Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Ότο Ρεχάγκελ

Ο Γερμανός αμυντικός και αργότερα προπονητής Ότο Ρεχάγκελ (Otto Rehhagel), γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου του 1938, στο Έσεν της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Μαζί με τον Χέλμουτ Σεν (Helmut Schön), τον Ότμαρ Χίτσφελντ (Ottmar Hitzfeld), τον Ούντο Λάτεκ (Udo Lattek) και τον Χένες Βαϊσβάιλερ (Hennes Weisweiler), θεωρείται ένας από τους πιο Επιτυχημένους Γερμανούς προπονητές. Είναι ο ένας από τα μόλις δύο άτομα -ο άλλος είναι ο Γιουπ Χάινκες (Jupp Heynckes)- ο οποίος σε συνδυασμό ως παίκτης και ως προπονητής, έχει συμμετάσχει σε πάνω από 1000 αγώνες της γερμανικής Μπουντεσλίγκα. Στην Κορυφαία κατηγορία του γερμανικού πρωταθλήματος, κατέχει το ρεκόρ για τις περισσότερες νίκες (387), τις περισσότερες ισοπαλίες (205), αλλά και τις περισσότερες ήττες (228), ενώ οι ομάδες του έχουν σκοράρει τα περισσότερα γκολ (1473), αλλά και έχουν δεχθεί τα περισσότερα (1142) από οποιαδήποτε άλλη. Σε διεθνές επίπεδο, ως προπονητής της εθνικής ομάδας της Ελλάδας, από το 2001 έως το 2010 -που ήταν η πιο επιτυχημένη περίοδος του ποδοσφαίρου της χώρας- οδήγησε την ελληνική ομάδα στην κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2004 και στην πρόκριση για την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2010, στη δεύτερη συμμετοχή της σε τελικούς.
 
Με την φανέλα της Χέρτα Βερολίνου

Στο μέσον, αυτός που μαρκάρει
Ως ποδοσφαιριστής ξεκίνησε στον σύλλογο της γενέτειράς του, την TuS Helene Altenessen το 1948 πριν από τη μετάβαση του στον μεγάλο σύλλογο της πόλης, τη  Ροτ Βάις του Έσσεν, για την οποία αγωνίστηκε από το 1960 μέχρι το 1963. Μετά από το ξεκίνημα της Μπουντεσλίγκα, την περίοδο 1963/64, αγωνίστηκε για λογαριασμό της Χέρτα Βερολίνου (1963-1965) και της Καϊζερσλάουτερν (1966-1972). Στη διάρκεια της καριέρας του, έπαιξε συνολικά σε 201 αγώνες της Bundesliga, ενώ ως αμυντικός ήταν γνωστός για το σκληρό παιχνίδι του.


Ως προπονητής ξεκίνησε την καριέρα του το 1974 στους Κίκερς του Όφενμπαχ. Στη συνέχεια, θήτευσε διαδοχικά στη Βέρντερ Βρέμης (1976) και στην Μπορούσια του Ντόρτμουντ (1976-1978), όντας ο προπονητής της όταν αυτή υπέστη την βαρύτερη ήττα της ιστορίας της –και ρεκόρ μέχρι σήμερα στη Μπουντεσλίγκα- με 0-12 από την Μπορούσια του Μενχενγκλάντμπαχ, μετά από την οποία οι γερμανικές εφημερίδες τον αποκαλούσαν Otto Torhagel (Tor στα γερμανικά  σημαίνει γκολ, ενώ το Hagel έχει τη σημασία του μέσα σε χαλαζοθύελλα). Συνέχισε στην Αρμίνια του Μπίλεφελντ (1978/79) και στη Φορτούνα του Ντίσελντορφ (1979/80), με την οποία κατέκτησε τον πρώτο τίτλο του ως προπονητής, το Κύπελλο Γερμανίας αυτής της χρονιάς. Επέστρεψε στη Βέρντερ για 15 ολόκληρα χρόνια (1981–1995). Κατά τη διάρκεια αυτών των 14 χρυσών ετών για τον σύλλογο, μετέτρεψε τη Βέρντερ από μια μικρομεσαία ομάδα σε μια από τις σημαντικότερες του γερμανικού πρωταθλήματος. Την καθιέρωσε ως μία από τις κύριες ομάδες, ξεπερνώντας τον μισητό αντίπαλο, το Αμβούργο ως η Κορυφαία ομάδα στον γερμανικό  βορρά και πυροδοτώντας μια έντονη αντιπαλότητα με την Μπάγερν Μονάχου.


Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, συχνά απείχε ελάχιστα από την επιτυχία και είχε μια σειρά από 2ες θέσεις και ήττες σε τελικούς Κυπέλλου. Στο διάστημα αυτό, το παρατσούκλι του ήταν «Otto ΙΙ» ή «Vizeadmiral» (Ο Αντιναύαρχος). Μετά από αυτή την ατυχή περίοδο, οδήγησε τη Βέρντερ στην κατάκτηση δύο πρωταθλημάτων, το 1988 και το 1993, 2 Κυπέλλων Γερμανίας το 1991 και το 1994, καθώς και στη κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1992. Κατά την περίοδο αυτή, παρήγαγε μια σειρά από διεθνείς αστέρες, όπως ο Ρούντι Φέλερ (Rudi Völler), ο Καρλ-Χάιντς Ρίντλε (Karlheinz Riedle), ο Ντίτερ Άιλτς (Dieter Eilts), ο Μάρκο Μπόντε (Marco Bode), ο Μάριο Μπάσλερ (Mario Basler), ο Αντρέας Χέρτζογκ (Andreas Herzog) και ο Ρούνε Μπράτσεθ (Rune Bratseth). Η Βέρντερ Βρέμης της περιόδου 1987/88 ήταν μέχρι πρόσφατα η ομάδα που δέχθηκε τα λιγότερα γκολ στην ιστορία της Μπουντεσλίγκα (22), μέχρι που αυτό το ρεκόρ ξεπεράστηκε από την Μπάγερν Μονάχου την περίοδο 2007/08 με 21 γκολ. τα 14 χρόνια θητείας του στον πάγκο της Βέρντερ, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη συνεχόμενη περίοδος ως προπονητή στην Μπουντεσλίγκα και ξεπεράστηκε πρόσφατα από τον Φόλκερ Φίνκε (Volker Finke) της Φράιμπουργκ (16 χρόνια).


Μετά από τη χρυσή 14ετία στην Βέρντερ, ανέλαβε τη Μπάγερν Μονάχου, πριν από την έναρξη της σεζόν 1995/96. Πριν από την άφιξη του Ρεχάγκελ, η Μπάγερν είχε μια απογοητευτική, αλλά οικονομικά προσοδοφόρα σεζόν 1994/95, με μια πολύ κακή 6η θέση στην Μπουντεσλίγκα, παράλληλα όμως φτάνοντας στους ημιτελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ. Το καλοκαίρι του 1995, η Μπάγερν ξόδεψε πολλά χρήματα για να αποκτήσει τον Γιούργκεν Κλίνσμαν (Jürgen Klinsmann), τον Αντρέας Χέρτζογκ και άλλους, ενώ ο ίδιος αντικατέστησε τον Τζιοβάνι Τραπατόνι (Giovanni Trapattoni). Θεωρήθηκε ευρέως αναμενόμενο ότι οι Βαυαροί θα σάρωσαν οποιονδήποτε διοργάνωση συμμετείχαν για τη περίοδο 1995/96, αλλά από την 1η αγωνιστική, ο Ρεχάγκελ συγκρούστηκε με τους παίκτες και τους διοικούντες της ομάδας. 


Μονόχνοτος και ενίοτε εκκεντρικός, δεν ταίριαξε σε τίποτε με την Μπάγερν, που γρήγορα θεώρησαν ότι ήταν πολύ «χωριάτης» στην καρδιά και δεν είχε καμία ιδέα για το πώς να αλληλεπιδρούσε με το φανταχτερό περιβάλλον του Μονάχου. Επιπλέον, η παλαιομοδίτικη τακτική και η συγκαταβατικότητα προς τους παίκτες προκάλεσε μεγάλες αντιπάθειες στο πρόσωπό του, ειδικά από τον Κλίνσμαν, ο οποίος ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία να τον κριτικάρει αρνητικά. Απολύθηκε 3 εβδομάδες πριν τον τελικό του Κυπέλλου UEFA του 1996, ύστερα από απογοητευτική πορεία στο πρωτάθλημα. Ο αντικαταστάτης του, Φραντς Μπεκενμπάουερ (Franz Beckenbauer), οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση του κυπέλλου και την ανάκαμψη για τις τελευταίες δύο εβδομάδες στην Μπουντεσλίγκα, τερματίζοντας τελικά 2η, πίσω από την Μπορούσια Ντόρτμουντ.


Αφού απολύθηκε από την Μπάγερν, ανέλαβε την Καϊζερσλάουτερν το 1996, μετά από μια περίοδο, όπου η ομάδα είχε κερδίσει μεν το Κύπελλο Γερμανίας, αλλά είχε επίσης υποβιβαστεί από την Κορυφαία κατηγορία μετά από μια καταστροφική σεζόν στην Μπουντεσλίγκα. Έδωσε νέα ενέργεια στην ομάδα, η οποία κέρδισε άνετα την άνοδο το 1997, με 10 πόντους διαφορά. Πριν από την έναρξη της σεζόν 1997/98, η Καϊζερσλάουτερν θεωρήθηκε ως αουτσάιντερ για μια θέση στο Κύπελλο UEFA, αλλά η ομάδα του Ρεχάγκελ απλά ασκούσε πίεση καθ’ όλη τη σεζόν. 



Με αστραπιαίες επιθέσεις και καθαρή ατελείωτη ενέργεια, αφού μισή ντουζίνα αγώνες τους κέρδισε στις καθυστερήσεις, η Καϊζερσλάουτερν κατέκτησε το συγκλονιστικό γερμανικό πρωτάθλημα του 1998, η πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα ομάδα που πέτυχε τα΄’ετοιον θρίαμβο, έχοντας μόλις ανέβει την προηγούμενη σεζόν. Με τον Ρεχάγκελ προπονητή η Καϊζερσλάουτερν ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις λιγότερο θεαματική, αλλά με πολύ καλά αποτελέσματα στην επόμενη χρονιά, οδήγησε την ομάδα στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ της περιόδου 1998/99, αλλά στη συνέχεια μεγάλες συγκρούσεις στο εσωτερικό του συλλόγου, αντιπαραθέσεις με ορισμένους παίκτες και μια μαζική εκστρατεία σπίλωσης, τον ανάγκασε να παραιτηθεί από τη θέση του το 2000. Τελείωσε με ρεκόρ 87 νίκες, 39 ισοπαλίες και 48 ήττες.


Τον Αύγουστο του 2001, μετά από την αποχώρηση του Βασίλη Δανιήλ, ανέλαβε την εθνική ομάδα της Ελλάδας, μπροστά από άλλους υποψηφίους, όπως ο Μάρκο Ταρντέλι (Marco Tardelli), ο Νέβιο Σκάλα (Nevio Scala), ο Χαβιέρ Κλεμέντε (Javier Clemente) και ο Τέρι Βέναμπλς (Terry Venables). Ο πρώτος αγώνας του, ήταν στα τέλη Οκτώβριου του 2001, ένας προκριματικός για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, εκτός έδρας εναντίον της Φινλανδίας, η οποία έληξε με ήττα 1-5. Είχε συνέπεια να ξαναχτίσει από μηδενική βάση το οικοδόμημα και αποτέλεσμα, τον Οκτώβριο του 2003, μετά από μια νίκη με 1-0 επί της Βόρειας Ιρλανδίας, η Ελλάδα να προκριθεί αυτόματα για το Euro του 2004, μπροστά από την Ισπανία και την Ουκρανία. Με ποσοστό 100 προς 1, αουτσάιντερ, κέρδισε με συγκλονιστικό τρόπο την Πορτογαλία στον όμιλο, τη Γαλλία στους 8 και την Τσεχία στον ημιτελικό, φαβορί για πολλούς, στον δρόμο για τον τελικό όπου νίκησε και πάλι την Πορτογαλία και σήκωσε το τρόπαιο!  Ο Ρεχάγκελ, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος υπεύθυνος για την επιτυχία αυτή της ομάδας, έγινε ο πρώτος ξένος προπονητής που κέρδισε ποτέ ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα! Παρόλο που δεν είχε κάποιον ποδοσφαιριστή αστέρι, η ομάδα ήταν γεμάτη από εργάτες και μια πρωτόγνωρη ομαδικότητα, κατακτώντας τον τίτλο χωρίς να δεχτεί γκολ στην φάση νοκ-άουτ.


Υιοθέτησε μια αμυντική αγωνιστική προσέγγιση στην ελληνική ομάδα, χρησιμοποιώντας ενεργητικούς μέσους για να κουράσει τον αντίπαλο και στη διαχείριση της αμυντικής λειτουργία της ομάδας, χρησιμοποιώντας ίσο αριθμό αμυντικών, με αυτόν των επιθετικών του αντιπάλου. Όταν κατηγορήθηκε για βαρετό παιχνίδι, είπε: «Κανένας δεν πρέπει να ξεχνά ότι ο προπονητής υιοθετεί τις τακτικές που είναι εφαρμόσιμες στα χαρακτηριστικά των διαθέσιμων παικτών». Αξιοσημείωτο είναι πως η θητεία του στη Βέρντερ Βρέμης φημίζονταν για το γρήγορο και εντυπωσιακό ποδόσφαιρο που πρόσφερε η ομάδα. Μετά από την παραίτηση του Ρούντι Φέλερ (Rudolf "Rudi" Völler) από την ηγεσία του πάγκου της γερμανικής εθνικής ομάδας, έπειτα από την αδυναμία πρόκρισης στα προημιτελικά του Euro 2004, θεωρήθηκε ένας από τους σημαντικότερους υποψηφίους για να αναλάβει το πόστο. Είχε την υποστήριξη του κοινού, παρ' όλο που θεωρείται ήδη επαναστάτης του ποδοσφαιρικού κατεστημένου. Έπειτα από την απόσυρση άλλων τριών υποψηφίων για την θέση, έγινε πρόταση στον Ρεχάγκελ να αναλάβει την ομάδα, κάτι που ο ίδιος επίσημα απέρριψε στις 10 Ιουλίου.


Κατά την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2006 της Γερμανίας, η ελληνική ομάδα αποκλείστηκε τερματίζοντας 4η  σε έναν δύσκολο όμιλο παρακολουθώντας την Ουκρανία να έχει συνεχή ανοδική πορεία και την Τουρκία να χάνει την πρόκριση στα play off από την Ελβετία. Στις 14 Νοεμβρίου 2005, ανανέωσε το συμβόλαιο του με την Ελλάδα για ακόμα δύο χρόνια, μέχρι το Δεκέμβριο του 2007 με την προοπτική να μπορεί να ανανεωθεί μέχρι τον Ιούνιο του 2008 σε περίπτωση πρόκρισης της ομάδας στο Euro 2008 που διοργανώθηκε στην Αυστρία και την Ελβετία. Με την καθοδήγηση του, η Εθνική Ελλάδας προκρίθηκε άνετα στα τελικά του 2008, με σύνολο 8 νικών, 1 ισοπαλίας και 1 ήττας σε 10 αγώνες μέχρι την 17η Οκτωβρίου 2007. Για την επιτυχία αυτή, τον Δεκέμβριο του 2007 ψηφίστηκε από τους αθλητικούς συντάκτες του Π.Σ.Α.Τ. ως κορυφαίος του ελληνικού αθλητισμού.


Εκεί τοποθετήθηκε στον 4ο  όμιλο μαζί με τις ομάδες της Ισπανίας, της Ρωσίας και της Σουηδίας. Η πορεία της στη διοργάνωση κρίνεται ως αποτυχημένη, καθώς γνωρίζοντας 3 ήττες σε ισάριθμους αγώνες, τερμάτισε στην τελευταία θέση του ομίλου και αποκλείστηκε από τη συνέχεια. Η αμυντική τακτική του Ρεχάγκελ στην τελική φάση εκείνου του Euro, γνώρισε έντονη και αρνητική κριτική, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα. Πριν τα τελικά του Euro 2008, στις 30 Μαρτίου έπειτα από συνάντηση με τον Πρόεδρο της Ε.Π.Ο., Βασίλη Γκαγκάτση, συμφώνησε να παραμείνει προπονητής της εθνικής ανδρών ως το 2010. Η Ελλάδα συμμετείχε στον 2ο  όμιλο των προκριματικών αγώνων για το Παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου της Νοτίου Αφρικής του 2010. Τερμάτισε στη 2η θέση, ένα βαθμό πίσω από την Ελβετία και προκρίθηκε στον δεύτερο γύρο των προκριματικών, αντιμετωπίζοντας σε διπλούς αγώνες την Ουκρανία. Κατάφερε να πάρει, για δεύτερη φορά στην ιστορία της, την πρόκριση σε Παγκόσμιο Κύπελλο, χάρις σε τέρμα που σημείωσε ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης στον δεύτερο αγώνα στην Ουκρανία, όπου νίκησε με 1-0, τον Νοέμβριο του 2009 (το συνολικό σκορ των 2 αγώνων ήταν 1-0 υπέρ της Ελλάδας) και σταθεροποιώντας τη θέση του Ότο Ρεχάγκελ, ως ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού.


 Στο Μουντιάλ της Ν. Αφρικής, συμμετείχε στον 2ο  όμιλο, με αντιπάλους την Αργεντινή, τη Νότια Κορέα και τη Νιγηρία. Στην ηλικία των 71 ετών, έγινε επίσης ο γηραιότερος εθνικός προπονητής που καθοδήγησε ομάδα σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, ξεπερνώντας το ρεκόρ του Τσέζαρε Μαλντίνι (Cesare Maldini) από το 2002.  Αν και ξεκίνησε με ήττα, ενάντια στη Ν. Κορέα, κατάφερε να πάρει την πρώτη της νίκη (και τους πρώτους της βαθμούς) στη διοργάνωση κόντρα στη Νιγηρία με σκορ 2-1, με τον Δημήτρη Σαλπιγγίδη να σκοράρει το πρώτο ελληνικό γκολ ποτέ σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Στον τελευταίο αγώνα της κόντρα στην Αργεντινή, στις 23 Ιουνίου του 2010, έχασε με 2-0 και τερματίζοντας στην 3η θέση, αποκλείστηκε από τη συνέχεια της διοργάνωσης. Στην τελική κατάταξη η ομάδα τερμάτισε στην 25η θέση. Αυτός ήταν και ο τελευταίος αγώνας του Ότο Ρεχάγκελ στον πάγκο της ομάδας, μετά από τον οποίο αποχώρησε οριστικά από αυτήν. Αντικαταστάτης του υπήρξε ο Πορτογάλος Φερνάντο Σάντος (Fernando Manuel Fernandes da Costa Santos).


Στις 18 Φεβρουαρίου του 2012, δύο χρόνια μετά την αποχώρησή του από την Ελλάδα, η Χέρτα Βερολίνου, η ομάδα με την οποία ο ίδιος αγωνίστηκε για πρώτη φορά ως ποδοσφαιριστής στην Μπουντεσλίγκα, ανακοίνωσε τον διορισμό του ως προπονητή, στη θέση του Μίχαελ Σκίμπε (Michael Skibbe). Κατά την παρουσίασή του δήλωσε πως ήταν «...μία συναρπαστική πρόκληση...» για αυτόν η πρόσληψή του στην ομάδα, πως ήταν έτοιμος να παλέψει για την σωτηρία της ομάδας από τον υποβιβασμό και πως πιστεύει πως μπορούσε να τα καταφέρει στους 12 αγώνες που παρέμεναν για την ολοκλήρωση του πρωταθλήματος. Η προσπάθειά του να σώσει την Χέρτα από τον υποβιβασμό, ωστόσο κατέληξε σε αποτυχία, αφού οι Βερολινέζοι νικήθηκαν από την Β’ Κατηγορίας Φορτούνα Ντίσελντορφ και στους 2 αγώνες πλέι-οφ. Τελείωσε στις 30 Ιουνίου του 2012, με ρεκόρ 3 νίκες, 3 ισοπαλίες και 8 ήττες.


Ο Ότο Ρεχάγκελ, ως προπονητής, προτιμούσε το χαμηλό παιχνίδι, δίνοντας πάντα σημασία στο να έχει τουλάχιστον δύο -συχνά και τρεις- υψηλόσωμους, δυνατούς κεφαλοσφαιριστές στο κέντρο της άμυνας. Στα αμυντικά συστήματα του, χρησιμοποιούσε συχνά έναν παίκτη κυρίαρχο λίμπερο, όπως ο Ρούνε Μπράτσεθ, ο Μίροσλαβ Κάντλετς (Miroslav Kadlec) ή ο Τραϊανός Δέλλας. Στην άμυνα, συνήθως έδινε σημασία στην ευρωστία και το ύψος, παρά στις ποδοσφαιρικές ικανότητες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Ούλριχ Μπορόβκα (Ulrich Borowka). Πολλοί επέκριναν αυτές τις αντιλήψεις και πρακτικές ως τελειωμένες και αναχρονιστικές, αλλά λάτρευε να απαντά ότι οι επιτυχίες του έδειχναν ότι το έκανε σωστά. Οι ομάδες του Ρεχάγκελ επίσης, ανέπτυσσαν τακτικά μεγάλη πίεση στις πτέρυγες, π.χ. Μάριο Μπάσλερ / Μάρκο Μπόντε (Marco Bode) στη Βέρντερ ή ο Αντρέας Μπουκ (Andreas Buck) / Μάρκο Ράιχ (Marco Reich) στη Καϊζερσλάουτερν, οι οποίοι ήταν κυρίαρχα εξτρέμ όταν ο Ρεχάγκελ ήταν προπονητή τους. Στις ομάδες του επίσης χρησιμοποιούσε τακτικά τουλάχιστον έναν δυνατό κεφαλοσφαιριστή ως ο κεντρικό επιθετικό, όπως ο Ρούντι Φέλερ, ο Καρλ-Χάιτζ Ρίντλε, ο Φρανκ Νόιμπαρθ (Frank Neubarth), ο Όλαφ Μάρσαλ (Olaf Marschall) και ο Άγγελος Χαριστέας. Στο παιχνίδι, οι πτέρυγες και ο κεφαλοσφαιριστής-δυνατός επιθετικός προφανώς αλληλοσυμπληρώνονταν.


Η ραχοκοκαλιά των ομάδων του, ήταν συνήθως οι μεγαλύτεροι ηλικιακά, πιο έμπειροι παίκτες, ενώ στα ταλέντα σπάνια παραχωρούσε της ανάληψη της ευθύνης. Κάτω από τις οδηγίες του, ακόμη και ο νεαρός Μίκαελ Μπάλακ (Michael Ballack) συχνά κάθισε στον πάγκο ως αλλαγή. Ωστόσο, ήταν επίσης γνωστός σαν ένας εξαιρετικός κυνηγός ταλέντων, αφού είναι αυτός που ανακάλυψε ή επέβαλε χρησιμοποιώντας τους συνεχώς, τους Φέλερ, Ρίντλε, Μάρκο Μπόντε, Ντίτερ Άιλτς, Μάρκο Ράιχ, Μίροσλαβ Κλόζε, τον Άγγελο Χαριστέα, τον Σωτήρη Κυργιάκο, τον Φάνη Γκέκα και πολλούς άλλους. Ήταν επίσης γνωστός για το ότι πάντα έδινε καλό κίνητρο. Οι ομάδες του διακρίνονταν για το πολύ ομαδικό πνεύμα, με πιο διάσημη την ελληνική εθνική ομάδα, που μετέτρεψε από ένα ανούσιο σύνολο που κανείς δεν ήθελε να αγωνιστεί για αυτήν, σε ένα Πρέπει-Να-Είμαι-Εκεί-Με-Οποιοδήποτε-Κόστος σύνολο. Ήταν επίσης γνωστός για την αναζωπύρωση της καριέρας ορισμένων ηλικιωμένων, φαινομενικά με αδιέξοδη και φαινομενικά τελειωμένη καριέρα παικτών, όπως ο Μάνφρεντ Μπουργκσμίλερ (Manfred Burgsmüller), ο Μίρκο Βόταβα (Mirko Votava), ο Όλαφ Μάρσαλ ή ο Θοδωρής Ζαγοράκης.


Υπήρξε επίσης ένας επιτήδειος και αδίστακτος εφαρμοστής της πολιτικής του στους συλλόγους. Ήταν διαβόητος για την αναδιάρθρωση των συλλόγων, ώστε να ασκεί απόλυτη εξουσία, προτιμώντας ένα σύστημα καλοήθους δικτατορίας. Ο τρόπος του να ελέγχει τους συλλόγους που εργάστηκε -σε ένα ικανό και καινοτόμο, αλλά ταυτόχρονα έντονα καθοδηγούμενο και με πολύ συγκαταβατικό τρόπο οργανισμό- έχει αποθανατιστεί σαν «Ottocracy», ένα λογοπαίγνιο με το όνομά του, αναφερόμενος στο στυλ της  «Autocracy» (απολυταρχίας). Τέλος, ο Ότο Ρεχάγκελ θεωρείται κάπως σαν ένας αποστάτης στη Γερμανία. Σε συνεντεύξεις του επί δεκαετίες, έχει καθιερώσει μια φήμη για εκκεντρικός, αλαζονικός και απρόθυμος να παραδεχτεί τα λάθη, παρόμοια τακτική με π.χ. του Ζοζέ Μουρίνιο (José Mourinho) και του Μπράιαν Κλαφ (Brian Clough). Ωστόσο, βλέποντας τα εντυπωσιακά ρεκόρ του, αλλά και τις επιτυχίες του, είναι προφανώς σε θέση να υποστηρίξει τα λόγια του.


Διάσημοι παίκτες που αγωνίστηκαν υπό τις οδηγίες του, υπήρξαν ο Κλάους Άλοφς (Klaus Allofs), ο Μάριο Μπάσλερ, ο Μάρκο Μπόντε, ο Ρούνε Μπράτσεθ, ο Μάνφρεντ Μπουργκμίλερ, ο Θεοφάνης Γκέκας, ο Άγγελος Χαριστέας, ο Τραϊανός Δέλλας, ο Ντίτερ Άιλτς, ο Αντρέας Χέρτζογκ, ο Μάριαν Χριστόφ (Marian Hristov), ο Μίροσλαβ Κλόζε, ο Όλαφ Μάρσαλ, ο Χάνι Ραμζί (Hany Ramzy), ο Καρλ-Χάιτς Ρίντλε, ο Γουίντον Ρούφερ (Wynton Rufer), ο Τόμας Σάαφ (Thomas Schaaf), ο Τσιριάκο Σφόρτσα (Ciriaco Sforza), ο Ρούντι Φέλερ, ο Θοδωρής Ζαγοράκης, ο Αντρέας Μπρέμε (Andreas Brehme) και ο Μίκαελ Μπάλακ.


Είναι παντρεμένος με την Μπεάτε Ρεχάγκελ, η οποία έχει επίσης μια αξιοσημείωτη δική της λάμψη, γιατί δραστηριοποιούνταν ως ένα είδος κατασκόπου παικτών για τον σύζυγό της. Έχουν έναν γιο, τον Γενς Ρεχάγκελ, ο οποίος έχει παίξει ποδόσφαιρο σε ημιεπαγγελματικό επίπεδο. Στον Χερ Όττο αρέσει να αποκαλεί τον εαυτό του «Kind der Bundesliga» (Παιδί της Μπουντεσλίγκα), έχοντας παίξει στο πρώτο παιχνίδι της Κορυφαίας γερμανικής κατηγορίας, και πέρασε τη συλλογική του καριέρα εκεί, παίζοντας ή προπονώντας εννέα ομάδες. Στην Ελλάδα, συνηθίζεται να αποκαλείται «Βασιλιάς  Όθων» συσχετιζόμενος με τον Βασιλέα Όθωνα, πρώτου βασιλέα της Ελλάδος, παρ' όλο που ήδη είχε αυτό το παρατσούκλι ήδη από την προπονητική του καριέρα στη Γερμανία. Ως λογοπαίγνιο, που αναφέρεται στον Ηρακλή, γιο του Δία, ονομάστηκε επίσης «Ρεχακλής».


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • ·         1948–1957: Turn- und Sportverein Helene Essen-Altenessen

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1957–1960: Turn- und    Sportverein Helene Essen-Altenessen    
  • ·         1960–1963: Rot-Weiss Essen, 90 (3)
  • ·         1963–1965: Hertha Berliner Sport-Club von 1892, 53 (6)
  • ·         1965–1972: 1. Fußball-Club Kaiserslautern, 148 (17)

Προπονητική καριέρα

  • ·         1972: FV Rockenhausen
  • ·         1972/73: 1.Fußball-Club Saarbrücken
  • ·         1973/74: Offenbacher Fußball-Club Kickers 1901 (Assistant coach)
  • ·         1974/75: Offenbacher Fußball-Club Kickers 1901
  • ·         1976: Sportverein Werder Bremen von 1899
  • ·         1976–1978: Ballspielverein Borussia 09 Dortmund
  • ·         1978/79: Deutscher Sport-Club Arminia Bielefeld
  • ·         1979/80: Düsseldorfer Turn- und Sportverein Fortuna 1895
  • ·         1981–1995: Sportverein Werder Bremen von 1899
  • ·         1995/96: Fußball-Club Bayern München
  • ·         1996–2000: 1. Fußball-Club Kaiserslautern
  • ·         2001–2010: Ελλάδα
  • ·         2012: Hertha Berliner Sport-Club von 1892

 

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με τη Fortuna Düsseldorf
  • ·         Κύπελλο Γερμανίας: 1979/80

Με τη Werder Bremen
  • ·         Πρωτάθλημα Γερμανίας: 2 (1987/88, 1992/93)
  • ·         Κύπελλο Γερμανίας: 2 (1990/91, 1993/94)
  • ·         Σούπερ Καπ Γερμανίας: 3 (1988, 1993, 1994)
  • ·         Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: 1991/92

Με την 1. FC Kaiserslautern
  • ·         Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Γερμανίας: 1996/97
  • ·         Πρωτάθλημα Γερμανίας: 1997/98

Διεθνείς

Με την Ελλάδα
  • ·         Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 2004

Προσωπικές Διακρίσεις

  • ·         Μέλος του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας: 2005
  • ·         "Έλληνας της Χρονιάς": 2004, (ο πρώτος ξένος που τιμήθηκε με αυτό το βραβείο)



Η παραπομπή του κειμένου στο sport24.gr