Ο Βραζιλιάνος
αμυντικός μέσος, Μάουρο Σίλβα (Mauro da Silva Gomes), γεννήθηκε στις 12
Ιανουαρίου του 1968, στο Σάο Μπερνάρντο ντο Κάμπο, κοντά στο Σάο Πάουλο. Έκανε τη μεγάλη καριέρα υπηρετώντας για 13
ολόκληρα χρόνια την Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, κατακτώντας ένα ισπανικό πρωτάθλημα
και 3 Κύπελλα Ισπανίας, όντας μέλος της ομάδας της Χρυσής Περιόδου του συλλόγου
της Γαλικίας. Με όπλο την απίστευτη αντοχή του, αλλά και τις ηγετικές του
ικανότητες, διακρίθηκε με την εθνική ομάδα της Βραζιλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο
του 1994, το οποίο και κατέκτησε, παράλληλα με το Κόπα Αμέρικα του 1997.
Ξεκίνησε
να παίζει ποδόσφαιρο με την Γκουαρανί, το 1987 και μετά από 2 χρόνια
μεταγράφηκε στη Μπραγκαντίνιο, το 1990, όπου αγωνίστηκε για τις επόμενες δυο
περιόδους, κατακτώντας το πολιτειακό πρωτάθλημα του Σάο Πάολο το 1990, με
αντιπάλους συλλόγους-γίγαντες όπως η Κορίνθιανς, η Σάο Πάουλο και η Σάντος, ενώ
τιμήθηκε με τη Βραζιλιάνικη Χρυσή Μπάλα (Bola de Ouro), σαν Καλύτερος Παίκτης
του Πρωταθλήματος. Στη συνέχεια, το
1992, αποκτήθηκε από την ισπανική Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, για 250 εκατομμύρια
πεσέτες (περίπου1,6 εκατομμύρια ευρώ), την ίδια περίοδο με τον συμπατριώτη του
Μπεμπέτο (José Roberto Gama de Oliveira, “Bebeto”).
Με
τον μεγάλο σύλλογο της Γαλικίας, ο Σίλβα ήταν συνεχώς παρών και μόνο οι
τιμωρίες και οι τραυματισμοί τον εμπόδισαν από το να είναι στην αρχική της
ενδεκάδα. Την περίοδο 1994/95 εμφανίστηκε μόνο σε έξι αγώνες της Primera
Division και στην τελευταία του χρονιά, 2004/05, ήδη στα 36 του χρόνια,
περιορίστηκε στις 20. Βοήθησε την «Ντεπόρ» στην κατάκτηση ενός πρωταθλήματος,
δύο κυπέλλων και τρία ισπανικών SuperCups, προσθέτοντας σε αυτά και πέντε
συμμετοχές της ομάδας στο Champions League, όπου την περίοδο 2003/04 έφτασε στα ημιτελικά. Μετά από την
ισοπαλία 0-0 με την Πόρτο στο πρώτο
παιχνίδι, αυτός δεν αγωνίστηκε στο δεύτερο, λόγω τιμωρίας και η Ντεπορτίβο
ηττήθηκε 0-1.
Στις
22 Μαΐου του 2005, μετά από 13 χρόνια, αντικαταστάθηκε από τον Άλντο Ντουσέρ
(Aldo Duscher) κατά τη διάρκεια μιας ήττας (0-3) εντός έδρας με την Μαγιόρκα
και αποχαιρέτησε τον σύλλογο και το ποδόσφαιρο, μαζί μ’ έναν άλλο μύθο του
συλλόγου, τον Φραν (Fran González). Στις 13 αυτές σεζόν συμμετείχε σε 457
παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων 369 στο πρωτάθλημα για
την Ντεπορτίβο και σημείωσε ένα γκολ.
Με
τη Βραζιλία έπαιξε σε 58 παιχνίδια μέσα σε δέκα χρόνια, από το 1991 έως το
2001. Έκανε το ντεμπούτο του στις 21 Μαρτίου του 1991, σε έναν αγώνα με την
εθνική ομάδα της Αργεντινής, ο οποίος έληξε ισόπαλος 3-3 και το τελευταίο διεθνές
παιχνίδι του, το έπαιξε 10 χρόνια αργότερα, στις 5 Σεπτεμβρίου του 2001 και
πάλι με την Αργεντινή, όπου οι Βραζιλιάνοι ηττήθηκαν 1-2. Συμμετείχε στο
Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, παίζοντας βασικός σε όλα τα παιχνίδια και όλα τα λεπτά,
με εξαίρεση το δεύτερο ημίχρονο στον αγώνα της φάσης των ομίλων εναντίον της
Σουηδίας. Κατέκτησε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο και ονομάστηκε από την FIFA ως ο
9ος Καλύτερος Παίκτης στον κόσμο, εκείνη
τη χρονιά. Συμμετείχε επίσης και σε 2 Κόπα Αμέρικα, αυτά του 1991 που έπαιξε
στον τελικό και του 1997 που κατέκτησε.
Σήμερα
ζει στο Σάο Πάολο και εργάζεται στον τομέα των ακινήτων.
PALMARES
Περίοδος:
Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Επαγγελματική
καριέρα
- 1987–1989: Guarani Futebol Clube, 1 (0)
- 1990–1992: Clube Atlético Bragantino, 61 (0)
- 1992–2005: Real Club Deportivo de La Coruña, 369 (1)
Σύνολο καριέρας: 431 (1)
Διεθνής
- 1991–2001: Βραζιλία, 59 (0)
Τίτλοι
Συλλογικοί
- Πολιτειακό Τουρνουά Σάο Πάουλο: 1990
Με
την Deportivo
- Πρωτάθλημα Ισπανίας: 1999–2000
- Κύπελλο Ισπανίας: 1994/95, 2001/02
- Σούπερ Καπ Ισπανίας: 1995, 2000, 2002
Διεθνείς
- Παγκόσμιο Κύπελλο: 1994
- Κόπα Αμέρικα: 1997 και φιναλίστ το 1991
- CONCACAF Gold Cup: 3η θέση το 1998
Προσωπικές Διακρίσεις
- Καλύτερος Παίκτης Βραζιλιάνικου Πρωταθλήματος (Bola de Ouro): 1991
- Καλύτερος Αμυντικός Μέσος Βραζιλιάνικου Πρωταθλήματος: 1991, 1992