Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Αρανίτσαπατ: Η Χρυσή Ομάδα και το Έπος των Μαγυάρων

Η Χρυσή Ομάδα (ουγγρικά: Aranycsapat (Αρανίτσαπατ), επίσης γνωστή ως «Mighty Magyars», ή «Marvellous Magyars», ή «Magnificent Magyars», ή «Magical Magyars», αναφέρεται στην Εθνική Ουγγαρίας της δεκαετίας του 1950. Σχετίζεται με την Καλύτερη, ίσως, Ποδοσφαιρική Ομάδα που αγωνίστηκε στα γήπεδα αυτού του πλανήτη, με αρκετούς αξιοσημείωτους αγώνες και επιδόσεις, συμπεριλαμβανομένου και του "Αγώνα του Αιώνα" εναντίον της Αγγλίας το 1953, αλλά και τους τριπλούς τελικούς, αυτούς που η Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία, κατέγραψε ως "Η Μάχη της Βέρνης” εναντίον της Βραζιλίας, τον ημιτελικό εναντίον της Ουρουγουάης και τον τελικό, "Το Θαύμα της Βέρνης" στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954. Η ομάδα προκάλεσε αξιοσημείωτες ήττες στις τότε ποδοσφαιρικές παγκόσμιες δυνάμεις, όπως την Αγγλία, την Ουρουγουάη, τη Βραζιλία, την Γιουγκοσλαβία, τη Σουηδία, τη Γερμανία, αλλά και την Σοβιετική Ένωση, πριν διαλυθεί από την ουγγρική επανάσταση του 1956.


Μεταξύ του 1950 και του 1956, η ομάδα κατέγραψε 42 νίκες, 7 ισοπαλίες και μόλις μία ήττα, στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954 από τη Δυτική Γερμανία. Σύμφωνα με το σύστημα βαθμολόγησης ELO πέτυχε τη 2η  υψηλότερη βαθμολογία που έχει καταγραφεί από μια εθνική ομάδα, με 2166 βαθμούς, (Ιούνιος 1954), πίσω μόνο από τη Γερμανία, με 2200 πόντους, επίδοση που καταγράφηκε στις 13 Ιουλίου του 2014!


Αυτή η ομάδα, μαζί με την περίφημη «La Maquina» (Η Μηχανή) της Ρίβερ Πλέιτ της δεκαετίας του 1940, γενικά πιστώνεται για την επιτυχή εφαρμογή μια πρώιμης μορφής του «Total Football» (Ολοκληρωτικό Ποδόσφαιρο), που αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τους Ολλανδούς στη δεκαετία του 1970. Επίσης γενικά αναγνωρίζεται για την εισαγωγή νέων μεθόδων προπόνησης και τακτικών καινοτομιών, οι οποίες σιγά-σιγά στη συνέχεια εισήχθησαν στο παιχνίδι. Θεωρήθηκε επίσης ως έμβλημα της ουγγρικής εθνικής επιτυχίας και το πιο σημαντικό θέμα εθνικής υπερηφάνειας στη χειρότερη περίοδο της καταπίεσης από το κομμουνιστικό καθεστώς που επιβλήθηκε στην Ουγγαρία από τη Σοβιετική Ένωση, το 1945. Κατά την περίοδο αυτή, κάθε «εθνικιστική» ή ακόμα και πατριωτική έκφραση ήταν έντονα απορριπτέα, καθώς θεωρούνταν ότι ήταν εναντίον τόσο του διεθνιστικού ιδανικού της κομμουνιστικής κυβέρνησης, αλλά και της αναμενόμενης συμπεριφοράς του ουγγρικού έθνους ότι νίκησε στο Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτό το κλίμα, οι διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις ήταν τα μόνα ανεκτά πεδία έκφρασης της εθνικής υπερηφάνειας.


Λονδίνο. Ήταν απόγευμα Τετάρτης και το ημερολόγιο έδειχνε 25 Νοεμβρίου του 1953, όταν σε μία μοναδική ποδοσφαιρική παράσταση, η κραταιά Ουγγαρία αποδείκνυε στους... αυτοδιορισμένους κυρίαρχους του παιχνιδιού ότι είχε έρθει η ώρα να ακολουθήσουν την ηπειρωτική Ευρώπη στη νέα εποχή. Η μέρα που το ποδόσφαιρο άλλαζε μέσα σε μία μέρα μορφή. Η Αγγλία, η οποία παρέμενε αήττητη στην έδρα της από το 1871 κόντρα σε μη βρετανική ομάδα, διαλύθηκε με 6-3 μέσα στο Γουέμπλεϊ (Wembley Stadium) από την Ουγγαρία. Η μάχη των δύο κόσμων εξανάγκασε την Αγγλία στην πρώτη εντός έδρας ήττα από χώρα εκτός Μεγάλης Βρετανίας στα 83 χρόνια ιστορίας της εθνικής (και του σύγχρονου ποδοσφαίρου) και διατήρησε ανέπαφο το αήττητο σερί των Ούγγρων, που κρατούσε από τον Μάιο του 1950.

Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι οι Μαγυάροι κέρδισαν, ούτε η διαφορά στο σκορ. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο κατάφεραν να φτάσουν σε αυτή τη μεγάλη νίκη. Σε επίπεδο τακτικής και τεχνικής η Αγγλία υπερνικήθηκε από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό. Η Αγγλία, η γενέτειρα του ποδοσφαίρου, είχε βαθιά πίστη πως ήταν έμφυτα ανώτερη. Γι' αυτό και απαξιούσε να συμμετέχει στα Παγκόσμια Κύπελλα, θεωρώντας εαυτόν, εκ προοιμίου Παγκόσμια Πρωταθλήτρια! Σε δύο αγώνες η Ουγγαρία απέδειξε πόσο μακριά είχε φτάσει ο κόσμος και πόσο πίσω είχε μείνει ολόκληρη η Βρετανία. Η αναμέτρηση χαρακτηρίστηκε ως "Ο Αγώνας του Αιώνα" και οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που προέκυψαν από αυτήν δικαιολόγησαν στο έπακρο αυτόν τον παράτολμο συνδυασμό λέξεων. Η ιστορία κατέγραψε τη μάχη του απαρχαιωμένου αγγλικού καθεστώτος, από άποψη στρατηγικής και τακτικής, με την "φρεσκάδα" που απέπνεε ο προάγγελος του Total Football της Ουγγαρίας. Η άγνοια σε βαθμό αθλητικού κακουργήματος του αγγλικού συνόλου, οδήγησε στον ουγγρικό θρίαμβο και όπως γράφει στην αριστουργηματική περιγραφή του αγώνα στους "Times" του Λονδίνου ο Τζέφρι Γκριν, « … εδώ παρευρεθήκαμε και οι 100.000 από εμάς στο λυκόφως των θεών»!


Έξι μήνες αργότερα, οι ομάδες ξανασυναντήθηκαν, με τους Άγγλους να επιθυμούν τη ρεβάνς. Εκεί σκορπίστηκαν ξανά με 7-1 στη Βουδαπέστη! Για τους Ούγγρους, η νίκη στο Γουέμπλεϊ ήρθε ως συνέχεια ενός αήττητου σερί που τελείωσε στον τελικό της Βέρνης το 1954 απέναντι στους Δυτικογερμανούς για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Και αποτελούσε την αναμφισβήτητη απόδειξη ότι αυτή η «Χρυσή Ομάδα» με την ηγετική φυσιογνωμία του Φέρενς Πούσκας (Ferenc Puskás) ήταν η καλύτερη στον κόσμο.

«Δεν είχαμε χάσει από το 1949 και παίζοντας το ένα παιχνίδι μετά το άλλο, η διάταξη της ομάδας και η τακτική αναπτύχθηκαν και αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι είμαστε καλοί»

θυμάται ο δεξιός οπισθοφύλακας Γιένο Μπουζάνσκι (Jenő Buzánszky).

«Εξαιτίας της τακτικής νίκησε η Ουγγαρία. Ο αγώνας ανέδειξε μια σύγκρουση ανάμεσα σε διατάξεις, και όπως συμβαίνει συνήθως, η νεότερη και πιο ανεπτυγμένη διάταξη επικράτησε».

 Η Ουγγαρία ήταν μία χώρα που λειτουργούσε κομουνιστικά μεν, επαναστατικά δε και κατάφερε ένα τρομακτικό χτύπημα στον συντηρητισμό, όπως γράφει στο εκπληκτικό βιβλίο του σχετικά με το ποδόσφαιρο στο πρώην ανατολικό μπλοκ ο Τζόναθαν Γουίλσον (Jonathan Wilson). Ο Γκούσταβ Σέμπες (Gusztáv Sebes) και ένα από τα πιο σκληρά σταλινιστικά καθεστώτα είχαν φροντίσει να βάλουν τα θεμέλια για εκείνη την εκπληκτική ομάδα.

Το ιστορικό background. Από το WM στο 4-2-4
Στην Ουγγαρία τα θέματα τακτικής ήταν πάντα προς συζήτηση, κυρίως ανάμεσα σε τρεις ριζοσπαστικούς προπονητές, τον Μάρτον Μπούκοβι (Márton Bukovi), τον Μπέλα Γκούτμαν (Béla Guttmann) και τον Γκουστάβ Σέμπες. Οι δύο πρώτοι δούλεψαν και στην Ελλάδα, ο Μπούκοβι στον Ολυμπιακό οδηγώντας τον σε δύο πρωταθλήματα το 1966 και το 1967 και ο Γκούτμαν για λίγους μήνες το 1967 ανεπιτυχώς στον ΠΑΟ, παρ' ότι στην ιστορία του ποδοσφαίρου παραμένει ο μοναδικός τεχνικός που κατέκτησε τίτλους σε πέντε διαφορετικές χώρες. Μάλιστα ο Γκούτμαν ήταν ο δημιουργός της μεγάλης Μπενφίκα (Sport Lisboa e Benfica) των θριάμβων στο Κύπελλο Πρωταθλητριών τη διετία 1961 και 1962.


Ο Σέμπες ήταν αυτός που οδήγησε την Ουγγαρία στη δόξα του Γουέμπλεϊ, αλλά ο Μπούκοβι ήταν αυτός που επινόησε τον σημαντικότερο νεωτερισμό τακτικής. Ως προπονητής της ΜΤΚ Βουδαπέστης, μετέτρεψε το WM επαναφέροντας τους πλάγιους στα άκρα της επίθεσης και τράβηξε τον σέντερ φορ στο κέντρο. Τότε έγινε προφανές ότι ένα τέτοιο σύστημα απαιτούσε επιπλέον αμυντική κάλυψη και για το λόγο αυτό άλλος ένας από τους αμυντικούς μέσους οπισθοχώρησε, δημιουργώντας ένα αποτελεσματικό 4-2-4. Ο Γουόλτερ Γουιντερμπότομ (Walter Winterbottom), ο προπονητής της Αγγλίας, περιορίστηκε στο WM επειδή το είχαν συνηθίσει οι παίκτες του στις ομάδες τους. Στην Ουγγαρία, ωστόσο, ήταν πολύ πιο επικεντρωμένο στην εθνική ομάδα, κυρίως λόγω της αναγνώρισης της δυνατότητας προπαγάνδας μέσω του αθλητισμού από την κομουνιστική κυβέρνηση. 

Έπειτα από ένα σύντομο διάστημα ως μέλος μιας τριμελούς προπονητικής επιτροπής, ο Σέμπες διορίστηκε μοναδικός προπονητής της εθνικής ομάδας το 1949, σε ηλικία 43 ετών, το έτος που το κομουνιστικό καθεστώς διέταξε την εθνικοποίηση όλων των αθλητικών συλλόγων, αλλά και του αθλητισμού σε κάθε επίπεδο. Έτσι το βάρος δόθηκε στην διεθνή αναγέννηση της Ουγγαρίας μετά τις επιτυχίες στο Μουντιάλ του 1938. Κατέχοντας το αξίωμα του αναπληρωτή υπουργού αθλητισμού της χώρας, ο Σέμπες άφηνε την κυρίαρχο εντός των τειχών ΜΤΚ για τον πάγκο της εθνικής Ουγγαρίας. Ο Σέμπες είχε δει ότι οι μεγάλες ομάδες της Ιταλίας και της Αυστρίας του 1930 αντλούσαν τους παίκτες τους από μία ή δύο ομάδες και επιδίωξε κάτι παρόμοιο και στην Ουγγαρία.  Οι Φέρεντς Πούσκας και Σάντορ Κότσις (Sándor Kocsis) έγιναν ο "πυρήνας" της νέας εποχής και μαζί με τους Νάντορ Χιντεγκούτι (Nándor Hidegkuti), Ζόλταν Τσίμπορ (Zoltán Czibor), Γιόζεφ Μπόζικ (József Bozsik), Γκιούλα Λόραντ (Gyula Lóránt) και Γκιούλα Γκρόσιτς (Gyula Grosics) σχημάτισαν μία υπερομάδα, πειθαρχημένη στο να... μην τιθασεύει το περίσσιο ταλέντο της και ικανή για τα πάντα!


Η Κίσπεστ, ο προαστιακός σύλλογος στον οποίο ανήκαν ο Πούσκας και ο Μπόζικ, έγινε η ομάδα του στρατού και μετονομάστηκε σε Χόνβεντ, από το Honvédség, το όνομα του ουγγρικού στρατού που σημαίνει «Οι Υπερασπιστές της Πατρίδας». Ήταν πιο απλό να πείσουν τους νεαρούς ποδοσφαιριστές ότι η στρατιωτική θητεία τους θα περνούσε καλύτερα παίζοντας μπάλα. Ο Σάντορ Κόκτσις, για παράδειγμα, έφτασε σε ηλικία στράτευσης το 1950 και του δόθηκε η επιλογή είτε να παίξει για τη Χόνβεντ ή να υπηρετήσει σε κάποιο στρατόπεδο στα σύνορα. Αν και υπήρχαν ήδη αρκετοί διεθνείς στη ΜΤΚ -η οποία στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήταν η ομάδα της μυστικής αστυνομίας- ο Σέμπες κατάφερε να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη Χόνβεντ σαν ουσιαστικό προπονητικό κέντρο της εθνικής Ουγγαρίας.

Στη ΜΤΚ, μολονότι είχε τον Νάντορ Χιντεγκούτι στην ομάδα του, ο Μπούκοβι έβαζε τον Πίτερ Παλοτάι (Péter Palotai) σαν κεντρικό επιθετικό και ο Σέμπες, λογικά, έκανε το ίδιο στην εθνική ομάδα. Ένα φιλικό στην Ελβετία τον Σεπτέμβριο του 1952 άλλαξε την Ιστορία. Η Ουγγαρία βρέθηκε να χάνει 2-0 έπειτα από μισή ώρα παιχνιδιού, ο Χιντεγκούτι μπήκε στη θέση του Παλοτάι, η Ουγγαρία επικράτησε 4-2 και η συνεισφορά του ήταν τέτοια που η θέση του στη βασική 11άδα έγινε αδιαπραγμάτευτη.


Το χρυσό στο Ελσίνκι
Η Ουγγαρία, που ήταν υπό ανοικοδόμηση, μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950, αλλά δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι, το 1952. Τα κράτη του ανατολικού μπλοκ είχαν το πλεονέκτημα ότι όλοι οι μεγάλοι αθλητές τους μετρούσαν ως ερασιτέχνες. Ο Σέμπες «συναρμολογούσε» ακόμα την ομάδα του, αλλά στα ημιτελικά, "σκόρπισαν" με 6-0 τη Σουηδία (3η στο Μουντιάλ του 1950) και λίγο αργότερα στον τελικό κέρδισαν και τους Γιουγκοσλάβους με 2-0. Κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο σημειώνοντας 20 γκολ, ενώ δέχθηκε μόλις 2, σε 5 αγώνες στο τουρνουά. 

Οι αναμνήσεις του Μπουζάνσκι είναι μάλλον λιγότερο πολιτικές. 
«Τότε η Μις Κόσμος ήταν Φινλανδή» θυμάται, «Και μόνο του το να κατακτάς το χρυσό μετάλλιο είναι ένα σπουδαίο συναίσθημα, αλλά ήταν μεγάλο μπόνους το ότι μας έδωσε ένα κλαδί ελιάς και ένα... φιλί η Μις Κόσμος. Είχα χαθεί τόσο πολύ μέσα στη στιγμή που αναγκάστηκα να κοιτάξω τις εφημερίδες την επόμενη μέρα για να δω αν ήταν πραγματικά τόσο όμορφη όσο τη θυμόμουν».
 Ο πρόεδρος της αγγλικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, σερ Στάνλεϊ Ράους (Stanley Rous), εντυπωσιασμένος πλησίασε τον Σέμπες για να του προτείνει έναν φιλικό αγώνα. Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειαζόταν την έγκριση της Κεντρικής Επιτροπής του Κομουνιστικού Κόμματος, η οποία φοβόταν το ενδεχόμενο ήττας. Λίγους μήνες αργότερα, το 1953, μπροστά σε 80.000 θεατές στη Ρώμη, η Ουγγαρία κατακτούσε το Ευρωπαϊκό Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης (προπομπός του Euro) επικρατώντας 3-0 της Ιταλίας, στην πιο βαριά ήττα εκείνης της "σκουάντρα ατζούρα" και στην πρώτη φορά που δέχθηκε τρία γκολ σε έναν αγώνα από το 1934!


Πριν από τον αγώνα στο Λονδίνο αναδείχτηκε και η σπουδαιότητα του ρόλου του Σέμπες, ο οποίος δεν ήταν απλά μια διάνοια σε θέματα τακτικής, αλλά και γνώστης της πολιτικής με μεγάλες ικανότητες, όπως είχε αποδείξει όταν οργάνωσε την απεργία των εργατών στο εργοστάσιο της Renault πριν από τον Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Σέμπες κατάλαβε γρήγορα πως το σύστημά του ήθελε έναν κεντρικό αμυντικό που δεν θα ήταν μόνο δυνατός, αλλά και ικανός να φτιάχνει το παιχνίδι από τα μετόπισθεν. Ο ιδανικός άνθρωπος για τον ρόλο ήταν ο αμυντικός της Βάσας, ο Γκιούλα Λόραντ. Ο μετέπειτα τεχνικός που οδήγησε τον ΠΑΟΚ στο πρώτο πρωτάθλημά του, το 1976, και πέθανε στη διάρκεια αγώνα με τον Ολυμπιακό στην Τούμπα, βρισκόταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης! Είχε σχεδιάσει να ηγηθεί μιας ομάδας Ούγγρων αποστατών που θα έδινε σειρά αγώνων στη Δυτική Ευρώπη. Ο Σέμπες ζήτησε την απελευθέρωσή του από τον υπουργό Εσωτερικών, Γιάνος Κάνταρ (János Kádár), πριν από ένα φιλικό στην Αυστρία, δίνοντας προσωπική εγγύηση ότι ο Λόραντ δεν θα ζητούσε πολιτικό άσυλο όσο θα βρισκόταν στη Βιέννη. Ο Κάνταρ συμφώνησε και ο Λόραντ με μια θαυμάσια εμφάνιση βοήθησε την Ουγγαρία να κερδίσει τη μεγάλη αντίπαλό της για πρώτη φορά ύστερα από 12 χρόνια.


Δεν ήταν όμως το μοναδικό μέλος της «Αρανίτσαπατ» που είχε προβλήματα με το καθεστώς. Ο τερματοφύλακας Γκιούλα Γκρόσιτς είχε επίσης συλληφθεί το 1949 επειδή προσπάθησε να φύγει παράνομα από τη χώρα και ένιωθε ότι αντιμετωπιζόταν πάντα με καχυποψία. 
«Γεννήθηκα μέσα σε μια οικογένεια βαθιά θρησκευτική και αυτό δεν ήταν καθόλου καλό δείγμα για εκείνη την εποχή» εξηγεί. «Ποτέ δεν κράτησα μυστικό τι πίστευα για την κυβέρνηση. Η οικογένειά μου και ειδικά η μητέρα μου είχαν σκοπό να γίνω καθολικός ιερέας. Είχα μεγαλώσει με αυτό το πνεύμα και αυτός ήταν ένας λόγος που δεν με θεωρούσαν έμπιστο».
Η Αγγλία, από την πλευρά της, ζούσε με τις επιτυχίες του παρελθόντος και δεν διέβλεπε την εξέλιξη των πραγμάτων. Κωδικοποίησε το ποδόσφαιρο το 1863 με τους κανονισμούς της ομοσπονδίας της χώρας (FA), έδωσε το πρώτο διεθνές φιλικό το 1870 (με αντίπαλο τη Σκωτία) και για πρώτη φορά αντιμετώπισε χώρα εκτός "γηραιάς Αλβιόνας" το 1908. Καμία από τις ηπειρωτικές χώρες της Ευρώπης που επισκέφθηκαν το Νησί δεν κατάφερε να νικήσει τα "λιοντάρια" μέχρι το ματς με τους Ούγγρους, ωστόσο η αποκοπή τους από την παγκόσμια πραγματικότητα αποδείχθηκε λανθασμένη.Η αέναη κόντρα με τη FIFA, επειδή η Παγκόσμια Ομοσπονδία δεν έδινε την ευκαιρία στην Αγγλία να διοργανώσει ένα Μουντιάλ, στερούσε από τους Άγγλους ποδοσφαιριστές να γνωρίσουν το ποδόσφαιρο εκτός των τειχών. Η χώρα έκανε εμπάργκο στα Μουντιάλ και γενικότερα στις διεθνείς διοργανώσεις και παράλληλα βυθιζόταν στην ανυποληψία, χωρίς να το αντιλαμβάνεται.


Τα πρώτα ψήγματα κατανόησης δημιουργήθηκαν από τον πρόωρο αποκλεισμό στη Φάση των Ομίλων του Μουντιάλ του 1950. Η ήττα από τις ΗΠΑ ταρακούνησε τους Άγγλους που είδαν ότι η απόφαση της άρσης της αυτοεξορίας ήταν σοφή. Η αναμέτρηση με την Ουγγαρία ήταν το πραγματικό τεστ, όμως, που θα επισημοποιούσε το πραγματικό status quo της χώρας στο παγκόσμιο σκηνικό. Βάσει της παγκόσμιας κατάταξης, η Ουγγαρία ήταν στο № 1 με 2050 βαθμούς, η Αργεντινή στο № 2 με 2048 και η Αγγλία στο № 3 με 1943 βαθμούς. Ως εκ τούτου, ο βρετανικός Τύπος έδωσε χαρακτήρα «Μονομαχίας για τον Παγκόσμιο Τίτλο» στο παιχνίδι. Η παράδοση ήταν συντριπτικά υπέρ των Άγγλων, με νίκες 7-0, 4-2, 8-2, 6-2 σε αγώνες σε Ουγγαρία και Αγγλία και μόλις μία ήττα (2-1) στα 5 φιλικά που προηγήθηκαν. Εν τέλει, το αγαπημένο δεδομένο των Άγγλων, η παράδοση, δεν έπαιξε κανένα ρόλο εκείνο το ιστορικό απόγευμα... 

Η ανησυχία των Ούγγρων, η βεβαιότητα των Άγγλων και οι αγγλικές μπάλες του Σέμπες
Όσο άγνωστη ήταν η Ουγγαρία της εποχής για τους Άγγλους, άλλο τόσο αγνοούσε ο Πούσκας κι η παρέα του τις πραγματικές δυνατότητες των υπερτιμημένων "λιονταριών". Η πολιτική ηγεσία της χώρας φοβόταν το ενδεχόμενο ήττας από την ακαταμάχητη εντός των συνόρων αγγλική ομάδα, η οποία θα επέφερε τρομερό πλήγμα στην προπαγάνδα που επιχειρούσε μέσω του ποδοσφαίρου. Ο Σέμπες κατάφερε να πείσει τους προϊσταμένους του και το ραντεβού κλείστηκε χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις. Ο Σέμπες πάνω απ’ όλα ήταν άνθρωπος του ποδοσφαίρου, όπως θυμάται ο Τίμπορ Νίλαζι (Tibor Nyilasi), ο μεγάλος επιθετικός της Φερεντσβάρος (Ferencvárosi Torna Club) και της εθνικής Ουγγαρίας τη δεκαετία του 1970.
«Οταν ήμουν παιδί έμενε στην ίδια περιοχή της Βουδαπέστης με μένα», διηγείται.
«Κατέβαινε στην πλατεία που έπαιζα ποδόσφαιρο με τους φίλους μου και μας ανέβαζε στο διαμέρισμά του, μας έδινε σάντουιτς και μας έβαζε να βλέπουμε ταινίες των παιχνιδιών με την Αγγλία, το 6-3 και το 7-1. Αυτός με είχε προτείνει στη Φερεντσβάρος. Ήταν σαν παππούς μου. Ζούσε μόνο για το ποδόσφαιρο. Στους δύσκολους καιρούς της δεκαετίας του ’50 η φωνή του ακουγόταν σε σημαντικούς κύκλους».
 Ακόμα και το ότι έπεισε την κυβέρνηση να διοργανώσει το παιχνίδι με την Αγγλία ήταν ένας άθλος και αφού είχε φτάσει μέχρις εκεί, ήταν αποφασισμένος ότι θα κέρδιζε η Ουγγαρία. Όπως θυμάται ο δεξιός οπισθοφύλακας των Μαγυάρων, ο Γένο Μπουζάνσκι, ο Σέμπες προετοίμασε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ομάδα. 
«Ο Σέμπες βρήκε μερικές αγγλικές μπάλες ώστε να τις συνηθίσουμε, αφού απορροφούσαν την υγρασία και έπαιρναν βάρος όσο κυλούσε το παιχνίδι»
Οι δυσκολίες της νέας μπάλας έγιναν αντιληπτές από το πρώτο παιχνίδι στο οποίο χρησιμοποιήθηκε, σε μία δύσκολη ισοπαλία 2-2 με τη Σουηδία στη Βουδαπέστη.  
«Ακόμα ήξερε ότι ο αγωνιστικός χώρος του Γουέμπλεϊ είχε πλάτος 74 μέτρα, οπότε προσάρμοσε ένα από τα βοηθητικά γήπεδά μας για να ταιριάζει στις διαστάσεις του».
αναπολεί ο Μπουζάνσκι.

Παρ’ όλες τις προσπάθειες του Σέμπες, οι Ούγγροι ποδοσφαιριστές ήξεραν πολύ λίγα για τους Άγγλους συναδέλφους τους.
«Δεν τους είχαμε δει καν σε φωτογραφία και μόνο από τα νούμερα στις φανέλες θα τους αναγνωρίζαμε»
λέει ο Μπουζάνσκι.
Το ταξίδι στο Λονδίνο δεν έγινε αεροπορικώς, όπως είχε προγραμματιστεί, αλλά μέσω σιδηροδρόμου, ώστε να πραγματοποιηθεί μία στάση στο Παρίσι για ένα φιλικό-"ζέσταμα" με αντίπαλο ομάδα του εργοστασίου της "Renault" (στο οποίο είχε δουλέψει ο Σέμπες). Η νίκη με 18-1 τόνωσε την πεσμένη ψυχολογία των Ούγγρων, χωρίς να εξαλείψει το άγχος. «Πριν από άλλα παιχνίδια οι παίκτες συζητούσαμε μεταξύ μας, αλλά αυτή τη φορά επικρατούσε σιωπή», τόνισε ο Παλ Βάρχιντι (έμεινε στον πάγκο στο ματς).

Την ίδια στιγμή, οι Αγγλοι έκαναν το λάθος να υποτιμήσουν τους αντιπάλους τους. Η "Daily Mirror" ενημέρωσε το αγγλικό κοινό πως "η Μπλάκπουλ παίζει με την Ουγγαρία σήμερα" επειδή 4 από τους παίκτες εκείνης της σπουδαίας ομάδας θα ήταν βασικοί στην ενδεκάδα. Μπορεί ο Τομ Φίνεϊ (Sir Thomas "Tom" Finney) να μην έδινε το "παρών" λόγω τραυματισμού, αλλά στο σχήμα βρέθηκε το αστέρι της εποχής, Στάνλεϊ Μάθιους (Stanley Matthews), ο μετέπειτα προπονητής του θριάμβου του 1966, Αλφ Ράμσεϊ (Alf Ramsey), ο αρχηγός της Αγγλίας Μπίλι Ράιτ (Billy Wright), ο Σταν Μόρτενσεν (Stan Mortensen), ο Μπιλ Έκερσλεϊ (Bill Eckersley), ο φημισμένος για την εποχή τερματοφύλακας Τζιλ Μέρικ (Gil Merrick) και η πιο ακριβή μεταγραφή του βρετανικού ποδοσφαίρου (είχε μεταπηδήσει από την Νοτς Κάουντι στη Σέφιλντ Γουένσντεϊ έναντι 34.500 λιρών-41.500 σε ευρώ), ο Τζάκι Σιούελ (Jackie Sewell).
"Υποτιμήσαμε τελείως την πρόοδο που είχε πραγματοποιήσει η Ουγγαρία και όχι μόνο από άποψη τακτικής. Κοίταξα κάτω και παρατήρησα ότι οι Ούγγροι είχαν αυτά τα περίεργα, ελαφριά παπούτσια, με κόψιμο σαν παντόφλες κάτω από τον αστράγαλο. Γύρισα στον μεγάλο Σταν Μόρτενσεν και είπα ‘θα είμαστε εντάξει Σταν, δεν έχουν ούτε κανονική εμφάνιση’", 
παραδέχθηκε μετά από χρόνια ο Ράιτ, ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην ιστορία που έφτασε σε τριψήφιο αριθμό διεθνών συμμετοχών.


 Η υπεροχή της μαγυάρικης σχολής

Η στιγμή που περίμεναν 105.000 φίλαθλοι που βρέθηκαν στις εξέδρες του "Γουέμπλεϊ" και τα εκατομμύρια ακροατών και τηλεθεατών έφτασε. Η Ουγγαρία βρέθηκε στη σέντρα και ο Πούσκας περίμενε το σφύριγμα του διαιτητή κάνοντας ορισμένα κόλπα με την μπάλα που άφησαν άναυδο το αγγλικό κοινό. Η νευρικότητα που συνόδευε την είσοδό τους στον αγωνιστικό χώρο του Γουέμπλεϊ κράτησε μόνο μέχρι το πρώτο άγγιγμα της μπάλας. Όταν το παιχνίδι άρχισε, μέσα σε 90 δευτερόλεπτα η Ουγγαρία είχε δημιουργήσει ήδη μία ευκαιρία και είχε πετύχει ένα πανέμορφο γκολ, τη στιγμή που ο Μπόζικ πέρασε μια μπαλιά στον Χιντεγκούτι που σκόραρε από τη γραμμή της μεγάλης περιοχής. Ο άσος της ΜΤΚ είχε κάνει μία εκπληκτική προσποίηση στον θεωρητικά προσωπικό φρουρό του στο ματς, Χάρι Τζόνστον (Harry Johnston), και με ένα διαγώνιο σουτ άνοιξε το σκορ. Ακολούθησε ακόμα ένα ουγγρικό γκολ που ακυρώθηκε... χαριστικά από τον Ολλανδό διαιτητή, Λέο Χορν (Leo Horn), καθώς και η ισοφάριση των γηπεδούχων με τον Σιούελ, σε αντεπίθεση στο 13’. Οι Ούγγροι δεν πτοήθηκαν και όσο κυλούσε ο χρόνος έδειχναν όλο και πιο συνειδητοποιημένοι σχετικά με το πραγματικό επίπεδο των αντιπάλων τους. Την μπάλα άγγιζαν μόνο πόδια παικτών του Σέμπες, την ώρα που οι Άγγλοι απλώς προσπαθούσαν να παρακολουθήσουν την πορεία τους.

Το αναχρονιστικό 2-3-5 δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει στα ίσια το καινοτόμο 4-2-4 των Ούγγρων και άθελά του, ο Γουόλτερ Γουίντερμποτομ, ο πρώτος άνθρωπος που προπόνησε την εθνική Αγγλίας (μέχρι τότε ρόλο εκλέκτορα είχε μία επιτροπή), εξέθεσε εαυτόν και παίκτες. Ο μόνιμα αφύλακτος Χιντεγκούτι έδωσε εκ νέου προβάδισμα στην Ουγγαρία στο 20’ μετά τραγική παρουσία της αγγλικής άμυνας και στο 24’ ήρθε μία στιγμή απαράμιλλης μαγείας του Πούσκας, με το "γκολ του αιώνα" σύμφωνα με τους συμπατριώτες του, που θα του χάριζε την αθανασία. Ο Τσίμπορ έκανε τη σέντρα στον Πούσκας πάνω στη γραμμή της μικρής περιοχής και καθώς αυτός κοντρόλαρε την μπάλα ο Μπίλι Ράιτ (Billy Wright) έκανε το τάκλιν. Τότε ο Πούσκας πάτησε την μπάλα προς τα πίσω και με μια κίνηση έστειλε την μπάλα στα δίχτυα αφήνοντας τον Ράιτ να προσπαθεί να καταλάβει τι είχε συμβεί.
«Όλοι θυμούνται αυτό το γκολ ...» 
έγραψε στο βιβλίο του ο Πούσκας, 
«αλλά η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να κάνω στην άκρη γρήγορα, αλλιώς ο Ράιτ θα με είχε ποδοπατήσει».
 «Εάν ένας καλός παίκτης έχει την μπάλα πρέπει να έχει την όραση ώστε να εντοπίζει τουλάχιστον τρεις επιλογές. Ο Πούσκας πάντα έβρισκε τουλάχιστον πέντε»θυμάται ο Μπουζάνσκι! 

Όσο μετριοπαθής κι αν είναι, αυτό το γκολ επιβεβαίωσε τη θέση του ως του κορυφαίου ποδοσφαιριστή μιας σπουδαίας ομάδας. Ο «Καλπάζων Συνταγματάρχης», παρατσούκλι που απέκτησε από τον αγγλικό Τύπο μετά από αυτό το ματς, έστω κι αν ακόμα ήταν υπολοχαγός του ουγγρικού στρατού, σημείωσε ακόμα ένα γκολ τρία λεπτά αργότερα βάζοντας έξυπνα το πόδι του σε εκτέλεση φάουλ του Μπόζικ. Ο Μόρτενσεν στο 38’ μείωσε σε 4-2, ωστόσο αυτό το γκολ δεν ήταν ικανό να περισώσει την αγγλική τιμή.
«Δεν είπαμε τίποτα στο ημίχρονο, απλώς είχαμε μείνει άφωνοι. Ο Γουόλτερ μας μιλούσε για τακτικές, αλλά πέρασα 45 λεπτά τρέχοντας πίσω από την μπάλα και δεν την πήρα ποτέ. Μας έκαναν να μοιάζουμε με χαζούς»
εκμυστηρεύθηκε στο "BBC" ο ένας εκ των δύο επιζώντων της Αγγλίας, Τζάκι Σιούελ (ο άλλος είναι ο Τζορτζ Ρομπ).
«Καθώς κατευθυνόμασταν για τα αποδυτήρια στο ημίχρονο, ο κεντρικός αμυντικός μας, Χάρι Τζόνστον, γύρισε και μου είπε: ‘Τζιλ, δεν έχω κλοτσήσει την μπάλα ακόμα! Δεν ξέρω ποιον να μαρκάρω», 
υπερθεμάτισε ο τερματοφύλακας της Αγγλίας, Τζιλ Μέρικ, του οποίου ο προσωπικός εφιάλτης, συνεχίστηκε στο δεύτερο ημίχρονο.

Στο 50ό λεπτό ήταν η σειράς του "εγκεφάλου" της ουγγρικής μηχανής, του Μπόζικ, να χριστεί σκόρερ με άπιαστο σουτ από τα 20 μέτρα, ενώ τρία λεπτά αργότερα ο Χιντεγκούτι έφτασε στο χατ-τρικ μετά από μία πάσα-λόμπα στην πλάτη της άμυνας. Το πέναλτι του Ράμσεϊ στο 57ο  λεπτό απλώς διαμόρφωσε το τελικό σκορ. 6-3 με τα σουτ να είναι 35-5!. Μοναδικό αξιοσημείωτο περιστατικό μέχρι το τέλος ήταν η αντικατάσταση του "λαβωμένου" στο χέρι τερματοφύλακα της Ουγγαρίας με τον Σάντορ Γκέλερ (Sándor Gellér), αν και όπως πολύ εύστοχα τονίζει στην περιγραφή του αγώνα ο Τζέφρι Γκριν « … σε εκείνο το σημείο η παρουσία ενός Ούγγρου τερματοφύλακα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μία τυπική υποχρέωση»!


Η τακτική ανωτερότητα των Ούγγρων κόντρα στο πεπαλαιωμένο WM

Το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή βρήκε τους Άγγλους φιλάθλους στις εξέδρες να χειροκροτούν μεν τους κυρίαρχους Μαγυάρους, αλλά και να αναρωτιούνται πως συνέβη αυτό το κυριολεκτικά πρωτόγνωρο "στραπάτσο". Οι 11 Άγγλοι ποδοσφαιριστές στον αγωνιστικό χώρο, ο Γουίντερμποτομ και οι λοιποί ποδοσφαιράνθρωποι που παρακολούθησαν τον αγώνα δεν είχαν την ίδια απορία. Το μήνυμα ήταν σαφέστατο και δεν επιδεχόταν αμφισβήτησης. Η αλλαγή σελίδας στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο είχε γίνει, ωστόσο οι απομονωμένοι Άγγλοι δεν άκουσαν το προ ετών προειδοποιητικό καμπανάκι και έχασαν το τρένο της αλλαγής.

Η Αγγλία παρατάχθηκε στον αγωνιστικό χώρο του "Γουέμπλεϊ" σε σχηματισμό WM (2-3-5, με τον Χάρι Τζόνσον να οπισθοχωρεί όταν η Αγγλία αμυνόταν και να το μετατρέπει σε 3-2-5). Χρησιμοποίησε δηλαδή το σύστημα που εισήγαγε ο Χέρμπερτ Τσάπμαν στην κραταιά Άρσεναλ των μέσων της δεκαετίας του 1920! Την ίδια στιγμή, η Ουγγαρία παρατάχθηκε με ένα ριζοσπαστικό 4-2-4, τη μετεξέλιξη του WW που ανέπτυξε ο Μάρτον Μπούκοβι (πρώην προπονητής του Ολυμπιακού) στην ΜΤΚ στα τέλη του ’40, το οποίο ήταν η μετεξέλιξη του WM!

Η ρηξικέλευθη υπόσταση του ουγγρικού 4-2-4 άρχισε από τον άνθρωπο που δεν αποτυπώνεται σε αυτό το σύστημα, τον ίδιο τον τερματοφύλακα. Ο Γκρόσιτς ήταν ένας από τους πρωτοπόρους τερματοφύλακες που έπαιζαν και σε ρόλο λίμπερο μακριά από την εστία στη διάρκεια, αποτελώντας μία αριθμητική προσθήκη στην αμυντική γραμμή της Ουγγαρίας. Ο τεχνικός των Μαγυάρων κατάλαβε το μειονέκτημα που υπάρχει όταν τρεις αμυντικοί τίθενται αντιμέτωποι με πέντε επιθετικούς και όταν η Ουγγαρία υπερασπιζόταν την εστία, ακόμα ένας παίκτης από το κέντρο αναλάμβανε να βοηθήσει στα μετόπισθεν, σχηματίζοντας τετράδα.


Η μεγαλύτερη καινοτομία, όμως, του συστήματος, αφορά το δημιουργικό κομμάτι. Το WW ήταν επιθετικογενές σύστημα, αλλά έπασχε στην ανάπτυξη. Γι’ αυτό ο Μπούκοβι έφερε πίσω τον κεντρικό επιθετικό, ο οποίος άρχιζε την κίνησή του από τη μεσαία γραμμή και λειτουργούσε ως "δεκάρι", με τέσσερις παίκτες να του δίνουν άμεσες επιλογές στην εμπροσθοφυλακή (σύστημα 3-2-1-4). Αυτός ο πλασματικός μέσος στην Ουγγαρία ήταν ο Χιντεγκούτι, ο οποίος φορούσε τη φανέλα με το νούμερο 9 και έτσι ο Τζόνστον ως κεντρικός αμυντικός της Αγγλίας όφειλε να τον μαρκάρει. Ο φορ της ΜΤΚ, έχοντας δουλέψει αρκετά αυτόν τον ρόλο τα τελευταία δύο χρόνια, τραβούσε τον Τζόνστον αρκετά μακριά από την αγγλική περιοχή, αφήνοντας άπλετο χώρο σε Πούσκας και Κότσις να μεγαλουργήσουν. Ο ίδιος, βασισμένος στα δικά του προσόντα, εξουδετέρωνε τον Αγγλο διεθνή που βρισκόταν έξω από τα νερά του και δεν γνώριζε εάν σε αυτόν το χώρο κοντά στη σέντρα θα πρέπει να μαρκάρει man-to-man ή με ζώνη. Ως αποτέλεσμα, ο μεν Χιντεγκούτι σημείωσε χατ-τρικ, ο δε Τζόνστον δεν ξανακλήθηκε ποτέ στην εθνική!

Ανάλογες δυσκολίες αντιμετώπισαν οι Άγγλοι και στα μαρκαρίσματα των Κότσις και Πούσκας. Οι δύο διεθνείς φορούσαν τις φανέλες 8 και 10 αντιστοίχως και βάσει των αγγλικών... κριτηρίων θα έπρεπε να αγωνίζονται σε θέσεις περιφερειακών, κεντρικών κυνηγών. Αυτό γέννησε ερωτήματα σχετικά με το ποιος θα τους μαρκάρει, με τελική κατάληξη να μην τους σταματήσει κανείς. Οι απίστευτες αγκυλώσεις της αγγλικής ομάδας σε συνδυασμό με τις συνεχείς εναλλαγές θέσεων στην ουγγρική επιθετική πεντάδα δημιούργησαν μία χαώδη υπεροχή των Μαγυάρων, η οποία ήταν αυταπόδεικτη κατά τη ροή του αγώνα. "Εξαιτίας της τακτικής κέρδισε η Ουγγαρία. Ο αγώνας ανέδειξε μια σύγκρουση ανάμεσα σε διατάξεις και όπως συμβαίνει συνήθως, η νεότερη και πιο ανεπτυγμένη διάταξη επικράτησε", σημείωσε ο Γένο Μπουζάνσκι.

Αυτά όσον αφορά στο στήσιμο των ομάδων, διότι η εκπληκτική νίκη της "Χρυσής Ομάδας" οφείλεται και στη φιλοσοφία της. Το 4-2-4 δεν θα λειτουργούσε τόσο άρτια αυτά τα 6 χρόνια επιτυχιών και δεν θα κατέληγε σε μία 50άδα αγώνων από τον Μάιο του 1950 μέχρι την Ουγγρική Επανάσταση του 1956 με 42 νίκες, 7 ισοπαλίες και μοναδική ήττα στον τελικό του Μουντιάλ (καθώς και τον απίθανο αριθμό των 215 γκολ υπέρ) εάν δεν διεπόταν από κάποιες βασικές συνθήκες. Βασικότερη εξ αυτών ήταν η πάσα με τη μία από παίκτες που έτρεχαν περισσότερο όταν βρίσκονταν μακριά από την μπάλα. Η κίνηση υποχρεωτικά ήταν ασταμάτητη και εξαντλώντας τους χώρους ευθύνης τους, οι Ούγγροι τους καταργούσαν και αναλάμβαναν αυτούς των συμπαικτών τους, προκαλώντας σύγχυση στους αντιπάλους. Αυτό ακριβώς το all-around παιχνίδι παρακολούθησε ολόκληρος ο πλανήτης τελειοποιημένο και με την ονομασία total football δύο δεκαετίες αργότερα από την Ολλανδία.

Ο απόηχος του "Γουέμπλεϊ"

Οι Μαγυάροι θριαμβευτές αποθεώθηκαν από τη στιγμή που ο Χορν σφύριξε για τελευταία φορά μέχρι και την επιστροφή τους στην πατρίδα. Οι Άγγλοι φίλαθλοι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και καταχειροκρότησαν τους φιλοξενούμενους για τα μαθήματα ποδοσφαίρου που τόσο απλόχερα τους είχαν χαρίσει. Στον ενδιάμεσο σταθμό για Βουδαπέστη, στο Παρίσι, η ουγγρική ομάδα γνώρισε επίσης την αποθέωση από Γάλλους φιλάθλους, ενώ στην ταραγμένη από τα πολιτικά γεγονότα Ουγγαρία περίπου 150.000 φίλαθλοι υποδέχθηκαν την "Χρυσή Ομάδα" στον σιδηροδρομικό σταθμό.

Την ίδια ώρα οι Άγγλοι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν όσα διδάχθηκαν. Σε πρώιμο στάδιο αλλάζοντας την εμφάνισή τους με τα μακριά σορτσάκια και το κόψιμο σε σχήμα κολάρου στην μπλούζα και υιοθετώντας το σχήμα V των Ούγγρων. Δεκατρία χρόνια αργότερα ο προπονητής πλέον Αλφ Ράμσεϊ σόκαρε την αγγλική κοινή γνώμη στοχεύοντας στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966 δίχως να στηρίζεται σε ακραίους επιθετικούς, τακτική που ακολουθούσε η Ουγγαρία. Παραδειγματίστηκε και από ακόμα μία πρακτική του Σέμπες, συνθέτοντας μία ομάδα βασισμένη σε έναν σύλλογο κι έτσι η Αγγλία του 1966 περιείχε τρεις παίκτες της Γουέστ Χαμ (Μπόμπι Μουρ, Τζεφ Χαρστ, Μάρτιν Πίτερς). Τα αποτελέσματα γνωστά.

Ένας ακόμα άνθρωπος του ποδοσφαίρου που έγινε μετέπειτα ομοσπονδιακός τεχνικός της Αγγλίας και παρακολούθησε το ματς (αλλά από τις εξέδρες), ο Ρον Γκρίνγουντ, επέλεξε 6 παίκτες της Λίβερπουλ (Ρέι Κλέμενς, Φιλ Νιλ, Έμλιν Χιουζ, Τέρι Μακντέρμοτ, Ρέι Κένεντι και Ίαν Κάλαχαν) σε αναμέτρηση κόντρα στην Ελβετία. Σημαντικές ήταν οι επιρροές του αγώνα και για έναν 20χρονο επιθετικό της Φούλαμ που βρέθηκε στις εξέδρες και μετέπειτα σερ και τεχνικό της Ίπσουιτς, της Μπαρτσελόνα, της Πόρτο, της Αϊντχόφεν, της Νιούκαστλ και φυσικά της Αγγλίας, μεταξύ άλλων, του Μπόμπι Ρόμπσον. "Το παιχνίδι είχε τεράστια επίδραση όχι μόνο σε μένα, αλλά και σε όλους μας. Μόνο αυτό το ματς ήταν αρκετό για να αλλάξουμε τη σκέψη μας. Πιστεύαμε ότι θα διαλύσουμε αυτήν την ομάδα, η Αγγλία στο ‘Γουέμπλεϊ’, ότι ήμασταν κυρίαρχοι, ότι ήταν μαθητούδια. Ήταν ακριβώς το αντίθετο", τόνισε ο αείμνηστος Άγγλος τεχνικός.

Ακόμα μία ιστορική φυσιογνωμία του ποδοσφαίρου εκμεταλλεύθηκε από τον αγώνα του Λονδίνου. Ο λόγος για τον περίφημο Αυστριακό αθλητικογράφο Βίλι Μάισλ, αδερφό του τεχνικού της αυστριακής Wunderteam (η "μούσα" της Ουγγαρίας), Ούγκο. Ο Μάισλ διαισθάνθηκε ότι το βρετανικό ποδόσφαιρο είχε φτάσει σε ένα τέλμα τακτικής και είχε έρθει η ώρα να βγει από αυτό και το 1956 συνέγραψε το βιβλίο "Soccer Revolution". Ο καυστικός υπότιτλος αφήνει σαφείς υπόνοιες για την πηγή έμπνευσής του: "Η Μεγάλη Βρετανία δίδαξε τον κόσμο πώς να παίζει και να απολαμβάνει το ποδόσφαιρο σε διεθνές επίπεδο, ώστε αργότερα να διδαχθεί πολλάκις ένα σκληρό μάθημα από πρώην μαθητές". Στο βιβλίο υποστηρίζει ότι η Ουγγαρία δεν ήταν ένα "πυροτέχνημα" ή μία τυχαία και μοναδική συνύπαρξη χαρισματικών παικτών, αλλά ήταν η επίδειξη της τακτικής και τεχνικής ανωτερότητας της ηπειρωτικής Ευρώπης σε κάτι που η Βρετανία θεωρούσε αλαζονικά ως άθλημά της.

Ο θριαμβευτικός επαναληπτικός

Έξι μήνες αργότερα, στις 23 Μαΐου του 1954, οι δύο ομάδες συναντήθηκαν εκ νέου σε φιλικό επίπεδο, αυτή τη φορά στη Βουδαπέστη στο «Νεπστάντιον» (Népstadion =Στάδιο του Λαού), σε μία άτυπη ρεβάνς του αγώνα στο Λονδίνο. Ο επαναληπτικός ήταν το τελευταίο παιχνίδι προετοιμασίας των δύο χωρών πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ελβετίας. Πάνω από 1.000.000 Ούγγροι είχαν αιτηθεί εισιτήριο για το παιχνίδι, αριθμός που ανερχόταν στο 1/10 του πληθυσμού της χώρας. Μόλις 105.000 άτομα (ο ανεπίσημος αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος) κατόρθωσαν να μπουν στο νεότευκτο "Νεπστάντιον" και αρκετές χιλιάδες κόσμου παρέμειναν καθηλωμένοι έξω από τις θύρες. Υπάρχουν ιστορίες ότι οπαδοί μέσα από το γήπεδο χρησιμοποιούσαν... ταχυδρομικά περιστέρια (που είχαν κρύψει κάτω από τα παλτά τους) για να στείλουν τα εισιτήριά τους σε φίλους που περίμεναν απ’ έξω. 


Αποτέλεσμα; Ακόμα μεγαλύτερο έπος για την "Aranycsapat". Επιβλητική εμφάνιση και σκορ 7-1 που μέχρι και σήμερα αποτελεί την πιο βαριά ήττα της Αγγλίας. Ο Μιχάλι Λάντος (Mihály Lantos) άνοιξε το σκορ, ο Φέρεντς Πούσκας σκόραρε δις, άλλες τόσες ο Σάντορ Κότσις και από μία οι Νάντορ Χιντεγκούτι και Γιόζεφ Τοτ (József Tóth). Για τους φιλοξενούμενους είχε μειώσει σε 6-1 ο Αϊβορ Μπρόντις (Ivor Broadis). Στο τέρμα βρέθηκε και πάλι εκτεθειμένος ο Τζιλ Μέρικ, ο οποίος παρότι θεωρείτο ο κορυφαίος Άγγλος τερματοφύλακας της εποχής, απέκτησε το παρατσούκλι "Ο Κύριος 13", για τα γκολ που δέχθηκε σε αυτά τα δύο ματς. Στη θέση του Χάρι Τζόνστον στην αμυντική τριπλέτα που σχημάτιζε με τον Αλφ Ράμσεϊ και τον Μπίλι Ράιτ, πέρασε ο Σιντ Όουεν (Syd Owen). Στην επιστροφή του από τη Βουδαπέστη, μία εβδομάδα μετά το ματς, η ομάδα του Λούτον, αντιμετώπιζε την Γουέστ Χαμ του Μάλκολμ Άλισον (Malcolm Allison). Όταν ο Άλισον τον ρώτησε πως ήταν το παιχνίδι της Ουγγαρίας, ο Όουεν απάντησε: "Μάλκολμ, ήταν σαν να παίζουν άτομα από το διάστημα".


Θρυλικές ατάκες του Πούσκας


  • Για την Ουγγαρία: "Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων αρχίσαμε να παίζουμε πραγματικά καλό ποδόσφαιρο. Ήταν ένα πρωτότυπο του total football: όταν ήμασταν στην επίθεση, έπαιζαν όλοι επίθεση, όταν ήμασταν στην άμυνα, ήταν το ίδιο".
  • Για το παιχνίδι του 1953: "Εκπλαγήκαμε που δεν μας επετράπη να προπονηθούμε στο 'Γουέμπλεϊ' για τον αγωνιστικό χώρο του οποίου είχαμε ακούσει τόσα πολλά. Βγήκαμε στο γήπεδο με τα παπούτσια και το αισθανόμασταν πολύ μαλακό. Προπονηθήκαμε στο γήπεδο της ΚΠΡ, που ήταν σαν εξοχή".
  • "Θα έλεγα ψέματα εάν ισχυριζόμουν ότι δεν ήμουν νευρικός τη μέρα του αγώνα. Βάλαμε τα δυνατά μας για να γελάσουμε λίγο και να ξεχάσουμε τη σημασία του αγώνα. Βρισκόμουν έξω από τα αποδυτήρια και στεκόμουν σε έναν πάγκο, όταν είδα τον δεξιό επιθετικό της Αγγλίας Έντι Τέιλορ, που επίσης δεν ήταν πολύ ψηλός. Γύρισα πίσω στα αποδυτήρια και είπα στα παιδιά: ‘Ακούστε, θα είμαστε εντάξει. Έχουν έναν που είναι ακόμα πιο κοντός κι από μένα’"
  • "Πιστεύω το αγαπημένο γκολ στην καριέρα μου ήταν το πρώτο μου στον αγώνα, το ‘πάτημα’. Δεν ξέρω από πού προήλθε. Ήταν κάτι που το έκανα ως παιδί, αλλά δεν το εξάσκησα ποτέ. Ήταν ενστικτώδες. Το παιχνίδι μου δεν είχε πολλά εντυπωσιακά κολπάκια. Μου άρεσαν τα απλά πράγματα στο γήπεδο, οι απλές λύσεις, οι γρήγορες, εύκολες κινήσεις. Όλοι λάτρεψαν αυτό το γκολ και είναι ίσως αυτό για το οποίο είμαι περισσότερο γνωστός, αλλά η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να φύγω από εκεί γρήγορα, αλλιώς ο Μπίλι Ράιτ θα με ποδοπατούσε".
  • Για το ταξίδι της επιστροφής: "Όταν φτάσαμε στο Παρίσι για να αλλάξουμε τρένο, η υποδοχή ήταν απίστευτη. Ήταν σαν να είχαν κερδίσει οι ίδιοι (σ.σ. οι Γάλλοι). Δεν ήταν μικρό πράγμα να βάλεις έξι γκολ κόντρα στην Αγγλία στο Λονδίνο. Ήταν ένα φανταστικό ματς και η καλύτερη ομάδα νίκησε. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι όλοι όσοι συναντήσαμε στην Αγγλία χαιρέτησαν τη νίκη δίχως δισταγμό".

Μνημείο για αυτήν την ομάδα στη πόλη Ζέγκεντ στη νότια Ουγγαρία

Ο θαυμασμός των Άγγλων


  • Τομ Φίνεϊ (δεν έπαιξε λόγω τραυματισμού): "Έφυγα από το γήπεδο αναρωτώμενος τι κάναμε όλα αυτά τα χρόνια"
  • Μπόμπι Ρόμπσον: "Είδαμε ένα καινούργιο στυλ παιχνιδιού, ένα σύστημα που δεν είχαμε ξαναδεί. Κανείς από αυτούς τους παίκτες δεν μας έλεγε κάτι. Δεν ξέραμε για τον Πούσκας. Όλοι αυτοί οι φανταστικοί παίκτες, ήταν Αρειανοί για εμάς. Έρχονταν στην Αγγλία και η Αγγλία ποτέ δεν είχε ηττηθεί στο ‘Γουέμπλεϊ’. Θα έπρεπε να είναι θρίαμβος 3-0, 4-0 ίσως και 5-0 επί μιας μικρής χώρας που μόλις έκανε το ξεπέταγμά της στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Αποκαλούσαν τον Πούσκας ‘καλπάζοντα συνταγματάρχη’ επειδή ήταν στον στρατό. Πώς γίνεται αυτός ο τύπος που υπηρετεί στον ουγγρικό στρατό να έρθει στο ‘Γουέμπλεϊ’ και να μας πυροβολήσει έτσι; Με τον τρόπο που έπαιξαν, με την τεχνική αρτιότητα και την εμπειρία το WM μας κατατροπώθηκε μέσα σε ενενήντα λεπτά ποδοσφαίρου"
  • Τζάκι Σιούελ: "Φυσικά και ο κόσμος πίστευε ότι θα νικούσαμε, αλλά πήραμε ένα καλό μάθημα. Δεν νομίζω ότι ήμασταν κακοί, αλλά αυτοί ήταν εξαιρετικοί. Εύκολα η καλύτερη ομάδα που είδα ποτέ να παίζει ποδόσφαιρο. Η κίνησή τους ήταν απίστευτη. Πάσαραν γύρω μας όλη τη μέρα. Έκαναν συνεχώς τρίγωνα, πάσαραν κι έφευγαν, αυτό που προσπαθούν να κάνουν όλοι τη σημερινή εποχή. Κανείς, όμως, δεν το έκανε τότε, κανείς δεν το είχε ξανασυναντήσει".
  • Στάνλεϊ Μάθιους (στην αυτοβιογραφία του): "Γράφτηκε ιστορία στο ‘Γουέμπλεϊ’. Η Ουγγαρία συνδύαζε δύο στυλ. Το βρετανικό τρέξιμο και το κοντινό passing game που αναπτυσσόταν ευρέως στη Νότια Αμερική. Επρόκειτο για έναν ευφάνταστο συνδυασμό ελέγχου της μπάλας, ταχύτητας κίνησης και διορατικότητας που πλέχτηκαν μαζί και συνέθεσαν ένα είδος ποδοσφαίρου τόσο πρωτοποριακό, όσο και παραγωγικό. Πολύ πριν το τελικό σφύριγμα του διαιτητή, η δόξα του ποδοσφαιρικού παρελθόντος μας είχε πεθάνει".

Ο Άγγλος δάσκαλος των Ούγγρων

Από τις εξέδρες του "Γουέμπλεϊ" παρακολούθησε το παιχνίδι και ο Τζίμι Χόγκαν, ο 71χρονος προπονητής των ακαδημιών της Αστον Βίλα, μαζί με τους μαθητές του. Από εκείνο το βράδυ και μέχρι το 1974, όταν απεβίωσε σε ηλικία 91 ετών, ο συγκεκριμένος θεατής αναγκάστηκε να ζήσει με την υποβόσκουσα κατηγορία του προδότη της πατρίδας του. Ο πρώτος που τον υπέδειξε ως... ένοχο, ήταν ο ίδιος ο πρόεδρος της ουγγρικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, Σάντορ Μπετς, όταν μετά το τέλος του αγώνα δήλωσε: "Ο Τζίμι Χόγκαν μας δίδαξε όλα όσα γνωρίζουμε για το ποδόσφαιρο".


Αν και πατριώτης από ιδεολογία, ο Χόγκαν δεν μπορούσε να διαφωνήσει, δεν μπορούσε να απαρνηθεί το... βεβαρημένο παρελθόν του. Γυρολόγος της προπονητικής από το 1910, αλλά στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ποδοσφαιριστής χωρίς περγαμηνές, στη δύση της καριέρας του συμμετείχε σε ένα τουρνουά της Μπόλτον στην Ολλανδία, όπου αντιμετώπισε την Ντορντρέχτη. Ο Χόγκαν δεν ακολούθησε τους "τρότερς" στην Αγγλία, αφού ενημέρωσε τους συμπαίκτες του πως "θα τους μάθω πώς να παίζουν". Ουδείς τον πήρε στα σοβαρά, αλλά στα 30 του έγινε ο νεαρότερος Βρετανός προπονητής που ανέλαβε μόνιμη θέση προπονητή στην ηπειρωτική Ευρώπη.

Πέρασε από Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Ουγγαρία, Γαλλία ακόμα και από Αφρική και δίδαξε total football γενεές ολόκληρες πριν τον Γιόχαν Κρόιφ και τον Ρίνους Μίχελς. Συνεργάστηκε με τον Ούγκο Μάισλ και δημιούργησαν μαζί την αξεπέραστη Wunderteam, την εθνική Αυστρίας της δεκαετίας του ’30, η οποία σε φιλικό στο "Στάμφορντ Μπριτζ" το 1932 είχε δυσκολέψει την Αγγλία και είχε ηττηθεί μόλις με 4-3. Στην Ουγγαρία εργάστηκε στην ΜΤΚ σε μία περίοδο όπου αφομοίωναν προπονητικές τακτικές (με τις ιδιότητες των ποδοσφαιριστών) οι Μάρτον Μπούκοβι και Γκούσταβ Σέμπες.


Μεταξύ των μαθητών του σπουδαία ονόματα της προπονητής, όπως ο Γερμανός Χέλμουτ Σεν (κατέκτησε το Μουντιάλ του 1974 με τη Δυτική Γερμανία), ο Τόμι Ντόχερτι τον καιρό που ήταν στη Σέλτικ, ο Ρον Άτκινσον από την Άστον Βίλα, ενώ μαζί του στις εξέδρες του "Γουέμπλεϊ" ήταν και ο Ιρλανδός ακραίος επιθετικός Πίτερ Μακπάρλαντ.

Η επιστροφή του στην Αγγλία έγινε υπό τις χειρότερες συνθήκες, αφού πλέον ήταν δακτυλοδεικτούμενος. Ουδείς πήρε στα σοβαρά την ευρωπαϊκή περιπέτειά του και δούλεψε για λίγα χρόνια δίχως επιτυχία στην πρώτη ομάδα της Φούλαμ και της Άστον Βίλα, μέχρι να αποσυρθεί από το προσκήνιο. Είχε προλάβει να βάλει τις βάσεις για την ποδοσφαιρική εξέγερση της ηπειρωτικής Ευρώπης, η οποία δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της με τον πιο εμφατικό τρόπο: με τη συντριβή της Αγγλίας από την Ουγγαρία μέσα στο Λονδίνο...

Κατά κάποιο τρόπο το 1954 ήταν περισσότερο σημαντικό διότι απέδειξε ότι αυτό που συνέβη στο Γουέμπλεϊ δεν ήταν περιστασιακό. Εκείνες τις γκρίζες μέρες το ποδόσφαιρο ήταν αυτό που ένωνε τους ανθρώπους στην Ουγγαρία. Αυτή η νίκη με 7-1, ωστόσο, ήταν το ζενίθ της «χρυσής ομάδας». Η Ουγγαρία ήταν δίχως αμφιβολία η καλύτερη ομάδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, αλλά με τον Πούσκας τραυματία, το προβάδισμα των δύο γκολ ανατράπηκε και η Δυτική Γερμανία στέφθηκε πρωταθλήτρια κόσμου. 
«Η αντίδραση στην Ουγγαρία ήταν φριχτή ...» 
διηγείται ο Γκρόσιτς. 
«Εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου ξεχύθηκαν στους δρόμους μετά το παιχνίδι. Με το πρόσχημα του ποδοσφαίρου, διαδήλωναν ανοικτά ενάντια στο καθεστώς. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο πικρή που μπορούσες να την αισθανθείς μήνες μετά. Σε εκείνες τις διαδηλώσεις πιστεύω ότι βρίσκονται οι βάσεις της εξέγερσης του 1956».

 Τα σοβιετικά τανκ αποτελείωσαν την «Αρανίτσαπατ»
Η επανάσταση και η επέμβαση των σοβιετικών τανκ αποτελείωσαν την «Αράντσιπατ», μολονότι είναι αλήθεια ότι η εικόνα της είχε αρχίσει να ξεθωριάζει καιρό πριν. Η Χόνβεντ και η ΜΤΚ πήραν τους παίκτες τους σε ευρωπαϊκές περιοδείες για να τους απομακρύνουν από τις συγκρούσεις και η πρώτη δέχτηκε μια μακροπρόθεσμη πρόσκληση για περιοδεία στη Βραζιλία, παρά την αντίθεση του Υπουργείου Αθλητισμού της Ουγγαρίας. Όταν επέστρεψαν στη Βιέννη τούς είπαν ότι θα κατηγορηθούν για την απουσία τους. 


Δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί αποφάσισαν να μείνουν μακριά, προτιμώντας να υπογράψουν σε ομάδες της Δυτικής Ευρώπης. Ο Πούσκας κατέληξε στη Ρεάλ Μαδρίτης, ο Κόκτσις και ο Τσίμπορ στην Μπαρτσελόνα και η Ουγγαρία δεν ήταν ποτέ ξανά εξίσου καλή. Ελάχιστοι ξέρουν ότι ο αείμνηστος Δημήτρης Καρέλλας τούς έφερε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Εθνικού Πειραιά αμέσως μετά τη φυγή τους στη Δύση. Όμως το τέως ΠΟΚ, μόλις συνειδητοποίησε τον μεγάλο κίνδυνο που διαγραφόταν, συνασπίστηκε και εμπόδισε την ΕΠΟ να τους βγάλει δελτία! Πόσο διαφορετικό θα ήταν το ελληνικό ποδόσφαιρο σε αντίθετη περίπτωση; Οι αναμνήσεις αποτελούν ακόμα έναν δεσμό για τους Ούγγρους. 
«Το 1997 ήμουν με τον Πούσκας, τον Γκρόσιτς και τον Χιντεγκούτι ...» 
θυμάται ο Μπουζάνσκι. 
«Ήμασταν στις ΗΠΑ και πηγαίναμε προς τον Καναδά πετώντας από την Τάμπα. Οι υπεύθυνοι που έλεγξαν τα διαβατήριά μας ήξεραν όλοι ποιοι ήμασταν και μετά στην αίθουσα αναχώρησης ήρθε ένας τύπος για να μας μιλήσει. Θυμόταν έναν προς έναν όλους τους παίκτες της εθνικής Ουγγαρίας από το παιχνίδι του 1953 και ήταν μόλις 43 ετών. Δεν είχε καν γεννηθεί τότε! Στο Τορόντο ήμασταν προσκεκλημένοι σε μια εκδήλωση από έναν Άγγλο εκατομμυριούχο. Μετά τις συστάσεις, είπε ότι ήταν περήφανος που βρισκόταν στον αγωνιστικό χώρο στις 25 Νοεμβρίου 1953. Δείξαμε μπερδεμένοι και μας εξήγησε ότι ήταν ένα από τα παιδιά για τις μπάλες. Είπε ότι ήταν τιμή του μόνο και μόνο που ήταν παρών στο παιχνίδι στο οποίο γράφτηκε πραγματική Ιστορία».
Από την SpotrDay της Κυριακής, 25 Νοεμβρίου 2007 και το contra.gr