Ο Ιταλός κεντρικός επιθετικός Ρομπέρτο Μπονινσένια (Roberto Boninsegna) γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου του 1943, στην Μάντοβα της Λομβαρδίας. Ως ποδοσφαιριστής, ήταν ένας δυνατός, ευέλικτος και άκρως ακροβατικός επιθετικός, ο οποίος ήταν γνωστός για την ικανότητά του στο σκοράρισμα. Ήταν ένας παραγωγικός σκόρερ, ο οποίος διακρίθηκε στον αέρα, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός ή με ξεχωριστά σωματικά προσόντα. Ήταν επίσης προικισμένος με ρυθμό, αντοχή, τεχνική ικανότητα και πάνω απ’ όλα με οπορτουνισμό, κάτι που του επέτρεψε να γίνει ένας από τους Κορυφαίους Ιταλούς επιθετικούς της γενιάς του. Λόγω της αλτικής του ικανότητάς, της δύναμης και της ακρίβειας του με το κεφάλι, του δόθηκε το παρατσούκλι «Bonimba» από τον Ιταλό αθλητικό δημοσιογράφο Τζιάνι Μπρέρα (Gianni Brera). Παρά το ταλέντο του, είχε επικριθεί κατά καιρούς εξαιτίας του γεγονότος ότι ήταν εξαιρετικά εγωιστής ποδοσφαιριστής, παρόλο που ο ίδιος ήταν επίσης ικανός να δημιουργήσει ευκαιρίες για τους συμπαίκτες του. Μετά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, εργάστηκε ως προπονητής. Ως παίκτης, εκπροσώπησε την ιταλική εθνική ομάδα σε 2 Παγκόσμια Κύπελλα, φτάνοντας στον τελικό του 1970.
Ξεκίνησε από τις ακαδημίες της Ίντερ και επαγγελματικά στην Serie B με την Πράτο τη σεζόν 1963/64. Ακολούθησαν 2 περίοδοι περιπλανήσεων στη Ποτέντζα (1964/65) και στη Βαρέζε (1965/66), πριν μεταγραφεί στην Κάλιαρι, στην οποία αγωνίστηκε για μια τριετία, βοηθώντας την ομάδα σε μια 2η θέση κατά τη διάρκεια της σεζόν 1968/69 στη Serie A, μαζί με τον Τζίτζι Ρίβα (Luigi Riva). Από κει τον απέκτησε η Ίντερ το 1969 και εξελίχθηκε σ’ έναν αποτελεσματικό επιθετικό για τον σύλλογο του Μιλάνου και την ιταλική εθνική ομάδα την δεκαετία του 1970 παράλληλα με τον Σάντρο Ματσόλα (Sandro Mazzola). Στους «νερατζούρι», σημείωσε συνολικά 171 γκολ σε 281 παιχνίδια, τα οποία αναλύονται σε 113 γκολ σε 197 παιχνίδια στη Serie A, 36 γκολ σε 55 παιχνίδια για το Κύπελλο Ιταλίας και 22 γκολ σε 29 παιχνίδια για τις ευρωπαϊκές διασυλλογικές διοργανώσεις.
Ήταν ο πρώτος σκόρερ του ιταλικού πρωταθλήματος τις 2 πρώτες αγωνιστικές περιόδους του (1970/71 και 1971/72) με την Ίντερ, κατακτώντας παράλληλα και τον τίτλο του πρωταθλητή Ιταλίας για την περίοδο 1970/71. Στις 20 Οκτωβρίου του 1971, ήταν ο ποδοσφαιριστής που με τις «ενέργειές» του και με την συμβολή 2 τενεκέδων, μεταφορικώς και κυριολεκτικώς, «έσβησε» το θρίαμβο της Μενχενγκλάντμπαχ, με 7-1, επί της Ίντερ, για τον δεύτερο γύρο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης της περιόδου 1971/72.
Το 1976, μεταγράφηκε στην Γιουβέντους, σε αντάλλαγμα για την μεταγραφή του Πιέτρο Αναστάζι (Pietro Anastasi). Αγωνίστηκε 3 περιόδους για τον σύλλογο του Τορίνο, κερδίζοντας 2 τίτλους πρωταθλητή Serie A, ένα κύπελλο Ιταλίας, καθώς και ένα Κύπελλο UEFA, το πρώτο διεθνές τρόπαιο του μεγάλου Τορινέζικου συλλόγου. Έπαιξε συνολικά 94 παιχνίδια με την «Γηραιά Κυρία», συμπεριλαμβανομένων 58 στην Serie A, 17 στο Κύπελλο Ιταλίας και 19 στην Ευρώπη, σημειώνοντας 35 γκολ (22 σε Serie A, 6 στο ιταλικό Κύπελλο και 7 στην Ευρώπη). Τελείωσε την καριέρα του στη Βερόνα, στο τέλος της σεζόν 1979/80. Ο διάσημος Ιταλός αθλητικός δημοσιογράφος Τζιάνι Μπρέρα (Gianni Brera) του είχε δώσει το παρατσούκλι "Bonimba».
Έκανε το ντεμπούτο του για την ιταλική εθνική ομάδα, στις 18 Νοεμβρίου του 1967, στον προκριματικό για το Euro 1968, στην ισοπαλία 2-2 με την Ελβετία εκτός έδρας, παρόλο που ο ίδιος δεν κλήθηκε για τον Τελικό Γύρο του τουρνουά, το οποίο η Ιταλία τελικά κατέκτησε, παίζοντας στην έδρα της, υπό την καθοδήγηση του Φερούτσιο Βαλκαρέτζι (Ferruccio Valcareggi), με τον οποίο θα έχει πολλές διαφωνίες σε όλη τη διεθνή καριέρα του. Με την εθνική ομάδα, πήρε μέρος σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα, το 1970 και το 1974. Συνολικά, σημείωσε 9 γκολ για την «Σκουάντρα Ατζούρα» σε 22 εμφανίσεις. Ήταν βασικός σε όλους τους αγώνες της Ιταλίας, μέχρι τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970 στο Μέξικο, σκοράροντας δύο γκολ σε όλο το τουρνουά. Στο επικό ημιτελικό αγώνα εναντίον της Δυτικής Γερμανίας (ο Αγώνας του Αιώνα), σκόραρε ένα γκολ και με δική του ασίστ, ο Τζιάνι Ριβέρα ( Gianni Rivera), πέτυχε το νικητήριο γκολ στην παράταση, (4-3). Σημείωσε το μοναδικό γκολ της Ιταλίας, την προσωρινή ισοφάριση στον τελικό κόντρα στη Βραζιλία, η οποία τελικά νίκησε με 4-1.
Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, διετέλεσε βοηθός του Ετόρε Ρεκάνι (Ettore Recagni) στις μικρές εθνικές ιταλικές ομάδες και στη συνέχεια, στη Μάντοβα. Έχοντας υπηρετήσει ως τεχνικός διευθυντής στην Ίντερ, από τις 28 Φεβρουαρίου του 2012 μέχρι το τέλος της σεζόν ήταν στο ίδιο πόστο για την Μάντοβα. Το 2005 ήταν υποψήφιος για το δημοτικό συμβούλιο της Μάντοβα, χωρίς να καταφέρει να εκλεγεί.
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- Football Club Internazionale Milano
Επαγγελματική καριέρα
- 1963/64: Associazione Calcio Prato, 22 (1)
- 1964/65: Società Sportiva Dilettantistica Potenza Calcio, 32 (9)
- 1965/66: Varese Calcio Società Sportiva Dilettantistica, 28 (5)
- 1966–1969: Cagliari Calcio, 83 (23)
- 1967: (δανεικός) → Chicago Mustangs (Τουρνέ του συλλόγου στην Αμερική) 9 (10)
- 1969–1976: Football Club Internazionale Milano, 197 (113)
- 1976–1979: Juventus Football Club, 58 (22)
- 1979/80: Hellas Verona Football Club, 14 (3)
Διεθνής
- 1967–1974: Ιταλία, 22 (9)
Τίτλοι
Με την Internazionale
- Πρωτάθλημα Ιταλίας: 1970/71
Με την Juventus
Διεθνείς
- Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ το 1970
Προσωπικές Διακρίσεις
- Πρώτος Σκόρερ ιταλικού πρωταθλήματος: 2 (1970/71, 1971/72)
- Πρώτος Σκόρερ ιταλικού κυπέλλου: 1971/72