Ο Τσέχος επιθετικός μέσος, αλλά και ακραίος επιθετικός Πάβελ Νέντβεντ (Pavel Nedvěd), γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου του 1972 στο Τσεμπ της Τσεχοσλοβακίας. Περιγράφεται ως ένας από τους Καλύτερους Ποδοσφαιριστές της γενιάς του και θεωρείται επίσης ως ένας από τους πιο Επιτυχημένους Παίκτες που έχουν βγει από την Τσεχική Δημοκρατία, μετά την κατάκτηση εθνικών και κυρίως ευρωπαϊκών διακρίσεων με τους ιταλικούς συλλόγους που αγωνίστηκε, την Λάτσιο, συμπεριλαμβανομένου του τελευταίου Κυπέλλου Κυπελλούχων της Ιστορίας και την Γιουβέντους την οποία οδήγησε στον τελικό του Champions League του 2003. Ήταν βασικό μέλος της τσεχικής εθνικής ομάδας που έφτασε στον τελικό του Euro του 1996, διοργάνωση στην οποία προσέλκυσε τη διεθνή προσοχή και ήταν ο αρχηγός της στο Euro του 2004, όπου ηττήθηκε στον ημιτελικό από την μετέπειτα πρωταθλήτρια εθνική ομάδα της Ελλάδας. Παρ’ όλα αυτά, ονομάστηκε ως μέλος της Ιδανικής 11άδας του τουρνουά. Επιπλέον, βοήθησε την εθνική του ομάδα να προκριθεί σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου για πρώτη φορά μετά την διάλυση της Τσεχοσλοβακίας. Λόγω των εμφανίσεών του, της ταχύτητάς του και του έντονα επιθετικού στυλ παιχνιδιού του, στην Ιταλία του κόλλησαν το παρατσούκλι «Furia Ceca» (Η Τσέχικη Οργή), ένα από τα πιο πετυχημένα παρατσούκλια που βγήκαν ποτέ, κάνοντας λογοπαίγνιο με το «furia cieca» που σημαίνει τυφλή οργή!
Κερδίζοντας την Χρυσή Μπάλα, ως Ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς το 2003, έγινε ο 2ος Τσέχος που τιμήθηκε με το βραβείο και ο Πρώτος μετά τη διάλυση της Τσεχοσλοβακίας. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, τιμήθηκε με μια σειρά άλλων προσωπικών βραβείων, μεταξύ των οποίων το δεύτερο Χρυσό Παπούτσι της ιστορίας, το 2004, του Τσέχου Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς (4 φορές) και της τσέχικης Χρυσής Μπάλας (6 φορές). Ονομάστηκε από τον Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, ‘’Pelé’’) στον κατάλογο «FIFA 100» τον Μάρτιο του 2004, των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου, στο πλαίσιο των εορτασμών της εκατονταετηρίδας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας και τοποθετήθηκε στην Ιδανική Ομάδα της Χρονιάς της UEFA το 2003, το 2004 και το 2005. Αποσύρθηκε στο τέλος της περιόδου 2008/09, μετά από μια 19ετή επαγγελματική σταδιοδρομία. Έπαιξε 501 αγώνες πρωταθλήματος σε συλλογικό επίπεδο, σκοράροντας 110 γκολ και ήταν 91 φορές διεθνής για την Τσεχική Δημοκρατία, σκοράροντας 18 φορές.
Κερδίζοντας την Χρυσή Μπάλα, ως Ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς το 2003, έγινε ο 2ος Τσέχος που τιμήθηκε με το βραβείο και ο Πρώτος μετά τη διάλυση της Τσεχοσλοβακίας. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, τιμήθηκε με μια σειρά άλλων προσωπικών βραβείων, μεταξύ των οποίων το δεύτερο Χρυσό Παπούτσι της ιστορίας, το 2004, του Τσέχου Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς (4 φορές) και της τσέχικης Χρυσής Μπάλας (6 φορές). Ονομάστηκε από τον Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, ‘’Pelé’’) στον κατάλογο «FIFA 100» τον Μάρτιο του 2004, των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου, στο πλαίσιο των εορτασμών της εκατονταετηρίδας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας και τοποθετήθηκε στην Ιδανική Ομάδα της Χρονιάς της UEFA το 2003, το 2004 και το 2005. Αποσύρθηκε στο τέλος της περιόδου 2008/09, μετά από μια 19ετή επαγγελματική σταδιοδρομία. Έπαιξε 501 αγώνες πρωταθλήματος σε συλλογικό επίπεδο, σκοράροντας 110 γκολ και ήταν 91 φορές διεθνής για την Τσεχική Δημοκρατία, σκοράροντας 18 φορές.
Το ξεκίνημα, η Σπάρτα Πράγας και το EURO '96
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή όσον αφορά την
σπουδαία καριέρα του. Μόλις στα 5 του χρόνια, μπήκε στον κόσμο του ποδοσφαίρου,
που έμελλε να στιγματίσει την ίδια του την ύπαρξη. Μεγαλώνοντας στην πόλη
Σκάλνα, άρχισε να προπονείται με την Τατράν και αρκετά χρόνια μετά, σε ηλικία
13 ετών, πήγε στην Ρούντα Βιέζντα και ένα χρόνο μετά την Σκόντα του Πλζεν. Εκεί έμεινε για μια πενταετία, προτού
ξεκινήσει η επαγγελματική του σταδιοδρομία. Αυτή αποδείχτηκε μεγαλύτερη απ'
ό,τι και ο ίδιος πίστευε. Κάνοντας μια αποτίμηση της διαδρομής του, αν μη τι
άλλο πρέπει και ο ίδιος να είναι πολύ ικανοποιημένος με όσα πέτυχε. Για
πολλούς, βάσει ταλέντου, το ταβάνι του ήταν για ακόμα πιο ψηλά, όμως και πάλι
κέρδισε τίτλους, δόξα, χρήμα, αναγνώριση.
Ο ίδιος ο Νέντβεντ δήλωσε ότι τον βοήθησε πολύ στην καριέρα του το άρθρο του Κάρολ Ντόμπιας (Karol Dobiaš), βετεράνου Τσεχοσλοβάκου ποδοσφαιριστή, όταν ακόμα ο Πάβελ ήταν στην Πράγα, στο οποίο είχε γράψει « … αυτό το παιδί δεν έχει μέλλον». Ο Ντόμπιας μπορεί να μη θεωρούσε ότι ο ξανθομάλλης είχε μέλλον μπροστά του, όμως για τον ίδιο αποτέλεσε το κίνητρο για να αποδείξει σε όλους ότι μπορούσε να διαψεύσει όσους δεν τον πίστευαν. Ήταν ένα κίνητρο ακόμα για να τον ξανθό χαφ ώστε να γίνεται μέρα με την μέρα καλύτερος και να αφήνει κάθε ικμάδα ενέργειας στο χορτάρι. Όπως το μαλλί και τα γυαλιά του Ντάβιντς, έτσι και το ξανθό χαιτικό του Τσέχου το έβλεπες και σου έμενε χαραγμένο στο μυαλό να κινείται πάνω κάτω στο γήπεδο. Το σίγουρο είναι πως όσοι δεν θεωρούσαν ότι θα μπορούσε να κάνει κάτι ιδιαίτερο, διαψεύστηκαν πανηγυρικά. Κινητήριος μοχλός για τον ίδιο ήταν εκείνο το άρθρο και κάθε ματς ήταν μια μάχη απόδειξης. Έπαιζε πάντα στα... κόκκινα, ακόμα και αν δεν του "έβγαινε" ένα ματς στο χορτάρι.
Στα 19 του και συγκεκριμένα το 1991, πήγε στην Ντούκλα Πράγας και έπαιξε στην ανδρική ομάδα. Μόλις ένα χρόνο μετά και αφού το κοντέρ είχε γράψει 19 συμμετοχές και 3 γκολ, πήγε στην συμπολίτισσα, Σπάρτα. Εκεί έπαιξε από το 1992 μέχρι το 1996, άρχισε να «χτίζει» το όνομά του, να αναγνωρίζεται σε εγχώριο επίπεδο και το EURO του 1996, στα γήπεδα της Αγγλίας, έκανε το μεγάλο «μπαμ» με την εθνική του ομάδα, φτάνοντας μέχρι τον τελικό της διοργάνωσης, στην ήττα με 1-2 από την Γερμανία στην παράταση. Παρέα με τον Κάρελ Πομπόρσκι (Karel Poborský), εκείνη η Τσεχία έγινε μια ομάδα καλτ που απέκτησε φίλους παντού και τελικά δεν κατάφερε να κερδίσει τίποτα. Εκεί μάθαμε για πρώτη φορά αρκετούς παίκτες που θα μας απασχολούσαν για χρόνια. Εκεί όμως σταμάτησαν και οι συγκρίσεις μεταξύ Πομπόρσκι και Νέντβεντ. Στην Σπάρτα ο ένας, στην Σλάβια ο άλλος πήραν αμέσως μεταγραφή για άλλες χώρες, αλλά οι πορείες τους δεν ήταν ανάλογες. Ο πρώτος μόνο στην Μπενφικά επί της ουσίας πέτυχε, ενώ ο δεύτερος έκανε σπουδαία καριέρα στο τότε κορυφαίο ιταλικό πρωτάθλημα. Πρώτα βέβαια έπαιξε με την U-20 της χώρας του, προτού ακολουθήσει η άνοδος στην ανδρών. Που από την 1η Ιανουαρίου του 1993, με το «βελούδινο διαζύγιο, δεν ήταν πλέον Τσεχοσλοβακία, αλλά Τσεχία και Σλοβακία.
Τα 3 πρώτα χρόνια στην Σπάρτα, την βοήθησε να πάρει το
πρωτάθλημα και άρχιζε να εμπλουτίζει το παιχνίδι του. Μπορούσε να παίξει στα
άκρα, πιο μέσα, πίσω από τον επιθετικό, ενώ τα πόδια του ήταν δυναμίτης. Τη
σεζόν 1995/96, η Σπάρτα τερμάτισε 4η στο πρωτάθλημα, όμως ο ίδιος
σημείωσε 14 γκολ σε 30 αγώνες πρωταθλήματος, 5 γκολ σε 8 ματς στην Ευρώπη, ενώ
συνέβαλε τα μέγιστα στην κατάκτηση του Κυπέλλου. Τέσσερα χρόνια εκεί, ο Πάβελ
Νέντβεντ, πήρε 3 Πρωταθλήματα (1992/93, 1993/94 και 1994-95), 1 Κύπελλο (1995/96)
και σκόραρε 28 φορές σε 116 ματς. Μετά το EURO, ήρθε το μεγάλο άλμα...
Όταν η Λάτσιο τον "έκλεψε" από την PSV
Τα όσα έκανε με την εθνική του στα γήπεδα της Αγγλίας,
έκαναν την Αϊντχόφεν να κινηθεί για την απόκτησή του και μάλιστα ήρθε σε
προφορική συμφωνία μαζί του. Οι Ολλανδοί όμως λογάριαζαν χωρίς τις... ορέξεις
της Λάτσιο, η οποία εκείνη την περίοδο διέθετε πολύ χρήμα και έπαιρνε την
αφρόκρεμα στην «Αιώνια Πόλη». Οι «λατσιάλι» πλήρωσαν 3.500.000 ευρώ στη Σπάρτα,
αφήνοντας στα κρύα του λουτρού την PSV, η οποία είχε πιστέψει ότι θα τον έκανε δικό της.
Εκεί, μετατράπηκε σε έναν ολοκληρωμένο ποδοσφαιριστή που μπορούσε να κάνει τα
πάντα στο χορτάρι. Σκυλί του πολέμου, μαχητής και ευλογία κάθε προπονητή να
έχει έναν τέτοιο παίκτη στις τάξεις του.
Την αγωνιστική περίοδο 1997/98, κατέκτησε με την ομάδα της Ρώμης το Κύπελλο σε διπλά ματς με τη Μίλαν και λίγους μήνες μετά το Σούπερ Καπ με αντίπαλο τη Γιουβέντους (2-1), όπου μάλιστα πέτυχε και το πρώτο γκολ του αγώνα. Ένα χρόνο μετά, δεν ήρθε κάποιο εγχώριο τρόπαιο, όμως με τη Λάτσιο σήκωσε το τελευταίο Κύπελλο Κυπελλούχων κόντρα στη Μαγιόρκα του Έκτορ Ραούλ Κούπερ (Héctor Raúl Cúper). Οι Ιταλοί νίκησαν 2-1, με τον Νέντβεντ να πετυχαίνει μάλιστα το νικητήριο τέρμα, βάζοντας την «σφραγίδα» του στην ευρωπαϊκή Κούπα. Τον Αύγουστο του 1999, η Λάτσιο πήρε και το Σούπερ Καπ Ευρώπης απέναντι στην κάτοχο του Champions League, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (1-0).
Την επόμενη σεζόν (1999-2000), η Λάτσιο έκανε το νταμπλ και πήρε και το Σούπερ Καπ. Ο ίδιος ήταν εκ των βασικών συντελεστών στην κυριαρχία της και σημείο αναφοράς στο παιχνίδι της. Έμεινε εκεί για έναν ακόμη χρόνο και το καλοκαίρι του 2001 ήρθε η μετεγγραφή στην Γιουβέντους. Με την φανέλα της «Βέκια Σινιόρα» γεύτηκε τα πάντα, καλές και κακές στιγμές, αποτελώντας έναν από τους σημαντικότερους παίκτες στην σύγχρονη ιστορία της και δικαιωματικά. Κάνοντας μια αποτίμηση της πορείας του στη Λάτσιο, έπαιξε σε 183 ματς και πέτυχε 45 γκολ, κατακτώντας 1 Κύπελλο Κυπελλούχων (1998/99), 1 Σούπερ Καπ Ευρώπης (1999), 1 Πρωτάθλημα Ιταλίας (1999-2000), 2 Κύπελλα Ιταλίας (1997/98, 1999-2000) και 2 εγχώρια Σούπερ Καπ (1998, 2000).
Με τη Γιουβέντους ακόμα και στη Serie B
Για να τον κάνει δικό της η Γιουβέντους έδωσε μεγάλη μάχη
και έβαλε βαθιά το χέρι στην τσέπη, αφού χρειάστηκε να δώσει πάνω από
40.000.000 ευρώ στη Λάτσιο, η οποία του είχε ανανεώσει το συμβόλαιο,
προκειμένου να τον πουλήσει και να μην τον χάσει τσάμπα. Είχαν καταλάβει οι
άνθρωποί της πως πλέον είχε κάνει τον κύκλο του και έψαχνε νέα κίνητρα. Ομάδες
όπως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Τσέλσι ήθελαν να τον εντάξουν στο δυναμικό
τους, αλλά τελικά οι «μπιανκονέρι» τον έκαναν δικό τους και δικαιώθηκαν. Πήγε
στη Γιουβέντους για ένα τεράστιο ποσό και κυρίως με μια βαριά υποχρέωση. Να
γίνει ο αντικαταστάτης του Ζινεντίν Ζιντάν, η φυγή του οποίου ήρθε ως σοκ. Τα
40 εκατομμύρια για τον Νέντβεντ φάνηκαν σε πολλούς υπερβολικά. Εκείνος φυσικά
συνέχιζε να μαζεύει τίτλους και να γίνεται αγαπητός στους οπαδούς της. Δεν
χρειάστηκε να πει μεγάλα λόγια, έφευγε τελευταίος από τις προπονήσεις και
μιλούσε στο γήπεδο. Ήταν ο ίδιος παίκτης πάντα, ο ίδιος χαρακτήρας. Ο Νέντβεντ
έμεινε εκεί μέχρι το φινάλε της καριέρας του, το 2009, όταν πια είχε
συμπληρώσει τα 37 του χρόνια. Το 2001 μάλιστα, είχε φύγει ο Ζινεντίν Ζιντάν (Zinedine
Yazid Zidane) για τη Ρεάλ Μαδρίτης και η Γιουβέντους έψαχνε έναν ηγέτη, που θα
πλαισίωνε τον Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο (Alessandro Del Piero).
Η στιγμή που για τους φίλους της ομάδας του μέτρησε περισσότερο ακόμα και από τις διακρίσεις μαζί της, ήταν το γεγονός πως την ακολούθησε μέχρι και στη Serie B’ το 2006, εξαιτίας του σκανδάλου «Calciopoli». Αυτό ήταν πάνω από τρόπαια, νίκες και γκολ. Άλλωστε, μέχρι τότε είχε κατακτήσει τίτλους και το 2003 είχε πάρει και την «Χρυσή Μπάλα». Από την αρχή εκεί έκανε... παπάδες και μαζί με την Γιουβέντους σάρωναν στην Ιταλία τα δυο πρώτα χρόνια. Το 2003 θα μπορούσε να έχει πάρει και το Champions League, αλλά αυτό κατέληξε στη Μίλαν στην διαδικασία των πέναλτι, με τον ίδιο να μην δίνει το παρών στον τελικό, στον χειρότερο τελικό στην ιστορία του Τσάμπιονς Λιγκ, εξαιτίας μιας εκ των χειρότερων στιγμών της καριέρας του! Στις 14 Μαΐου του 2003, η Γιουβέντους αντιμετώπιζε τη Ρεάλ Μαδρίτης στον δεύτερο ημιτελικό του Champions League και πάλευε για μια θέση στον τελικό, εκεί όπου ο νικητής θα έπαιζε απέναντι στη Μίλαν, στο «Old Trafford». Ο πρώτος αγώνας έγινε στο «Santiago Bernabeu» και οι Μαδριλένοι επικράτησαν με 2-1, αφήνοντας όμως όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά για τη ρεβάνς στο Τορίνο. Εκεί, οι «μπιανκονέρι» έδειξαν το μέταλλό τους και έστειλαν σπίτι της τη «Βασίλισσα», που δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί το «στέμμα» της.
Οι Νταβίντ Τρεζεγκέ (David Sergio Trezeguet) και Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο στο 12' και στο 43' αντίστοιχα, χάρισαν προβάδισμα δυο τερμάτων στη Γιουβέντους, με τον Νέντβεντ στο 73' να πετυχαίνει ένα πανέμορφο γκολ για το 3-0, που «κλείδωσε» την πρόκριση στον τελικό (στο 89' μείωσε ο Ζιντάν για τη Ρεάλ). Στο 82' όμως, ο Τσέχος έκανε ένα τάκλιν στον Στιβ ΜακΜάναμαν (Steven "Steve" McManaman) και ο διαιτητής του ματς, ο Γερμανός Ουρς Μέγερ (Urs Meier), του έδειξε κίτρινη κάρτα, που θα σήμαινε ότι θα έχανε το «μεγάλο ραντεβού». Ο ίδιος δεν άντεξε και ξέσπασε! Έπεσε στα γόνατα, έχοντας αντιληφθεί τι συνέβη και ξέσπασε σε κλάματα. Για ένα μαρκάρισμα που ίσως δεν χρειαζόταν, θα έχανε τον τελικό του Champions League! Η γιορτή μετατράπηκε σε προσωπική τραγωδία για τον ίδιο. Μια καταπληκτική σεζόν που τον βρήκε κάτοχο της «Χρυσής Μπάλας», κάτοχο του τίτλου του Καλύτερου Παίκτη στην Serie A’, κάτοχο του τίτλου του Καλύτερου Ξένου Ποδοσφαιριστή στο πρωτάθλημα και τον τίτλου της Αθλητικής Προσωπικότητας στην πατρίδα του (!!!), θα αμαυρωνόταν χάρη σε αυτή την κίτρινη! Πέντε γκολ σε 15 αγώνες είχε πετύχει εκείνη την σεζόν στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση και όμως θα έλειπε από τον τελικό, όπου η Μίλαν επικράτησε στα πέναλτι και σήκωσε το τρόπαιο.
Την επόμενη σεζόν (2004/05), η ατυχία του... έκλεισε το
μάτι, μένοντας για αρκετό διάστημα εκτός δράσης λόγω τραυματισμού και μάλιστα
πέρασαν σκέψεις από το μυαλό του ακόμα και για «τίτλους τέλους» στην καριέρα
του. Τελικά, συνέχισε και πήρε το πρωτάθλημα με την «Γηραιά Κυρία», όμως το
σκάνδαλο «Calciopoli», με την ομάδα από το Τορίνο στο επίκεντρο, το καλοκαίρι του 2006,
έφερε αφαίρεση τίτλων και υποβιβασμό στην Β’ κατηγορία! Εκεί, είχε να πάρει μια σοβαρή απόφαση. Παρ’ ότι το
ταλαιπωρημένο του κορμί είχε ήδη αρχίσει να φωνάζει και θα μπορούσε να πάει
κάπου αλλού για το τελευταίο καλό συμβόλαιο, έμεινε πιστός στρατιώτης της
Γιουβέντους.
«Ο Ραϊόλα (μάνατζερ) δεν ήταν ικανοποιημένος, είχε προτάσεις από Ισπανία και Αγγλία. Είμαι καλά στο Τορίνο κι εγώ κι η οικογένειά μου, μετά από ότι έγινε δεν θα ήταν σωστό να φύγω. Δεν μπορώ να επιβάλλω τη γνώμη μου σε όσους έφυγαν, ο καθένας παίρνει τη σωστή απόφαση για τον εαυτό του. Είχα πει ότι θα αποσυρθώ μετά το Μουντιάλ, αλλά αποφάσισα να συνεχίσω όσο μπορώ ακόμα να τρέξω.»
Αρκετοί έφυγαν, όχι όμως και ο ίδιος μαζί με παίκτες όπως ο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο, ο Τζανλουίτζι Μπουφόν (Gianluigi Buffon Masocco) και ο Νταβίντ Τρεζεγκέ! Έμειναν, ήπιαν το πικρό ποτήρι μέχρι τέλους και άμεσα ανέβασαν την Γιουβέντους στη Serie A’, ένα χρόνο μετά και σε μια περίοδο που η Ίντερ είχε πλέον τον πρώτο λόγο στο Καμπιονάτο. Στην ομάδα έμεινε ως το 2009 και στα 37 του κρέμασε τα παπούτσια του, έχοντας πλέον άλλες προτεραιότητες όπως η οικογένειά του. Με τη «Γιούβε» αγωνίστηκε σε 324 αγώνες, σκοράροντας 65 φορές. Σήκωσε 4 πρωταθλήματα (2001/02, 2002/03, 2004/05, 2005/06) αν και τα δύο τελευταία αφαιρέθηκαν, 2 Σούπερ Καπ Ιταλίας (2002, 2003) και ένα πρωτάθλημα Serie B’ (2006/07).
Σημείο αναφοράς της εθνικής του
Με την εθνική Τσεχίας δεν κατάφερε να πανηγυρίσει κάποιον
τίτλο, αν και υπήρχαν οι προϋποθέσεις. Το 1996, έφτασε μέχρι τον τελικό του EURO, ενώ 8 χρόνια μετά, ο Τραϊανός Δέλλας
στο 105' με κεφαλιά από κόρνερ του Βασίλη Τσιάρτα, έστειλε στο καναβάτσο την
ομάδα του Κάρελ Μπρούκνερ (Karel Brückner) και την Εθνική μας στον τελικό και
μετέπειτα στο «Έβερεστ» του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Στο EURO του 2000, η Τσεχία δεν πέρασε από τους
ομίλους, με τον ίδιο να παίζει με προβλήματα τραυματισμού. Το 2006 αγωνίστηκε
στο Μουντιάλ της Γερμανίας, στη τελευταία του μεγάλη διοργάνωση και μετά το
πέρας της αποσύρθηκε από το αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα, μετρώντας 91
συμμετοχές και 18 γκολ. Περιττό να πούμε πως έπαιξε και στις μικρότερες εθνικές
της Τσεχοσλοβακίας.
Στυλ παιχνιδιού
Ο Πάβελ Νέντβεντ υπήρξε ένας πλήρης, επίμονος και συνεπής ποδοσφαιριστής που διέθετε εξαιρετικό σουτ και με τα 2 πόδια. Συχνά έπαιξε ως αριστερό εξτρέμ, κυρίως όμως ως επιθετικός μέσος με εξαιρετικές εκτελεστικές ικανότητες και αυτό λόγω της ικανότητας μεταβιβάσεων με το αριστερό πόδι, αλλά και ότι μπορούσε, συγκλίνοντας προς τον άξονα του γηπέδου να σουτάρει με το δεξί, αν και ήταν σε θέση να παίζει οπουδήποτε στο κέντρο λόγω του επιθετικού αλλά και αμυντικού καλού ρυθμού του. Αναπτύχθηκε και ως κεντρικός μέσος, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε ρόλους οργανωτικού μέσου, αλλά και σε υποστηρικτικούς ρόλους στους επιθετικούς της ομάδας, όπου διέπρεψε κυρίως λόγω της εξαιρετικής του ντρίμπλας, της μεταβίβασης και της διορατικότητας. Ήταν γνωστός για τα δυνατά του σουτ και τα βολέ από απόσταση, καθώς και την αντοχή του. Ήταν επίσης γνωστός για την ταχύτητα, την τεχνική και την ικανότητα εκμετάλλευσης των ευκαιριών μπροστά στο τέρμα. Ήταν επίσης εξαιρετικός εκτελεστής φάουλ και πέναλτι.Είχε το παρατσούκλι «Furia Ceca» (Η Τσέχικη Οργή), ένα από τα πιο πετυχημένα παρατσούκλια που βγήκαν ποτέ, κάνοντας λογοπαίγνιο με το «furia cieca» που σημαίνει τυφλή οργή που του κόλλησαν στην Ιταλία, λόγω της ταχύτητάς του, της ζωντάνιας και του έντονα επιθετικού στυλ παιχνιδιού του, καθώς και της αντοχή, της δύναμη και της αποφασιστικότητας. Ο πρώην προπονητής του στη Λάτσιο, ο Σβεν-Γκόραν Έρικσον (Sven-Goran Eriksson) τον περιέγραψε ως «έναν Πληρέστατο Τυπικό Μέσο». Παρά την ικανότητά του και το επίμονο στυλ παιχνιδιού του, είχε επικριθεί από κάποιους ότι «έπεφτε», «έχανε την πίστη του» εύκολα, όταν αμφισβητούνταν.
«Είσαι ένας κανονικός άνθρωπος, απλά τις Κυριακές παίζεις 90 λεπτά ποδόσφαιρο»,ενώ πλέον σαν στέλεχος της διοίκησης της Γιούβε βρίσκεται πάντα στις εξέδρες να πανηγυρίζει ή να μάχεται με πάθος με τον Φραντσέσκο Τότι (Francesco Totti) μέσω δηλώσεων.
Ο άνθρωπος-νεύρο, αυτός που πήρε τίτλους, αλλά έχασε
μερικούς στο όριο τόσο με την εθνική, όσο και με τη Γιουβέντους. Η ξανθιά
χαίτη, τα μάτια του λύκου, το σουτ πύραυλος εδάφους-αέρος, το σορτσάκι
ανεβασμένο ένα κλικ πιο ψηλά βγάζοντας μια 80-ίλα. Ο παίκτης που στις κινήσεις
του ήταν τόσο άναρχος και τόσο φινετσάτος μαζί …
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές
(Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- 1977–1985: TJ Skalná
- 1985/86: FK Hvězda Cheb
- 1986–1990: Football Club Viktoria Plzeň (Škoda Plzeň)
- 1990: Dukla Tábor
- 1990/91: Armádní Tělovýchovný Klub (ATK) Dukla Praha
Επαγγελματική καριέρα
- 1991/92: Armádní Tělovýchovný Klub (ATK) Dukla Praha, 19 (3)
- 1992–1996: Athletic Club Sparta Praha Fotbal, 97 (23)
- 1996–2001: Società Sportiva Lazio, 138 (33)
- 2001–2009: Juventus Football Club, 247 (51)
Σύνολο καριέρας: 501 (110)
Διεθνής
- 1992/93: Εθνική Νέων Τσεχοσλοβακίας U21, 7 (0)
- 1994–2006: Τσεχία, 91 (18)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με τη Sparta Prague
- Πρωτάθλημα Τσεχοσλοβακίας: 1992/93
- Πρωτάθλημα Τσεχίας: 2 (1993/94, 1994/95)
- Κύπελλο Τσεχίας: 1996
Με τη Lazio
- Πρωτάθλημα Ιταλίας: 1999–2000
- Κύπελλο Ιταλίας: 2 (1997/98, 1999–2000)
- Σούπερ Καπ Ιταλίας: 2 (1998, 2000)
- Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: 1998/99
- Ευρωπαϊκό Super Cup: 1999
- Κύπελλο UEFA: φιναλίστ 1997/98
Με τη Juventus
- Πρωτάθλημα Ιταλίας: 2 (2001/02, 2002/03)
- Σούπερ Καπ Ιταλίας: 2 (2002, 2003)
- Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Ιταλίας: 2006/07
- UEFA Champions League: φιναλίστ 2002/03
- Κύπελλο Ιταλίας: φιναλίστ 2001/02, 2003/04
Διεθνείς
Με τη Τσεχία
- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: φιναλίστ 1996
- Κύπελλο Συνομοσπονδιών FIFA: 3η θέση 1997
Προσωπικές Διακρίσεις
- Καλύτερος Ποδοσφαιριστής για τη Τσεχία: 6 (1998, 2000, 2001, 2003, 2004, 2009)
- Největší Čech (Λίστα των Κορυφαίων Τσέχων Όλων των Εποχών): 41η θέση
- Τσέχος Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς: 4 (1998, 2000, 2003, 2004)
- Μέλος Ιδανικής 11άδας της Χρονιάς από την Ευρωπαϊκή Ένωση Αθλητικού Τύπου: 2 (2000/01, 2002/03)
- Αθλητικό Πρόσωπο της Χρονιάς για τη Τσεχία: 2003
- Παίκτης της Χρονιάς για την Ιταλική Serie A: 2003
- Καλύτερος Ξένος Παίκτης της Χρονιάς για την Ιταλική Serie A: 2003
- Καλύτερος Μέσος της Χρονιάς από την UEFA: 2002/03
- Παίκτης της Χρονιάς από το αγγλικό περιοδικό «World Soccer»: 2003
- Χρυσή Μπάλα: 2003
- Μέλος Ιδανικής 11άδας της Χρονιάς από την UEFA: 3 (2003, 2004, 2005)
- Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 2004
- Χρυσό Παπούτσι: 2004
- Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου που συνέταξε το 2004 ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA: 2004
ΠΗΓΕΣ: sport24 - sombrero.gr