Ο Ιταλός μεσοεπιθετικός Τζιάνι Ριβέρα (Giovanni
"Gianni" Rivera), γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου του 1943, στην
Αλεσάντρια, μια πόλη στο Πιεμόντε, περίπου 90 χλμ. νοτιοανατολικά του Τορίνο. Ονομασμένος
σαν το «Χρυσό Παιδί» της Ιταλίας από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, έπαιξε το
σύνολο σχεδόν της συλλογικής του καριέρας με την Μίλαν, μετά από το ξεκίνημα
του με τον σύλλογο της γενέτειράς του, την Αλεσάντρια το 1959. Μετά την ένταξή
του στη Μίλαν το 1960, απόλαυσε μια άκρως επιτυχημένη καριέρα σε εθνικό και ευρωπαϊκό
επίπεδο, κατακτώντας 3 τίτλους της ιταλικής Serie A και 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών,
μεταξύ πολλών άλλων τροπαίων, υπηρετώντας επίσης ως αρχηγός της ομάδας για 12 χρόνια.
Σε διεθνές επίπεδο, εκπροσώπησε την Ιταλία 60 φορές μεταξύ 1962 και 1974,
σκοράροντας 14 γκολ, και πήρε μέρος σε 4 Παγκόσμια Κύπελλα (1962, 1966, 1970
και 1974). Είναι ευρέως γνωστός ως ο σκόρερ του καθοριστικού 4ου τέρματος,
στη νίκη της Ιταλίας με 4-3 στην παράταση επί της Δυτικής Γερμανίας στον
ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970, οδηγώντας την ομάδα στον τελικό, στον
οποίο ηττήθηκε με 1-4 από την Βραζιλία. Ήταν επίσης μέλος της ιταλικής εθνικής
ομάδας που κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1968, στα γήπεδα της πατρίδας
του και εκπροσώπησε την Ιταλία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960 στη Ρώμη,
βοηθώντας την ομάδα σε μια 4η θέση.
Ο Τζιάνι Ριβέρα υπήρξε ένας κομψός, αποτελεσματικός και
δημιουργικός επιθετικός πλέι μέικερ, με μια μοναδική αντίληψη του παιχνιδιού, εξαιρετική
αίσθηση του γκολ, άριστη τεχνική κατάρτιση, τρομερή άνεση, όμορφο στυλ,
τεράστια ακτινοβολία, ενώ η μπάλα έφευγε από τα πόδια του με ακρίβεια
ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο οποίος χαίρει μεγάλης εκτίμησης για την ποδοσφαιρική
του ευφυΐα, την ηγεσία, την σωστή συμπεριφορά και την τάξη. Θεωρείται ευρέως
σαν ένας από τους πιο ταλαντούχους επιθετικούς πλέι μέικερς Όλων των Εποχών,
λόγω της ακρίβειας του σουτ και την ειδικότητα του στην παροχή ασίστ. Θεωρείται
ως ένας από τους Καλύτερους Παίκτες της γενιάς του, ένας από τους Μεγαλύτερους Ιταλούς
Ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών και από ορισμένους ως ο Καλύτερος Ιταλός Παίκτης
ποτέ. Τιμήθηκε με το βραβείο της Χρυσής
Μπάλας το 1969 και τοποθετήθηκε 19ος στη ψηφοφορία της Διεθνούς
Ομοσπονδίας Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS) για τον Παγκόσμιο
Παίκτη του 20ου Αιώνα. Το 2015, έγινε ο Πρώτος Ιταλός Ποδοσφαιριστής
από 100 αθλητές που εγκαταστάθηκε στην ιταλική Λεωφόρο της Δόξας. Το 2004, ο
Πελέ (Edson Arantes do Nascimento ‘’Pelé’’) τον επέλεξε στον κατάλογο «FIFA 100»
των 125 Μεγαλύτερων Εν Ζωή Ποδοσφαιριστών του Κόσμου, στο πλαίσιο του εορτασμού
της εκατονταετηρίδας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας και ήταν 35ος στην ψηφοφορία για
το Χρυσό Ιωβηλαίο (πεντηκονταετηρίδα) της UEFA. Μετά την απόσυρσή του από την ενεργό
δράση το 1979, έγινε αντιπρόεδρος της Μίλαν, ενώ από το 1986 ενεπλάκη και με την
πολιτική, όντας σήμερα βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το 2013, διορίστηκε
Πρόεδρος των Ακαδημιών της Ιταλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας.
Γόνος οικογένειας σιδηροδρομικών, έμαθε τα μυστικά της
μπάλας στα τμήματα υποδομής της τοπικής ομάδας, με τα χρώματα της οποίας
ντεμπουτάρισε στη Serie A στις 2 Ιουνίου του 1959, σε ηλικία 15 χρόνων, 9 μηνών
και 15 ημερών, εναντίον της Ίντερ. Το βάρος του καλά-καλά δεν ξεπερνούσε τα 50
κιλά, ωστόσο οι εμφανίσεις του ήταν πολύ καλές, με αποτέλεσμα ο Εντμόντο Φάμπρι
(Edmondo Fabbri) να τον καλέσει στην ομάδα που θα εκπροςσωπούσε την Ιταλία στους
Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960, στη Ρώμη. Λίγες ημέρες νωρίτερα, μετά από 26 ματς
της Αλεσάντρια, στα οποία πέτυχε 6 τέρματα, η Μίλαν ξόδεψε το αστρονομικό για
την εποχή ποσό των 200 χιλιάδων δολαρίων για να τον εντάξει στη δύναμή της!
Στο πρόσωπό του οι «ροσονέρι» βρήκαν τον μαέστρο που
αναζητούσαν για να παραλάβει τη μπαγκέτα από τον μεγάλο Ουρουγουανό Χουάν
Αλμπέρτο Σκιαφίνο (Juan Alberto Schiaffino Villano) και επί των ημερών του
κατέκτησαν 3 πρωταθλήματα (1962, 1968, 1979) και 4 Κύπελλα Ιταλίας (1967, 1972,
1973, 1977), 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών (1963, 1969) και 2 Κύπελλα Κυπελλούχων
Ευρώπης (1968, 1973), καθώς επίσης και το Διηπειρωτικό Κύπελλο του 1969! Κρέμασε
τα παπούτσια του το 1979, έχοντας σκοράρει 128 γκολ συνολικά στη Serie A, σε ένα
σύνολο 527 αγώνων και 173 τέρματα σε
όλες τις διοργανώσεις,. Στα 19 χρόνια που είχε αγωνιστεί για την Μίλαν, είχε
παίξει σε 658 επίσημους αγώνες και είχε επιτύχει 164 γκολ, εκ των οποίων τα 122
σε 501 αναμετρήσεις της Serie A, τα 28 σε 74 παιχνίδια για το Κύπελλο Ιταλίας, τα 13 σε 74 αγώνες των
ευρωπαϊκών διασυλλογικών διοργανώσεων και 1 τέρμα σε 9 άλλες αναμετρήσεις. Το
1969 ανακηρύχθηκε Καλύτερος Ποδοσφαιριστής της Ευρώπης, κατακτώντας τη «Χρυσή
Μπάλα», όντας ο πρώτος Ιταλός, με την εξαίρεση των Ιταλο-Αργεντίνο Ομάρ Σίβορι (Omar Sívori), που κέρδισε τον συγκεκριμένο τίτλο.
Το 1973 ήταν ο πρώτος σκόρερ της Serie A με 17 γκολ, ενώ είναι ο 11ος
ρέκορντμαν συμμετοχών στην ιστορία της!
Πραγματοποίησε την πρώτη του διεθνή εμφάνιση, στις 13
Μαΐου του 1962, στη νίκη με 3-1 επί του Βελγίου, στις Βρυξέλλες. Για 12 χρόνια,
υπήρξε βασικό στέλεχος της «σκουάντρα ατζούρα», συμμετέχοντας σε 63 αγώνες της,
σημειώνοντας παράλληλα 15 τέρματα. Πήρε μέρος μαζί της στους Ολυμπιακούς Αγώνες
του 1960, σε 4 Παγκόσμια Κύπελλα, αυτά του 1962, του 1966, του 1970, στο οποίο
ήταν φιναλίστ και σ’ αυτό του 1974 και τη βοήθησε να στεφθεί Πρωταθλήτρια
Ευρώπης, για πρώτη φορά στην ιστορία της, το 1968. Πέρα όμως από τη στατιστική, ήταν ο παίκτης
που συγκέντρωνε όλα τα βλέμματα των φιλάθλων, σε μια εποχή μάλιστα που τη
φανέλα με το № 10 τη φορούσαν αποκλειστικά οι «fuoriclasse» (καλύτεροι
παίκτες). Οι ποδοσφαιρικές του ημέρες, παραμένουν μνημειώδεις και για τη μεγάλη
κόντρα του με τον άλλο σπουδαίο Ιταλό επιθετικό Σάντρο Ματσόλα (Sandro Mazzola)
της Ίντερ, με τα πράγματα να κλιμακώνονται, στη κοινή τους καριέρα στην εθνική
Ιταλίας, με αποκορύφωμα το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 στο Μέξικο! Σημειωτέον ότι
οι δυο τους, εκτός γηπέδων, υπήρξαν εξαιρετικοί φίλοι, με οικογενειακές παρέες,
κοινές αποδράσεις και διακοπές, ειδικά στη λίμνη Κόμο όπου είχαν διπλανά
σπίτια, σχέση που διατηρούν μέχρι σήμερα!
Τον τόνο για την πορεία του, στη διεθνή σκηνή, τον έδωσε
ο σκληροπυρηνικός ομοσπονδιακός προπονητής, από το 1967 έως το 1974, Φερούτσιο Βαλκαρέτζι
(Ferruccio Valcareggi), ο οποίος αποφάσισε ότι ο Τζιάνι Ριβέρα και ο Σάντρο
Ματσόλα δεν χωρούσαν στην ίδια ενδεκάδα! Ως αποτέλεσμα, η συνήθης ενδεκάδα της
«σκουάντρα ατζούρα» είχε πάντα ...12 παίκτες: ο Ματσόλα ξεκινούσε το ματς και
στο ημίχρονο τον άλλαζε ο Ριβέρα! Βέβαια, είναι αρκετά σπάνιο για ένα έθνος, να
καμαρώνει δύο άντρες με τόνους ποδοσφαιρικού ταλέντου, στην ίδια ακριβώς θέση,
την ίδια ακριβώς εποχή! Παρά το γεγονός ότι η διχαστική πολιτική του κόουτς,
στέρησε από τον Ριβέρα πολλά πολύτιμα λεπτά συμμετοχής, το σύστημα φαινόταν να
αποδίδει αρκετά καλά, τουλάχιστον όσον αφορά το Παγκόσμιο του 1970. Στον
προημιτελικό με τη διοργανώτρια χώρα, το Μέξικο, ο Ριβέρα έκανε και πάλι τα
δικά του, σκοράροντας το γκολ που έδωσε τη πρόκριση! Στα ημιτελικά με τη Δυτική
Γερμανία, στο «Ματς του Αιώνα», ο Ριβέρα θα μπει στο Β’ ημίχρονο για να πετύχει
το τελευταίο και νικητήριο γκολ για την Ιταλία (4-3), στέλνοντας τη «σκουάντρα
ατζούρα» στον τελικό!
Τέσσερις μέρες αργότερα, οι Ατζούρι αντιμετώπισαν τη Σελεσάο
και οι δύο ομάδες πήγαν στα αποδυτήρια του Α’ ημιχρόνου με σκορ 1-1. Την ώρα
λοιπόν που όλοι περίμεναν ότι ο Ριβέρα θα έκανε την εμφάνισή του στο Β’
ημίχρονο, κατά τη συνήθη τακτική του Βαλκαρέτζι, τα μάτια άνοιξαν διάπλατα όταν
ο Ματσόλα βγήκε από τη φυσούνα! Το αστέρι της Μίλαν έπρεπε να περιμένει το 84ο
λεπτό του τελικού για να πατήσει χορτάρι, με τη Βραζιλία να είναι πια μπροστά
με 4-1. Θα μετρήσει τις τελευταίες του συμμετοχές με το εθνόσημο στο στήθος και
το περιβραχιόνιο του αρχηγού πια στο μπράτσο, στο Μουντιάλ του 1974, αν και δεν
έπαιξε στο ματς που σήμανε το τέλος των ιταλικών διεθνών υποχρεώσεων, όταν οι Ατζούρι ηττήθηκαν από τους Πολωνούς με 1-2,
στον τελευταίο αγώνα τους στους ομίλους εκείνης της διοργάνωσης! Υποκλίθηκε για
τελευταία φορά με τη μπλε φανέλα, στον δεύτερο αγώνα της Ιταλίας στους ομίλους,
τον Ιούνιο του 1974, στο 1-1 με την Αργεντινή!
Ο Τζιάνι Ριβέρα υπήρξε ένας κομψότατος, δημιουργικός,
τεχνικά προικισμένος και αποτελεσματικός επιθετικός πλέι μέικερ, ο οποίος
χαίρει μεγάλης εκτίμησης για την ποδοσφαιρική του ευφυΐα και την τάξη. Ήταν σε
θέση να παίζει οπουδήποτε στην μεσαία γραμμή ή και κατά μήκος της γραμμής κρούσης,
αλλά συνήθως χρησιμοποιήθηκε σε ένα πιο ελεύθερο ρόλο, είτε ως δημιουργικός
κεντρικός πλέι μέικερ παράλληλα με οργανωτικό ρόλο, ή πιο συχνά ως κλασικό 10άρι
κινούμενος πίσω από τους επιθετικούς. Είχε επίσης αναπτυχθεί ως δεύτερος ή κρυφός
επιθετικός σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ στην αρχή της καριέρας του, είχε έστω
και περιστασιακά χρησιμοποιηθεί σε ρόλο κεντρικού επιθετικού (στην Αλεσάντρια),
αλλά και ως εξτρέμ και στις δύο πτέρυγες (με η ιταλική Ολυμπιακή ομάδα). Αν και
δεν ήταν γνωστός για τις αμυντικές ικανότητές του και δεν είχε τόσο
αξιοσημείωτη αντοχή και ταχύτητα, καθώς και σημαντικές φυσικές και αθλητικές
ιδιότητες λόγω του σχετικά κοντού αναστήματος του και της λεπτής σωματοκατασκευής
του, ήταν ένας εξαιρετικά ταλαντούχος δεξιοπόδαρος παίκτης, ο οποίος ήταν
γνωστός για την μοναδική αντίληψη του παιχνιδιού και το ταλέντο του, αλλά και
το αποτελεσματικό στυλ του, παρά τον κακό ρυθμό της αμυντικής λειτουργίας του.
Διακρίθηκε ιδιαίτερα για τον εξαιρετικό έλεγχο της μπάλας,
τις δεξιότητες στη ντρίμπλα και την άριστη τεχνική, καθώς και την ταχύτητα και
την επιτάχυνση σε μικρές αποστάσεις, την ευκινησία και την ισορροπία με την
μπάλα, κάτι που του επέτρεψε να αλλάζει γρήγορα κατευθύνσεις, ντριμπλάροντας
τους αμυντικούς με ευκολία. Παρά την αξιοσημείωτη δεξιοτεχνία του, την τεχνική
ικανότητα και την κομψότητα με την μπάλα, απέφευγε συχνά να κάνει ατομικές προσπάθειες
με ντρίμπλες ή προκαλώντας τους αμυντικούς αδικαιολόγητα σε ένας-με-έναν καταστάσεις,
ιδίως στη μεταγενέστερη σταδιοδρομία του, εκτός αν κρινόταν αναγκαίο. Προτιμούσε
να δημιουργεί χώρους και ευκαιρίες για την ομάδα του μέσα από παιχνίδι μεταβιβάσεων
και την επιθετική κίνηση. Πράγματι, πάνω απ' όλα, ο Τζιάνι Ριβέρα ήταν γνωστός για την διορατικότητά
του, την ικανότητα να διαβάζει το παιχνίδι και τις πανέμορφες μεταβιβάσεις του,
προσόντα που του επέτρεπαν να ελέγχει το παιχνίδι της ομάδας του στη μεσαία
γραμμή με σύντομες εναλλαγές, περνώντας μακριές πάσες την κατάλληλη στιγμή κατά
μήκος του γηπέδου, με στόχο να βοηθήσει τους επιθετικούς, από οποιαδήποτε θέση
στο γήπεδο και με τα δύο πόδια. Το 2011, ο πρώην πλέι μέικερ και πρόεδρος της UEFA,
ο Μισέλ Πλατινί (Michel Platini), τον περιέγραψε ως έναν από τους Μεγαλύτερους Πασαδόρους
στην ιστορία του αθλήματος.
Παρά το γεγονός ότι κατά κύριο λόγο ήταν ένας δημιουργικός
μέσος, υπήρξε ένας ομαδικός παίκτης, ο οποίος προτιμούσε να βοηθά τους
συμπαίκτες του επιθετικούς να σκοράρουν παρά ο ίδιος, παρά το γεγονός ότι ήταν
επίσης γνωστός για την ικανότητά του να δημιουργεί επιθέσεις εν κινήσει και για
την ικανότητά του μπροστά στο τέρμα. Ιδιαίτερα αποτελεσματικός, τόσο εντός όσο
και εκτός της περιοχής, είναι ο μέσος με τον Υψηλότερο αριθμό γκολ στην ιστορία
της ιταλικής Serie A και ο 3ος μέσος-Υψηλότερος Σκόρερ στην ιστορία
της ιταλικής εθνικής ομάδας. Ήταν επίσης ένας ακριβής εκτελεστής στημένων
φάσεων και σπεσιαλίστας στα πέναλτι. Θεωρείται ευρέως ως ένας από τους
Μεγαλύτερους Ιταλούς Ποδοσφαιριστές και ένας από τους πιο ταλαντούχους
επιθετικούς πλέι μέικερ Όλων των Εποχών, καθώς και ένας από τους Καλύτερους
Παίκτες της γενιάς του. Εκτός από την ποδοσφαιρική του ικανότητα, έχαιρε επίσης
μεγάλης εκτίμησης σε ολόκληρη την καριέρα του για την ψυχραιμία του υπό πίεση, τη
σωστή συμπεριφορά του μέσα στον αγωνιστικό χώρο, την μακροζωία και την φωνητική
ηγεσία του, αν και η ειλικρινής προσωπικότητά του, τον οδήγησε σε διάφορες
αμφιλεγόμενες συγκρούσεις με τους προπονητές, τους διοικούντες και τα μέσα
ενημέρωσης.
Το 1999, τοποθετήθηκε 19ος στη ψηφοφορία της
Διεθνούς Ομοσπονδίας Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS) για τον
Παγκόσμιο Παίκτη του 20ου Αιώνα και είχε επίσης επιλεγεί ως ο Καλύτερος Παίκτης
της Μίλαν του 20ου Αιώνα σε μια ψηφοφορία που διοργανώθηκε από την
“La Gazzetta dello Sport”. Το 2004, ο Πελέ τον επέλεξε στον κατάλογο «FIFA 100»
των 125 Μεγαλύτερων Εν Ζωή Ποδοσφαιριστών του Κόσμου, στο πλαίσιο του εορτασμού
της εκατονταετηρίδας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας και ήταν 35ος στην
ψηφοφορία για το Χρυσό Ιωβηλαίο (πεντηκονταετηρίδα) της UEFA. Το 2011, ήταν ο
αποδέκτης του Προεδρικού Βραβείου της UEFA, το οποίο αναγνωρίζει τα εξαιρετικά
επιτεύγματα ως ποδοσφαιριστής, την επαγγελματική αριστεία και τις
υποδειγματικές προσωπικές ιδιότητες. Το 2013, εγκαταστάθηκε στο ιταλικό
ποδοσφαιρικό Hall of Fame και το 2014, ονομάστηκε ως ο 80ος
Μεγαλύτερος Παίκτης στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου από την εφημερίδα ”The
Guardian” πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο
του 2014 στη Βραζιλία. Το 2015, έγινε ο Πρώτος Ιταλός Ποδοσφαιριστής από 100
αθλητικές προσωπικότητες που εγκαταστάθηκε στην ιταλική «Λεωφόρο της Δόξας».
Ήταν μεγαλομέτοχος και σε κορυφαίες θέσεις στο διοικητικό
συμβούλιο της Μίλαν, από το 1979 έως το 1986, όταν και παραχώρησε τις μετοχές
του στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi). Μάλιστα, από το 1976, ήταν ο
ιδιοκτήτης της σε ρόλο παίκτη-προέδρου! Από τότε, ασχολείται ενεργά με την
πολιτική, έχοντας εκλεγεί βουλευτής το 1987 με τους Χριστιανοδημοκράτες, ενώ από
το 1996 έως το 2001 ήταν υφυπουργός Άμυνας στις κυκυβερνήσειςου Ρομάνο Πρόντι
και του Μάσιμο Ντ’ Αλέμα. Στις 25 Μαΐου του 2005, αντικατέστησε την Mercedes Bresso στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου
παρέμεινε μέχρι τις 13 Ιουλίου του 2009. Σήμερα, είναι ο πρόεδρος της περίφημης
προπονητικής σχολής του Κοβερτσιάνο, από την οποία έχουν αποφοιτήσει σχεδόν
όλοι οι κορυφαίοι του ιταλικού ποδοσφαίρου και από το 2013, είναι πρόεδρος των
ακαδημιών της Ιταλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας!
Είναι παντρεμένος με την Laura Marconi και μαζί έχουν δύο
παιδιά: τη Chantal (γεν. το 1994) και τον Gianni (γεν. το 1996). Έχει μια άλλη κόρη, τη
Nicole (γεν. το 1977), με την Ιταλίδα πρώην ηθοποιό και τηλεοπτική
προσωπικότητα Elisabetta Viviani, με την οποία διατηρούσε σχέση εκείνη την
εποχή.
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Επαγγελματική καριέρα
- · 1959/60: Unione Sportiva Alessandria Calcio 1912, 26 (6)
- · 1960–1979: Associazione Calcio Milan, 501 (122)
Σύνολο καριέρας: 527 (128)
Διεθνής
- · 1962–1975: Ιταλία, 63 (15)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με τη Milan
- · Πρωτάθλημα Ιταλίας: 3 (1961/62, 1967/68, 1978/79)
- · Κύπελλο Ιταλίας: 4 (1966/67, 1971/72, 1972/73, 1976/77)
- · Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: 2 (1967/68, 1972/73)
- · Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης: 2 (1962/63, 1968/69)
- · Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1969
Διεθνείς
Με την Ιταλία
- · Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 1968
- · Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ το 1970
Προσωπικές Διακρίσεις
- · Χρυσή Μπάλα: 1969, επιλαχών το 1963
- · Μέλος Επιλέκτων FIFA: 1967
- · Πρώτος Σκόρερ στη ιταλική Serie A: 1972/73 [μαζί με τον Τζιουζέπε Σαβόλντι (Giuseppe Savoldi) και τον Παολίνο Πούλιτσι (Paolino Pulici)]
- · Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου, που συνέταξε το 2004 ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA 100
- · Στη θέση #35 στο πλαίσιο των εορτασμών του Ιωβιλαίου (50ετηρίδα) της UEFA: 2003
- · Μέλος του Hall of Fame της A.C. Milan
- · Μέλος του Hall of Fame του Ιταλικού Ποδοσφαίρου: 2013
- · Χρυσό Παπούτσι ως Ένας "Θρύλος του Ποδοσφαίρου": 2003