Ο Έλληνας αριστερός ακραίος επιθετικός
Αριστείδης Παπάζογλου, γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 1940, στην περιοχή του
Αγ. Ιωάννη Ρέντη. Θεωρείται ένας από
τους πιο ταλαντούχους επιθετικούς της αριστερής πλευράς του γηπέδου που
ανέδειξε το ελληνικό ποδόσφαιρο. Αγωνίστηκε σε ολόκληρη την ποδοσφαιρική του καριέρα
στον Ολυμπιακό Πειραιώς και διακρίθηκε για την ικανότητα του στο σκοράρισμα και
το απρόβλεπτο των κινήσεων που δυσκόλευε τους αντίπαλους. Ένα επιπρόσθετο
πλεονέκτημα του ήταν ο μεγάλος του διασκελισμός, ο οποίος του επέτρεπε να
ξεφεύγει εύκολα από την επιτήρηση των αμυντικών. Αναδείχθηκε 4 φορές πρωταθλητής
Ελλάδος, αλλά η μοίρα ήταν πολλή σκληρή μαζί του αφού μόλις στα 27 του χρόνια
διαγνώστηκε με καρκίνο, αφήνοντας τη τελευταία του πνοή 2 χρόνια αργότερα. Η
τελευταία του επιθυμία, την οποία κατέγραψε ο ίδιος, υπήρξε να μη τον ξεχάσουν.
Γεννημένος από πάμφτωχη οικογένεια, με
παράδοση όμως στο ποδόσφαιρο, τα άλλα δύο αδέρφια του ακολούθησαν τον ίδιο
δρόμο. Ο Κώστας, συμπαίκτης του στον Ολυμπιακό και με ένα σύντομο πέρασμα από
τον Παναθηναϊκό, όπου δεν έμεινε πολύ και ο Γιώργος, που έπαιξε για λίγο μπάλα
στον Απόλλωνα. Ψηλός και αθλητικός, άρχισε το άθλημα από την τοπική ομάδα της Α.Ε.
Ρέντη και πριν καλά-καλά κλείσει τα 16 του χρόνια, πήρε μεταγραφή έναντι 2.000
δραχμών για τον μεγάλο σύλλογο του Πειραιά. Στην αρχή χρησιμοποιούνταν στην
εφηβική ομάδα, αλλά η ασύγκριτη για τα δεδομένα της εποχής τεχνική του και η
ταχύτητά του, οδήγησαν τους τεχνικούς του στο να τον προωθήσουν σε ηλικία μόλις
18 ετών στην ανδρική ομάδα. Συμμετείχε σε αποστολές χωρίς να παίζει για λίγο
καιρό, μέχρι που το 1959 έκανε το ντεμπούτο του και έκτοτε μονιμοποιήθηκε στην
πρώτη ενδεκάδα. Ήταν ο ''έξω αριστερά'' του Γιώργου Σιδέρη, ο παίκτης που
μπορούσε να περάσει 5 και 6 αντιπάλους.
Από το 1953, στα 14 του χρόνια, έκανε
την εμφάνισή της η ανίατη ασθένεια, η οποία του δημιουργούσε κρίσεις και τον
έκανε να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια του καλά-καλά. Παρ' όλα αυτά, όχι μόνο
δεν το έβαλε κάτω, αλλά με το πείσμα και τη θέλησή του να διακριθεί, έφτασε σε
σημείο να γίνει βασικός επιθετικός στον Ολυμπιακό. Η συνεισφορά του ήταν
πολύτιμη σε κάθε σεζόν. Πετύχαινε συνεχώς καθοριστικά γκολ, γκολ που έδιναν
νίκες και βαθμούς. Καθοριστική υπήρξε η συμβολή του στην κατάκτηση του
πρωταθλήματος του 1966, αυτού του ιστορικού για όλο τον κόσμο του Ολυμπιακού
τίτλου, ο οποίος τίτλος οδήγησε τους οπαδούς του σε ανεπανάληπτες εκδηλώσεις
πανηγυρισμών σε όλη την Ελλάδα. Τα τέρματα του, βοήθησαν την ομάδα να κερδίσει
βαθμούς σε πολύ σημαντικά σημεία της σεζόν, υπό την καθοδήγηση φυσικά του
ασύγκριτου Μάρτον Μπούκοβι.
Ως επιστέγασμα της καταπληκτικής του
χρονιάς, ήρθαν τα δύο γκολ στο τελευταίο παιχνίδι της σεζόν με τον Απόλλωνα στο
ΚαραΊσκάκη, με το οποίο σφραγίστηκαν και τυπικά η κατάκτηση του πρώτου
πρωταθλήματος του Ολυμπιακού στα χρόνια της Α' Εθνικής και η έναρξη μιας νέας
εποχής για την ομάδα, με αρχηγό στον πάγκο τον ανυπέρβλητο Μπούκοβι. Ειρωνεία; Αυτά
τα 2 γκολ του θα ήταν και τα τελευταία του με την ερυθρόλευκη φανέλα σε επίσημο
παιχνίδι. Η επόμενη χρονιά, 1966/67, θα βρει τον Αριστείδη Παπάζογλου σε κακή
κατάσταση, με εμφανέστατη πτώση στην απόδοσή του. Ο κόσμος που δεν ξέρει τι
συμβαίνει, γκρινιάζει στις κερκίδες, αρκετοί συμπαίκτες του αντιδρούν μέχρι και
με άκομψο τρόπο μπροστά στις εκδηλώσεις αυτές του κοινού του Ολυμπιακού, ενώ ο
ίδιος ο παίκτης πια αρχίζει να εκδηλώνει πολλαπλάσιες κρίσεις. Προς το τέλος
της χρονιάς, εισάγεται στην Πολυκλινική Αθηνών για εξετάσεις. Από εδώ και πέρα,
αρχίζουμε να μετράμε αντίστροφα.
Πρόλαβε και αγωνίστηκε με τη φανέλα του
Ολυμπιακού σε 323 αγώνες σημειώνοντας 220 γκολ. Πιο αναλυτικά αγωνίστηκε σε 132
αγώνες πρωταθλήματος, πετυχαίνοντας 71 τέρματα. Ακόμη έπαιξε σε 18 αγώνες
Κυπέλλου Ελλάδας, όπου σκόραρε 23 γκολ (!) και σε 8 αναμετρήσεις των Ευρωπαϊκών
διασυλλογικών διοργανώσεων, επιτυγχάνοντας 3 γκολ. Συμμετείχε επίσης σε 160
φιλικούς αγώνες σημειώνοντας 128 γκολ. Δεν εγκατέλειψε ποτέ την ομάδα του
Πειραιά, με την οποία αναδείχθηκε πρωταθλητής Α΄ Εθνικής τέσσερις φορές (1958,
1959, 1966, 1967). Στη διάρκεια της 10ετούς θητείας του στον Ολυμπιακό
συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τους προπονητές από το εξωτερικό Τίμπορ Κέμενι,
Μπρούνο Βάλε, Τζίνα Σιμονόφσκι και Μάρτον Μπούκοβι.
Το διάστημα 1964/65 χρίστηκε τρεις
φορές διεθνής με την Ανδρών Ελλάδας και σκόρερ στη πρώτη του με εκτέλεση
πέναλτι στο 4-1 επί των ερασιτεχνών της Μεγάλης Βρετανίας για τα πλαίσια του
προολυμπιακού τουρνουά. Συνολικά σημείωσε 3 τέρματα, γεγονός που τον κατατάσσει
4ο σε μέσο όρο επίτευξης (1,00 τέρμα ανά αγώνα) στην ιστορία της
Εθνικής Ελλάδος.
Η τελευταία του εμφάνιση στους
αγωνιστικούς χώρους, πραγματοποιήθηκε κατά σύμπτωση δύο ακριβώς χρόνια πριν το
θάνατό του. Ήταν στις 13 Αυγούστου του 1967 για το φιλικό 12-0 επί της
πρωταθλήτριας Γ΄ Εθνικής ομάδας της ΑΕΚ Φαλήρου, όπου και πέτυχε χατ τρικ. Η
τελευταία του επιθυμία, την οποία κατέγραψε ο ίδιος, υπήρξε να μη τον ξεχάσουν.
Παρά την ευαισθητοποίηση και το ενδιαφέρον συμπαικτών του, διοικήσεων αρκετών
ομάδων, του κόσμου, καλλιτεχνών και ονομαστών ιθυνόντων της χούντας, που ήταν
τότε η ''πολιτειακή'' αρχή, όπως και επιστημόνων, ήρθε η ώρα του μοιραίου. Μετά
από πάλη 16 ετών με τον καρκίνο, ο Αριστείδης Παπάζογλου λύγισε. Ξημερώματα
Τρίτης 12 προς Τετάρτη 13 Αυγούστου του 1969, άφησε την τελευταία του πνοή.
PALMARES
Περίοδος:
Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- 1954-1956: ΑΕ Ρέντη
- 1956-1957: Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς
Επαγγελματική καριέρα
- 1957-1967: Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς, 132 (71)
Διεθνής
- 1964-1965: Ελλάδα, 3 (3)
Τίτλοι
Με τον
Ολυμπιακό
- Πρωτάθλημα Ελλάδας: 4 (1958, 1959, 1966, 1967)
- Κύπελλα Ελλάδας: 6 (1958, 1959, 1960, 1961, 1963, 1965)
- Βαλκανικό Κύπελλο Συλλόγων: 1963.