Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Λεονάρντο (Αραούχο)

Ο Βραζιλιάνος επιθετικός μέσος Λεονάρντο Νασιμέντο ντε Αραούχο, περισσότερο γνωστός απλά ως Λεονάρντο (Leonardo Nascimento de Araújo, ‘’Leonardo’’), γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1969, στο Νιτερόι, μια πόλη στη νοτιοανατολική Βραζιλία, στη πολιτεία του Ρίο ντε Τζανέιρο. Ένας ευπροσάρμοστος, εξαιρετικά ευέλικτος αριστεροπόδαρος μέσος, που έπαιξε σε διάφορες θέσεις καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Ο ρόλος που καθιερώθηκε και έγινε γνωστός, ήταν στην μεσαία γραμμή, ως πλέι μέικερ ή ως αριστερό εξτρέμ, ή ακόμα και σε ένα πιο κεντρικό ρόλο, ως μεσοεπιθετικός ή δεύτερο σέντερ φορ, χάρη στην ικανότητά του να δημιουργεί ευκαιρίες, παρόλο που ο ίδιος ήταν επίσης ικανός να λειτουργεί και ως αριστερό μπακ, έχοντας ξεκινήσει απ’ αυτή τη θέση! Ένας ποδοσφαιριστής πραγματικό πολυεργαλείο! Έπαιξε για συλλόγους στη Βραζιλία, την Ισπανία, την Ιαπωνία, τη Γαλλία και την Ιταλία, κερδίζοντας τίτλους με την Φλαμέγκο, τη Σάο Πάουλο, την Κασίμα Άντλερς και τη Μίλαν. Κομψότατος και δημιουργικός παίκτης, διακρίθηκε για τα εξαιρετικά ευθύβολα και δυνατά του σουτ, ιδιαίτερα από απόσταση, για την εξαιρετική τεχνική του κατάρτιση, την αγωνιστική του οξυδέρκεια και την τακτική ευφυΐα του. Όμως, παρά το ταλέντο και τη φήμη του ως ένας από τους Καλύτερους Βραζιλιάνους της γενιάς του, ήταν επιρρεπής σε τραυματισμούς, σ’ όλη του τη καριέρα. Διεθνής 55 φορές με 7 γκολ για την εθνική ομάδα της Βραζιλίας, έπαιξε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994, κατακτώντας τον τίτλο και ήταν φιναλίστ το 1998. Έπαιξε επίσης σε 2 τουρνουά Κόπα Αμέρικα, φτάνοντας στον τελικό το 1995, κατακτώντας τον τίτλο το 1997, διεκδικώντας επίσης το Κύπελλο Συνομοσπονδιών της FIFA την ίδια χρονιά. Μετά την αποχώρησή του, έγινε προπονητής, αναλαμβάνοντας την Μίλαν και αμέσως την Ίντερ την επόμενη χρονιά και σήμερα οδηγεί την Παρί Σεν Ζερμέν.


Ξεκίνησε την καριέρα του με τη Φλαμένγκο το 1987, μόλις στα 17 του χρόνια, όταν του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει συμπαίκτης με τους παιδικούς του ήρωες, τον Ζίκο (Arthur Antunes Coimbra, ‘’Zico’’), τον Λεάντρο (José Leandro de Souza Ferreira, ‘’Leandro’’) και τον Ρενάτο Γκαούτσο (Renato Portaluppi, ‘’Renato Gaucho’’), κατακτώντας το πρώτο του βραζιλιάνικο πρωτάθλημα. Το 1990, υπέγραψε με τη Σαό Πάουλο ​​και το 1991, μαζί με τον Ραΐ (Raimundo Souza Vieira de Oliveira, ‘’Raí’’) και με άλλα νέα ταλέντα, υπήρξαν μέλη της λεγόμενης «Esquadrão Tricolor» (Τρίχρωμη Αρμάδα), υπό τη καθοδήγηση του θρύλου Τέλε Σαντάνα (Telê Santana da Silva), κατακτώντας τον δεύτερο βραζιλιάνικο τίτλο της καριέρας του.


Αργότερα εκείνη τη χρονιά, έκανε το άλμα για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, υπογράφοντας με την ισπανική Βαλένθια. Μετά από 2 σεζόν με την Βαλένθια, επέστρεψε στη Βραζιλία για ένα σύντομο πέρασμα με τη Σάο Πάουλο, το 1993, περίοδο κατά την οποία ο σύλλογος κέρδισε πολλούς τίτλους, συμπεριλαμβανομένου του Κόπα Λιμπερταδόρες και του Διηπειρωτικού Κυπέλλου. Το 1994, μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο, υπέγραψε στη Κασίμα Άντλερς, της νεοσύστατης ιαπωνικής λίγκας (J. League). Συνέχισε να έχει επιτυχίες με τη Κασίμα, παίζοντας πάλι με το είδωλο και φίλο του, τον Ζίκο. Το 1996, επέστρεψε στην Ευρώπη, αυτή τη φορά υπογράφοντας με τη γαλλική Παρί Σεν Ζερμέν, όπου και πάλι αποδείχθηκε πολύτιμος, σημειώνοντας μάλιστα αρκετά γκολ, ένα εκ των οποίων βοήθησε στον αποκλεισμό της Λίβερπουλ, στα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης της περιόδου 1996/97.


Σε αυτό το σημείο της καριέρας του, ο Λεονάρντο είχε ως επί το πλείστον σταματήσει να παίζει ως αριστερό μπακ και μετακόμισε στη μεσαία γραμμή, μερικές φορές στην αριστερή πτέρυγα, ως εξτρέμ και μερικές φορές στο κέντρο, ως πλέι μέικερ, είτε ως δεύτερος επιθετικός, εξαιτίας των τεχνικών δεξιοτήτων του, της οξυδέρκειάς του και της τακτικής νοημοσύνη του! Ήδη, από τη θητεία του στην Ιαπωνία, αυτό είχε ως αποτέλεσμα ορισμένες θεαματικές ενέργειες και γκολ, μια τάση που συνεχίστηκε και στην Ευρώπη.


Το καλοκαίρι του 1997, υπέγραψε με την ιταλική Μίλαν για € 8.500.000 ευρώ. Στη Μίλαν, έγινε ένα σημαντικό μέλος της ομάδας, ένα αστέρι πρώτης γραμμής και ήταν η Μίλαν η ομάδα με την οποία καταξιώθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο, παίζοντας στην αριστερή πτέρυγά της. Έπαιξε 4 πλήρεις σεζόν με τον σύλλογο, κατακτώντας τον ιταλικό τίτλο στη Serie A της περιόδου 1998/99, στον οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο με τις παραγωγικές εμφανίσεις του, σκοράροντας 12 γκολ. Συνολικά, σκόραρε 22 γκολ σε 177 παιχνίδια για τους «ροσονέρι», πριν επιστρέψει στην Βραζιλία για τη Σάο Πάουλο το 2001 και τη Φλαμένγκο το 2002. Αργότερα επέστρεψε στο Μιλάνο και τελείωσε την καριέρα του με την ομάδα στο τέλος της σεζόν 2002/03, κατακτώντας το Κύπελλο Ιταλίας αυτής της περιόδου, που ήταν και ο τελευταίος της καριέρας του.


Ήταν μέλος της ομάδας της Βραζιλίας κάτω των 20 ετών που κατέκτησε τη 3η θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων του 1989. Έκανε το πλήρη διεθνές ντεμπούτο του για τη Βραζιλία το 1990. Επιλέχτηκε ως αριστερό μπακ για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, στις Ηνωμένες Πολιτείες, εξοστρακίζοντας τον νεαρό Ρομπέρτο ​​Κάρλος (Roberto Carlos da Silva Rocha) έξω από την 11άδα, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του τελευταίου. Έπαιξε καλά στα πρώτα παιχνίδια, αλλά στη συνέχεια στη φάση των 16, του επιβλήθηκε τιμωρία 4 αγώνων για «σκληρό παιχνίδι» πάνω στον αμερικανικό μέσο Ταμπ Ράμος (Tabaré Ramos Ricciardi, ‘’Tab Ramos’’), που είχε σαν αποτέλεσμα ένα σπασμένο ζυγωματικό! Ο Ράμος, έπρεπε να παραμείνει στο νοσοκομείο και ανέρρωσε τρεισήμισι μήνες αργότερα! Η ποινή που του επιβλήθηκε, τον εμπόδισε από τη συμμετοχή στο υπόλοιπο του τουρνουά και είναι η 2η μεγαλύτερη τιμωρία που επιβλήθηκε στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων, μετά από αυτή του Μάουρο Τασότι (Mauro Tassotti), με την ποινή των 8 αγώνων για το σπάσιμο της μύτης του Λουίς Ενρίκε (Luis Enrique Martínez García), στους προημιτελικούς του ίδιου τουρνουά. Το 1995, πήρε μέρος στο Κόπα Αμέρικα με τη Βραζιλία, όταν και η ομάδα έφτασε μέχρι τον τελικό.


Το 1997, του δόθηκε η πιο ‘’βαριά’’ φανέλα της εθνικής ομάδας της Βραζιλίας, το № 10! Ήταν ένα σημαντικό μέλος της ομάδας που κατέκτησε το Κόπα Αμέρικα του 1997  και επίσης κέρδισε το Κύπελλο Συνομοσπονδιών της FIFA αργότερα εκείνη τη χρονιά. Έπαιξε όλα και τα 7 παιχνίδια στη 2η διοργάνωση Παγκοσμίου Κυπέλλου που συμμετείχε, αυτή του 1998 στη Γαλλία, βοηθώντας τη Βραζιλία σε μια 2η θέση. Ένα γκολ που σημείωσε, στο 2ο ημίχρονο του αγώνα εναντίον του Μαρόκου, ισοφαρίζοντας τον αγώνα, ύστερα από λίγο ακυρώθηκε ως οφ-σάιντ. Τα τελευταία του διεθνή παιχνίδια έγιναν για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002 και έκλεισε τη διεθνή καριέρα του με 60 συμμετοχές και 8 γκολ για τη Βραζιλία.


Από το 2002, είχε αφιερώσει τον εαυτό του στην προσφορά κοινωνικού έργου, μέσα από ένα ίδρυμα, το «Fundação Gol de Letra», μαζί με τον φίλο του και πρώην συμπαίκτη του, Ραΐ. Εργάστηκε  για τη τηλεόραση του BBC στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 ως ένας από τους αναλυτές της εκπομπής-επιτομής του είδους, της  «Match of the Day», μαζί με έναν άλλο πρώην τροπαιούχο Παγκόσμιο Πρωταθλητή, τον Μαρσέλ Ντεσαγί (Marcel David Desailly). Εμφανίστηκε πάλι ως αναλυτής στη «Match of the Day», την 1η Ιουνίου του 2007, μαζί με τον Άλαν Χάνσεν (Alan David Hansen) και τον Άλαν Σίρερ (Alan Shearer). Ήταν στο πρώτο παιχνίδι της Αγγλίας στο νέο Γουέμπλεϊ, στην ισοπαλία 1-1 με τη Βραζιλία.


Όταν  σταμάτησε να παίζει για τη Μίλαν, έχει γίνει κάτι μεταξύ σκάουτερ και παράγοντα για τον σύλλογο στη Βραζιλία, ένεκα του μεγάλου σεβασμού που απολαμβάνει στην πατρίδα του, βοηθώντας τους  «ροσονέρι»  να εντάξουν στις τάξεις τους, αρκετούς παίκτες παγκόσμιας κλάσης. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαδικασία που έφερε τον Κακά (Ricardo Izecson dos Santos Leite, ‘’Kaká’’) στο Μιλάνο και τον Ιούλιο του 2007 αποκαλύφθηκε ότι ο Λεονάρντο ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες που έπεισαν τον Αλεξάντρε Πάτο (Alexandre Rodrigues da Silva, ‘’Alexandre Pato’’) να υπογράψει στη Μίλαν.


Τον Δεκέμβριο του 2007, ήταν ένας από τους υποψήφιους για την κενή θέση του προπονητή της  Γουέστ Χαμ. Στις αρχές του 2008, διορίστηκε τεχνικός διευθυντής της Μίλαν. Αργότερα την ίδια χρονιά, απέκτησε την ιταλική υπηκοότητα μετά από 12 χρόνια στην Ιταλία ως κάτοικος. Όταν ο Κάρλο Αντσελότι (Carlo Ancelotti) άφησε το Μιλάνο για να γίνει προπονητής της Τσέλσι, στο τέλος Μαΐου του 2009, ο Λεονάρντο ανέλαβε πρώτος προπονητής της Μίλαν, παρά ότι εξακολουθούσαν να του λείπουν τα τυπικά προσόντα. Ωστόσο, εξαιρέθηκε από την απαίτηση της «Pro Licence» της UEFA, η οποία είναι υποχρεωτική για τους προπονητές στην ιταλική Serie A, λόγω του ότι ήταν ένας πρώην Παγκόσμιος Πρωταθλητής ως παίκτης.


Μετά από ένα κακό ξεκίνημα της σεζόν, μια ήττα-σοκ 0-4 από την «συμπολίτισσα»  Ίντερ, με τα σενάρια απόλυσης να ξεκινούν σχεδόν αμέσως, αργότερα τα αποτελέσματα βελτιώθηκαν, με την εφαρμογή ενός πρωτοποριακού, για τα ιταλικά δεδομένα συστήματος 4-2-1-3, που πήρε το παρατσούκλι ‘’4-2-φαντασία’’ από τον αντιπρόεδρο της Μίλαν Αντριάνο Γκαλιάνι. Σε μεγάλο βαθμό έδινε έμφαση στο  δημιουργικό κομμάτι, με παίκτες όπως τον Ροναλντίνιο (Ronaldo de Assis Moreira, ‘’Ronaldinho’’), τον Αντρέα Πίρλο (Andrea Pirlo) και τον Κλάρενς Ζέεντορφ (Clarence Clyde Seedorf), οδηγώντας τη Μίλαν σε μια καλή πορεία, τόσο σε Serie A, όσο  και στο UEFA Champions League, συμπεριλαμβανομένης μια αξιοσημείωτη νίκη 3-2 στο Σαντιάγκο Μπερναμπέου εναντίον της Ρεάλ Μαδρίτης και μιας νίκης 3-0 εκτός έδρας επί της Γιουβέντους, η οποία επέτρεψε στη Μίλαν να βρίσκεται στην 2η θέση στα μισά της σεζόν, 6 βαθμούς πίσω από την Ίντερ και με παιχνίδι λιγότερο. Ωστόσο, η πορεία στο Champions League διεκόπη πρόωρα, αφού αποκλείστηκαν από στο πρώτο νοκ-άουτ γύρο από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σε 2-7 συνολικά τέρματα (2-3, 0-4).


Κατά τις τελευταίες εβδομάδες της περιόδου, υπήρχαν σκέψεις να αφήσει τη Μίλαν στο τέλος της σεζόν. Τον Απρίλιο του 2010, επιβεβαίωσε αποκλίσεις με τον ιδιοκτήτη του συλλόγου και πρωθυπουργό της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, χαρακτηρίζοντας τη σχέση τους ως «δύσκολη». Επιβεβαιώθηκε ότι θα αφήσει τη Μίλαν, ύστερα από αμοιβαία συμφωνία, μετά από το τελευταίο παιχνίδι της σεζόν εναντίον της Γιουβέντους. Όντως, έφυγε από τη Μίλαν, σε μια έντονα συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα, σε ένα κατάμεστο San Siro, έχοντας σημειώσει μια νίκη με 3-0 εναντίον της Γιουβέντους.


Στις 24 Δεκεμβρίου του 2010, μετά από τις φήμες που τελικά επιβεβαιώθηκαν, ανέλαβε προπονητής της μόλις Διηπειρωτικής Πρωταθλήτριας,  Ίντερ, αντικαθιστώντας τον Ραφαέλ Μπενίτεθ (Rafael "Rafa" Benítez Maudes) σε μια αμφιλεγόμενη κίνηση, λόγω της μακράς σταδιοδρομίας του Βραζιλιάνου με την «αιώνια» αντίπαλο, τόσο ως παίκτης, όσο και ως προπονητής! Συμφώνησε μια σύμβαση 18 μηνών, με  λήξη στις 30 Ιουνίου του 2012. Ξεκίνησε πολύ καλά, συλλέγοντας 30 βαθμούς σε 12 αγώνες με μέσο όρο 2,5 πόντους ανά παιχνίδι, καλύτερα από τους προκατόχους του, Μπενίτεθ και Χοσέ Μουρίνιο (José Mário dos Santos Mourinho Félix). Στις 6 Μαρτίου του 2011, όρισε  ένα νέο ιταλικό ρεκόρ στη Serie A, συλλέγοντας 33 βαθμούς σε 13 παιχνίδια, με το προηγούμενο να ήταν 32 πόντους σε 13 παιχνίδια, του Φάμπιο Καπέλο (Fabio Capello), τη περίοδο 2004/05!


Στις 15 Μαρτίου του 2011, οδήγησε την Ίντερ σε μια αξέχαστη 3-2 εκτός έδρας νίκη στο Champions League επί της Μπάγερν Μονάχου στην Allianz Arena στο Γύρο των 16, έχοντας ηττηθεί στο πρώτο παιχνίδι στο Μιλάνο. Στις 2 Απριλίου του 2011, ηττήθηκε με 0-3 από τη Μίλαν και όταν δύο εβδομάδες αργότερα, έχασε 0-2 από τη Πάρμα, που μαχόταν τον υποβιβασμό, οι όποιες φιλοδοξίες για τίτλο ουσιαστικά τελείωσαν. Στις 6 Απριλίου, η Ίντερ ηττήθηκε 2-5 από τη Σάλκε στα προημιτελικά του Champions League. Στις 29 Μαΐου του 2011, νίκησε την Παλέρμο 3-1 για να κερδίσει τον πρώτο και μοναδικό του τρόπαιο ως προπονητής των «νερατζούρι», το Κύπελλο Ιταλίας. Παραιτήθηκε στις 18 Ιουνίου.


Τον Ιούλιο του 2011, ανέλαβε ως νέος αθλητικός διευθυντής της Παρί Σεν Ζερμέν, υπεύθυνος για σημαντικές αποφάσεις στη μεταγραφική πολιτική του συλλόγου. Ήταν ο ιθύνων νους πίσω από το διορισμό του φίλου του Κάρλο Αντσελότι ως προπονητή της Παρί Σεν Ζερμέν. Στις 10 Ιουλίου του 2013, υπέβαλε την παραίτησή του και άφησε τη πρωταθλήτρια Γαλλίας στο τέλος Αυγούστου.

Διαζευγμένος από την πρώτη σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά (ένα αγόρι και δύο κορίτσια), συνδέεται με την παρουσιάστρια του  «Sky Italia» Anna Billó, με την οποία έχει ένα γιο.



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • ·         1984–1987: Clube de Regatas do Flamengo

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1987–1990: Clube de Regatas do Flamengo, 52 (0)
  • ·         1990/91: São Paulo Futebol Clube, 44 (1)
  • ·         1991–1993: Valencia Club de Fútbol, 70 (7)
  • ·         1993/94: São Paulo Futebol Clube, 12 (3)
  • ·         1994–1996: Kashima Antlers Football Club, 49 (30)
  • ·         1996/97: Paris Saint-Germain Football Club, 34 (7)
  • ·         1997–2001: Associazione Calcio Milan, 96 (22)
  • ·         2001: São Paulo Futebol Clube, 13 (0)
  • ·         2002: Clube de Regatas do Flamengo, 0 (0)
  • ·         2002/03: Associazione Calcio Milan, 1 (0)
Σύνολο καριέρας: 371 (70)

Διεθνής

  • ·         1990–2002: Βραζιλία, 55 (7)

Προπονητική καριέρα

  • ·         2009/10: Associazione Calcio Milan
  • ·         2010/11: Football Club Internazionale Milano

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Συλλογικοί

Με τη Flamengo
  • ·         Πρωτάθλημα Βραζιλίας: 1987
  • ·         Κύπελλο Βραζιλίας: 1990


Με τη São Paulo
  • ·         Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1993
  • ·         Recopa Sudamericana: 2 (1993, 1994)
  • ·         Supercopa Sudamericana: 1993
  • ·         Πολιτειακό Πρωτάθλημα Σάο Πάουλο (Campeonato Paulista): 1991


Με την Kashima Antlers
  • ·         Πρωτάθλημα Ιαπωνίας: 1996

Με τη Paris Saint-Germain
  • Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: φιναλίστ 1996/97 

Με τη Milan
  • ·         Πρωτάθλημα Ιταλίας: 1998/99
  • ·         Κύπελλο Ιταλίας: 2002/03


Διεθνείς

Με τη Βραζιλία
  • ·         Παγκόσμιο Κύπελλο: 1994, φιναλίστ 1998
  • ·         Κύπελλο Συνομοσπονδιών FIFA: 1997
  • ·         Copa América: 1997

Προσωπικές Διακρίσεις

  • ·         Bola de Prata: 1991
  • ·         Μέλος του Hall of Fame της A.C. Milan

Ως προπονητής

Με την Internazionale
  • ·         Κύπελλο Ιταλίας: 2010/11