Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Ρουντ Γκούλιτ: Η Μαύρη Τουλίπα

Ο Ολλανδός μεσοεπιθετικός Ρουντ Γκούλιτ (Ruud Gullit), γεννήθηκε τη 1η Σεπτεμβρίου του 1962, στο Άμστερνταμ. Έπαιξε επαγγελματικά στη δεκαετία του 1980 και του 1990 και ήταν ο αρχηγός της ολλανδικής εθνικής ομάδας που κατέκτησε το Euro του 1988, ενώ ήταν επίσης βασικό μέλος των ομάδων που συμμετείχαν στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 και στο Euro του 1992. Σε συλλογικό επίπεδο, το 1987 μεταγράφηκε από την Αϊντχόβεν στη Μίλαν για ένα ποσό παγκόσμιο ρεκόρ.


Εύκολα αναγνωρίσιμος με τα στυλ ράστα μαλλιά του, ήταν μέλος του φημισμένου ολλανδικού τρίο στη Μίλαν, το οποίο περιλάμβανε τους Μάρκο βαν Μπάστεν (Marco van Basten) και Φρανκ Ράινκαρντ (Frank Rijkaard). Κατέκτησε 3 τίτλους της ιτακικής Serie A και δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών με τη Μίλαν. Το 1996, υπέγραψε για την Τσέλσι και ένα χρόνο αργότερα διορίστηκε ως ο προπονητής της ομάδας. Κατά την πρώτη του χρονιά, οδήγησε την Τσέλσι στην κατάκτηση του Κυπέλλου Αγγλίας, τον πρώτο σημαντικό τίτλο του συλλόγου μετά από 26 χρόνια, για να γίνει ο πρώτος ξένος προπονητής που κατακτά το αγγλικό Κύπελλο. Κέρδισε τη Χρυσή Μπάλα το 1987 και ονομάστηκε ως Παίκτης της Χρονιάς από το περιοδικό ‘’World Soccer’’ το 1987 και το 1989. Συνήθως ως ένας επιθετικός μέσος, ήταν ένας ευπροσάρμοστος παίκτης, παίζοντας σε πολλές θέσεις κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Το 2004, ονομάστηκε στον κατάλογο ‘’FIFA 100’’, με τους 125 Εν Ζωή Καλύτερους Ποδοσφαιριστές του Κόσμου, στο πλαίσιο του εορτασμού της εκατονταετηρίδας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας.


Ο άνθρωπος που έμελλε να γίνει παγκοσμίως διάσημος στο φίλαθλο κοινό με το παρατσούκλι "Μαύρη Τουλίπα" (μαζί με "μαύρη πλεξούδα" και "Σίμπα", συνθέτουν τα 3 πιο χαρακτηριστικά παρατσούκλια του) είδε για πρώτη φορά το φως του κόσμου ως Ρούντι Ντιλ. Ο πατέρας του, Τζορτζ Γκούλιτ, ήταν καθηγητής λυκείου που είχε μεταναστεύσει από το Σουρινάμ και είχε αποκτήσει τον Ρούντι μέσα από μία εξωσυζυγική σχέση (κοινή πρακτική και κοινωνικά αποδεκτή στη συγκεκριμένη κοινωνία, σε μία εποχή που το Σουρινάμ αποτελούσε ολλανδική αποικία) με τη Ρία Ντιλ, μία ξανθιά Ολλανδέζα με καταγωγή από το Άμστερνταμ η οποία δούλευε τότε ως φύλακας στο ‘’Rijksmuseum’’,  (Εθνικό Μουσείο). Ο μικρός Ρούντι αναγνωρίστηκε αμέσως από τον πατέρα του, ο οποίος φρόντισε μάλιστα να εγκαταστήσει την (δεύτερη) οικογένειά του σε ένα μικρό διαμέρισμα ενός λιτού κτιρίου στη συνοικία Τζόρντααν.


Εκεί ήταν που ο μικρός Ρουντ ξεκίνησε να αναπτύσσει τις ποδοσφαιρικές του αρετές παίζοντας μπάλα στους δρόμους, εκεί ήταν που πήρε το πρώτο μάθημα: να προσπαθείς να έχεις πάντα ισορροπία στο σώμα σου και να μην πέφτεις ποτέ καθώς σε διαφορετική περίπτωση ο πόνος από τις πτώσεις στην σκληρή άσφαλτο είναι ανυπόφορος. Η πρώτη ομάδα του ήταν η Meer Boys στην οποία έπαιξε μέχρι τα 13 του χρόνια για να μετακομίσει στη συνέχεια η οικογένειά του σε μία πιο ήρεμη συνοικία (Ολντ Γουέστ) όπου σε πολύ κοντινή απόσταση προσέφερε θέαμα ένα ακόμα ακατέργαστο διαμάντι του ολλανδικού ποδοσφαίρου (και μελλοντικός του συμπαίκτης του), ο Φρανκ Ράικαρντ (Franklin Edmundo Rijkaard). Ο Ρουντ, προσαρμόστηκε πάντως πολύ γρήγορα στο νέο περιβάλλον και αφού πέρασε με επιτυχία μία ποδοσφαιρική "οντισιόν" για λογαριασμό της DWS, κατάφερε μέσα από τις εμφανίσεις του στα παιδικά τμήματα της ομάδας να κερδίσει το εισιτήριο για τις μικρές εθνικές ομάδες της Ολλανδίας όπου διασταυρώθηκαν για πρώτη φορά οι δρόμοι του με τα αδέρφια Ρόναλντ και Έρβιν Κούμαν (Erwin & Ronald Koeman) αλλά και τον Βιμ Κιφτ (Willem "Wim" Cornelis Nicolaas Kieft).



Ήταν μάλιστα εκείνη η περίοδο που αποφάσισε να χρησιμοποιεί το επώνυμο του πατέρα του και όχι αυτό της μητέρας του, με το οποίο είχε δηλωθεί κατά τη γέννησή του, κρίνοντας πως παρέπεμπε περισσότερο σε ποδοσφαιριστή. Πάντως, διατήρησε επίσημα το επώνυμο της μητέρας του (Ντιλ) και συνεχίζει να δίνει αυτόγραφα χρησιμοποιώντας την υπογραφή "Ρουντ Ντιλ". Η ομάδα που θαύμαζε από πιτσιρικάς ήταν ο Άγιαξ, που με τα μεγάλα του αστέρια σκορπούσε δέος και πανικό στους αντιπάλους του και σάρωνε τους τίτλους σε Ολλανδία και Ευρώπη τη δεκαετία του 1970, με το όνειρό του όμως να γίνει μέλος του "Αίαντα" να μην πραγματοποιείται καθώς δεν μπόρεσε να περάσει τα... δοκιμαστικά στα οποία έλαβε μέρος. Το γεγονός πάντως αυτό όχι μόνο δεν τον έριξε ψυχολογικά αλλά τουναντίον τον πείσμωσε, με τον Γκούλιτ να πείθει τους ανθρώπους της Haarlem κα να υπογράφει σε ηλικία μόλις 16 ετών το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο ως ποδοσφαιριστής, το 1978. Εκεί είχε για προπονητή τον πρώην παίκτη της Γουέστ Μπρόμιτς, τον Μπάρι Χιουζ (Barry Hughes) και στα τρία χρόνια που φόρεσε τη φανέλα της ομάδας, από το 1979 έως το 1982, είχε απολογισμό 32 τερμάτων σε 91 ματς πρωταθλήματος: ουσιαστικά 1 γκολ ανά 3 ματς!

Πήρε από το χεράκι τη Haarlem

Όσο για τις εμπειρίες που συνέλεξε σε αυτό το διάστημα ήταν ανεκτίμητες, με πρώτη και καλύτερη το ντεμπούτο του με το σύλλογο πριν καν συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας του, γεγονός που τον έκανε εκείνη την εποχή τον νεαρότερο παίκτη στην ιστορία της Eredivisie! Στην πρώτη του σεζόν στην Haarlem γεύτηκε το πικρό ποτήρι του υποβιβασμού, αλλά ο σύλλογος έδειξε εξαιρετικά αντανακλαστικά και ένα χρόνο αργότερα επέστρεψε στα μεγάλα σαλόνια κατακτώντας την Eerste Divisie, με τον ίδιο να αναδεικνύεται καλύτερος νέος παίκτης καθώς και κορυφαίος παίκτης όλου του πρωταθλήματος! «Ήταν η πιο διασκεδαστική σεζόν στην καριέρα μου», λέει για εκείνη την παρουσία του στην Β’ κατηγορία με τη Haarlem, ομάδα με την οποία είχε δεθεί τόσο ώστε να αγνοήσει τον μεγάλο Άγιαξ, ο οποίος είχε ξαναβρεθεί στο δρόμο του προσφέροντάς του συμβόλαιο! Η επιλογή της παραμονής αποδείχτηκε σωστή καθώς τη σεζόν 1981/82 ο Γκούλιτ ήταν εξαιρετικός και πανηγύρισε με την Haarlem την κατάκτηση της 4ης θέσης και της εξόδου στην Ευρώπη για πρώτη (και μοναδική μέχρι σήμερα!) φορά στην ιστορία της!

Την ίδια σεζόν, ο Γκούλιτ πέτυχε ένα γκολ που ακόμα και τώρα εξακολουθεί να το τοποθετεί στην κορυφή με κριτήριο την ωραιότητα των τερμάτων του λέγοντας: «Στο ματς με την Ουτρέχτη πέρασα τέσσερις αμυντικούς και τον τερματοφύλακα και σκόραρα. Ήταν ένα αξέχαστο γκολ!» Εκείνο μάλιστα το γκολ είχε συνεπάρει τόσο τον Μπάρι Χιουζ που περιέγραφε τον νεαρό Γκούλιτ ως τον "Ολλανδό Ντάνκαν Έντουαρντς" (Duncan Edwards). Κρατήστε δε πως ο Γκούλιτ, είχε κάνει τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα παίζοντας στη θέση του λίμπερο, με τους προπονητές του όμως σταδιακά να του αλλάζουν θέση και να τον τοποθετούν στο χώρο του κέντρου και προς την επίθεση, θέλοντας να εκμεταλλευτούν την εκπληκτική φυσική του κατάσταση και την ταχύτητά του (έτρεχε τα 100 μέτρα σε σχεδόν 11 δευτερόλεπτα)!


Οι εμφανίσεις του Γκούλιτ βοήθησαν στο να ταξιδέψει το όνομά του και εκτός συνόρων (Άρσεναλ και Ίπσουιτς ακούστηκαν ως υποψήφιοι μνηστήρες) αλλά τελικά το μεγάλο βήμα στην καριέρα του -πριν καν συμπληρώσει τα 20 χρόνια- έγινε μέσω της Φέγενορντ το 1982. Στην ομάδα του Ρότερνταμ αγωνίστηκε τρεις σεζόν και απόλαυσε μοναδικές στιγμές σε ομαδικό αλλά και προσωπικό επίπεδο. Στην δεύτερη σεζόν του στο "Ντε Κάιπ" κατέκτησε τόσο το πρωτάθλημα όσο και το Κύπελλο (πρώτο νταμπλ για την ομάδα του Ρότερνταμ μετά από μία δεκαετία) αλλά και τον τίτλο του Κορυφαίου Ποδοσφαιριστή της χρονιάς στην Ολλανδία, ενώ παράλληλα είχε την ευτυχία να παίξει δίπλα στον Γιόχαν Κρόιφ (Hendrik Johannes "Johan" Cruijff). Ο θρυλικός "ιπτάμενος Ολλανδός" είχε τσαντιστεί με την απόφαση των ανθρώπων του Άγιαξ να μην του προσφέρουν νέο συμβόλαιο το καλοκαίρι του 1982 και έτσι μετακόμισε -για να τους εκδικηθεί- στην Φέγενορντ, με την οποία έκλεισε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την παραμυθένια καριέρα του σε ηλικία 37 ετών!


Από εκεί που είχε το ρόλο της "σκούπας" στη Haarlem, στη Φέγενορντ αξιοποιήθηκε σε πιο δημιουργικό ρόλο (μεσαία γραμμή και μπροστά), με τα στατιστικά του να μιλούν από μόνα τους για την αξία του: 31 γκολ σε 85 ματς πρωταθλήματος και 45 σε 109 ματς σε όλες τις διοργανώσεις με το "σύλλογο του λαού". Υπήρχαν βέβαια και δύο μελανά περιστατικά τα οποία έχουν σημαδέψει την παρουσία του στο Ρότερνταμ. Το πρώτο ήταν ο χαρακτηρισμός "τεμπέλης αράπης" που του πρόσαψε ο προπονητής του (τη χρονιά του νταμπλ) Τάις Λίμπρεχτς (Thijs Libregts) και ο οποίος προκάλεσε τρομερή αίσθηση, με τον Ολλανδό τεχνικό (ο οποίος αργότερα δούλεψε στη χώρα μας σε Άρη, ΠΑΟΚ, Ηρακλή και Ολυμπιακό) να ζητάει συγγνώμη λέγοντας πως για εκείνον ήταν απλά ένα παρατσούκλι και τίποτα περισσότερο. Το δεύτερο έλαβε χώρα σε έναν αγώνα της ολλανδικής ομάδας με τη Σεντ Μίρεν τον Σεπτέμβριο του 1983 όταν δέχτηκε λεκτική ρατσιστική επίθεση από μερίδα Σκωτσέζων οπαδών. Εκείνο μάλιστα το περιστατικό («η πιο θλιβερή νύχτα της της ζωής μου» κατά δήλωσή του) τον ώθησε να αφιερώσει τη ζωή του πέρα από τους αγώνες εντός γηπέδων και στον αγώνα για την εξάλειψη του ρατσισμού, μία κοινωνικής μάστιγας που ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να κάνει συχνά-πυκνά την εμφάνισή της στα γήπεδα του κόσμου.


Το 1985 είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για το επόμενο βήμα στην καριέρα του Ρουντ Γκούλιτ, με την Αϊντχόφεν να τον παίρνει από την Φέγενορντ (για σχεδόν 1.000.000 φιορίνια) και να απολαμβάνει μία χρυσή διετία μαζί του. Με τη φανέλα της PSV ο ποδοσφαιριστής-αστραπή, με σήμα κατατεθέν τα ράστα μαλλιά σκόραρε 46 γκολ σε 68 ματς της Eredivisie πανηγυρίζοντας την κατάκτηση 2 πρωταθλημάτων και ενός ακόμα τίτλου για τον καλύτερο ποδοσφαιριστή στη χώρα (1986), ενώ παίζοντας πλέον ως μέσος και επιθετικός αποτελούσε πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής Ολλανδίας. Το καλοκαίρι του 1986 πήρε μέρος με την ομάδα της Αϊντχόφεν στο Trofeo Gamper της Μπαρτσελόνα (το διοργανώνει κάθε χρόνο από το 1966 και μετά προς τιμήν του ιδρυτικού της μέλους, παίκτη και κατόπιν προέδρου του συλλόγου Τζουάν Γκάμπερ) και εκεί τον είδαν για πρώτη φορά οι άνθρωποι της Μίλαν (έπαιξε στη θέση με την οποία έκανε θραύση στο ξεκίνημα της καριέρας του, αυτή του λίμπερο) και "έπαθαν πλάκα" με την ικανότητά του να απλώνει το παιχνίδι του σε όλο σχεδόν το μήκος του γηπέδου.


Μεταξύ αυτών και ο τότε προπονητής των Μιλανέζων, Νιλς Λίντχολμ (Nils Erik Liedholm), με τον Σουηδό να συμβουλεύει τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi), που μόλις είχε αναλάβει καθήκοντα προέδρου στο σύλλογο, να υπογράψει με κλειστά μάτια τον Ολλανδό. «Είναι όπως ο Πάουλο Ρομπέρτο Φαλκάο (Paulo Roberto Falcão). Είναι ένας μεγαλόσωμος, πανίσχυρος αθλητής που μπορεί να παίξει παντού. Μπορεί να κάνει τον λίμπερο και τον σέντερ φορ», έλεγε και ξανάλεγε ο Λίντχολμ, μέχρι που έπεισε τον Μπερλουσκόνι και το καλοκαίρι του 1987 στήθηκε μία γιγαντιαία επιχείρηση απόκτησής του. Για χάρη του ο "καβαλιέρε" πήρε ένα πρωινό το ιδιωτικό του τζετ και ταξίδεψε μαζί με τους Αντριάνο Γκαλιάνι (Adriano Galliani) και Μπερούτσι στο Αϊντχόφεν για να συζητήσουν με τον πρόεδρο και τον προπονητή της PSV το ενδεχόμενο απόκτησής του, με την χρυσή τομή μεταξύ των δύο πλευρών να βρίσκεται μετά από τρεις ώρες συζητήσεων. Και τι δεν έκανε ο πρόεδρος της Μίλαν για να ντύσει στα ροσονέρι τον Ολλανδό.

Τίναξε τη μπάνκα στον αέρα ο Σίλβιο

Έδωσε 13 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες στην Αϊντχόφεν πραγματοποιώντας τότε την πιο δαπανηρή μεταγραφή όλων των εποχών, αφού η αμέσως προηγούμενη ήταν του Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Armando Maradona) από τη Μπαρτσελόνα στη Νάπολι το 1984, ενώ τριπλασίασε τις αποδοχές του Γκούλιτ, ο οποίος από το ποσό των 300.000.000 ιταλικών λιρών με τις οποίες αμειβόταν στην Ολλανδία εκτοξεύτηκε στις 900.000.000! Ο Μπερλουσκόνι του προσέφερε στο πιάτο ένα ηγεμονικό συμβόλαιο τριετούς διάρκειας (υπήρχε και οψιόν για άλλα δύο χρόνια) ενώ παράλληλα επέτρεψε στην ‘’Philips’’ να εκμεταλλεύεται εκείνη αποκλειστικά τη δημόσια εικόνα του παίκτη. Ο πρόεδρος της Γιουβέντους, Τζαμπιέρο Μπονιπέρτι (Giampiero Boniperti), "ζαχάρωνε" για αρκετούς μήνες τον Γκούλιτ και το σχέδιό του ήταν να τον αγοράσει και να τον δώσει για έναν χρόνο δανεικό στην Αταλάντα! Κάτι αντίστοιχο είχε κάνει με τον Μίκαελ Λάουντρουπ (Michael Laudrup) που έπαιξε από το 1983 ως το 1985 ως δανεικός στη Λάτσιο πριν φορέσει τα ασπρόμαυρα! Όμως όταν ήρθε η "ώρα της κρίσης" εκεί μίλησε το πείσμα, η αποφασιστικότητα και η "αρχοντιά" του Μπερλουσκόνι. Σημειώνεται πως για να κάνει τον Ολλανδό να αισθανθεί άνετα με το... καλημέρα στο νέο ποδοσφαιρικό του περιβάλλον, του εξασφάλισε μία ονειρεμένη κατοικία: τριόροφο κτίριο 280 τετραγωνικών μέτρων με όλα τα κομφόρ: βεράντα, κήπο, πισίνα και αίθουσα παιχνιδιών!


Κατά την παρουσίασή του στα ιστορικά γραφεία της Μίλαν της οδού Τουράτι, τον Ιούλιο του 1987, ο τηλεοπτικός φακός "συνέλαβε" τον Γκούλιτ να έχει άγνοια για το τι εστί Τζάνι Ριβέρα (Giovanni "Gianni" Rivera), όταν οι άνθρωποι της Μίλαν του έδειξαν ένα τεράστιο πόστερ με τον θρυλικό άσο των "ροσονέρι", ωστόσο η... γκάφα του αυτή λίγο απασχόλησε τους οπαδούς της νέας του ομάδας! Για αυτό φρόντισε ο ίδιος, καθώς σε μία ομάδα που έσφυζε από ταλέντο με παίκτες κλάσης όπως οι Φράνκο Μπαρέζι (Franco Baresi), Αλεσάντρο Κοστακούρτα (Alessandro "Billy" Costacurta), Πάολο Μαλντίνι (Paolo Cesare Maldini), Μάουρο Τασότι (Mauro Tassotti), Κάρλο Αντσελότι (Carlo Ancelotti), Ρομπέρτο Ντοναντόνι (Roberto Donadoni), Ντανιέλε Μασάρο (Daniele Massaro) αλλά και ο συμπατριώτης του Μάρκο Φαν Μπάστεν (Marcel "Marco" van Basten), που αποκτήθηκε το ίδιο καλοκαίρι, αλλά έχασε όλη σχεδόν την σεζόν 1987/88 λόγω σοβαρού τραυματισμού, εκείνος ήταν η κινητήριος δύναμη!


Κατά πολλούς η Μίλαν του Αρίγκο Σάκι (Arrigo Sacchi) θύμιζε μία τέλεια ορχήστρα η οποία είχε έναν μαέστρο: τον Ρουντ Γκούλιτ. Άποψη που είχε μεγάλη βάση αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Ολλανδός δεν είχε καμία σχέση με όλους τους άλλους: μπορούσε να καλύψει σχεδόν όλες τις θέσεις στο γήπεδο (εκτός από αυτή του γκολκίπερ ή των ακραίων μπακ), διέθετε απίστευτη φυσική κατάσταση, τρομερή τεχνική κατάρτιση, δύναμη, ταχύτητα, εξυπνάδα και αίσθηση του γηπέδου, ενώ παράλληλα είχε πολλούς τρόπους να στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα: με το αριστερό ή με το δεξί, μέσα και έξω από την περιοχή και φυσικά με το μεγάλο του όπλο, τις κεφαλιές-δυναμίτη! Αρχικά ο Σάκι επέλεξε να τον βάλει στη δεξιά πλευρά της επίθεσης σε μία τριπλέτα που αποτελείτο από τους Μάρκο Φαν Μπάστεν και τον Πιέτρο Βίρντις (Antonio Pietro Paolo Virdis), όμως μετά τον τραυματισμό του πρώτου χρησιμοποιήθηκε σε σύστημα με δύο κυνηγούς. Άλλωστε ο Γκούλιτ μαζί με τον Ντοναντόνι ήταν εκείνοι που "επέτρεψαν" στον Ιταλό τεχνικό να εφαρμόσει ένα καινοτόμο 4-4-2 αφού είχαν την δυνατότητα να αλλάζουν θέσεις μέσα στο γήπεδο ανάλογα με το αν η ομάδα τους ήταν σε θέση άμυνας ή επίθεσης.


Η πρώτη σεζόν του στο "San Siro" (1987/88) είναι μαγική καθώς έχει απολογισμό 9 τερμάτων σε 29 παιχνίδια του στη Serie A και οδηγεί τη Μίλαν στην κατάκτηση του σκουντέτο, πρώτου της μετά από 9 χρόνια ανομβρίας. «Ωραίος και δυνατός όμως πίσω του έχει τον Μπερλουσκόνι με την τηλεόραση και την οικονομική του δύναμη», ήταν το καρφί που άφησε για τον Ολλανδό ο Ντιέγκο Μαραντόνα μετά τους πρώτους εντυπωσιακούς μήνες του στο Μιλάνο, με τον Γκούλιτ όμως να δίνει την απάντησή του τον Ιανουάριο του 1988 όταν στο Μίλαν-Νάπολι, όχι μόνο βρήκε δίχτυα αλλά ήταν μακράν ο κορυφαίος παίκτης του γηπέδου, στο θριαμβευτικό 4-1 των "ροσονέρι" επί των πρωταθλητών Ιταλίας της περασμένης σεζόν. Το ίδιο επιβλητικός ήταν και με τη φανέλα της εθνικής Ολλανδίας με την οποία έζησε πρωτόφαντες στιγμές το καλοκαίρι του 1988 στα γήπεδα της Γερμανίας όταν και σήκωσε ως αρχηγός των "οράνιε" το πρώτο (και μοναδικό μέχρι σήμερα) Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα στην ιστορία τους. Ο τελικός μάλιστα κόντρα στη Σοβιετική Ένωση έχει μείνει στη μνήμη όλου του φίλαθλου κόσμου, με τον Γκούλιτ να ανοίγει το σκορ με εκπληκτική κεφαλιά και τον Φαν Μπάστεν να διαμορφώνει το τελικό 2-0 με το απίστευτο μονοκόμματο σουτ που θα μνημονεύεται εσαεί από τους ποδοσφαιρόφιλους.


Μετά τη Χρυσή Μπάλα, σάρωσε τους τίτλους...

Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί οι δύο τίτλοι που κατέκτησε σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο και φανέρωσαν την αγωνιστική του εκτόξευση στην κορυφή αλλά και οι σπουδαίες ατομικές του διακρίσεις μέσα σε διάστημα 12 μηνών. Το 1987 κατέκτησε το βραβείο της Χρυσής Μπάλας ως ο καλύτερος παίκτης στην Ευρώπη, συγκεντρώνοντας 106 ψήφους και άφησε δεύτερο τον Πάουλο Φούτρε (Paulo Jorge dos Santos Futre) της Ατλέτικο Μαδρίτης με 91 πόντους και τον Εμίλιο Μπουτραγκένιο (Emilio Butragueño Santos) της Ρεάλ Μαδρίτης με 61 πόντους, ενώ το 1988 κατέλαβε τη δεύτερη θέση, μένοντας πίσω από το συμπαίκτη του στην Μίλαν και στην εθνική Ολλανδίας, τον Μάρκο Φαν Μπάστεν. Μετά μάλιστα από τη νίκη του το 1987 επεδίωξε και πέτυχε να συναντηθεί με τον Νέλσον Μαντέλα (Nelson Rolihlahla Mandela), αφιερώνοντας το βραβείο της Χρυσής Μπάλας στον ιστορικό ηγέτη της Νότιας Αφρικής που είχε πολεμήσει το απαρτχάιντ και τις τεράστιες ρατσιστικές διακρίσεις λευκών-μαύρων στην πατρίδα του! Ο κόσμος της Μίλαν τον αγάπησε από την πρώτη του χρονιά βλέποντάς στο πρόσωπό του μία ξεχωριστή πάστα ποδοσφαιριστή αλλά και μία προσωπικότητα που σπάνια συναντάει κανείς στα γήπεδα (από τους λίγους που δεν φοβόταν να πει ελεύθερα την άποψή του ακόμα και αν δεν γινόταν αρεστός) και ο Γκούλιτ από την πλευρά του επέστρεψε όλη αυτή την αγάπη μέσα από σπουδαίες ποδοσφαιρικές παραστάσεις.

Η παρουσία του άλλωστε στη Μίλαν για μία επταετία είναι απόλυτα συνυφασμένη με μία χρυσή περίοδο στην ιστορία των "ροσονέρι": μαζί της κατέκτησε 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών (1989 και 1990, με τη Μίλαν να είναι η τελευταία ομάδα στην ιστορία της διοργάνωσης με δύο συνεχόμενες κατακτήσεις), 2 Διηπειρωτικά Κύπελλα, 2 Ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ, 3 πρωταθλήματα (αυτό της σεζόν 1991/92 το κατέκτησε αήττητη η ομάδα του Μιλάνου) και 3 ιταλικά Σούπερ Καπ, ενώ στον τελικό του 1989 απέναντι στη Στεάουα πέτυχε τα δύο από τα τέσσερα γκολ των "ροσονέρι" μπροστά σε 90.000 εκστασιασμένους τους που είχαν κατακλύσει τις εξέδρες του "Camp Nou". Η ολλανδική τριπλέτα Φαν Μπάστεν – Γκούλιτ - Ράικαρντ στα καλύτερά της!


Κατάφερε μάλιστα να πετύχει τόσα παρότι χτυπήθηκε από την κατάρα των τραυματισμών: από το 1989 μέχρι το 1992 υποβλήθηκε σε 5 συνολικά επεμβάσεις στο γόνατο και τη σεζόν 1989/90 έμεινε ουσιαστικά εκτός γηπέδων μετρώντας μόλις 2 παρουσίες. Σε αντίθεση πάντως με την αρμονική συνεργασία με τον Σάκι η σχέση του με τον Φάμπιο Καπέλο (Fabio Capello) που τον διαδέχτηκε στον πάγκο δεν ήταν και η πλέον αγαστή και ο τελικός του Champions League του 1993 αποτέλεσε την αφορμή για να σπάσει οριστικά το γυαλί! Βάσει των τότε κανονισμών της UEFA η κάθε ομάδα είχε δικαίωμα να έχει στην αποστολή της μάξιμουμ 3 ξένους παίκτες, με τον Καπέλο να επιλέγει για τον τελικό τους Φαν Μπάστεν, Ράικαρντ και Ζαν-Πιερ Παπέν (Jean-Pierre Papin) και να αφήνει εκτός τον Γκούλιτ. Η θρυλική ολλανδική τριπλέτα είχε σπάσει και η "μαύρη τουλίπα" συνειδητοποίησε τότε πως έπρεπε να κάνει restart και να αποχωριστεί την αγαπημένη του Μίλαν με την οποία είχε απογειώσει την καριέρα του.

Επειδή όμως είχε μάθει να λέει ευθέως αυτό που πιστεύει και επειδή δεν ήξερε (και δεν ήθελε να μάθει ποτέ) τι σημαίνει "politically correct", ο Ολλανδός άσος δεν δίστασε λίγα χρόνια αργότερα να βγάλει τα εσώψυχά του μιλώντας για εκείνα τα 6 χρόνια στη Μίλαν, εκτοξεύοντας βέλη κατά του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, του Φάμπιο Καπέλο αλλά και του Φράνκο Μπαρέζι!
«Ελάχιστα άτομα είναι τόσο φιλόδοξα όσο ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Είναι ένας άνθρωπος που δεν σταματάει μέχρι να αποκτήσει αυτό που θέλει. Έχω ακόμα μεγάλο σεβασμό για αυτόν, αν και συγκρουστήκαμε στον τελευταίο μου χρόνο στη Μίλαν. Στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1993, Μίλαν-Μαρσέιγ, εγώ δεν ήμουν καν στον πάγκο και ήμουν αναγκασμένος να βλέπω το παιχνίδι από τις εξέδρες. Μπροστά σε όλο τον κόσμο, ο Μπερλουσκόνι με φίλησε: ήταν το κλασικό φιλί του Ιούδα. Εγώ όμως του είπα αμέσως εκείνο που πίστευα για αυτόν. Δεν μπορεί κανείς να με χειραγωγήσει, ακόμα και αν αυτός ονομάζεται Σίλβιο Μπερλουσκόνι»
δήλωνε o χειμαρρώδης Ρουντ Γκούλιτ σε συνέντευξή του στη αγγλική "Mirror" τον Αύγουστο του 1997, και πρόσθετε:
«Ο Καπέλο που διαδέχτηκε τον Σάκι, αποδείχτηκε καλός προπονητής, αλλά δεν συμφωνήσαμε ποτέ. Εάν έπρεπε να διαλέξω κάποιον με τον οποίο θα βγω το βράδυ, σίγουρα δεν θα επέλεγα ποτέ τον Καπέλο. Στην Ιταλία και στην Ολλανδία ήταν πεπεισμένοι πως ήταν ο Φράνκο Μπαρέζι που ήθελε να με εκδιώξει από τη Μίλαν και από την πλευρά μου πίστευα πάντα ότι οι φήμες αυτές είχαν κάποια βάση! Παρόλα αυτά δεν έχω κάτι εναντίον του και ελπίζω να μην έχει και αυτός κάτι εναντίον μου. Πρέπει όμως να παραδεχτώ ότι δεν είχαμε ποτέ στενές σχέσεις. Ο Μπαρέζι είναι εσωστρεφής ενώ ξέρετε όλοι πως εγώ είμαι εξωστρεφής»!

Στην ίδια συνέντευξη ο Ολλανδός άσος έπλεξε το εγκώμιο του Νέλσον Μαντέλα (« … είναι το πιο χαρισματικά άτομο που έχω γνωρίσει εκτός ποδοσφαίρου»), του Ντιέγκο Μαραντόνα (« … είναι ο καλύτερος παίκτης που έχω γνωρίσει αλλά δυστυχώς του έκαναν ζημιά οι κακές φιλίες») και του Γιόχαν Κρόιφ (« … είχα πει στην ολλανδική ομοσπονδία πως με εκείνον προπονητή θα είχαμε πάρει το Μουντιάλ του 1990 αλλά δεν με άκουσαν»), ενώ ο μοναδικός "μιλανίστα" που άκουσε καλά λόγια ήταν ο "μέντοράς" του, ο Αρίγκο Σάκι.
«Ηταν ο πρώτος μου προπονητής στη Serie A, αυτός ήταν που έκανε τη Μίλαν την καλύτερη ομάδα του κόσμου. Σίγουρα, είχε φανταστικούς παίκτες, όπως ο Μπαρέζι, ο Ράικαρντ και ο Φαν Μπάστεν. Αλλά και ο Σάκι δούλευε πολύ. Είχαμε μία εξαιρετική σχέση μεταξύ μας. Μου άρεσε και ως άτομο, πέρα από προπονητής. Όταν με ρωτούν ποιος είναι ο τεχνικός που προτιμώ, δεν απαντώ ποτέ. Ο κάθε προπονητής έχει την αξία του αλλά κανείς δεν είναι τέλειος. Το σίγουρο είναι πάντως ότι από τον Σάκι έμαθα πάρα πολλά»!

Βρήκε την Ιθάκη του στη Γένοβα

Τι περιελάμβανε όμως η "επόμενη ημέρα" για τον Γκούλιτ μετά τον επώδυνο χωρισμό του με τη Μίλαν το 1993 ελέω Καπέλο; Απάντησε αρνητικά στην πρόταση της Τορίνο που κινήθηκε πρώτη για την απόκτησή του αλλά δεν έγινε το ίδιο και με αυτήν του προέδρου της Σαμπντόρια, Πάολο Μαντοβάνι (Paolo Mantovani), με τον Ολλανδό να ενδίδει στο "πρέσινγκ" που δέχτηκε από Σβεν-Γκόραν Έρικσον (Sven Goran Erikson) και Τζανλούκα Βιάλι (Gianluca Vialli). Οι "μπλουτσερκιάτι" γέμισαν με 1 δις. ιταλικές λίρες τα ταμεία της Μίλαν για να πάρουν με τη μορφή δανεισμού τον 31χρονο τότε άσο και στον ίδιο πρόσφεραν 2,2 δις: το 1,5 το έδωσε ο πρόεδρος των Γενοβέζων και το υπόλοιπο ποσό καλύφθηκε από τη "Lotto", εκ των χορηγών του παίκτη.

«Ήθελα ένα λιγότερο πιεστικό ποδόσφαιρο. Διάλεξα τη Σαμπντόρια επειδή είναι μία ομάδα από φίλους, ένα ιδανικό και ευχάριστο περιβάλλον. Στη Μίλαν η νίκη είναι υποχρέωση, στη Σαμπντόρια έχεις φυσικά την επιθυμία για τη νίκη αλλά δεν υπάρχει αυτό το "πρέπει". Μίλησα με τον πρόεδρο Μαντοβάνι και είναι το σωστό άτομο για να με κάνει να ξαναερωτευτώ το ποδόσφαιρο.
Ο Βιάλι ήταν εκείνος που με πρότεινε στη Σαμπντόρια. Μου είπε πως ήταν η καλύτερη επιλογή για μένα, και αυτός άλλωστε θα ήθελε να επιστρέψει. Επίσης ένας ακόμα καλός μου φίλος, ο Τονίνιο Σερέζο (Antônio Carlos Cerezo), άφησε την καρδιά του στη Γένοβα και μου περιέγραψε τη Σαμπντόρια σαν παράδεισο. Είχαμε ήδη μιλήσει με τον Μαντοβάνι από τις 23 Δεκεμβρίου του 1992, όταν η Μίλαν είχε νικήσει με 2-1 στο ‘’Marassi’’ με ένα δικό μου γκολ. Ο Έρικσον με είχε ρωτήσει: "Γιατί δεν έρχεσαι σε εμάς;" Έμοιαζε με αστείο αλλά τώρα όλα έγιναν πραγματικότητα. Ήθελα ένα διαφορετικό περιβάλλον, λιγότερο καταπιεστικό. Τα 6 χρόνια στη Μίλαν μου έμειναν στην καρδιά, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την ομάδα αλλά δεν μπορούσα να προχωρήσω άλλο. Οι οπαδοί της Μίλαν κατάλαβαν την επιλογή μου. Θα είναι περίεργο και για μένα να με δω με μία άλλη φανέλα αλλά είμαι χαρούμενος.
Έχουμε συζητήσει με πάρα πολλά πράγματα με τον Έρικσον, ακόμα και για τον ρόλο μου μέσα στην ομάδα. Θα μπορούσα να παίξω ως λίμπερο. Υπέγραψα μόνο για έναν χρόνο γιατί αυτό ήθελε η Σαμπντόρια και ήμουν σύμφωνος. Έτσι είμαστε πιο ελεύθεροι, αν όλα πάνε καλά, θα ανανεώσουμε. Δεν δίνω υποσχέσεις, τις απέφευγα πάντα και στη Μίλαν. Στους οπαδούς της νέας μου ομάδας ζητάω μόνο ενθουσιασμό, θα προσπαθήσω να τους κάνουμε να διασκεδάσουν»
 δήλωνε κατά την επίσημη παρουσίασή του από τη Σαμπντόρια τον Ιούλιο του 1993 και η αλήθεια είναι πως έκανε πράξη το στόχο του και με το παραπάνω.


Ο Ρουντ Γκούλιτ έκανε τη σεζόν 1993/94 το καλύτερο πρωτάθλημα επί των ημερών του στην Ιταλία και αυτό το μαρτυρούν τόσο τα 31 ματς πρωταθλήματος (ο ανώτερος αριθμός του στη Μίλαν ήταν τα 29 ματς από τη σεζόν 1987/88) όσο και τα 15 γκολ (μακράν η πιο παραγωγική σεζόν του με δεύτερη τα 9 γκολ από την πρώτη του σεζόν στους "ροσονέρι"). Το ένα μάλιστα εξ αυτών είχε ξεχωριστή σημασία για τον ίδιο καθώς σημειώθηκε στο Σαμπντόρια-Μίλαν της 31ης Οκτωβρίου του 1993! Με το σκορ στο 2-2, δώδεκα λεπτά πριν το φινάλε, ο Ολλανδός άσος "ξέρανε" την πρώην ομάδα του γράφοντας το τελικό 3-2 με δυνατό διαγώνιο σουτ και το πανηγύρισε έξαλλα, αισθανόμενος εκείνη την ώρα πως έπαιρνε προσωπική ρεβάνς από τον Φάμπιο Καπέλο για τον εξοστρακισμό του. «Ο Ρουντ είναι ένα μεγάλο ελάφι που βγαίνει στο λιβάδι», έλεγε ο σπουδαίος Βούγιαντιν Μπόσκοφ (Vujadin Boškov) για τον Γκούλιτ, ο οποίος στο φινάλε της σεζόν είχε κάθε λόγο να καμαρώνει. Πέρα από τα δικά του εκπληκτικά νούμερα πανηγύριζε με τη Σαμπντόρια την κατάκτηση του Κυπέλλου Ιταλίας (τροπαίου που δεν είχε πάρει με τη Μίλαν) αλλά και την καθόλα τιμητική 3η θέση στο πρωτάθλημα της Serie A.


Δυστυχώς οι επόμενοι 12 μήνες δεν είναι ευχάριστοι για τον ίδιο καθώς μέσα σε αυτό το διάστημα προβαίνει σε τρεις αποχαιρετισμούς. Η αρχή έγινε με την εθνική Ολλανδίας, με τον Γκούλιτ να έρχεται σε αντιπαράθεση με τον Ντικ Άντβοκαατ (Dirk Nicolaas "Dick" Advocaat) αλλά και με παράγοντες και συμπαίκτες του στους "οράνιε" και να παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει την αποστολή λίγο πριν το ταξίδι στις ΗΠΑ για το Μουντιάλ του 1994, γεγονός που σηματοδοτεί το αντίο του στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Σε συλλογικό επίπεδο, πείθεται από τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι που του ζητάει να ξεχάσει ό,τι έχει προηγηθεί μεταξύ τους και επιστρέφει στη Μίλαν, όμως καταλαβαίνει πως τίποτα δεν είναι όπως το άφησε. Ο ίδιος έχει αλλάξει, οι οπαδοί των "ροσονέρι" δεν τον βλέπουν ως είδωλο όπως στο παρελθόν και έτσι μετά από μόλις 8 ματς πρωταθλήματος (τελευταίο του ένα χαμένο εκτός έδρας ντέρμπι με τη Γιουβέντους) αφήνει ξανά -και αυτή τη φορά για πάντα- τους "διαβόλους" με συνολικό απολογισμό 56 γκολ σε 171 επίσημα ματς. Η πόρτα της Σαμπντόρια είναι πάντα ανοιχτή για αυτόν και έτσι επιστρέφει στη Γένοβα το Νοέμβριο, ωστόσο στο φινάλε της σεζόν κουνάει μαντήλι παρά την σφοδρή επιθυμία τους να συνεχίσουν μαζί του τη συνεργασία. Μετά από 8 χρόνια -τα πιο παραγωγικά του- στην Ιταλία είναι έτοιμος για μία ακόμα πρόκληση έστω και στη δύση της καριέρας του, στην Premier League.


Στην Αγγλία …

«Δεν το έσκασα ποτέ. Είμαι Ολλανδός και εμείς οι Ολλανδοί έχουμε πάντα μέσα μας το πνεύμα της περιπέτειας. Άφησα την Αϊντχόφεν για την Μίλαν. Τη Σαμπ για τη Μίλαν. Έπειτα την Μίλαν για τη Σαμπ. Εγώ είμαι πολίτης του κόσμου», δήλωσε κατά την αποχώρησή του από την Serie A ο Γκούλιτ, με την Τσέλσι να αποτελεί το επόμενο στοίχημά του. Στους Λονδρέζους επιστρέφει στη θέση από την οποία ξεκίνησε την καριέρα του, αυτή του λίμπερο, και στη δεύτερη σεζόν του στο "Stamford Bridge" (1996/97) αναλαμβάνει καθήκοντα παίκτη-προπονητή, μετά την αποχώρηση του Γκλεν Χοντλ (Glenn Hoddle) από τον πάγκο της ομάδας. Γράφει μάλιστα ιστορία καθώς οδηγεί τους "μπλε" στην κατάκτηση του FA Cup απέναντι στη Μίντλεσμπρο, γεγονός που τον κάνει τον νεότερο προπονητή που κατακτάει το τρόπαιο και τον πρώτο μη Βρετανό! Ακολουθούν όμως οι διαμάχες του με το μεγάλο αστέρι της ομάδας, τον Τζανλούκα Βιάλι και τον Φεβρουάριο του 1998 βλέπει την πόρτα της εξόδου, για να πάρει λίγους μήνες αργότερα την απόφαση να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια σε ηλικία 36 ετών.


Πρωταθλητής Ευρώπης με την Ολλανδία

Η Εθνική ομάδα της Ολλανδίας έχει αναμφίβολα το δικό της ξεχωριστό κομμάτι στην καριέρα του Γκούλιτ. Μόνιμο στέλεχος από το 1981 και έπειτα, έφθασε μέχρι και την κορυφή της Ευρώπης με τους Οράνιε. Το 1988 η Ολλανδία στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, κερδίζει 2-0 την Ρωσία και ο Γκούλιτ ήταν ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές της διοργάνωσης. Είναι η καλύτερη στιγμή του με την Εθνική Ολλανδίας, με τη φανέλα της οποίας πέτυχε συνολικά 17 γκολ σε 66 αγώνες. Επίσης, συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 καθώς και στο Euro του 1992.


Προπονητής

Η συνέχεια τον βρίσκει στην τεχνική ηγεσία της Νιούκαστλ με την οποία φτάνει το 1999 στον τελικό του FA Cup (ήττα με 2-0 από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ), όμως η δεύτερη σεζόν στις "καρακάξες" ξεκινάει με έναν μόλις πόντο συγκομιδή στις πρώτες πέντε αγωνιστικές και η απόλυση είναι αναπόφευκτη τον Αύγουστο του 1999. Τρίτη ομάδα στην Αγγλία δεν έψαξε καθώς επέλεξε μαζί με την πανέμορφή σύζυγό του Εστέλε, ανιψιά του Γιόχαν Κρόιφ παρεπιμπτόντως, η τρίτη κατά σειρά σύζυγος του Ολλανδού –έχει 6 παιδιά (!!!) να επιστρέψουν στην πατρίδα, πιάνοντας ένα άνετο διαμέρισμα στο Άμστερνταμ. «Η Ιταλία είναι πάντα στην καρδιά μου και όταν σκέφτομαι την Ιταλία, σκέφτομαι τη Μίλαν», ήταν το μήνυμα που έστελνε σε φίλους του, χωρίς όμως να δείχνει διάθεση επιστροφής στη χώρα όπου απέκτησε πάρα πολλούς θαυμαστές μέσα από τις μαγικές στιγμές που βίωσε με τη ροσονέρα φανέλα.


Τα τελευταία 15 χρόνια ο Ρουντ Γκούλιτ είχε τρία μόνο σύντομα περάσματα από τους πάγκους της Φέγενορντ, των Λος Άντζελες Γκάλαξι και της Τέρεκ Γκρόζνι, με κανένα από αυτά να μην στέφεται από επιτυχία, όμως για τους περισσότερους αυτά είναι "ψιλά γράμματα". Γιατί όσοι είχαν την τύχη να τον απολαύσουν να ζωγραφίζει πάνω στο χορτάρι, στο μυαλό τους θα είναι πάντα κολλημένη η εικόνα του ποδοσφαιριστή Γκούλιτ, του παίκτη που ανέβασε επίπεδο το άθλημα από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι τις αρχές του 1990 με το ταλέντο του, την προσωπικότητά του αλλά και την ικανότητά του να σημαδεύει με το όνομά του παιχνίδια που έμειναν στην ιστορία.




PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • ·         1967–1975: ASV Meerboys
  • ·         1975–1979: Door Wilskracht Sterk (DWS)

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1979–1982: Haarlemsche Football Club Haarlem, 91 (32)
  • ·         1982–1985: Feyenoord Rotterdam, 85 (30)
  • ·         1985–1987: Philips Sport Vereniging (PSV) Eindhoven, 68 (46)
  • ·         1987–1993: Associazione Calcio Milan, 117 (35)
  • ·         1993/94: Unione Calcio Sampdoria, 31 (15)
  • ·         1994: Associazione Calcio Milan, 8 (3)
  • ·         1994/95: Unione Calcio Sampdoria, 22 (9)
  • ·         1995–1998: Chelsea Football Club, 49 (4)
Σύνολο καριέρας: 465 (175)

Διεθνής

  • ·         1979: Εθνική Νέων Ολλανδίας,  4 (1)
  • ·         1981–1994: Ολλανδία, 66 (17)

Προπονητική καριέρα

  • ·         1996–1998: Chelsea Football Club (παίκτης-προπονητής)
  • ·         1998/99: Newcastle United Football Club
  • ·         2004/05: Feyenoord Rotterdam
  • ·         2007/08: Los Angeles Galaxy
  • ·         2011: Futbol'nyj Klub Terek Grozny

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Συλλογικοί

Με τη  Haarlem
  • ·         Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Ολλανδίας: 1980/81
Με τη Feyenoord
  • ·         Πρωτάθλημα Ολλανδίας: 1983/84
  • ·         Κύπελλο Ολλανδίας: 1983/84
Με τη PSV Eindhoven

  • ·         Πρωτάθλημα Ολλανδίας: 2 (1985/86, 1986/87)
Με την AC Milan
  • ·         Πρωτάθλημα Ιταλίας: 3 (1987/88, 1991/92, 1992/93)
  • ·         Σούπερ Καπ Ιταλίας: 3 (1988, 1992, 1994)
  • ·         Κύπελλο Πρωταθλητριών: 2 (1988/89, 1989/90)
  • ·         Ευρωπαϊκό Super Cup: 2 (1989, 1990)
  • ·         Διηπειρωτικό Κύπελλο: 2 (1989, 1990)
Με τη Sampdoria
  • ·         Κύπελλο Ιταλίας: 1993/94
Με τη Chelsea
  • ·         Κύπελλο Αγγλίας: 1996/97

Διεθνείς

Με την Ολλανδία
  • ·         Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 1988

Ως προπονητής

Συλλογικοί

Με τη Chelsea
  • ·         Κύπελλο Αγγλίας: 1997

Προσωπικές Διακρίσεις

  • ·         Ολλανδός Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς: 2 (1984, 1986)
  • ·         Dutch Golden Shoe: 1986
  • ·         Ολλανδός Αθλητής της Χρονιάς: 1987
  • ·         Χρυσή Μπάλα: 1987, επιλαχών 1988
  • ·         Κακύτερος Ποδοσφαιριστής στον Κόσμο από το αγγλικό περιοδικό «World Soccer»: 2 (1987, 1989)
  • ·         Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 2 (1988, 1992)
  • ·         Μέλος Επιλέκτων FIFA: 1991
  • ·         Παίκτης της Χρονιάς για τη Chelsea : 1996
  • ·         Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου που συνέταξε το 2004 ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA
  • ·         13ος Καλύτερος Ποδοσφαιριστής της Τελευταίας 50ετίας, στο πλαίσιο του Εορτασμού του Ιωβιλαίου της UEFA: 2003
  • ·         Χρυσό Παπούτσι ως Ένας Θρύλος του Ποδοσφαίρου: 2011
  • ·         Μέλος του Hall of Fame  της A.C. Milan
  • ·         Στους 100 Μεγαλύτερους Ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών από το περιοδικό «World Soccer»

ΠΗΓΗ: sport24