Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Ράικο Μίτιτς

O Γιουγκοσλάβος σέρβικης καταγωγής κεντρικός επιθετικός Ράικο Μίτιτς (Rajko Mitić), γεννήθηκε στις 19 Νοεμβρίου του 1922, στο Ντόλατς, ένα χωριό της νότιας Σερβίας, περίπου 20 χλμ. ανατολικά της Νις.  Ξεκίνησε την καριέρα του το 1936 στην Κοσούτνιακ Βελιγραδίου και μετά από 2 χρόνια μεταπήδησε στον τότε μεγάλο σύλλογο της Γιουγκοσλαβικής πρωτεύουσας, την BSK Βελιγραδίου, κερδίζοντας ένα πρωτάθλημα. Ωστόσο, η ομάδα που μεγαλούργησε ήταν ο Ερυθρός Αστέρας. Αγωνίστηκε με τους «ερυθρόλευκους» για 14 χρόνια, κατακτώντας 4 πρωταθλήματα και 4 Κύπελλα Γιουγκοσλαβίας. Με την Εθνική Γιουγκοσλαβίας, κέρδισε το ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1948 και του 1952 και πήρε μέρος στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1950 και 1954. Ως προπονητής του Ερυθρού Αστέρα πανηγύρισε 2 πρωταθλήματα και 1 Κύπελλο, το διάστημα μεταξύ 1960-1966 ενώ στη συνέχεια ανέλαβε τεχνικός της εθνικής Γιουγκοσλαβίας από το 1966 μέχρι το 1970. Μεγαλύτερή του επιτυχία, ως προπονητής, είναι η συμμετοχή στον χαμένο τελικό του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος του 1968. Το γήπεδο του Ερυθρού Αστέρα, έχει πάρει τ’ όνομά του προς τιμή του.


Πριν γίνει το μεγάλο αστέρι του Ερυθρού Αστέρα, είχε ξεκινήσει τη καριέρα του το 1937 με την Κοσούτνιακ Βελιγραδίου. Τον Μάιο του 1938, μεταγράφηκε στη BSK του Βελιγραδίου, για την οποία αγωνίστηκε από το 1938 έως το 1944, αρχικά στην ομάδα Νέων του συλλόγου, με την οποία αναδείχθηκε και πρωταθλητής του αντίστοιχου πρωταθλήματος. Δύο χρόνια αργότερα, το 1940, έκανε το ντεμπούτο του ως επιθετικός για την πρώτη ομάδα, όπου σκόραρε δύο γκολ. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος σταμάτησε οποιαδήποτε δραστηριότητα του ποδοσφαίρου, αλλά συνέχισε να παίζει μέχρι το 1944, υπηρετώντας μάλιστα ως μηχανικός μαζί με άλλους Γιουγκοσλάβους παίκτες όπως ο Πρέντραγκ Ντάγιτς (Predrag Đajić) και ο Γιόβαν Γιέζερκιτς (Jovan Jezerkić).


Στις 4 Μαρτίου του 1945, ιδρύθηκε ο Ερυθρός Αστέρας και ο Ράικο Μίτιτς σύντομα έγινε ο αρχηγός της ομάδας, φορώντας την ερυθρόλευκη στολή για 14 περιόδους. Για τον Ερυθρό Αστέρα σκόραρε 262 γκολ σε 572 αγώνες. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους σκόρερ του Αστέρα και έγινε ιδιαίτερα γνωστός στους φιλάθλους. Η δημοτικότητά του στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ξεπέρασε τα στενά πλαίσια της πατρίδας του και ήταν πιο διάσημος από τους  συμπαίκτες του, όντας επίσης γνωστός ως ένας αξέχαστος αρχηγός του Ερυθρού Αστέρα.


Ως αρχηγός και ηγέτης της ομάδας, κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα (1951, 1953, 1956, 1957 και 1959) και 4 Κύπελλα (1948, 1949, 1950 και 1958) Γιουγκοσλαβίας. Μια από τα πιο δυνατές αναμνήσεις του ήταν ο πρώτος τίτλος πρωταθλήματος, που κατακτήθηκε με ένα δραματικό φινάλε, όταν η πρώτη της βαθμολογίας Ντιναμό του Ζάγκρεμπ, έχασε το προβάδισμά της, ύστερα από ήττες τις τρεις τελευταίες αγωνιστικές. Ένα άλλο μεγάλο επίτευγμα στην καριέρα του Ράικο Μίτιτς, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η κατάκτηση του Κυπέλλου τρεις φορές στη σειρά. Ο ίδιος σχεδόν ποτέ δεν έλειψε από κανένα παιχνίδι, με εξαίρεση το 1947, όταν έπρεπε να υποβληθεί σε εγχείρηση μηνίσκου στο γόνατο. Στις 29 Νοεμβρίου του 1958, επισήμως αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο στην ηλικία των 36 ετών.


Ως αρχηγός, μνημειώδη είναι δύο περιστατικά, που είχαν διχάσει τους φιλάθλους. Κατ' αρχάς, όταν υποχρέωσε τον καλύτερο του φίλο, τον Μπράνκο Στάνκοβιτς (Branko Stanković) να εγκαταλείψει έναν αγώνα λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Η δεύτερη ήρθε στις 7 Απριλίου του 1957, εναντίον της Χάιντουκ στο Σπλιτ, όταν απέσυρε όλη την ομάδα έξω από το γήπεδο όταν μια πέτρα που ρίχτηκε από έναν δυσαρεστημένο οπαδό του Ερυθρού Αστέρα από τις κερκίδες, χτύπησε τον συμπαίκτη του Μπόρα Κόστιτς (Bora Kostić) στο κεφάλι. Στο 71ο λεπτό του προαναφερθέντος αγώνα, το αποτέλεσμα ήταν 1-1. Η πειθαρχική επιτροπή της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, τιμώρησε όλους τους παίκτες του Ερυθρού Αστέρα, εκτός τον Βλαντιμίρ Μπεάρα (Vladimir Beara) και τον Κόστιτς, για ένα μήνα. Ο σύλλογος δεν άσκησε έφεση κατά της απόφασης και ο Ράικο Μίτιτς έκανε την πιο θετική εντύπωση σχετικά με την προβληματική εικόνα του ποδοσφαίρου.


Ως ένας μεγάλος αντίπαλος του αθέμιτου παιχνιδιού, ποτέ δεν τράβηξε αντίπαλό του από τη φανέλα, ή έπεσε σκοπίμως από μαρκάρισμά τους με σκοπό να εκβιάσει τιμωρία. Ο αγωνιστικός χώρος για τον Ράικο Μίτιτς ποτέ δεν ήταν ένας χώρος ανταγωνισμού στη δύναμη, καθώς ο ίδιος ήταν μικροκαμωμένος, αλλά ένα μέρος για παιχνίδι. Αγαπούσε το ποδόσφαιρο, διαδίδοντας την αγάπη του και στους συμπαίκτες του και ήταν ευτυχής να διαδώσει την αγάπη του για την εθνική ομάδα στους συμπαίκτες του, στους αντιπάλους του, αλλά και στους οπαδούς όλων των ομάδων. Υπήρξαν πολλοί, ίσως καλύτεροι παίκτες στην γενιά του, περισσότερο ικανοί, αλλά ο Ράικο Μίτιτς ήταν μοναδικός λόγω του συνδυασμού των εξαιρετικών δυνατοτήτων που είχε ως ποδοσφαιριστής και άνθρωπος με το αθλητικό πνεύμα του.


Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους παίκτες στην ιστορία του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου, όντας ο ένας από τους μόλις 5 παίκτες που τους έχει απονεμηθεί το «zvezde Zvezdine» (Αστέρι του Ερυθρού Αστέρα). Το Στάδιο του Ερυθρού Αστέρα, το μεγαλύτερο στάδιο στο Βελιγράδι, επίσημα ονομάζεται “Stadion Rajko Mitić” προς τιμή του! Για την εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, κέρδισε 59 διεθνείς συμμετοχές, όντας ο αρχηγός της τις 34 από αυτές και σκόραρε 32 γκολ. Σκόραρε το πρώτο του γκολ για την εθνική ομάδα, στο ντεμπούτο του, στις 9 Μαΐου του 1946 στην Πράγα, όταν η Γιουγκοσλαβία κέρδισε τη Τσεχοσλοβακία 2-0. Μέχρι το τέλος της διεθνούς καριέρας του, σκόραρε 3 χατ-τρικ. Το πρώτο κατά τη Δανίας το 1950 (με το τελικό σκορ να είναι 5-1), το δεύτερο εναντίον της Ινδίας το 1952 (10-1) και τέλος, στο Βελιγράδι εναντίον της Ουαλίας (5-2) το 1953.


Ένα από τα αγαπημένα του γκολ με την εθνική ομάδα, ήταν το καθοριστικό στα τελευταία λεπτά του αγώνα της νίκης με 1-0 εναντίον της Αγγλίας στο Βελιγράδι, το 1954. Πήρε μέρος σε δύο τουρνουά Ολυμπιακών Αγώνων, στο Λονδίνο το 1948 και στο Ελσίνκι το 1952, όντας ο αρχηγός της κατακτώντας το ασημένιο μετάλλιο και τις δύο φορές. Υπήρχαν δύο δραματικοί αγώνες εναντίον της ΕΣΣΔ, στον δεύτερο εκ των οποίων σκόραρε το πρώτο γκολ, ανοίγοντας το δρόμο για μια σημαντική νίκη 3-1. Πήρε επίσης μέρος σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα, στην Βραζιλία το 1950 και στην Ελβετία το 1954, χωρίς όμως να καταφέρει κάποια διάκριση. Πριν από τον αγώνα με τη Βραζιλία στο Μαρακανά στο Ρίο, ενώ έμπαινε στον αγωνιστικό χώρο από το υπόγειο τούνελ, σήκωσε το κεφάλι του και χτύπησε σε μια μεταλλική πλάκα. Λόγω του εκτεταμένου κοψίματος και της αιμορραγία, αναγκάστηκε να ζητήσει ιατρική βοήθεια και δεν μπορούσε να παίξει τα πρώτα 20 λεπτά του αγώνα, που τελικά η Γιουγκοσλαβία έχασε με 0-2.


Γιόρτασε την 50η διεθνή του εμφάνιση κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954 στην Ελβετία, εναντίον της μετέπειτα Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας Γερμανίας, αλλά έχασε με 0-2. Έπαιξε τον τελευταίο αγώνα του για την εθνική ομάδα στις 29 Νοεμβρίου του 1957, στο Βουκουρέστι εναντίον της Ρουμανίας, με το τελικό σκορ του αγώνα 1-1. Ήταν ένας από τους ηγέτες και τους καλύτερους σκόρερ για την εθνική ομάδα, για μια ολόκληρη δεκαετία. 


Αργότερα, ήταν ένας επιτυχημένος προπονητής στον Ερυθρό Αστέρα από το 1960 μέχρι το 1966, όταν και έγινε μέλος της επιτροπής επιλογής της εθνικής ομάδας. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του ως προπονητής, ήταν στην Ιταλία το 1968, όταν η εθνική ομάδα, με επικεφαλής τον παίκτη-αστέρι του Ερυθρού Αστέρα, τον Ντράγκαν Τζάγιτς (Dragan Džajić) κέρδισε το αργυρό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Από όταν αποσύρθηκε οριστικά το 1983, ενεργούσε ως εθελοντής στον Ερυθρό Αστέρα. Ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ομάδας για μεγάλο χρονικό διάστημα, συμπεριλαμβανομένων των δύο εντολών ως αντιπρόεδρος. Μέχρι τον θάνατό του, στις 29 Μαρτίου του 2008, ήταν ενεργός στο Συμβούλιο των Βετεράνων μαζί με τα αστέρια από τη γενιά του και αργότερα. Ακόμη και ως ενεργός παίκτης στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ήταν ένας σχολιαστής για τα καθημερινά αθλητικά δρώμενα και αργότερα για μια μακρά σειρά ετών μέχρι τη συνταξιοδότησή του, υπήρξε ένας διάσημος χρονικογράφος του εβδομαδιαίου αθλητικού περιοδικού “Tempo”.


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα


  • 1937/38: Košutnjak

Επαγγελματική καριέρα


  • 1938–1944: Beogradski Sport Klub (BSK), είναι η σημερινή Omladinski Fudbalski Klub (OFK) Beograd 
  • 1945–1958: Fudbalski klub Crvena Zvezda Beograd, 226 (71)

Διεθνής


  • 1946–1957: Γιουγκοσλαβία (Yugoslavia), 59 (32)

Προπονητική καριέρα


  • 1960–1966: Fudbalski klub Crvena Zvezda Beograd
  • 1966–1970: Γιουγκοσλαβία

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής
Με την BSK

  • Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας: 1938/39

Με τον Ερυθρό Αστέρα

  • Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας: 4 (1951, 1953, 1956, 1957)
  • Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας: 4 (1948, 1949, 1950, 1958)

Ως προπονητής
Με τον Ερυθρό Αστέρα

  • Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας: 2 (1960, 1964)
  • Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας: 1964

Διεθνείς 


  • Ολυμπιακοί Αγώνες -2η θέση, Ασημένιο μετάλλιο: 2 (Λονδίνο 1948, Ελσίνκι 1952)