Ο Βραζιλιάνος κεντρικός μέσος Ζέρσον ντε Ολιβέιρα Νούνιεζ, περισσότερο γνωστός ως Ζέρσον ή Γκέρσον (Gerson de Oliveira Nunes, ‘’Gerson’’), γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1941, στο Νίτεροϊ, κοντά στο Ριο ντε Τζανέιρο. Γενικά γνωστός με τη πορτογαλική προφορά, Γκέρσον και με παρατσούκλι το «Canhotinha de Ouro» (Χρυσό Αριστερό Πόδι), έχει κερδίσει πολλά εθνικά τρόπαια με τη Φλαμένγκο, τη Μποταφόγκο, τη Φλουμινένσε και τη Σάο Πάολο. Θεωρείται ένας από τους Καλύτερους Μέσους Όλων των Εποχών. Είναι ευρέως γνωστός σαν «Ο Εγκέφαλος» πίσω από την Βραζιλιάνικη εθνική ομάδα που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 στο Μέξικο. Μέγα χαρακτηριστικό του παιχνιδιού του, οι κάθετες μπαλιές-λύσεις άνω των σαράντα μέτρων για τους συμπαίκτες του. Με την εθνική ομάδα της Βραζιλίας, συμμετείχε και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Με την Εθνική του έχει 70 διεθνείς συμμετοχές και 14 γκολ.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Νίτεροϊ και στο σχολείο είχε το παρατσούκλι «Papagaio» (παπαγάλος), επειδή μιλούσε πολύ, ένα ψευδώνυμο που κράτησε σ’ όλη του τη ζωή και που πολλοί από τους συναδέλφους τους ποδοσφαιριστές, το χρησιμοποιούσαν όταν τον αντιμετώπιζαν. Σε ηλικία 16 ετών, το 1957, άρχισε να παίζει στη Κάντο ντο Ρίο, ομάδα της γενέτειράς του, συμμετέχοντας στο πρωτάθλημα Carioca. Ξεχώριζε για την ποιότητα που είχε στην μεταβίβαση και την χειρουργική ακρίβεια στην κυκλοφορία της μπάλας. Σχεδόν αμέσως κέρδισε θέση στην ομάδα και το παρατσούκλι «Κανιοτίνια ντε Ούρο» (Canhotinha de Ouro), που μεταφράζεται «Το Χρυσό αριστερό πόδι».
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Νίτεροϊ και στο σχολείο είχε το παρατσούκλι «Papagaio» (παπαγάλος), επειδή μιλούσε πολύ, ένα ψευδώνυμο που κράτησε σ’ όλη του τη ζωή και που πολλοί από τους συναδέλφους τους ποδοσφαιριστές, το χρησιμοποιούσαν όταν τον αντιμετώπιζαν. Σε ηλικία 16 ετών, το 1957, άρχισε να παίζει στη Κάντο ντο Ρίο, ομάδα της γενέτειράς του, συμμετέχοντας στο πρωτάθλημα Carioca. Ξεχώριζε για την ποιότητα που είχε στην μεταβίβαση και την χειρουργική ακρίβεια στην κυκλοφορία της μπάλας. Σχεδόν αμέσως κέρδισε θέση στην ομάδα και το παρατσούκλι «Κανιοτίνια ντε Ούρο» (Canhotinha de Ouro), που μεταφράζεται «Το Χρυσό αριστερό πόδι».
Τόσο ο πατέρας του, όσο και ο θείος του ήταν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές στο Ρίο. Ο πατέρας του ήταν στενός φίλος του θρυλικού Ζιζίνιο (Zizinho) που θεωρείται ως ο καλύτερος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής πριν τον Πελέ. Σούπερ σταρ της Φλαμένγκο, μεσοεπιθετικός στην εθνική ομάδα του 1950 μαζί με τον Αντεμίρ (Ademir Menezes) της Βάσκο ντα Γκάμα και τον Ζαΐρ (Jair da Rosa Pinto) της Φλαμένγκο. Έτσι, όταν ανακοίνωσε την πρόθεσή του να γίνει και ο ίδιος ποδοσφαιριστής, δεν βρήκε αντίσταση στο σπίτι.
Οι ήρωές του ήταν οι προαναφερθέντες μέσοι Ζιζίνιο, Ζαΐρ και ο Ντανίλο Αλβίμ (Danilo Alvim) της Βάσκο ντα Γκάμα. Ωστόσο, στην πρώτη του ομάδα, την Φλαμένγκο, φαινόταν να έχει το ίδιο στυλ παιχνιδιού με τον μεγαλύτερο παίκτη στη μεσαία γραμμή, εκείνης της εποχής, τον Ντίντι (Didi). Ο νεαρός Ζέρσον συνδύαζε εξαιρετικά την αντίληψη του χώρου, την άψογη μεταβίβαση, την τεχνική και τα ισχυρά σουτ, ιδιαίτερα το αριστερό, τη νοημοσύνη και μια μυστηριώδη ικανότητα ελέγχου του παιχνιδιού από το κέντρο. Ήταν συγκλονιστική και καταπληκτική ικανότητά του να πραγματοποιεί τέτοιες περίπλοκες κινήσεις τόσο εύκολα. Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του, ήταν η ικανότητά του να βγάζει μακριές μπαλιές, τις περίφημες σαραντάρες, σαν λέιζερ, από την άμυνα στην επίθεση, ακριβώς εκεί που ήθελε! Κλήθηκε να πάρει τη θέση του Ντίντι στην ομάδα και τα κατάφερε με τον καλύτερο τρόπο. Σύντομα ήταν αυτός που θεωρήθηκε ως ο διάδοχος του.
Μέσα σ’ ένα χρόνο έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο του για την Φλαμένγκο το 1959 και κλήθηκε στη βραζιλιάνικη εθνική ερασιτεχνική ομάδα για τους Παναμερικανικούς Αγώνες στο Σικάγο. Ένα χρόνο αργότερα, το 1960, στο Ολυμπιακό τουρνουά που έγινε στη Ρώμη ο 19χρονος Ζέρσον εντυπωσίασε τους ειδικούς του ποδοσφαίρου. Ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της Βραζιλίας, όπου σκόραρε 4 γκολ, αλλά η Βραζιλία δεν κατάφερε να περάσει από τη φάση των ομίλων. Οι ισχυροί του «καμπιονάτο» άπλωσαν τις λιρέτες στα πόδια του για να τον πείσουν να υπογράψει στις ομάδες τους. Αρνήθηκε. Όχι επειδή ήταν πλούσιος. Απλά είχε τη φιλοδοξία να παίξει βασικός στην εθνική Βραζιλίας και να πάρει ένα παγκόσμιο τίτλο. Φοβόταν ότι ο ερχομός του στην Ευρώπη θα ήταν ανασταλτικός παράγοντας για να γίνει βασικός στην εθνική. Από το 1961, ήταν ο οργανωτής του παιχνιδιού στην Φλαμένγκο.
Είχε γίνει πλήρες μέλος, από το νέο εθνικό προπονητή Αϊμόρε Μορέιρα (Aymoré Moreira) της εθνικής ομάδας που θα υπερασπιζόταν το Παγκόσμιο Κύπελλο στη Χιλή, το 1962. Ωστόσο, τα όνειρά του να είναι συμπαίκτης του Γκαρίντσα (Garrincha), του Πελέ και του Ντίντι διαψεύσθηκαν, όταν υπέστη ένα σοβαρό τραυματισμό στο γόνατο. Αναγκάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Θα είναι ένας από τους πολλούς τραυματισμούς που μάστισαν την καριέρα του.
Το 1963 επέλεξε να μην υπογράψει καινούργιο συμβόλαιο με την Φλαμένγκο αφού είχε το ατυχές καθήκον να μαρκάρει τον Γκαρίντσα στον τελικό του πολιτειακού πρωταθλήματος του 1962, που κέρδισε με 3-0 η Μποταφόγκο. Μάζεψε τα πράγματα του και μετακόμισε στη Μποταφόγκο, η οποία τότε ήταν η καλύτερηη ομάδα στο Ρίο αλλά και στη Βραζιλία, μαζί με τη Σάντος του Πελέ, που είχε στις τάξεις της σούπερ σταρ όπως ο Γκαρίντσα, ο Ντίντι, ο Νίλτον Σάντος (Nilton Santos), ο Μάριο Ζαγκάλο (Mário Zagallo) και ο Κουαρεντίνια (Quarentinha). Στην Μποταφόγκο έγινε ένας από τους πιο φημισμένους Βραζιλιάνους παίκτες της γενιάς του, κερδίζοντας τα Τουρνουά Ρίο-Σάο Πάουλο του 1964 και 1965, το πολιτειακό πρωτάθλημα του Ρίο ντε Τζανέιρο του 1967 και 1968 και το Κύπελλο Βραζιλίας του 1968 σε δύο τελικούς εναντίον της Φορταλέζα, τον πρώτο εθνικό τίτλο στην ιστορία της Μποταφόγκο.
Στις 17 Ιουλίου του 1969, υπέγραψε συμβόλαιο δύο ετών στη Σάο Πάουλο. Σχεδόν 30 ετών, βοήθησε την τρίχρωμη σημαία στην κατάκτηση το πολιτειακού τίτλου του 1970 και του 1971. Έδωσε την τόσο αναγκαία σταθερότητα για να ξεπεραστεί η έλλειψη των τίτλων της Σάο Πάουλο που είχε διαρκέσει για 13 ολόκληρα χρόνια. Αξέχαστες έχουν μείνει οι μονομαχίες του με τον Ριβελίνο (Rivelino) και τον Πελέ. Το 1972, επέστρεψε στο Ρίο ντε Τζανέιρο και έκανε πραγματικότητα το όνειρο του, να παίξει για την Φλουμινένσε, την αγαπημένη του ομάδα, κάτι που δεν έκρυψε ποτέ! Ήταν πρωταθλητής του τουρνουά Carioca του 1973 και τελείωσε την καριέρα του το 1974.
Θεωρείται ένας από τους καλύτερους πασαδόρους στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Παρά το γεγονός ότι δεν έπαιξε καλά το 1966, ήταν ο «ιθύνων νους» πίσω από όλη την εθνική ομάδα της Βραζιλίας στο τουρνουά του 1970. Θεωρείται ως ο καλύτερος πασέρ και μέσος σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο και ο καλύτερος παίκτης του τελικού εναντίον της Ιταλίας. Συνολικά, έπαιξε 70 φορές με την εθνική, σκοράροντας 14 γκολ, συμπεριλαμβανομένου ενός στον τελικό του 1970.
Οι θεατές θαύμαζαν την αντοχή του. Μπορούσε να τρέξει άπειρα χιλιόμετρα στη διάρκεια ενός αγώνα με τη διάθεση εφήβου. Πολλοί το απέδιδαν στην αθλητική ζωή. Κι όμως, κάπνιζε περισσότερο από ένα πακέτο τσιγάρα την ημέρα! Το όνομά του μάλιστα, σχετίστηκε με το διαβόητο «Δίκαιο του Ζέρσον» (Lei de Gérson στα πορτογαλικά). Πρωταγωνίστησε σε μια διαφημιστική καμπάνια των τσιγάρων «Vila Rica» στη δεκαετία του 1970, που είχε ως σύνθημα-μοτό το «Μου αρέσει να εκμεταλλεύομαι τα πάντα, σωστά; Επωφεληθείτε και εσείς ...» και έγινε μια κωδική φράση, κυρίως από τα ΜΜΕ, για την παραδοσιακή βραζιλιάνικη πονηριά και περιφρόνηση των νόμων και κανόνων. Αργότερα το αποκήρυξε, καταγγέλλοντας ως κακόβουλη και ανάρμοστη τη σχέση του ονόματός του με τα εν λόγω ελαττώματα, που συντηρούσαν με επιμονή τα ΜΜΕ στο βραζιλιάνικο λαό!
Εμφανίστηκε θυμωμένος ως προς λίστα που έφτιαξε ο Πελέ το 2004, για την εκατονταετηρίδα της FIFA, για τους 125 Εν Ζωή Καλύτερους Ποδοσφαιριστές του Κόσμου. Ήταν ανένδοτος με την λίστα, ότι αυτός και μερικοί από τους συμπαίκτες του, άξιζαν μια θέση στον κατάλογο. Συμβολικά άρπαξε ένα κομμάτι χαρτί και το πέταξε σε ένδειξη περιφρόνησης, σε μια συνέντευξή του σε ραδιοτηλεοπτικό σταθμό λέγοντας «Σέβομαι την άποψή του, αλλά εγώ δεν συμφωνώ. Εκτός από τον Ζιντάν, τον Πλατινί και τον Φοντέν, είμαι πίσω από 11 Γάλλους; Είναι αστείο να ακούω αυτό!»
Αργότερα, ήταν μόνιμα καλεσμένος σε συζητήσεις γύρω από το ποδόσφαιρο και είχε πάντοτε δικές του εκπομπές κρατικής εμβέλειας. Ήταν ο μόνιμος σχολιαστής των αγώνων των Παγκοσμίων Κυπέλλων και πάντα η γνώμη του είχε βαρύνουσα σημασία στον τρόπο οργάνωσης και ανάπτυξης του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Ήταν υπέρμαχος της διοργάνωσης ενός ενιαίου εθνικού πρωταθλήματος κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, στη θέση των πολιτειακών και στο τέλος ενός τουρνουά πρωταθλητών. Έχει δικιά του σχολή ποδοσφαίρου και συμμετέχει σε αθλητικά δρώμενα στην γενέτειρά του, απ’ την οποία δεν έφυγε ποτέ!
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- 1958: Canto do Rio Foot-Ball Club
Επαγγελματική καριέρα
Σύνολο καριέρας: 533 (193)
Διεθνής
- 1961–1972: Βραζιλία, 70 (14)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με την Flamengo
- Torneio Início: 1959
- Διεθνές Τουρνουά Verão do Uruguai: 1961
- Troféo Magalhães Pinto: 1961
- Διεθνές Τουρνουά Τυνησίας: 1962
- Τουρνουά Rio-São Paulo: 1961, 1964, 1966
- Πολιτειακό Πρωτάθλημα Rio de Janeiro (Campeonato Carioca): 1963
Με την Botafogo
- Torneio Início: 1967
- Τουρνουά Rio-São Paulo: 1964, 1966
- Διεθνές Τουρνουά Βενεζουέλας (Pequena Taça do Mundo): 1967, 1968
- Taça Guanabara: 1967, 1968
- Πολιτειακό Πρωτάθλημα Rio de Janeiro (Campeonato Carioca): 1967, 1968
- Πρωτάθλημα Βραζιλίας (Taça Brasil): 1968
Με την São Paulo
- Πολιτειακό Πρωτάθλημα São Paulo (Campeonato Paulista): 1970 , 1971
Με την Fluminense
Διεθνείς
Με την Βραζιλία
- Παγκόσμιο Κύπελλο: 1970
- Copa Rocca: 1963, 1971
- Taça Independência: 1972
Προσωπικές Διακρίσεις
- Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 2η θέση -Ασημένια Μπάλα το 1970
- Μέλος Καλύτερης Ενδεκάδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1970
- Μέλος των 100 Καλύτερων Ποδοσφαιριστών του Κόσμου Όλων των Εποχών από το περιοδικό «World Soccer»
- Μέλος του Hall of Fame του Βραζιλιάνικου Ποδοσφαίρου