Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Ντίντι (Βαλντίρ Περέιρα): Το φαλτσαριστό σουτ

Ο Βραζιλιάνος κεντρικός μέσος Βαλντίρ Περέιρα, περισσότερο γνωστός ως Ντίντι (Waldyr Pereira, ‘’Didi’’) γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου του 1928, στο Κάμπος ντος Γκοϊτακάζες, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη, στο βόρειο τμήμα της πολιτείας του Ρίο ντε Τζανέιρο. Έπαιξε σε τρία Παγκόσμια Κύπελλα, αυτά του 1954, του 1958 και του 1962, κατακτώντας τις τελευταίες δύο διοργανώσεις, ενώ ονομάστηκε ως ο Καλύτερος Παίκτης του τουρνουά του 1958. Ένας κομψός ποδοσφαιριστής, θεωρείται ένας από τους Μεγαλύτερους Μέσους στην ιστορία του ποδοσφαίρου και ήταν γνωστός για το εύρος των μεταβιβάσεων, την αντοχή και την τεχνική του κατάρτιση. Ονομάστηκε «Ο Πρίγκιπας της Αιθιοπίας» καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Σπεσιαλίστας  στις στημένες φάσεις, έγινε διάσημος για την καθιέρωση του στυλ «folha seca» (ξερό φύλλο) των ελεύθερων λακτίσματα, που χρησιμοποιούνται κυρίως από σύγχρονους παίκτες όπως ο Ζουνίνιο Περναμπουκάνο (Antônio Augusto Ribeiro Reis Jr., “Juninho Pernambucano”), όπου η μπάλα λόγω του φάλτσου έπαιρνε μια απρόσμενη τροχιά, που ενώ κατευθυνόταν ψηλά, ξαφνικά έχανε ύψος εντελώς απροσδόκητα σε σημείο που να καταλήγει σε γκολ. Είναι ο πρώτος ποδοσφαιριστής που σκόραρε στο νεότευκτο «Μαρακανά» και είναι επίσης γνωστός ως το πρώτο πρόσωπο που αποκάλεσε το άθλημα «The Beautiful Game» (Το Όμορφο Παιχνίδι).


Στα 14 του χρόνια, είχε δεχτεί ένα δυνατό χτύπημα στον αστράγαλο του δεξιού του ποδιού. Ο τραυματισμός του αποδείχτηκε χρόνιος και οι γιατροί επέμεναν ότι πρέπει να ακρωτηριαστεί το μέρος του ποδιού από τον αστράγαλο και κάτω για να μην αντιμετωπίσει άλλες περιπέτειες στο μέλλον. Η οικογένεια Περέιρα αρνήθηκε να υποβληθεί ο μικρός Βαλντίρ σε αυτή τη διαδικασία! Ο νεαρός δεν το έβαλε κάτω. Κάθισε σχεδόν 6 μήνες καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι χωρίς να αγωνίζεται, για να ανακουφίσει το καταπονημένο του πόδι κι όταν σηκώθηκε υποχρεώθηκε να αλλάξει στιλ παιχνιδιού.  Αυτή η πληγή, έγινε το διαβατήριο για την… αθανασία, αφού εξελίχθηκε σ’ έναν σπεσιαλίστα των στημένων φάσεων! Δεν ήθελε να πιέζει το πόδι του, αλλά από την άλλη μεριά έπρεπε να παίζει και ποδόσφαιρο.


Όσο βρισκόταν καθηλωμένος στο καροτσάκι, έμαθε να σηκώνει τη μπάλα και να τη κλοτσάει με τα δύο δάχτυλα του ποδιού του και στη συνέχεια την έστελνε στο κεφάλι. Έτσι κατάφερνε να δίνει μια απρόσμενη τροχιά στη μπάλα, που ενώ κατευθυνόταν ψηλά, ξαφνικά έχανε ύψος! Το αποτέλεσμα ήταν να τελειοποιηθεί στα φάλτσα χτυπήματα, κάτι που τον βοήθησε να έχει τρομερή εκτελεστική δεινότητα στις στημένες φάσεις, για να έχει θέση στην ομάδα! Όταν επέστρεψε στα γήπεδα, αυτό το φάλτσο ήταν ο φόβος κάθε τερματοφύλακα! Ο Ντίντι θεωρείται ως αυτός που ‘’ανακάλυψε’’ το φαλτσαριστό σουτ, που οι συμπατριώτες του το έλεγαν «Folha Seca» (Φόλια Σέκα =ξερό φύλλο), αφού ήταν ο πρώτος που το χρησιμοποιούσε κατά κόρον! Το 1950, τα εγκαίνια του Μαρακανά (Maracanã) έγιναν σ’ έναν αγώνα επιλέκτων του Ρίο όπου συμμετείχε και ο Ντίντι. Και πέτυχε το πρώτο γκολ σε αυτό το γήπεδο!


Όταν συνήλθε, συνέχισε την πορεία του σε ομάδες της περιφέρειας του Ρίο. Αφού περιπλανήθηκε στα φυτώρια της Ιντουστριάλ, της Ρίο Μπράνκο, της Γκοϊτακάζες και της Αμερικάνο, πήγε στην Μαντουρέιρα και έκανε το ξεπέταγμά του, αφού εκεί, γιόρτασε τα 21 του χρόνια με τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στο πολιτειακό πρωτάθλημα του Ρίο. Οι ιθύνοντες της Φλουμινένσε ξετρελάθηκαν με αυτό το μελαμψό αγόρι που έκλεβε τη παράσταση και με εκπληκτικές εκτελέσεις φάουλ τρέλαινε τους αντίπαλους γκολκίπερ. Δεν έχασαν την ευκαιρία και αμέσως κινήθηκαν για την απόκτησή του με… συνοπτικές διαδικασίες.  Ο Ντίντι θα φόραγε για τα επόμενα 7 χρόνια τη φανέλα της "Φλου" κατακτώντας το πολιτειακό πρωτάθλημα του Ρίο το 1951 και το διεθνές τουρνουά Κόπα Ρίο.


Το 1952 ο Αϊμόρε Μορέϊρα (Aymoré Moreira), προπονητής της εθνικής Βραζιλίας τότε και αργότερα (το 1977) του Παναθηναϊκού, θέλησε να δώσει μια ευκαιρία στο νεαρό, που ήδη είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα του Ρίο. Τον κάλεσε στην εθνική ομάδα για το Κόπα Αμέρικα του 1953 που θα γινόταν στο Περού. Ο Ντίντι έγινε βασικός επιθετικός μιας ομάδας που ο συναγωνισμός στην επίθεση ήταν κάτι παραπάνω από σκληρός! Παρά το νεαρό της ηλικίας του, κέρδισε θέση βασικού σε μια ομάδα που αγωνίζονταν παίκτες όπως οι Ζιζίνιο (Thomaz Soares da Silva, ‘’Zizinho’’), Ζουλίνιο (Júlio Botelho, ‘’Julinho’’) και Αντεμίρ (Ademir Marques de Menezes). Η «σελεσάο» ισοβάθμησε στη κορυφή με την Παραγουάη και έχασε τον τίτλο σε αγώνα play-off, με τα τραύματα του Μαρακανά, να είναι ακόμα νωπά στη μνήμη των Βραζιλιάνων. Ο Ζεζέ Μορέιρα (Alfredo Moreira Júnior, ‘’Zezé Moreira’’) ανέλαβε το τιμόνι των «καριόκας» για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 και γνωρίζοντας από τον προκάτοχο -και αδελφό του!- την αξία του Ντίντι, θα τον έπαιρνε στην αποστολή για τα γήπεδα της Ελβετίας. Η Βραζιλία ξεκίνησε δυνατά στη διοργάνωση σαρώνοντας το Μέξικο 5-0, με τον Ντίντι να πετυχαίνει τέρμα όπως συνήθως, με εκτέλεση φάουλ, ενώ στο δεύτερο παιχνίδι σκόραρε και πάλι, απέναντι στην Γιουγκοσλαβία, δίνοντας παράλληλα την πρώτη θέση του ομίλου στην ομάδα του.


Το ζευγάρωμα στα προημιτελικά έφερνε αντίπαλο την Ουγγαρία των Φέρεντς Πούσκας, Νάντορ Χιντεγκούτι (Nándor Hidegkuti), Ζόλταν Τσίμπορ (Zoltán Czibor), Γιόζεφ Μπόζικ (József Bozsik) και των υπόλοιπων που αποτελούσαν την «Χρυσή Ομάδα» του Γκούσταβ Σέμπες (Gusztáv Sebes)! Στο πρώτο δεκάλεπτο το ματς ήταν ήδη 2-0 για τους Μαγυάρους αλλά ο Τζάλμα Σάντος (Djalma Pereira Dias dos Santos, ‘’Djalma Santos’’) μείωσε με πέναλτι πριν συμπληρωθούν 20’ λεπτά παιχνιδιού.  Το β’ ημίχρονο συνεχίστηκε με τον ίδιο γρήγορο ρυθμό και τη μπάλα να πηγαίνει πάνω κάτω. Ο Μιχάλι Λάντος (Mihály Lantos) έκανε το 3-1 από την άσπρη βούλα αλλά ο Ζουλίνιο, 5’ λεπτά αργότερα με ασύλληπτο σουτ έβαλε ξανά τη «σελεσάο» στο παιχνίδι!  Οι Βραζιλιάνοι αντιπαρέταξαν δύναμη στην τεχνική και τους αυτοματισμούς των Ούγγρων και οι αρχικές αψιμαχίες μετουσιώθηκαν σε αποβολές των Γιόζεφ Μπόζικ και Νίλτον Σάντος (Nílton dos Santos) όταν αντάλλαξαν μερικές "ψιλές", ύστερα από φάουλ του τελευταίου. Ο Γκιούλα Γκρόσιτς (Gyula Grosics) κράτησε το προβάδισμα της Ουγγαρίας με εκπληκτική επέμβαση και σα να μην έφτανε αυτό, η Βραζιλία έμεινε με 9 παίκτες, αφού αποβλήθηκε και ο Ουμπέρτο (Humberto Barbosa Tozzi) μετά από αντιαθλητικό χτύπημα στο Γκιούλα Λόραντ (Gyula Lóránt). Ο Σάντορ Κότσιτς (Sándor Kocsis) με σουτ στο 88ο λεπτό έβαλε τέλος σε αυτό το επεισοδιακό παιχνίδι και το τι ακολούθησε μετά προκαλεί ακόμα και σήμερα αλγεινή εντύπωση!


Οπαδοί μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο την ώρα που ο Ντίντι και οι συμπαίκτες του πετούσαν μπουκάλια και έπαιζαν γροθιές με τους Ούγγρους στην φυσούνα, με την αστυνομία να τρέχει να μαζέψει τα ασυμμάζευτα! Η πορεία της Βραζιλίας σταμάταγε στα προημιτελικά, και θα έπρεπε να περιμένει άλλα τέσσερα χρόνια μέχρι τη λύτρωση. Ο κύκλος του στη Φλουμινένσε έκλεισε και αποφάσισε να φορέσει τη φανέλα της Μποταφόγκο όπου και θα συναντούσε τον τρισμέγιστο Μανέ Γκαρίντσα (Manuel Francisco dos Santos, Mané ‘’Garrincha’’)! Μαζί θα κατακτούσαν το πολιτειακό πρωτάθλημα του 1957. Αμέσως μετά το τελευταίο ματς και την κατάκτηση του τίτλου κόντρα στη Φλουμινένσε, έτρεξε τη διαδρομή από το γήπεδο μέχρι τα γραφεία του συλλόγου, πραγματοποιώντας τάμα που είχε κάνει πριν των αγώνα!  Ο Ντίντι ήταν ένα «ατόφιο» δεκάρι. Ένας μπαλαδόρος που ομόρφυνε το ποδόσφαιρο. Από το 1949 έως το 1956 έκανε σπουδαία καριέρα στη Φλουμινένσε και η μεταγραφή του στην Μποταφόγκο προκάλεσε πολλά ερωτήματα. Τα προβλήματα με τον προπονητή του, Ζεζέ Μορέιρα, αλλά και μια προσωπική ιστορία ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον Ντίντι στην πόρτα της εξόδου από μία ομάδα στην οποία είχε γίνει σύμβολο. Ο Μορέιρα είχε κατηγορηθεί πως δεν εκμεταλλευόταν σωστά τον Ντίντι, ο οποίος είχε εντολές να τρέχει ακατάπαυστα στο γήπεδο, να μαρκάρει, να επιστρέφει στην άμυνα. Το αποτέλεσμα ήταν να «αδειάζει» από δυνάμεις και να μην μπορεί να δημιουργήσει σωστά το επιθετικό παιχνίδι της ομάδας του. Οι σχέσεις του παίκτη με τον προπονητή δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές και η ρήξη δεν άργησε να έρθει εξαιτίας ενός ροζ... σκανδάλου.


 Το 1950 ο Ντίντι, όντας παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης, γνωρίζει την αρτίστα, Γκιομάρ Μπατίστα, η οποία ήταν η μούσα του μεγάλου Βραζιλιάνου μουσικού, Αρι Μπαρόσο. Όταν αποφασίζει να εγκαταλείψει τη σύζυγό του και να ζήσει με την Γκιομάρ, βρήκε απέναντί του την... ομάδα του. Οι άνθρωποι της Φλουμινένσε επιθυμούσαν απόλυτη πειθαρχία σε όλα τα επίπεδα από τους παίκτες και επέβαλαν πρόστιμο στον Ντίντι, κόβοντας ένα μέρος του μισθού του και δίνοντάς το στην πρώην γυναίκα του! Ο Ντίντι δεν μπορούσε να αποδεχθεί αυτή τη συμπεριφορά και εξέφρασε την επιθυμία να εγκαταλείψει άμεσα τον σύλλογο. Από την πλευρά τους οι άνθρωποι της Φλουμινένσε ήθελαν να... απαλλαγούν από το «κακό παράδειγμα» και τον πούλησαν το 1956 όσο - όσο στην Μποταφόγκο. Μία νέα σελίδα μόλις άνοιγε στη ζωή του. Η μετακίνηση αυτή έγινε ακόμη και πρώτο θέμα στο αμερικανικό περιοδικό «Sports illustrated» (τότε μετρούσε δύο χρόνια ζωής) το οποίο έκανε ιδιαίτερη μνεία στον τρόπο που η Φλουμινένσε επιβάλει «Πειθαρχία πάνω από τα αστέρια». Μακριά από αγωνιστικούς και εξωγηπεδικούς περιορισμούς και με μια νέα προσωπική ζωή, ο Ντίντι βρήκε και πάλι το απαιτούμενο κίνητρο να παίξει το καλό ποδόσφαιρο για το οποίο ήταν φτιαγμένος.


Το Μουντιάλ της Σουηδίας το 1958 ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για εξιλέωση. Μεγάλο φαβορί δεν υπήρχε καθώς η πρωταθλήτρια Δυτική Γερμανία δεν μπορούσε να κάνει πάλι την έκπληξη, ενώ και η Ουγγαρία δεν θύμιζε σε καμία περίπτωση την ομάδα που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά της. Με τον Ντίντι να είναι ο "εγκέφαλος" του παιχνιδιού της ομάδας του Βιθέντε Φέολα (Vicente Ítalo Feola), τους Βαβά (Edvaldo Jizídio Neto, ‘’Vavá’’) και Γκαρίντσα να τρομοκρατούν τις αντίπαλες άμυνες και τον πρωτοεμφανιζόμενο Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, ‘’Pelé’’) να κλέβει την παράσταση, η Βραζιλία κάλπαζε ακάθεκτη προς τον τελικό. Η διοργανώτρια Σουηδία ήταν το ύστατο εμπόδιο πριν την κατάκτηση του πρώτου τροπαίου στην ιστορία των «καριόκας», με τους λατινοαμερικανούς να είναι το απόλυτο φαβορί βάσει απόδοσης μέχρι εκείνη τη στιγμή.


Στο 5ο λεπτό ο Νιλς Λίντχολμ (Nils Erik Liedholm) άνοιξε το σκορ για τους οικοδεσπότες και οι εφιάλτες του τελικού με την Ουρουγουάη στο Μαρακανά έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους. Σε τέτοιες στιγμές όμως μιλάνε οι μεγάλες προσωπικότητες και ο Ντίντι ήταν μία από αυτές που είχε στη διάθεσή της τότε η «σελεσάο»! Ο Τζάλμα Σάντος θυμάται:
«Όταν η Σουηδία προηγήθηκε με 1-0, ο Ντίντι πήρε τη μπάλα και άρχισε να μας μιλάει, λέγοντάς μας ότι είχαμε τη δύναμη να κερδίσουμε το ματς. Αυτό μας έδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση. Ξέραμε ότι μπορούσαμε να τα καταφέρουμε αλλά νομίζω ότι ο λαός της χώρας μας πίστευε πως θα καταρρέαμε στον τελικό, εξαιτίας των γεγονότων του Μαρακανά το 1950. Γι' αυτό το λόγο η παρέμβαση του Ντιντί ήταν τόσο καίρια»!
 Πράγματι η Βραζιλία ανέβασε την απόδοσή της και με πρωταγωνιστή τον 17χρονο Πελέ και τον δαιμόνιο Βαβά διέλυσε τους οικοδεσπότες. Τελικό αποτέλεσμα 5-2 και τα πανηγύρια στη χώρα του καφέ δεν είχαν τελειωμό. Ο Γκαρίντσα, ο Ντιντί, ο Πελέ, ο Βαβά, ο Μάριο Ζαγκάλο (Mário Jorge Lobo Zagallo) και οι υπόλοιποι έφεραν τη λύτρωση ξορκίζοντας τα φαντάσματα του «Μρακανάσο». Οι Βραζιλιάνοι είχαν και πάλι λόγο να χαμογελούν!


Κι αν ο Πελέ είχε χαρακτηριστεί «Εθνικό Κεφάλαιο» και πιθανή μεταγραφή του έμοιαζε απαγορευτική, δεν ίσχυε το ίδιο για τον Ντίντι και η Ρεάλ Μαδρίτης δεν έχασε την ευκαιρία. Έδωσε ένα σωρό λεφτά για να τον αποκτήσει τον Οκτώβριο του 1958. Ωστόσο, η λαμπρή ευρωπαϊκή καριέρα που διαφαινόταν στον ορίζοντα, δεν θα είχε την αναμενόμενη εξέλιξη. Το κλίμα ήταν βαρύ. Με αντιπάλους μέσα στην ομάδα τους Ρεϊμόντ Κοπά (Raymond Kopa), Αλφρέδο Ντι Στέφανο (Alfredo Stéfano Di Stéfano Laulhé), Φρανσίσκο Χέντο (Francisco "Paco" Gento) και Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás), η καθιέρωση ήταν δύσκολη. Οι συχνές συγκρούσεις του Βραζιλιάνου με τον ιδιόρρυθμο Αλφρέδο Ντι Στέφανο, που λέγεται μάλιστα ότι δεν τον ήθελε στην ομάδα, δεν επέτρεψαν στον Ντίντι να μπει στο κλίμα των μαδριλένικων αποδυτηρίων! Πάντως, σε 19 εμφανίσεις πρόλαβε να σκοράρει 6 φορές (εκμεταλλευόμενος κυρίως τα χτυπήματα φάουλ) και να κατακτήσει το Κύπελλο πρωταθλητριών το 1960. Ο Ντίντι στη Ρεάλ Μαδρίτης είχε και έναν άλλον ρόλο, αυτόν του διαμεσολαβητή στην προσπάθεια των Ισπανών να πάρουν στην ομάδα τους και τον Πελέ, ο οποίος τότε είχε εντυπωσιάσει με την απόδοσή του στα γήπεδα της Σουηδίας. Η «βασίλισσα» τον έδωσε δανεικό στην Βαλένθια, αλλά η αντίστροφη μέτρηση για τον επαναπατρισμό του είχε αρχίσει  και ο Ντίντι αποφασίζει να γυρίσει στην ομάδα που μεγαλουργούσε πριν έρθει στην Ισπανία.


Έναν χρόνο αργότερα  και μετά από πιέσεις της Γκιομάρ η οποία δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στην Ισπανία, επέστρεψε στη Βραζιλία. Στα 32 του βρήκε ξανά «λιμάνι» στην Μποταφόγκο, στην οποία συνέχισε τη λαμπρή καριέρα του για ακόμη 5 χρόνια. Ταυτόχρονα όμως, σήμανε την επιστροφή στους τίτλους για τους «ασπρόμαυρους», με την απόδοσή του ήταν ότι καλύτερο για την εθνική ομάδα. Το Μουντιάλ του 1962 στη Χιλή ήταν ακόμα μια ευκαιρία για τη «σελεσάο» να καθιερωθεί στη συνείδηση ως η κορυφαία ομάδα στο πλανήτη. Το άγχος πλέον είχε φύγει μετά την κατάκτηση του τροπαίου στη Σουηδία και τα πόδια των Βραζιλιάνων ήταν ελεύθερα να ζωγραφίσουν στο χορτάρι. Η "αρμάδα" του Αϋμορέ Μορέιρα, που είχε επιστρέψει το 196, με τον Αμαρίλντο (Amarildo Tavares da Silveira, ‘’Amarildo’’) να αντικαθιστά στην 11άδα των τραυματία Πελέ και τους Βαβά και Γκαρίντσα να πιάνουν τα γνωστά στάνταρ απόδοσης, έφτασε εύκολα μέχρι τον τελικό, όπου η Τσεχοσλοβακία υποκλίθηκε στην ανωτερότητα των Βραζιλιάνων.  Ο 34χρονος Ντίντι, αγωνιζόμενος στο τελευταίο παιχνίδι του σε Μουντιάλ, αποχαιρέτησε τη διοργάνωση ως Πρωταθλητής και αναμφίβολα η δική του συμβολή στους θριάμβους εκείνης της σπουδαίας γενιάς βραζιλιάνων μπαλαδόρων χαρακτηρίζεται ως τεράστια.


Στην εθνική ομάδα συμμετείχε συνολικά σε 59 αγώνες, σημειώνοντας 17 γκολ. Το πρώτο παιχνίδι που φόρεσε τη φανέλα της «σελεσάο», ήταν στις 6 Απριλίου του 1952 με το Μέξικο, στη νίκη με 2-0, στο Σαντιάγκο της Χιλής για τους Παναμερικανικούς Αγώνες, ενώ το τελευταίο του ήταν ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1962, πάλι στο Σαντιάγκο, στις 17 Ιουνίου, στη νίκη επί της Τσεχοσλοβακίας με 3-1. Το 1965, έφυγε από την Μποταφόγκο και εξακολούθησε να παίζει μπάλα σε υψηλό επίπεδο πρώτα στη Βερακρούζ στο Μέξικο και στη συνέχεια στην βραζιλιάνικη Σάο Πάολο, ακολουθώντας πιστά το ρητό του: «Η μπάλα πρέπει να τρέχει στο γήπεδο, όχι ο παίκτης».


Στα 39 του χρόνια ο «πρίγκηπας της Αιθιοπίας» είπε αντίο στο ποδόσφαιρο. Αφού εγκατέλειψε την ενεργό δράση, παρέμεινε στον χώρο του ποδοσφαίρου, αναλαμβάνοντας ρόλο προπονητή. Αρχικά ανέλαβε την ομάδα του Περού, Σπόρτινγκ Κριστάλ και στη συνέχεια την εθνική ομάδα του Περού, με την οποία πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, αποκλείοντας μάλιστα την Αργεντινή. Το Περού είχε τη μεγάλη ομάδα των Τεόφιλο Κουμπίγιας (Teófilo Juan Cubillas Arizaga) και Χούγκο Σοτίλ (Hugo Alejandro Sotil Yerén), αλλά αποκλείστηκε στα προημιτελικά, χάνοντας 2-4 από τη Βραζιλία. Το 1971 ανέλαβε τη Ρίβερ Πλέιτ στην Αργεντινή και έναν χρόνο αργότερα, βρέθηκε ξανά στην Ευρώπη. Αποδέχθηκε την πρόταση της τουρκικής Φενέρμπαχτσε με την οποία κατέκτησε δύο πρωταθλήματα, δημιουργώντας ένα πολύ δυνατό σύνολο. Το 1975 αποφάσισε να τραβήξει μια μαύρη γραμμή στις έντονες διαμάχες του παρελθόντος και επέστρεψε στην ομάδα που τον ανέδειξε. Οι εποχές είχαν αλλάξει και η Φλουμινένσε τον καλωσόρισε στον πάγκο της. Στη συνέχεια κάθισε και σε αυτόν της Μποταφόγκο. Εξακολούθησε να εργάζεται ως προπονητής μέχρι το 1986 και συνέχισε τη ζωή του αθόρυβα ως τα γεράματά του. Μαζί με τη γυναίκα του την Γκιομάρ έμειναν μαζί για μια ολόκληρη ζωή, απέκτησαν μία κόρη, πέθαναν με διαφορά λίγων μηνών και θάφτηκαν στο ίδιο μέρος. Ο Ντίντι, πέθανε στο Ρίο στις 12 Μαΐου του 2001.


Γνώριζε τον τρόπο να αξιοποιεί τη μαγική τριπλέτα Πελέ-Βαβά-Γκαρίντσα και να μοιράζει υποδειγματικά το παιχνίδι. Σπεσιαλίστας των φάουλ, με τα περισσότερα από τα 20 τέρματα που πέτυχε για λογαριασμό της εθνικής να σημειώνονται α λα «Folha Seca». Μπορεί να υστερούσε σε ταχύτητα αλλά το ποδοσφαιρικό του μυαλό ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Ίσως ο Πελέ να έκλεψε την παράσταση στη διοργάνωση της Σουηδίας και ο Γκαρίντσα 4 χρόνια αργότερα στη Χιλή, αλλά ο «ιθύνων νους» στην κραταιά ομάδα των «καριόκας» ήταν εκείνος ο ψιλόλιγνος τύπος, που ενώ κινδύνεψε να μείνει ανάπηρος, η αγάπη του για το ποδόσφαιρο τον αντάμειψε πλουσιοπάροχα.


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα
  • ·         1944: São Cristóvão de Futebol e Regatas
  • ·         1945: Industrial (RJ)
  • ·         1945: Clube Esportivo Rio Branco (RJ)
  • ·         1945/46: Goytacaz Futebol Clube (RJ)
  • ·         1946: Americano Futebol Clube (RJ)


Επαγγελματική καριέρα
  • ·         1946: Americano Futebol Clube (RJ)                       
  • ·         1946–1948: Clube Atlético Lençoense/Bariri (SP)                              
  • ·         1948/49: Madureira Esporte Clube (RJ)                 
  • ·         1949–1956: Fluminense Football Club                    
  • ·         1957–1959: Botafogo de Futebol e Regatas                         
  • ·         1959/60: Real Madrid Club de Fútbol, 19 (6)
  • ·         1960–1962: Botafogo de Futebol e Regatas                         
  • ·         1963: Club Sporting Cristal                           
  • ·         1964: São Paulo Futebol Clube                  
  • ·         1964/65: Botafogo de Futebol e Regatas                              
  • ·         1965/66: Club Deportivo Tiburones Rojos de Veracruz                   
  • ·         1966: São Paulo Futebol Clube                  

 
Διεθνής
  • ·         1952–1962: Βραζιλία, 68 (20)


Προπονητική καριέρα
  • ·         1962/63: Club Sporting Cristal
  • ·         1967/68: Club Sporting Cristal
  • ·         1969/70: Περού
  • ·         1971: Club Atlético River Plate
  • ·         1972–1975: Fenerbahçe Spor Kulübü
  • ·         1975: Fluminense Football Club
  • ·         1977: Cruzeiro Esporte Clube
  • ·         1978–1981: Al-Ahli (Jeddah) Saudi Football Club
  • ·         1981: Botafogo de Futebol e Regatas
  • ·         1981: Cruzeiro Esporte Clube
  • ·         1985: Fortaleza Esporte Clube
  • ·         1986: São Paulo Futebol Clube
  • ·         1986: Club Alianza Lima
  • ·         1989/90: Bangu Atlético Clube


Τίτλοι

Συλλογικοί
Με τη Fluminense
  • ·         Copa Rio: 1952
  • ·         Πολιτειακό Πρωτάθλημα Ρίο ντε Τζανέιρο (Campeonato Carioca): 1951


Με τη Botafogo
  • ·         Πολιτειακό Πρωτάθλημα Ρίο ντε Τζανέιρο (Campeonato Carioca): 3 (1957, 1961, 1962)
  • ·         Τουρνουά Ρίο-Σάο Πάουλο: 1962
  • ·         Διεθνές Τουρνουά Κολομβίας: 1960
  • ·         Pentagonal Club of Mexico: 1962


Με τη Real Madrid
  • ·         Κύπελλο Πρωταθλητριών: 1960
  • ·         Ramon de Carranza Trophy: 1959


Διεθνείς
Με τη Βραζιλία

  • ·         Παγκόσμιο Κύπελλο: 2 (1958, 1962)
  • ·         Copa Oswaldo Cruz: 4 (1955, 1958, 1961, 1962)
  • ·         O'Higgins Cup: 2 (1955, 1961)
  • ·         Παναμερικανικοί Αγώνες: 1952
  • ·         Κύπελλο Ατλαντικού: 1956


Προσωπικές Διακρίσεις
  • ·         Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1958
  • ·         Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1958
  • ·         7ος Καλύτερος Βραζιλιάνος για τον 20ο Αιώνα από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου
  • ·         19ος Καλύτερος στον Κόσμο για τον 20ο Αιώνα από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου
  • ·         The Best of The Best – Player of the Century: Top 50
  • ·         Μέλος του Hall of Fame του Βραζιλιάνικου Ποδοσφαίρου