Ο Σοβιετικός, ουκρανικής καταγωγής
κεντρικός επιθετικός και αργότερα εξαιρετικά πετυχημένος προπονητής Βαλερί
Λομπανόφσκι (Valeriy Vasylyovych Lobanovskyi) γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1939.
Είναι πιο διάσημος για την προπονητική του θητεία στη Ντιναμό Κιέβου, την
εθνική ομάδα της Ουκρανίας και προηγουμένως, την εθνική ομάδα της Σοβιετικής
Ένωσης. Το 1975 η Ντιναμό Κιέβου έγινε ο πρώτος σύλλογος από τη Σοβιετική Ένωση
που κατέκτησε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό τρόπαιο, όταν νίκησε την ουγγρική Φερεντσβάρος
στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός για τα
επιτεύγματά του σαν προπονητής, αλλά υπήρξε επίσης διαβόητος για τα πολύ υψηλές,
επιστημονικού επιπέδου τακτικές του, όντας ο πρώτος ποδοσφαιράνθρωπος που
εισήγαγε τα μαθηματικά στο παιχνίδι, αλλά και την υπερβολικά στενή προσέγγιση
στην πειθαρχία. Θεωρείται ως η σπουδαιότερη μορφή του Ουκρανικού και κατ’
επέκταση του Σοβιετικού ποδοσφαίρου. Καινοτόμος, επιδραστικός, δάσκαλος και
ένας εκ των Μεγαλύτερων Προπονητών Όλων των Εποχών.
Ήταν απόφοιτος του σχολείου
ποδοσφαίρου # 1 του Κιέβου και της ποδοσφαιρικής Σχολής Νέων του Κιέβου.
Ξεκίνησε τη ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία ως αριστερός εξτρέμ με την Ντιναμό
Κιέβου, με την οποία κέρδισε τόσο το πρωτάθλημα όσο και το Κύπελλο της ΕΣΣΔ. Πέρασε επτά χρόνια με τον σύλλογο, πριν ολοκληρώσει
τη καριέρα του, με σύντομες περιόδους στη Τσερνομόρετς της Οδησσού και τη
Σακχτάρ του Ντόνετσκ. Έκλεισε τη ποδοσφαιρική σταδιοδρομία του στην ηλικία των
29 ετών, έχοντας σκοράρει 71 γκολ σε 253 παιχνίδια. Κέρδισε επίσης δύο διεθνείς
συμμετοχές για τη Σοβιετική Ένωση, παίζοντας το πρώτο διεθνές παιχνίδι του στις
4 Σεπτεμβρίου του 1960 κατά της Αυστρίας. Ήταν διάσημος για τη θρυλική
ικανότητά του να σκοράρει από χτυπήματα κόρνερ και την ικανότητά του να δίνει
απίστευτες καμπύλες στο σουτ του. Η τεράστια φήμη που απέκτησε από αυτές τις
ικανότητες, τον οδήγησαν να αναλάβει ως προπονητής την Ντιναμό Κιέβου.
Ένα χρόνο μετά τη απόσυρσή του ως
παίκτης, ανέλαβε προπονητής της Ντνίπρο του
Ντνιπροπετρόφσκ. Μετά από τέσσερα σχετικά μέτρια χρόνια, μετακόμισε στην πρώην
ομάδα του, τη Ντιναμό Κιέβου, πριν από την έναρξη της σεζόν του 1974, για να
την διαχειριστεί ως επικεφαλής
προπονητής της για τα 15 από τα επόμενα 17 χρόνια, αφού το χρονικό διάστημα 1983-1984
είχε την ευθύνη αποκλειστικά της εθνικής
ομάδας της ΕΣΣΔ. Κατά τη διάρκεια αυτών των δύο περιόδων στη Ντιναμό, πέτυχε
εξαιρετικά αποτελέσματα όσον αφορά το σπάσιμο της ρωσικής κυριαρχίας του
σοβιετικού ποδοσφαίρου. Οδήγησε την ουκρανική ομάδα στη κατάκτηση της Σοβιετικής
Super League 8 φορές, ενώ παράλληλα κατέκτησε 6 φορές το σοβιετικό Κύπελλο, 2
φορές το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, το 1975 (ο πρώτος Σοβιετικός σύλλογος που
κατέκτησε διεθνή τίτλο) και το 1986 και το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ του 1975.
Είναι απ’ τις ελάχιστες περιπτώσεις
όπου ο μύθος ωχριά απέναντι στην πραγματικότητα. Απ’ αυτές τις ιστορίες που
είναι δύσκολο να περιγραφούν με λόγια και που η εικόνα δεν γίνεται να αποδοθεί
με λέξεις μιας και δεν υπάρχουν οι κατάλληλες για να χαρακτηρίσουν την
ποδοσφαιρική τελειότητα. Γιατί αν για τους περισσότερους ποδοσφαιρόφιλους, η
Βραζιλία του 1982 είναι η «Καλύτερη Ομάδα που ΔΕΝ κατέκτησε ποτέ Παγκόσμιο
Κύπελλο», η Ντιναμό Κιέβου των 70s και των 80s είναι «Η Καλύτερη Ομάδα που ΔΕΝ Κατέκτησε Κύπελλο
Πρωταθλητριών». Όλα αυτά σε μια περίοδο που στο Σοβιετικό ποδόσφαιρο δέσποζε η
τεράστια μορφή του Βαλερί Λομπανόφσκι και υπήρχαν ποδοσφαιριστές που στις μέρες
μας θα έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλα τα μεγαθήρια της Ευρώπης. Εννοείται πως
εκείνα τα χρόνια δεν μπορούσαν -ούτε ως σκέψη- να αφήσουν τη Σοβιετική Ένωση
για κάποια ομάδα του «κακού» δυτικού πολιτισμού.
Το 1975 η Δυναμό έχοντας μεγάλο αστέρι
τον Όλεγκ Μπλαχίν (Oleh Blokhin) θα διαλύσει στον τελικό του Κυπέλλου
Κυπελλούχων τη Φερεντσβάρος με 3-0 και θα γίνει η πρώτη Σοβιετική ομάδα που
κατακτά Ευρωπαϊκό τρόπαιο. Στο τέλος της σεζόν ο σπουδαίος Ουκρανός επιθετικός
θα βραβευτεί με τη Χρυσή Μπάλα και η ομάδα του Λομπανόφσκι θα ξεκινήσει μια
χρυσή δεκαετία για την ίδια. Την ίδια σεζόν θα κατακτήσει και το Σούπερ Καπ
Ευρώπης διαλύοντας την τεράστια Μπάγερν Μονάχου των Φραντς Μπεκενμπάουερ (Frantz Beckenbauer), Γκερντ Μίλερ (Gerd Muller), Καρλ-Χάιντζ Ρουμενίγκε (Karl-Heinz
Rummenigge) και Σεπ Μάιερ (Sepp Maier) με όργια του Μπλαχίν. Δύο χρόνια
αργότερα θα φτάσει στον ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών αλλά η Γκλάντμπαχ
του Ούντο Λάντεκ (Udo Lattek) θα αποδειχτεί πολύ σκληρό καρύδι για τους Σοβιετικούς
και θα πάρει το εισιτήριο για τον τελικό κόντρα στη Λίβερπουλ.
Απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η
ομάδα θα ενισχυθεί -ίσως- με την καλύτερη φουρνιά Ουκρανών ποδοσφαιριστών και
παρέα με τον Όλεγκ Μπλαχίν θα φτάσει σε ακόμα μία κατάκτηση Κυπέλλου
Κυπελλούχων το 1986. Οι Αλεξέι Μιχαϊλιτσένκο (Oleksiy Mykhaylychenko),
Αλεξάντερ Ζαβάροφ (Oleksandr Zavaro), Ιγκόρ Μπελάνοφ (Igor Belanov) και ο Βασίλ
Ρατς (Vasyl Rats) έμοιαζαν κυριολεκτικά ανίκητοι και διέλυσαν την Ατλέτικο
Μαδρίτης του Λουίς Αραγονές (Luis Aragonés) με 3-0 στον τελικό της Λυόν. Σε
εκείνη την αναμέτρηση ο Όλεγκ Μπλαχίν είχε σκοράρει το δεύτερο τέρμα της
αναμέτρησης. Ένα τέρμα απ’ τα καλύτερα που έχουν μπει ποτέ σε τελικό. Ένα τέρμα
τέλειο. Μια στιγμή αγνής ποδοσφαιρικής μαγείας. Σε μια επίθεση που -όπως είχε
δηλώσει ο Λομπανόφσκι- είχε δουλευτεί εκατοντάδες φορές στην προπόνηση για να
βρεθεί η κατάλληλη στιγμή για να αποδοθεί στο γήπεδο. Εκεί που τα Μπολσόι
συνάντησαν τη στρατιωτική προσήλωση και το ποδόσφαιρο βρήκε μια απ’ τις
κορυφαίες του στιγμές ομαδικής άρτιας εκτέλεσης. Αυτό δηλαδή που ήταν εκείνη η
Δυναμό Κιέβου. Αυτό που πρέσβευε και το καθεστώς της χώρας. Όλοι ίσοι να
δουλεύουν για το σύνολο και για το κοινό (ποδοσφαιρικό) καλό.
Μετά από πλάγιο του Αλεξάντερ Ντεμιανένκο
(Aleksandr Demyanenko), η μπάλα έφτασε στον Ρατς (βρισκόμαστε στην αριστερή
πτέρυγα επίθεσης των Σοβιετικών). Ο εξαιρετικός εξτρέμ άφησε τη μπάλα να
κυλήσει και έτρεξε μαζί της για αρκετά μέτρα μέχρι να έρθουν πάνω του δύο
παίκτες. Περιμένοντας ήρεμος το πρώτο ρήγμα. Όταν αυτό έγινε, έκοψε τη μπάλα
προς τα μέσα για τον επερχόμενο Μπελάνοφ που με τη σειρά του έκανε το ίδιο για
τον Γεφτουτσένκο που έτρεχε δίπλα του. Με όλη την άμυνα να έχει βγει για να
κλείσει προς την πλευρά των επιτιθεμένων, ο Βαντίμ Γεφτουτσένκο (Vadym
Yevtushenko) θα πασάρει δίπλα του και αυτός, στον επερχόμενο Μπλαχίν, με τον
τελευταίο να τη χαϊδεύει, να τη σηκώνει όσο πρέπει και να τη στέλνει στα δίχτυα
του Ουμπάλντο Φιλιόλ (Ubaldo Fillol) που είχε βγει μερικά μέτρα απ’ τη εστία
του. Ένα γκολ σπάνιας ομορφιάς και εκτέλεσης. Ένα γκολ που θεωρείται -δικαίως-
στα κορυφαία όλων των εποχών. Ένα γκολ που δείχνει με τον καλύτερο τρόπο το
στυλ παιχνιδιού και την εν γένει φιλοσοφία εκείνης της ομάδας.
Ο Λομπανόφσκι ήταν η απάντηση των
Σοβιετικών στον Ρίνους Μίχελς (Rhinus Michels) και το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο των
Ολλανδών, έχοντας πολλά κοινά σημεία αλλά και πολλές τρανταχτές διαφορές. Η
μεγαλύτερη απ’ αυτές ήταν πως όλα ήταν σχεδιασμένα με μαθηματική ακρίβεια και
είχαν δουλευτεί υπερβολικά ακόμα και στην πιο μικρή τους λεπτομέρεια. Ο
σπουδαίος προπονητής άλλωστε ήταν ένας άριστος γνώστης του ποδοσφαίρου σε
θέματα τακτικής αλλά και ένας άκρως ευφυής άνθρωπος -έτσι ήταν και ως παίκτης-
με Ακαδημαϊκή μόρφωση που ήθελε πάντα να φτάνει τους ποδοσφαιριστές του στα
όρια τους, εκτός απ’ το αθλητικό και στο πνευματικό κομμάτι.
«Οι έξυπνοι άνθρωποι μπορούν να
αποδώσουν καλύτερα στο γήπεδο ανεξαρτήτως του ταλέντου τους» έλεγε και δεν είχε
καθόλου άδικο. Εννοείται όμως πως είχε να διαχειριστεί -μόνο- παίκτες κορυφαίου
επίπεδου. Κάτι που έκανε τη δουλειά του ευκολότερη. Παρέα με τον συνεργάτη του
Ανατόλι Ζελέντσοφ (Anatoly Zelentsov), έναν άνθρωπο ειδικό σε θέματα τακτικής,
φυσικής κατάστασης και κυρίως ομαδικής λειτουργίας, αλλά και κορυφαίους
χορογράφους των μπαλέτων Μπολσόι, δούλεψε τους παίκτες της Ντιναμό και
δημιούργησε μια ομάδα που έφτασε να χαρακτηρίζεται απ’ τη δύση ως «Η ομάδα του
2000», παρομοιάζοντας τους παίκτες της με ρομπότ. Εννοείται πως εκείνη η Ντιναμό
Κιέβου ήταν ο βασικός τροφοδότης της ποδοσφαιρικής ομάδας της Σοβιετικής
Ένωσης. Ο Λομπανόσφκι άλλωστε εκτός από προπονητής της Ντιναμό ήταν και ο
προπονητής του εθνικού συγκροτήματος.
Πέρασε 3 θητείες στη διαχείριση της
Σοβιετικής εθνικής ομάδας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Κατέκτησε το
χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976 στο Μόντρεαλ, κατά την πρώτη
περίοδό του. Ωστόσο, ήταν η τρίτη του και τελευταία περίοδός του που κέρδισε
την περισσότερη προσοχή. Του ζητήθηκε να οδηγήσει την εθνική ομάδα, παραμονές
του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986. Η εθνική ομάδα, που αποτελούνταν κυρίως από τα
αστέρια εκείνης της (δικής του) Ντιναμό -συν τους Γκενάντι Λιτόφτσενκο (Hennadiy
Lytovchenko) και Όλεγκ Προτάσοφ (Oleh Protasov)- βρέθηκαν ως φαβορί και στο
Μουντιάλ του Μέξικο. Τερμάτισαν στη πρώτη θέση του ομίλου τους αλλά είδαν δύο
καθαρά τέρματά τους να ακυρώνονται ως οφ σάιντ και ηττήθηκαν με 3-4 απ’ το
Βέλγιο στη φάση των 16 μετά από παράταση. Δύο χρόνια αργότερα η ίδια ομάδα (χωρίς τον Μπλαχίν) στο
Ευρωπαϊκό της Δυτικής Γερμανίας τερμάτισε και πάλι στη πρώτη θέση του ομίλου
της, νικώντας μάλιστα την Ολλανδία στους Ομίλους. Θα φτάσει ως τον τελικό αλλά
η σπουδαία «οράνιε» του Ρίνους Μίχελς θα επικρατήσουν με 2-0 χάρις στα τέρματα
των Ρουντ Γκούλιτ (Ruud Gullit) και Μάρκο Φαν Μπάστεν (Marco van Basten). Ήταν
μια κόντρα δύο κορυφαίων ομάδων και δύο εξαιρετικών προπονητών που θα
μνημονεύεται για πάντα στην ιστορία του λαοφιλέστερου σπορ με χρυσά γράμματα.
Με τη Σοβιετική Ένωση να έχει μπει
στην περίοδο της «Περεστρόικα» και -ουσιαστικά- με τον Κομμουνισμό να βρίσκεται
προ των πυλών της κατάρρευσης, αυτή ήταν και η τελευταία μεγάλη ομάδα των
Σοβιετικών! Μη λησμονούμε επίσης πως η ΕΣΣΔ είχε κατακτήσει και το χρυσό
Ολυμπιακό μετάλλιο το 1988, στη Σεούλ, κόντρα στη Βραζιλία των Ρομάριο (Romario) και Μπεμπέτο (Bebeto) σε μια χρυσή περίοδο για τον
αθλητισμό της χώρας. Μετά την Περεστρόικα, πολλοί από τους καλύτερους παίκτες
του, τόσο για το σύλλογο όσο και τη χώρα, άφησαν την ΕΣΣΔ για να παίξουν στη
Δυτική Ευρώπη. Πηγαίνοντας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, δεν μπορούσε να
καλέσει τους δικούς του παίκτες από τη Ντιναμό Κιέβου για να σχηματίσουν τον
πυρήνα της εθνικής, όπως είχε κάνει στο παρελθόν. Επακόλουθο ήταν να μην έχει
την ικανότητα να ελέγξει πλήρως την ομάδα, με αποτέλεσμα να τερματίσει
τελευταία στους Ομίλους.
Μετά την αποτυχία του Παγκοσμίου
Κυπέλλου, αποφάσισε να φύγει και ίδιος από
την Ντιναμό Κιέβου και να αναλάβει την, προσοδοφόρα οικονομικά, αποστολή να
προπονήσει την εθνική ομάδα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Μετά από τέσσερα
σχετικά ανιαρά χρόνια απολύθηκε και πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια οδηγώντας την
εθνική ομάδα του Κουβέιτ, πριν απολυθεί και πάλι. Τον Ιανουάριο του 1997,
επέστρεψε για να διαχειριστεί τη Ντιναμό Κιέβου για τρίτη φορά και να δημιουργήσει
την τελευταία σπουδαία ομάδα των Ουκρανών (μέχρι την επόμενη), με αστέρια τους Αντρέι
Σεφτσένκο (Andriy Shevchenko) και Σεργκέι Ρεμπρόφ (Serhiy Rebrov). Ο σύλλογος
αυτή τη φορά είχε χάσει κάπως από την προηγούμενη αίγλη του. Είχε αποκλειστεί
από τις ευρωπαϊκές διασυλλογικές διοργανώσεις, έχοντας προσπαθήσει να δωροδοκήσει
υπάλληλο της UEFA, ενώ ήταν και σε δυσχερή θέση στο ουκρανικό πρωτάθλημα. Κατάφερε να επαναφέρει την ομάδα και
γρήγορα. Εκτός από το να την οδηγήσει σε 5 συνεχόμενα πρωταθλήματα, κατάφερε να
την μετατρέψει σε μία από τις καλύτερες ομάδες στην Ευρώπη, φτάνοντας στα
ημιτελικά του Champions League το 1999 και αποκλείστηκε -όπως και η ομάδα του
1977- από Γερμανούς. Τώρα ήταν η Μπάγερν Μονάχου. Ανέλαβε προπονητής της εθνικής Ουκρανίας το Μάρτιο του 2000, αλλά
απολύθηκε μετά την ήττα από τη Γερμανία σ’ ένα αγώνα πλέι-οφ για το Παγκόσμιο
Κύπελλο του 2002.
Ο Βαλερί Λομπανόφσκι υπέστη εγκεφαλικό
επεισόδιο στις 7 Μαΐου του 2002, λίγο μετά τη νίκη της Ντιναμό Κιέβου επί της
Μέταλουργκ Ζαπορίζια. Πέθανε στις 13 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, στα 63 του
χρόνια, κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης στον εγκέφαλο, μετά από επιπλοκές
που υπέστη μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο. Στον τελικό του Champions League στη Γλασκώβη δύο ημέρες αργότερα, η
UEFA αποφάσισε να κρατηθεί ενός λεπτού σιγή προς τιμήν του. Μετά τον θάνατό του
τού απονεμήθηκε ο τίτλος του «Ήρωα της
Ουκρανίας», η υψηλότερη τιμή του έθνους, το δε γήπεδο της Ντιναμό Κιέβου
μετονομάστηκε σε «Στάδιο Βαλερί Λομπανόφσκι» προς τιμήν του. Ο τάφος του περιβάλλεται
από ένα εντυπωσιακό μνημείο. Μετά το θάνατό του, όταν η Μίλαν κατέκτησε το Champions
League του 2003, ο
Αντρέι Σεφτσένκο πέταξε στο Κίεβο για να αποθέσει το μετάλλιο του στον τάφο του
πρώην προπονητή του. Από το 2005, η Ντιναμό Κιέβου διοργανώνει το «Valeri Lobanovsky Memorial Tournament».
Η οικογένειά του είχε πολωνικές ρίζες
και ήταν παντρεμένος με την Άντα Λομπανόφσκαγια. Το ζευγάρι είχε μια κόρη η
οποία ονομάζεται Σβετλάνα, είναι φιλόλογος της ρωσικής γλώσσας και έχει ένα
εστιατόριο στο Κίεβο που ονομάζεται «U Metra». (Το Μεταπτυχιακό). Ήταν ανιψιός
του Ουκρανού συγγραφέα και ηγέτη της Κομσομόλ της Ουκρανίας Ολεξάντρ Μποϊτσένκο
(Oleksandr Boichenko).
PALMARES
Εφηβική καριέρα
- 1952-1955: Football School N.1
- 1955/56: Football School of Youth (FShM)
Επαγγελματική καριέρα
- 1957–1964: Football Club Dynamo Kyiv, 144 (42)
- 1965/66: Chornomorets Odessa, 59 (15)
- 1967/68: Shakhtar Donetsk, 50 (14)
Διεθνής
- 1960–1961: Σοβιετική Ένωση, 2 (0)
Προπονητική καριέρα
- 1969–1973: Dnipro Dnipropetrovsk
- 1973–1982: Football Club Dynamo Kyiv
- 1975/76: Σοβιετική Ένωση
- 1982/83: Σοβιετική Ένωση
- 1984–1990: Football Club Dynamo Kyiv
- 1986–1990: Σοβιετική Ένωση
- 1990–1993: Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα
- 1994–1996: Κουβέιτ
- 1997–2002: Football Club Dynamo Kyiv
- 2000/01: Ουκρανία
Τίτλοι
Ως ποδοσφαιριστής
Με την Dynamo Kyiv
- Πρωτάθλημα Σοβιετικής Ένωσης: 1961
- Κύπελλο Σοβιετικής Ένωσης: 1964
Ως προπονητής
Με τη Dynamo Kyiv
- Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: 2 (1975, 1986)
- Ευρωπαϊκό Super Cup: 1975
- Πρωτάθλημα Σοβιετικής Ένωσης: 7 (1974, 1975, 1977, 1980, 1981, 1985, 1986)
- Πρωτάθλημα Ουκρανίας: 5 (1997, 1998, 1999, 2000, 2001)
- Κύπελλο Σοβιετικής Ένωσης: 6 (1974, 1978, 1982, 1985, 1987, 1990)
- Κύπελλο Ουκρανίας: 3 (1998, 1999, 2000)
- Σούπερ Καπ Σοβιετικής Ένωσης: 3 (1980, 1985, 1986)
- Κύπελλο Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών: 2 (1997, 1998)
Με αρκετά στοιχεία από το sombrero.gr