Ο Δανός δεξιός ακραίος επιθετικός Άλαν Σίμονσεν (Allan Rodenkam Simonsen), γεννήθηκε
στις 15 Δεκεμβρίου του 1952, στο Βέιλε της κεντρικής Δανίας. Έγινε γνωστός και
έχει περίοπτη θέση στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, παίζοντας στην γερμανική Bundesliga
με τα χρώματα της Μπορούσια του Μενχενγκλάντμπαχ, κατακτώντας το Κύπελλο UEFA του 1975 και του 1979, καθώς και για την
Μπαρτσελόνα στην Ισπανία, κατακτώντας το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1982. Είναι ο
μόνος ποδοσφαιριστής που έχει σκοράρει σε τελικούς και των τριών διασυλλογικών
διοργανώσεων της UEFA, στο Κύπελλο UEFA και
στο Κύπελλο Πρωταθλητριών με τη Μενχενγκλάντμπαχ και στο Κύπελλο Κυπελλούχων με
τη Μπάρτσα. Το 1977, ονομάστηκε Ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς. Για την
εθνική ομάδα της Δανίας, έπαιξε 55 φορές, σκοράροντας 20 γκολ. Την εκπροσώπησε στους
Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1984 και στο
Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986. Εγκαταστάθηκε στο δανικό Football Hall of Fame, τον
Νοέμβριο του 2008.
Θεωρείται ο Καλύτερος Παίκτης στην ιστορία του
ποδοσφαίρου της Δανίας, παίζοντας το πιο σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της νεώτερης
ιδιαίτερα ταλαντούχας γενιάς της δεκαετίας του 1980, με την ταπεινή και
αφοσιωμένη του στάση, θέτοντας πάντα την ομάδα μπροστά από την ατομική του
επιτυχία, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ήταν ένας από τους καλύτερους παίκτες
στην Ευρώπη εκείνη την εποχή.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του το
1971 στον σύλλογο της γενέτειράς του, τη Βέιλε. Έμεινε δύο περιόδους στους
«κόκκινους» πραγματοποιώντας εξαιρετικές εμφανίσεις, αγωνιζόμενος σε 42 ματς,
σημειώνοντας 16 γκολ και βοηθώντας τους να κάνουν δικά τους δύο πρωταθλήματα
και ένα δανικό Κύπελλο. Το καλοκαίρι του 1972 συμμετείχε στους Ολυμπιακούς
Αγώνες στο Μόναχο, σκοράροντας 3 τέρματα σε 6 συναντήσεις. Λίγο μετά τη λήξη
εκείνης της διοργάνωσης κατέφθασε η πρόταση της Γκλάντμπαχ για την απόκτησή
του, την οποία και αποδέχθηκε.
Τις πρώτες δύο σεζόν του στα
«πουλάρια» αποτελούσε εναλλακτική λύση, αλλά από τη χρονιά 1974/75 έγινε
απαραίτητος στο βασικό σχήμα. Ανήκε στον ιστορικό γερμανικό σύλλογο ως το 1979.
Σε αυτό το διάστημα χρησιμοποιήθηκε σε 178 αναμετρήσεις, σημείωσε 76 γκολ και
πανηγύρισε την κατάκτηση τριών πρωταθλημάτων και ενός Κυπέλλου Γερμανίας, καθώς
επίσης και δύο Κυπέλλων UEFA (1975, 1979). Ακόμα, αγωνίστηκε στον τελικό του
Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1977 εναντίον της Λίβερπουλ, καταφέρνοντας να πετύχει
ένα πανέμορφο γκολ, το οποίο ωστόσο δεν έφθανε για να χαρίσει στην ομάδα του το
τρόπαιο στην ήττα με 1-3. Την ίδια χρονιά είδε την μεγάλη του αξία να
αναγνωρίζεται διεθνώς, όταν και τιμήθηκε με το βραβείο του κορυφαίου
ποδοσφαιριστή της «Γηραιάς Ηπείρου», όντας ο πρώτος Δανός που τιμήθηκε με τον
τίτλο. και μάλιστα με ανταγωνιστές παίκτες όπως ο Κέβιν Κίγκαν (Kevin Keegan)
και ο Μισέλ Πλατινί (Michel Platini). Το 1983 ψηφίστηκε ξανά και κατατάχτηκε 3ος!
Οι εξαιρετικές του εμφανίσεις με την
Γκλάντμπαχ τον οδήγησαν το 1979 στη Μπαρτσελόνα. Αγωνίστηκε τρεις περιόδους
στους «μπλαουγκράνα», σημειώνοντας 31 γκολ σε 98 παρουσίες, ενώ κατέκτησε μαζί
τους ένα Κύπελλο Ισπανίας και ένα Κύπελλο Κυπελλούχων, το 1982, σκοράροντας με
κεφαλιά το νικητήριο δεύτερο γκολ στον τελικό με τη Σταντάρ Λιέγης! Το
καλικαίρι του 1982 κατέφθασε στη Μπαρτσελόνα ο Ντιέγκο Μαραντόνα. Εκείνον τον
καιρό οι σύλλογοι είχαν το δικαίωμα να παρατάσσουν στους αγώνες τους μόνο δύο
ξένους και οι Καταλανοί, τότε είχαν τρεις στο ρόστερ τους, αφού τη φανέλα τους
φορούσε και ο Γερμανός Μπερντ Σούστερ (Bernd Schuster). Προέκριναν, λοιπόν, ότι
ο Σίμονσεν θα έπρεπε να είναι αυτός που θα μένει εκτός ενδεκάδας. Ενοχλημένος,
ο Σκανδιναβός ζήτησε να αποχωρήσει, όπερ και εγένετο.
Η επόμενη επιλογή του προκάλεσε
έκπληξη. Αντί να διαλέξει κάποια μεγάλη ομάδα προτίμησε την Αγγλική Τσάρλτον
που αγωνιζόταν στην Β’ κατηγορία! Έπαιξε για λίγους μονάχα μήνες στους
«Άντικς», προλαβαίνοντας να βρει δίχτυα 9 φορές σε 16 ματς και κατόπιν
αποτέλεσε παρελθόν καθώς ο σύλλογος δεν μπορούσε να αντέξει το «βαρύ» συμβόλαιό
του. Επέστρεψε στη Βέιλε, στην οποία αγωνίστηκε για άλλες έξι περιόδους,
συμμετέχοντας σε 166 συναντήσεις, σημειώνοντας 70 τέρματα και οδηγώντας την
στην κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1984, όταν και αποσύρθηκε ως παίκτης της
από την ενεργό δράση.
Υπήρξε βασικό στέλεχος της
εθνικής του ομάδας για 14 έτη. Στο ντεμπούτο του, στις 3 Ιουλίου του 1972 με
την Ισλανδία στο Ρέικιαβικ σημείωσε τα δύο από τα πέντε γκολ των Δανών (5-2).
Αμέσως προωθήθηκε στην Ολυμπιακή ομάδα κι έπαιξε σε 6 ματς στο Μόναχο το 1972.
Το 1984, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, έπαιξε σε ένα μόνο ματς, αυτό με τη Γαλλία,
όπου έσπασε το πόδι του κι υποχρεώθηκε να δει από την εξέδρα τα επόμενα ματς.
Συμμετείχε σε 55 αγώνες της Δανίας, σημειώνοντας 20 γκολ. Το τελευταίο του
ματς, το έδωσε στις 24 Σεπτεμβρίου του 1986 με Δυτική Γερμανία (0-2) στη
Κοπεγχάγη.
Σήμερα, παραμένει στον χώρο του
ποδοσφαίρου, ως προπονητής. Στο παρελθόν κοουτσάρισε τις Βέιλε και Φρεντερίσια
της πατρίδας του, διατελώντας και τζένεραλ μάνατζερ της δεύτερης, καθώς και τις
εθνικές ομάδες των Νήσων Φερόε και Λουξεμβούργου.
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές
(Γκολ)
- 1971/72: Vejle Boldklub, 42 (16)
- 1972–1979: Borussia VfL 1900 Mönchengladbach e.V., 178 (76)
- 1979–1982: Futbol Club Barcelona, 98 (31)
- 1982/83: Charlton Athletic Football Club, 16 (9)
- 1983–1989: Vejle Boldklub, 166 (70)
Σύνολο καριέρας: 500 (202)
Διεθνής
- 1971/72: Ολυμπιακή Ομάδα Δανίας, 6 (0)
- 1972–1986: Δανία, 55 (20)
Προπονητική καριέρα
- 1991–1994: Vejle Boldklub
- 1994–2001: Νησιά Φερόε
- 2001–2004: Λουξεμβούργο
- 2011–2013: Fodbold Club Fredericia af 1991 (General manager)
- 2013: Fodbold Club Fredericia af 1991 (caretaker)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με την Vejle
- Πρωτάθλημα Δανίας: 3 (1971, 1972, 1984)
- Κύπελλο Δανίας: 1972
Με την Borussia M'gladbach
- Κύπελλο Γερμανίας: 1972/73
- Πρωτάθλημα Γερμανίας: 3 (1974/75, 1975/76, 1976/77)
- Κύπελλο UEFA: 2 (1974/75, 1978/79)
- Κύπελλο Ισπανίας: 1980/81
- Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: 1981/82
Προσωπικές Διακρίσεις
- Χρυσή Μπάλλα: 1977 και 3ος το 1983
- Πρώτος Σκόρερ Κυπέλλου Πρωταθλητριών: 1977/78
- Πρώτος Σκόρερ Κυπέλλου UEFA: 1978/79
- Μέλος του Hall of Fame του δανικού ποδοσφαίρου