Ο Πολωνός κεντρικός επιθετικός και
αργότερα προπονητής Κάζιμιρ Γκόρσκι (Kazimierz Klaudiusz Górski), γεννήθηκε στις
2 Μαρτίου του 1921, στο Λβιβ της σημερινής δυτικής Ουκρανίας. Συνέδεσε το όνομά
του με τις μεγαλύτερες επιτυχίες του πολωνικού ποδοσφαίρου, όπως η 3η θέση
στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας το 1974, το Χρυσό Μετάλλιο στους
Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972 και το Αργυρό στο Μόντρεαλ το 1976.
Κάθισε στον πάγκο της εθνικής Πολωνίας έξι χρόνια (1970-1976) και πέτυχε 45
νίκες σε 73 αγώνες. Τον έφερε στην Ελλάδα ως μεγάλο όνομα ο Παναθηναϊκός το
1977 και κατέκτησε μαζί του το νταμπλ ως προπονητής και άλλο ένα το 1986 ως
τεχνικός διευθυντής. Σπουδαίες επιτυχίες είχε και με τον Ολυμπιακό με τρία σερί
πρωταθλήματα (και ένα Κύπελλο) από το 1980 έως το 1983, ενώ άφησε το στίγμα του
στην Καστοριά (1979/80 Κυπελλούχος) και στον Εθνικό (1983-1985). Όταν
αποσύρθηκε από την προπονητική το 1986, διετέλεσε αρχικά αντιπρόεδρος και εν
συνεχεία πρόεδρος (1991-1995) στην πολωνική ομοσπονδία ποδοσφαίρου.
Διακρίθηκε
στη θέση του επιθετικού. Αγωνίστηκε στην RKS Λβοφ από το 1936 έως το 1939, στη
Σπαρτάκ Λβοφ από το 1940 έως το 1941 και στη Δυναμό Λβοφ το 1944. Το 1945
εγκατέλειψε τη γενέτειρα πόλη του και μεταγράφηκε στη Λέγκια Βαρσοβίας όπου
αγωνίστηκε έως το 1953, ολοκληρώνοντας συνολικά 81 ανταγωνιστικούς αγώνες στους
οποίους σκόραρε 34 γκολ. Στις 26 Ιουνίου του 1948 αγωνίστηκε για μια και
μοναδική φορά στην εθνική Πολωνίας, αποχωρώντας τραυματίας μετά από 34 λεπτά,
στην πιο βαριά ήττα της ιστορίας της, από την Δανία, στη Κοπεγχάγη με σκορ 0-8.
Λόγω των εκλεπτυσμένων κινήσεων που διέκριναν το παιχνίδι του, είχε το
παρατσούκλι «Sarenka» (Ελάφι)
Το 1949, ο πρώτος δεξιά, αρχηγός της Λέγκια Βαρσοβίας |
Ακολούθησε
καριέρα προπονητή ποδοσφαίρου μετά από τις σπουδές του στη Γυμναστική Ακαδημία
της Κρακοβίας. Αρχικά ανέλαβε την ερασιτεχνική Μάριμοντ Βαρσοβίας και στη
συνέχεια την εθνική παίδων της Πολωνίας. Το 1959 ήταν στη Λέγκια Βαρσοβίας την
οποία καθοδήγησε έως το 1962 με μια μικρή διακοπή. Οι επόμενες ομάδες του ήταν
η KS Λουμπλινιάνκα για μια σεζόν και η
Γκβάρντια Βαρσοβίας από το 1964 έως το 1966.
Από
το 1966 έως το 1970 ανέλαβε την εθνική Πολωνίας κάτω των 23 ετών (Ελπίδων). Στη
συνέχεια έγινε ο προπονητής της Εθνικής ομάδας των ανδρών, την οποία οδήγησε σε
πολύ μεγάλες επιτυχίες και στο ποδοσφαιρικό ζενίθ της ιστορίας της. Στους
Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο. Δυο χρόνια
αργότερα, στο Μουντιάλ του 1974 στη Γερμανία, η εθνική Πολωνίας του Κάζιμιρ
Γκόρσκι, κατέκτησε την τρίτη θέση επικρατώντας στο μικρό τελικό της Βραζιλίας,
που κατείχε τον τίτλο. Το 1976 κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στην Ολυμπιάδα
του Μόντρεαλ. Στην τεχνική ηγεσία της εθνικής Πολωνίας τον διαδέχτηκε ο Γιάτσεκ
Γκμοχ (Jacek Gmoch), μέχρι τότε βοηθός του. Ήταν ο προπονητής της εθνικής σε 74
αγώνες, τους 45 νικηφόρους!
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, στη Δυτική Γερμανία. Στα αριστερά του ο Γιάτζεκ Γκμοχ και δεξιά του ο Αντρέι Στρεϊλάου, αργότερα προπονητής στη Λάρισα |
Το
Δεκέμβριο του 1976 ανέλαβε προπονητής του Παναθηναϊκού. «Μας παίρνετε ότι
καλύτερο έχουμε», είχε πει συγκινημένος ο Πολωνός υφυπουργός Αθλητισμού στον
εκπρόσωπο του Παναθηναϊκού, Αχιλλέα Μακρόπουλο, την 3η Δεκεμβρίου
του 1976, ημέρα κατά την οποία «έκλεισε» η συμφωνία για την ανάληψη της
τεχνικής ηγεσίας του «τριφυλλιού» από τον Γκόρσκι. Ανέλαβε τον Παναθηναϊκό την
9η αγωνιστική, αντικαθιστώντας τον Αντώνη Μηγιάκη, προσωρινού στην ομάδα, μετά την αποπομπή του επίσης
διακεκριμένου σε Μουντιάλ, Βραζιλιάνου Αϊμορέ Μορέιρα (Aymoré Moreira). Ο
Παναθηναϊκός είχε τερματίσει την προηγούμενη χρονιά στην 4η θέση
χάνοντας το δικαίωμα να αγωνιστεί στο Κύπελλο UEFA.
Η
περίοδος δεν είχε ξεκινήσει ευνοϊκά, οι «πράσινοι» βρίσκονταν στην 3η
θέση της βαθμολογίας, δεν έπειθαν ότι μπορούσαν να χτυπήσουν τον τίτλο και οι
απαιτήσεις από τον Γκόρσκι περιορίζονταν στο να διεκδικήσει την έξοδο στην
Ευρώπη. Ο «παππούς» όμως ανέτρεψε ακόμα και τις καλύτερες προσδοκίες και
κατέκτησε όλους τους τίτλους που διεκδικούσε ο Παναθηναϊκός την περίοδο
1976/77. Κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας, φέρνοντας την πρώτη θέση στον
Παναθηναϊκό μετά από 5 χρόνια χωρίς πρωτάθλημα, χάρη σε ένα εντυπωσιακό
ντεμαράζ τους τελευταίους μήνες. Έγινε ο δεύτερος προπονητής του Παναθηναϊκού,
μετά από 47 χρόνια που κέρδισε εντός κι εκτός έδρας το ντέρμπι αιωνίων μετά το
Γιόζεφ Κίνσλερ (József Künsztler) το 1930. Κατέκτησε επίσης το Κύπελλο Ελλάδας
απέναντι στον ΠΑΟΚ και έγινε ο πρώτος και μοναδικός προπονητής του Παναθηναϊκού
που κατέκτησε διεθνή διοργάνωση. Ο Παναθηναϊκός την περίοδο 1976/77 αγωνίστηκε
στο Βαλκανικό Κύπελλο Συλλόγων και αναδείχθηκε τροπαιούχος του θεσμού για το
1977 (ο τελικός μεταφέρθηκε στην επόμενη σεζόν ενώ είχε ξεκινήσει η επόμενη
διοργάνωση). Αποχώρησε από τον Παναθηναϊκό μεσούσης της περιόδου 1978/79.
Στη
συνέχεια αμέσως μετά τη λύση της συνεργασίας του με τον Παναθηναϊκό, το
φθινόπωρο του 1978, ανέλαβε προπονητής της Καστοριάς, δημιουργώντας μια πολύ αξιόλογη ομάδα η οποία
τερμάτισε στην 9η θέση στο τέλος της χρονιάς. Μπορεί να πει κανείς
ότι δικές του ήταν οι βάσεις για την κατάκτηση του Κυπέλλου, την επόμενη
περίοδο, λίγο μετά την αποχώρησή του, στα μέσα της σεζόν 1979/80, αφήνοντας τον
Σάββα Βασιλειάδη να ολοκληρώσει τον θρίαμβο.
Ακόμα
μεγαλύτερη ήταν η επιτυχία του στον Ολυμπιακό, που ήταν η επόμενη ομάδα του, με
τον οποίο κατέκτησε 4 τίτλους. Αντικατέστησε
τον Τόζα Βεσελίνοβιτς (Todor "Toza" Veselinović) τον Φεβρουάριο του
1980 και βοήθησε την ομάδα του Πειραιά να κερδίσει στο νήμα τον τίτλο, στο
μπαράζ του Βόλου με τον Άρη. Το 1981 οδήγησε τους «ερυθρόλευκους» στο νταμπλ
και αποχώρησε απόλυτα επιτυχημένος. Την περίοδο 1981/82 επέστρεψε στη Λέγκια
Βαρσοβίας. Όμως, οι «ερυθρόλευκοι» δεν άντεχαν χωρίς αυτόν και τον φώναξαν
άρον-άρον πίσω τον Φεβρουάριο του 1983, όταν ο Αλκέτας Παναγούλιας, που τον
είχε διαδεχθεί, έφυγε για να αναλάβει την Εθνική των ΗΠΑ!
Ανέλαβε και πάλι τον Ολυμπιακό σε μια
περίοδο που το πρωτάθλημα φαινόταν να είχε χαθεί, αλλά στο τέλος της χρονιάς
κατάφερε να αναδειχθεί για 4η φορά πρωταθλητής Ελλάδας στην καριέρα
του. Με 6 νίκες και 2 ισοπαλίες σε 8 ματς ο αήττητος Κάζιμιρ Γκόρσκι αποτελεί
τον πιο πετυχημένο προπονητή σε ντέρμπι «αιωνίων». Μάλιστα ήταν και ο τεχνικός
με τους περισσότερους τίτλους, 4 συνολικά με Παναθηναϊκό, Ολυμπιακό, μέχρι να
του πάρει το ρεκόρ ο Ντούσαν Μπάγεβιτς (Dušan Bajević).
Ακολούθησε
ο Εθνικός Πειραιώς από το 1983 έως το
1985. Δύο φορές τον οδήγησε στην 9η θέση, πριν επιστρέψει στον
Παναθηναϊκό ως τεχνικός διευθυντής το 1985/86, σε συνεργασία με τον Τσεχοσλοβάκο
προπονητή, Πιετρ Πάκερτ (Petr Packert). Εκείνη την χρονιά, ο Παναθηναϊκός
κατάκτησε το πιο άνετο, ίσως, νταμπλ στην ιστορία του, όμως ο Γκόρσκι αποχώρησε
από την τεχνική ηγεσία πριν να ολοκληρωθεί η περίοδος. Εγκατέλειψε την
προπονητική το 1986 όταν και ανέλαβε αρχικά τη θέση του αντιπροέδρου και εν
συνεχεία (από το 1991 ως το 1995) τη θέση του προέδρου στην πολωνική
ποδοσφαιρική ομοσπονδία.
Με τον σκόρερ της εποποιίας του Γουέμπλεϊ, τον Γιαν Ντομάρσκι. |
Άνθρωπος
εξαιρετικά αρχοντικός και απίστευτα ευγενικός, κατάφερνε με τον τρόπο του να
κερδίζει τον σεβασμό των παικτών του χωρίς να τον επιβάλει με ακρότητες.
«Γίνεται να είσαι στρατηγός χωρίς στρατό; Όλα τα οφείλω στους ποδοσφαιριστές με
τους οποίους συνεργάστηκα όλα αυτά τα χρόνια. Χωρίς αυτούς δεν θα ήμουν εδώ»,
είχε δηλώσει με σεμνότητα το 2001, όταν η FIFA τον τίμησε με το χρυσό της μετάλλιο , μια διάκριση που έχει
απονεμηθεί σε ελάχιστους ανθρώπους του αθλήματος όλα αυτά τα χρόνια.
Ο
Κάζιμιρ Γκόρσκι πέθανε στις 23 Μαΐου του 2006, στα 85 του χρόνια, στην Βαρσοβία
μετά από μια μακρά και σκληρή μάχη με τον καρκίνο, ένα χρόνο μετά το θάνατο της
συζύγου του Μαρίας. Στο εναρκτήριο παιχνίδι
του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006, μεταξύ Γερμανίας-Κόστα Ρίκα, πριν από
την έναρξη του, κρατήθηκε επίσημα από την Παγκόσμια Ομοσπονδία, ενός λεπτού
σιγή στην μνήμη του.
PALMARES
Περίοδος:
Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Επαγγελματική καριέρα
- 1936–1939: RKS Lwów
- 1940/41: Spartak Lwów
- 1944: Dynamo Lwów
- 1945–1953: Wojskowy Klub Sportowy Legia Warszawa
Διεθνής
- 1948: Πολωνία, 1 (0)
Προπονητική καριέρα
- 1959: Wojskowy Klub Sportowy Legia Warszawa
- 1960–1962: Wojskowy Klub Sportowy
Legia Warszawa
- 1963/64: Klub Sportowy Lublinianka Sportowa Spółka Akcyjna
- 1964–1966: Warszawski Klub Sportowy Gwardia Warszawa
- 1971–1976: Πολωνία
- 1973: Łódzki Klub Sportowy Spółka Sportowa
- 1976/77: Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος
- 1980/81: Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς
- 1981/82: Wojskowy Klub Sportowy Legia Warszawa
- 1983: Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς
- 1983-1985: Εθνικός Όμιλος Φιλάθλων Πειραιώς
- 1985: Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με
τον Παναθηναϊκό
- Βαλκανικό Κύπελλο Συλλόγων: 1977
- Πρωτάθλημα Ελλάδας: 1977, 1981, 1982, 1983
- Κύπελλο Ελλάδας: 1977, 1981
Με
τον Ολυμπιακό
- Πρωτάθλημα Ελλάδας: 3 (1981, 1982, 1983)
- Κύπελλο Ελλάδας: 1981
Διεθνείς
- Χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο: 1972
- Ασημένιο Ολυμπιακό μετάλλιο: 1976
- 3η Θέση Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1974
Τιμές
- Χρυσό Μετάλλιο Αξίας από τη FIFA: 2001
- Σταυρός του Ταξιάρχη του Τάγματος της Αναγέννησης της Πολωνικής Δημοκρατίας: 1996
- Σταυρός του Ταξιάρχη με το Αστέρι του Τάγματος της Αναγέννησης της Πολωνικής Δημοκρατίας: 2006
- Μεγάλος Σταυρός του Τάγματος της Αναγέννησης της Πολωνικής Δημοκρατίας: 2006 –μετά θάνατον
- Επίτιμος Πολίτης του Λβιβ (2003), του Πλοτσκ (2004) και του Λουμπάτσκοφ
- Επίτιμος Διδάκτωρ AWFiS στο Γκντανσκ (Η πρώτη τιμητική διάκριση για διδακτορικό που δόθηκε σε εκπρόσωπο του πολωνικού ποδοσφαίρου): 24 Νοεμβρίου 2003
- Το σχολικό πρωτάθλημα του Λοτζ έχει τ’ όνομά του
- Το Εθνικό Στάδιο της Βαρσοβίας έχει τ’ όνομά του.
Ορισμένα
στοιχεία από το oldfootball.gr