Ο Ιταλός επιτελικός μέσος, αλλά και επιθετικός, Σάντρο Ματσόλα (Alessandro "Sandro" Mazzola), γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1942, στο Τορίνο. Υπήρξε βασικότατο στέλεχος για την άκρως επιτυχημένη Ίντερ του Μιλάνου, μια ομάδα που έμεινε στη Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία με τον χαρακτηρισμό «La Grande Inter» (Η Μεγάλη Ίντερ), κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και θεωρείται ευρέως ως ένας από τους Μεγαλύτερους Ιταλούς ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών και ως ένας από τους Καλύτερους παίκτες της γενιά του, τερματίζοντας 2ος στον διαγωνισμό της Χρυσής Μπάλας, ως Καλύτερος Ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής για το 1971. Έχοντας περάσει ολόκληρη την 17ετή ποδοσφαιρική του καριέρα με την Ίντερ, κατέχει την τιμή να είναι ένας άνθρωπος-συνώνυμο με τον σύλλογο!
Με την Ίντερ, κατέκτησε 4 τίτλους πρωταθλητή Ιταλίας, 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών Ευρώπης και δύο Διηπειρωτικά Κύπελλα, κερδίζοντας παράλληλα και το βραβείο του πρώτου σκόρερ του ιταλικού πρωταθλήματος την περίοδο 1964/65, φτάνοντας και στον τελικό του ιταλικού Κυπέλλου αυτής της χρονιάς, στον οποίο όμως ηττήθηκε, χάνοντας την ευκαιρία ενός ανεπανάληπτου τρεμπλ. Με την ιταλική εθνική ομάδα, κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1968, όπου ονομάστηκε και στη Καλύτερη 11άδα του τουρνουά, φτάνοντας και στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970. Πήρε επίσης μέρος στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1966 και του 1974 με την Ιταλία. Είναι γιός του Βαλεντίνο Ματσόλα (Valentino Mazzola), του άσου της «Μεγάλης Τορίνο» που σκοτώθηκε στο αεροπορικό δυστύχημα της Σουπέργκα. Ο νεώτερος αδελφός του, ο Φερούτσιο, ήταν επίσης επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ο οποίος πέθανε το 2013.
Γεννήθηκε στο Τορίνο, λίγες εβδομάδες μετά που ο πατέρας του, ο Βαλεντίνο Ματσόλα, εντάχθηκε στη Τορίνο, προερχόμενος από τη Βενέτσια. Ο νεώτερος αδελφός του, ο Φερούτσιο, ο οποίος πήρε το όνομά του από τον τότε πρόεδρο της Τορίνο, γεννήθηκε 2 χρόνια αργότερα. Οι γονείς τους χώρισαν το 1946, αλλά ο πατέρας τους κέρδισε την επιμέλεια του Σάντρο, ο οποίος ήταν 6 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε στην Αεροπορική Τραγωδία της Σουπέργκα, που σήμανε τον αφανισμό μιας εκ των κορυφαίων ομάδων της ποδοσφαιρικής ιστορίας!
Ο Σάντρο και ο αδελφός του υπέγραψαν και οι 2 για την Ίντερ του Μιλάνου. Αγωνίστηκε σε ολόκληρη τη καριέρα του για την Ίντερ, σκοράροντας 116 γκολ στη ιταλική Serie A. Το ντεμπούτο του για την Ίντερ, το έκανε εναντίον της Γιουβέντους, στις 10 Ιουνίου του 1961, όταν η ομάδα του υπέστη μια από τις βαρύτερες ήττες της ιστορίας της νε 1-9! Ένα χρόνο πριν από το ντεμπούτο του, ο Χελένιο Χερέρα (Helenio Herrera) έφτασε από την Μπαρτσελόνα ως προπονητής της Ίντερ. Έφερε μαζί του τον Λουίς Σουάρες (Luis Suárez Miramontes) από την Μπαρτσελόνα ως κεντρικό μέσο σε ρόλο πλέι- μέικερ, είχε τον Ταρτσίσιο Μπούρνιτς (Tarcisio Burgnich) και τον Τζατσίντο Φακέτι (Giacinto Facchetti) ως αμυντικούς, τον Βραζιλιάνο Ζαίρ (Jair da Costa) ως εξτρέμ, τον Μάριο Κόρσο (Mario Corso) ως αριστερό μέσο, τον Αρμάντο Πίκι (Armando Picchi) ως λίμπερο/σκούπα και τον Σάντρο Ματσόλα, ο οποίος τελικά έπαιξε στην επίθεση, στη θέση του μέσα δεξιά.
Όλοι αυτοί μαζί, θα μετατρέψουν τον σύλλογο στην Καλύτερη Ομάδα στην Ιταλία, την Ευρώπη και τον Κόσμο! Ήταν γνωστοί για την περιβόητη αμυντική τακτική τους, που έχει μείνει στην ιστορία ως "κατενάτσιο". Ο Ματσόλα, κατέκτησε 4 ιταλικούς τίτλους Serie A’ με την Ίντερ, συμπεριλαμβανομένων δύο συνεχόμενους τίτλους το 1965 και το 1966. Το 1964, σκόραρε 2 φορές όταν νίκησαν τη Ρεάλ Μαδρίτης στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, για να μιμηθούν το κατόρθωμα της Μίλαν τη προηγούμενη σεζόν, τελειώνοντας το τουρνουά ως ο Κορυφαίος Σκόρερ του, με 7 γκολ.
Θα υπερασπιστούν τον τίτλο τους και πάλι την επόμενη σεζόν, κερδίζοντας τη πορτογαλική Μπενφίκα στον τελικό. Την περίοδο 1966/67, θα έκανε το 3 στα 3, φτάνοντας και πάλι στον τελικό, αλλά ηττήθηκαν από την Σέλτικ, με τον Ματσόλα να σκοράρει το μοναδικό γκολ των «νερατζούρι» στον τελικό της Λισαβόνας. Κατέκτησε επίσης 2 συνεχόμενα Διηπειρωτικά Κύπελλα με την Ίντερ το 1964 και το 1965, φτάνοντας και στον τελικό του Κυπέλλου Ιταλίας το 1964/65 και ένα ακόμα τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1972, όπου ηττήθηκε από τον Άγιαξ στο Ρότερνταμ. Το 1971, μετά τον τελευταίο του τίτλο στη Serie A και τις εμφανίσεις του στην Ευρώπη, ήταν 2ος στον διαγωνισμό της Χρυσής Μπάλας, ως Καλύτερος Ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής, πίσω από Γιόχαν Κρόιφ (Johan Cruyff), στη πλησιέστερη ποτέ περίπτωση που έφτασε για να κερδίσει το κορυφαίο ατομικό βραβείο και την πρώτη φορά που ήταν επιλαχών.
Μέχρι το τέλος της καριέρας του, ο Σάντρο Ματσόλα είχε κατακτήσει 4 τίτλους Serie A (1963, 1965, 1966 και 1971), 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών (1964 και 1965), 2 Διηπειρωτικά Κύπελλα (1964 και 1965) και ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ( 1968 ) με την εθνική ομάδα, ενώ ήταν Κορυφαίος Σκόρερ στη Serie A τη σεζόν 1964/65.
Έπαιξε επίσης 70 φορές για την ιταλική εθνική ομάδα, μεταξύ 1963 και 1974, πετυχαίνοντας 22 γκολ. Το ντεμπούτο του ήταν εναντίον της Βραζιλίας, στις 12 Μαΐου του 1963, όταν ήταν σε ηλικία μόλις 20 ετών, σκόραρε από ένα πέναλτι. Έπαιξε για τη χώρα του στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1966, του 1970 και του 1974. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του ήρθε το 1968, όταν η Ιταλία κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, ενώ ο ίδιος ονομάστηκε ως μέλος της Ιδανικής 11άδας του Τουρνουά. Δύο χρόνια αργότερα, η Ιταλία έφτασε στο Παγκόσμιο Κύπελλο στο Μέξικο ως ένα από τα φαβορί. Ο Ιταλός τεχνικός Φερούτσιο Βαλκαρέτζι (Ferruccio Valcareggi) πίστευε ότι ο Ματσόλα δεν μπορούσε να παίξει μαζί στο γήπεδο ταυτόχρονα με τον άλλο Ιταλό δημιουργικό παίκτη, τον αστέρα της τοπικής αντιπάλου της Ίντερ, της Μίλαν, τον Τζιάνι Ριβέρα (Gianni Rivera).
Στον 2ο γύρο του τουρνουά, επινόησε μια λύση που την ονόμασε «staffetta» (σκυταλοδρομία), προκειμένου να παίζουν και οι δύο παίκτες. Ο Ματσόλα θα ξεκινούσε το α’ ημίχρονο, ενώ ο Ριβέρα θα έμπαινε στο β’. Με αυτή τη στρατηγική, η Ιταλία έφτασε στον τελικό εναντίον της Βραζιλίας, για πρώτη φορά μετά από 32 χρόνια. Ο αγώνας είχε τη φήμη της μάχης μεταξύ επιθετικού και αμυντικού ποδοσφαίρου, αλλά την ημέρα του αγώνα, ο Βαλκαρέτζι εγκατέλειψε την τακτική της «staffetta» και χρησιμοποίησε μόνο τον Ματσόλα μέχρι το τέλος. Ο Ριβέρα μπήκε τελικά στο παιχνίδι μόνο 8 λεπτά πριν το τέλος. Δύο από τους Μεγαλύτερους Τεχνικούς Ποδοσφαιριστές της Ιταλίας, βρέθηκαν επιτέλους μαζί στο γήπεδο, όταν πολλοί ειδικοί πίστευαν ότι θα έπρεπε να είναι σε όλο το ματς, αλλά ήταν πολύ αργά.Η Βραζιλία κέρδισε 4-1.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Βαλκαρέτζι χρησιμοποίησε τελικά τους 2 μαζί στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, αλλά η γερασμένη Ιταλία αποκλείστηκε στη Φάση των Ομίλων.
Μετά τη απόσυρσή του από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, κατείχε διευθυντική θέση στην Ίντερ, μεταξύ 1977 και 1984 και στη συνέχεια, στην Τζένοα. Από το 1995 έως το 1999, επέστρεψε στην Ίντερ ως αθλητικός διευθυντής , πριν αντικατασταθεί από τον πρώην παίκτη της Ίντερ και συμπαίκτη του Γκαμπριέλε Οριάλι (Gabriele Oriali) . Από το 2000 έως το 2003 εργάστηκε ως αθλητικός διευθυντής της Τορίνο. Σήμερα είναι ένας σχολιαστής για το “Rai Sport”. Κατέχει το μοναδικό ρεκόρ να είναι ο σχολιαστής του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1982, μαζί με τον Λουίτζι Κολόμπο (Luigi Colombo) για το “Telemontecarlo” και του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 μαζί με τον Μάρκο Τσίβολι (Marco Civoli), διοργανώσεις που κατακτήθηκαν από την ιταλική εθνική ομάδα.
Ο Σάντρο Ματσόλα θεωρείται ευρέως ως ένας από τους Μεγαλύτερους Ιταλούς ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών και ως ένας από τους Καλύτερους Παίκτες της γενιάς του. Ένας τακτικά ευέλικτος παίκτης, που ήταν σε θέση να παίξει σε αρκετές προωθημένες θέσεις. Λόγω του ρυθμό του, κυρίως χρησιμοποιήθηκε ως μέσα δεξιά από τον Χελένιο Χερέρα, αλλά χρησιμοποιήθηκε επίσης και ως κεντρικός επιθετικός, ως εξτρέμ και ως δεύτερος επιθετικός για περιστασιακή υποστήριξη. Αργότερα στη σταδιοδρομία του, συνήθως αναπτυσσόταν ως εκτελεστικός μέσος με δημιουργικά ένστικτα, που βοηθήθηκε από τον πλουραλισμό της πάσας του, την τεχνική του κατάρτιση και τον εξαιρετικό έλεγχο της μπάλας. Ήταν επίσης ένας παραγωγικός σκόρερ, κάτι το οποίο του επέτρεψε να κερδίσει το βραβείο του Κορυφαίου στην Serie A το 1965. Κατά τη ακμή της καριέρας του, διακρίθηκε για του ρυθμό, την αντοχή, την ισορροπία, την επιτάχυνση και την ευελιξία του, ιδίως την ντρίμπλα εν κινήσει, η οποία μαζί με τον εξαιρετικό έλεγχο της μπάλας και την τεχνική του ικανότητα, του επέτρεψε να είναι ανίκητος με τους αμυντικούς σε ένας-με-έναν καταστάσεις!
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Επαγγελματική καριέρα
- 1960–1977: F.C. Internazionale Milano, 417 (316)
Διεθνής
- 1963–1974: Ιταλία, 70 (22)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με την Internazionale
- Πρωτάθλημα Ιταλίας: 4 (1962/63, 1964/65, 1965/66, 1970/71)
- Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης: 2 (1963/64, 1964/65) και φιναλίστ: 2 (1966/67, 1971/72)
- Διηπειρωτικό Κύπελλο: 2 (1964, 1965)
Διεθνείς
Με την Ιταλία
- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 1968
- Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ το 1970
Προσωπικές Διακρίσεις
- Πρώτος Σκόρερ Ιταλικού Πρωταθλήματος: 1964/65
- Πρώτος Σκόρερ Κυπέλλου Πρωταθλητριών: 1963/64 [τίτλος που μοιράζεται με τον Βλάντιτσα Κοβάσεβιτς (Vladica Kovačević) της Παρτιζάν Βελιγραδίου και τον Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskas) της Ρεάλ Μαδρίτης]
- Μέλος Επιλέκτων της FIFA: 1967
- Μέλος Καλύτερης 11δας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 1968
- Χρυσή Μπάλα: 2ος το 1971
- Μέλος του Hall of Fame του ιταλικού ποδοσφαίρου: 2014