίας Ζίντελαρ (Matthias Sindelar), 41 χρόνια πριν. Ένα φιλικό τουρνουά παίχτηκε τον Ιούλιο του 1981, ως φόρος τιμής προς τον Ερνστ Ότσβιρκ, με συμμετέχοντες την Αούστρια, την Ραπίντ Βιέννης, την Φερεντσβάρος και την Μπάγερν Μονάχου, που ήταν και η τελική νικήτρια. Επιλέχθηκε στην ιδανική ομάδα της Αυστρίας για τον 20ο Αιώνα, το 2001.

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • FC Stadlau

Επαγγελματική καριέρα

  • 1942–1947: Floridsdorfer Athletiksport-Club
  • 1947–1956: Fußballklub Austria Wien, 212 (30)
  • 1956–1961: Unione Calcio Sampdoria, 154 (37)
  • 1961/62: Fußballklub Austria Wien, 21 (8)

Διεθνής

  • 1945–1962: Αυστρία, 62 (6)

Προπονητική καριέρα

  • 1962–1965: Unione Calcio Sampdoria
  • 1965–1970: Fußballklub Austria Wien
  • 1970/71: 1. Fußball-Club Köln 01/07
  • 1971–1973: Fußballclub Admira Wacker Mödling

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

  • Πρωτάθλημα Αυστρίας: 4 (1949, 1950, 1953, 1962, 1963)
  • Κύπελλο Αυστρίας: 3 (1948, 1949, 1962)

Ως προπονητής

Με την Austria Wien
  • Πρωτάθλημα Αυστρίας: 2 (1969, 1970)
  • Κύπελλο Αυστρίας: 1967